Κυριακή 8 Μαΐου 2016

H Τέχνη της Πολιτικής Ψευδολογίας

...«η τέχνη αυτή είναι προορισμένη να αποκτήσει
μεγάλη υπόληψη κατά τους προσεχείς αιώνες» (John Arbuthnot[1] – 18ος αι.)
 
Αρχές του 18ου αιώνα. Η Αγγλία εμφανίζεται νικήτρια στους πολέμους (με Ολλανδία και Γαλλία) που κατά καιρούς εμπλέκεται, ενώνεται με τη Σκωτία, οι αποικίες της επεκτείνονται σε Αμερική και Ινδία, το εμπόριο βρίσκεται σε ακμή, ενώ, συγχρόνως, παίρνει τα πρωτεία από τη Γαλλία εις την «ποσότητα και ποιότητα λογοτεχνικής παραγωγής».

Οι λέσχες και τα «λογοτεχνικά» καφενεία αυξάνονται ως τόποι συναντήσεως και οι «ζυμώσεις» που διεξάγονται εκεί δεν είναι μόνο πνευματικές αλλά και πολιτικές. Λογοτέχνες της εποχής γίνονται μόνιμα μέλη: ο Ντράϋντεν, ο Άντισον, ο Σουΐφτ κ.ά. Αργά προετοιμάζεται, σε όλη την ευρώπη, το κίνημα του, λεγόμενου, ευρωπαϊκού διαφωτισμού.

Παράλληλα, στο Αγγλικό Κοινοβούλιο και τα κόμματα διεξάγονται σφοδρές πολιτικές αντιπαραθέσεις. Οι υπουργοί ανακαλύπτουν τη χρησιμότητα των στρατευμένων «κονδυλοφόρων» οι οποίοι λαμβάνοντας συντάξεις, επιχορηγήσεις και βοηθήματα, παρέχουν πλούσιο προπαγανδιστικό υλικό υπέρ των χορηγών τους, στις εφημερίδες, τα πολλά περιοδικά και τα διάφορα φυλλάδια της εποχής.

Ένα από τα πολλά παραδείγματα αποτελεί το περιοδικό «Ερευνητής» (Εxaminer) που εκδίδεται το 1710 για να στηρίξει το κόμμα των Τόρις. Σ’ αυτό το περιοδικό συναντάμε, τον εξαίρετο κλασσικό σατυρικό συγγραφέα Τζόναθαν Σουΐφτ να μετατρέπεται σε όργανο αυτού του καθεστώτος, κατόπιν αδράς πληρωμής. Έτσι, «οι συγγραφείς έγιναν συμπληρώματα των πολιτικών […] η ελευθερία συνειργάσθη με τον χρυσόν δια να εξαπολύσουν ένα κατακλυσμόν μελάνης», αναφέρει ο Ντυράν στην «Παγκόσμια Ιστορία του Πολιτισμού».

Χαράζει, πλέον, στον πλανήτη, η εποχή που η επιρροή του κλήρου στις συνειδήσεις του λαού δίνει τη θέση της σε νέου τύπου καθοδήγηση.

Το 1733 κυκλοφορεί στο Άμστερνταμ, στη γαλλική γλώσσα, ένα μικρό βιβλίο το οποίο αναλαμβάνει την παρουσίαση του περιεχομένου δύο τόμων («οι οποίοι βρίσκονται επί του πιεστηρίου») με τίτλο «Ψευδολογία πολιτική» ή «Η τέχνη της πολιτικής ψευδολογίας» με σκοπό την «προεγγραφή συνδρομητών». Πρόκειται, όπως, πιο αναλυτικά αναφέρεται στις πρώτες σελίδες, για μία «Παραδοξότατη πραγματεία που προτείνεται για προεγγραφές (συνδρομές)» και ακολουθεί γενική περιγραφή των όρων συνδρομής, της τιμής πωλήσεως και του χρόνου παραδόσεως του πρώτου τόμου. Εκεί αναφέρονται οι λόγοι που ο συγγραφέας θα προβεί σε πιο αναλυτική παρουσίαση του περιεχομένου του πρώτου τόμου: «για να πληροφορήσουμε το κοινό και να το ενθαρρύνουμε να συντρέξει την έκδοση ενός τόσο χρήσιμου έργου»…

Το μικρό αυτό σατυρικό πόνημα όχι μόνο εισαγάγει τους αναγνώστες στην τέχνη της πολιτικής ψευδολογίας αλλά συγχρόνως τους «διδάσκει» να μην είναι ευκολόπιστοι καθιστώντας και τους ίδιους θύματα δύο ψευδών πληροφοριών.

Η μία αφορά τον συγγραφέα… Έτσι, αν και στο εξώφυλλο αναφέρεται ότι το μικρό αυτό βιβλίο αποτελεί «Κείμενο αποδιδόμενο στον Tζόναθαν Σουΐφτ», στο εσώφυλλο και στον πρόλογο αποκαλύπτεται ότι συγγραφέας είναι ο Τζων Άρμπουθνοτ. (Ο Άρμπουθνοτ το έγραψε σε μορφή φυλλαδίου το 1712. Γενικότερα, εντάσσεται στη γενικότερη στάση του κατά του πολέμου Αγγλίας-Γαλλίας).

Το δεύτερο ψέμα είναι ότι ενώ το μικρό βιβλίο αυτοαναγορεύεται ουσιαστικά ως αναλυτικός «πίνακας περιεχομένων» του πρώτου από τους δύο τόμους (ο οποίος θα κυκλοφορούσε «κατά το πέρας της προσεχούς εορτής του Αγίου Ιλαρίωνος») ωστόσο εύκολα μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η προαναγγελλόμενη αυτή έκδοση των δύο τόμων δεν έγινε ποτέ.

Ακολουθεί μια σύντομη περιήγηση στο βιβλίο με αποσπάσματα για την «τέχνη του ψέματος»:

Στο πρώτο μέρος του φυλλαδίου γίνεται αναφορά στην «τέχνη της πολιτικής ψευδολογίας, μια τέχνη τόσο ευγενής και τόσο χρήσιμη· εφ’ όσον μάλιστα, κατά τον τελευταίο αιώνα (18ο αι.), έχει εμπλουτιστεί με πολλές νέες ανακαλύψεις, δεν πρέπει να παραμείνει άλλο στον παραγκωνισμό […] αλλά πρέπει να χρησιμεύει ως πρότυπο για την εκπαίδευση ενός ικανού ηγεμόνα» προφητεύοντας ότι «η τέχνη αυτή είναι προορισμένη να αποκτήσει μεγάλη υπόληψη κατά τους προσεχείς αιώνες»…

Στο πρώτο κεφάλαιο ο συγγραφέας φιλοσοφεί περί ψυχής –Θεού και Δαίμονα– για να καταλήξει ότι «η επιτυχία της πολιτικής ψευδολογίας σχετίζεται με […] την κυλινδρική πλευρά της ψυχής – δηλαδή, τον Δαίμονα».

Λίγο πιο κάτω, αφού αναλύσει τις ιδιότητες της ψευδολογικής τέχνης περνά στον ορισμό του πολιτικού ψεύδους: «Είναι η Τέχνη να πείθεις το λαό, η τέχνη να του υποβάλλεις σωτήρια ψεύδη με καλό σκοπό…». Την ονομάζει Τέχνη για να τη διακρίνει από την πράξη του να λες την αλήθεια, για την οποία φαίνεται ότι δεν χρειάζεται τέχνη. «Εν συνεχεία ο συγγραφέας αποδεικνύει ότι υπάρχουν όντως σωτήρια ψέματα… π.χ. δείχνει καθαρά ότι δεν θα είχαμε αντέξει στον πόλεμο για τόσον καιρό χωρίς όλα αυτά τα σωτήρια ψέματα και δίνει κανόνες για να υπολογίζεται σε λίρες, σελίνια και σε σόλδια η αξία ενός πολιτικού ψεύδους».

Στο δεύτερο κεφάλαιο: Με την λέξη «σωτήριο και αγαθό» δεν εννοεί αυτό που είναι απόλυτα και ουσιαστικά καλό, αλλά αυτό που φαίνεται καλό στον ‘’Καλλιτέχνη’’, δηλαδή σε εκείνον που ασκεί επαγγελματικά την τέχνη της πολιτικής ψευδολογίας και τη χρησιμοποιεί ως σταθερή βάση για να ρυθμίζει σύμφωνα μ’ αυτή τις ενέργειές του. […] το πολιτικό ψέμα το πλασάρουν για να πουλήσουν ή να αγοράσουν ένα κεφάλαιο ή μια πράξη σε πιο συμφέρουσα τιμή, άλλοι επειδή είναι τιμητικό να υπηρετούν έτσι το κόμμα τους, άλλοι τέλος επειδή είναι γλυκό να ικανοποιούν την εκδικητικότητά τους.

Ο συγγραφέας στο τρίτο κεφάλαιο πραγματεύεται τη νομιμότητα της πολιτικής ψευδολογίας και καταδεικνύει ότι είναι θεμιτή και επιτρεπτή… Κάνει αναφορά στα διαφορετικά δικαιώματα που έχουν οι άνθρωποι στην αλήθεια […] Ο λαός έχει δικαίωμα να προσδοκά την αλήθεια από τους συνανθρώπους του ή την οικογένειά του […]αλλά δεν έχει κανένα δικαίωμα στην πολιτική αλήθεια· όπως ακριβώς δεν έχει κανένα δικαίωμα να κατέχει πλούσια αγαθά, εκτάσεις γης και πύργους, έτσι δεν δικαιούται να πληροφορείται την αλήθεια στο θέμα της διακυβέρνησης…

Στο τέταρτο κεφάλαιο τίθεται το ερώτημα «αν η κυβέρνηση έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να χαλκεύει πολιτικά ψεύδη». Η απάντηση είναι αρνητική με το επιχείρημα ότι το δικαίωμα της επινόησης πολιτικών ψευδών ανήκει και στο λαό… προκειμένου να ανατρέψει έναν υπουργό ή μια κυβέρνηση από την οποία είναι αηδιασμένος και απαυδισμένος και ότι η αφθονία της πολιτικής ψευδολογίας είναι μια σίγουρη απόδειξη της αγγλικής ελευθερίας.

Στο επόμενο κεφάλαιο αναφέρονται τα μέσα επινόησης, διάδοσης και πολλαπλασιασμού των ψευδολογιών: είναι οι φήμες, οι ψίθυροι, οι ειδήσεις και οι δυσφημιστικοί λίβελλοι. Παρακάτω οι πολιτικές ψευδολογίες χωρίζονται σε τρία είδη: Το συκοφαντικό (κιτρινισμός) που «απογυμνώνει έναν μεγάλο άνδρα από την υπόληψη που δίκαια έχει κατακτήσει, από φόβο μήπως τη χρησιμοποιήσει επί ζημία του δημοσίου», το προσθετικό ή αλλιώς το «λιβανίζειν» που «αποδίδει σε μια σπουδαία προσωπικότητα περισσότερες αρετές απ’ όσες διαθέτει, με σκοπό να τη θέσει στην υπηρεσία κάποιου καλού σκοπού ή κάποιου συγκεκριμένου σχεδίου» και το διαβιβαστικό που «μεταφέρει την τιμή μιας καλής πράξης ενός ανθρώπου σε κάποιον άλλον, που έχει αφ’ εαυτού ανώτερες ικανότητες και αξία πολύ μεγαλύτερη από αυτή που του αποδίδεται· ή είναι εκείνο με το οποίο αφαιρείται η απαξία μιας κακής πράξης από αυτόν που την έχει διαπράξει, για να μεταφερθεί σ’ έναν άνθρωπο που αφ’ εαυτού έχει πολύ μικρότερη αξία».

Σχετικά με το προσθετικό ψέμα, ο συγγραφέας συμβουλεύει τους Επαγγελματίες του είδους: «Οταν αποδίδετε σε κάποιον κάτι που δεν του ανήκει, πρέπει το ψέμα να διαμορφώνεται έτσι ώστε να μην είναι εκ διαμέτρου αντίθετο με τις γνωστές ιδιότητες του προσώπου». Π.χ. ένα πολιτικός ψευδολόγος που ξέρει έστω και στοιχειωδώς τη δουλειά του δεν θα πει ποτέ, μιλώντας για τη Βασίλισσα Ελισάβετ ότι αποδίδει στους υπηκόους της το περίσσευμα των φόρων… να μην προβάλλεται ένας ονομαστός φιλάργυρος ως γενναιόδωρος ή ένας άνθρωπος του οποίου το προσωπικό θάρρος αμφισβητείται, να μην παρουσιαστεί ως πολεμιστής που καταδιώκει και εξολοθρεύει ολόκληρες ίλες ιππικού αλλά ως καβγατζής που κάνει φασαρία στις παρέες και πετάει ένα μπουκάλι στο κεφάλι του αντιπάλου του ή για έναν ισχυρό άρχοντα που ποτέ δεν έστερξε να πληρώσει τα χρέη του, να μην τον παρουσιάσετε ως άνθρωπο κουβαρντά που ξαφνικά επιστρέφει τα μεγάλα ποσά τα οποία είχε καταχραστεί… πείτε απλώς ότι πληρώνει είκοσι λίρες σε ένα φίλο που έχασε το εισιτήριό του…

Ο συγγραφέας πιο κάτω με την ίδια λογική συμβουλεύει τους συκοφάντες να μην επινοούν ψέματα εκ διαμέτρου αντίθετα προς τις ιδιότητες των προσώπων που πρόκειται να δυσφημίσουν. Τους προτρέπει να μην ξεχνούν τον χρυσό κανόνα της αληθοφάνειας. Π.χ. μην διαδώσουν «για μία προσωπικότητα γνωστή για τη σοφή οικονομία της ότι διασπαθίζει το χρήμα και τους πόρους του έθνους… μπορείτε όμως να πείτε παντού ότι συσσωρεύει και αποθησαυρίζει το χρήμα ή δεν θα πείτε ότι κάποιος αδιάφθορος έχει διαφθαρεί δεχόμενος δώρα αλλά μπορείτε ελεύθερα να τον κατακρίνετε ότι καθυστερεί πολύ τις πληρωμές… Μολονότι τίποτε από τα δύο δεν αληθεύει, το δεύτερο είναι πιστευτό, ενώ το πρώτο δεν είναι»…

Στο έκτο κεφάλαιο ο συγγραφέας χρησιμοποιεί δύο ελληνικές λέξεις στο αγγλικό πρωτότυπο: το δομοειδές και το φοβερόν για να διακρίνει το θαυμαστό, αυτό δηλαδή που ξεπερνά τον συνήθη βαθμό αληθοφάνειας. Σχετικά με τα δομοειδή ψέματα «δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα συνήθη όρια της αληθοφάνειας· πρέπει να είναι ποικίλα· δεν πρέπει ποτέ να επιμένεις πεισματικά σε ένα και το αυτό ψέμα». Για το φοβερόν ψέμα προειδοποιεί ότι «δεν πρέπει να παρουσιάζονται πολύ συχνά τρομακτικά πράγματα διότι υπάρχει φόβος να γίνουν οικεία στο λαό, να τα συνηθίσει και να μην τρομάζει πια με αυτά». Άλλο είδος είναι το τερατώδες (και αυτό γραμμένο στα ελληνικά). Εδώ συνιστά την προσοχή στο ότι οι Κομήτες, οι Φάλαινες και οι Δράκοι πρέπει να έχουν ένα μέγεθος λογικό και μετρημένο· ως προς τις θεομηνίες, τις λαίλαπες και τους σεισμούς πρέπει πάντα να λένε ότι προβλέπεται να συμβούν σε κάποια περιοχή που απέχει από το μέρος που βρίσκονται τουλάχιστον μιας μέρας δρόμο με τ’ άλογο.

Σ’ ολόκληρο το έβδομο κεφάλαιο ο συγγραφέας αναλώνεται στο να ανακαλύψει πιο από τα δύο μεγάλα κόμματα οι Whigs ή οι Tories είναι ικανότεροι και πιο αποτελεσματικοί στην Τέχνη της Πολιτικής Ψευδολογίας. Δεν μπορεί να καταλήξει αλλά παραδέχεται ότι και τα δύο έχουν στους κόλπους τους ιδιοφυΐες. Θεωρεί γενικά υπερβολική την ποσότητα των ψεμάτων που εκτοξεύονται και από τα δύο κόμματα και τα συμβουλεύει: «Το κόμμα που θέλει να αποκαταστήσει το κύρος και την αξιοπιστία του πρέπει, επί τρεις μήνες, να μην πει και να μην δημοσιεύσει τίποτε που να μην είναι αληθινό και πραγματικό· είναι ο καλύτερος τρόπος για να αποκτήσει το δικαίωμα να πλασάρει ψέματα τους επόμενους έξι μήνες […] Παραδέχεται ωστόσο ότι είναι σχεδόν αδύνατον να βρεθούν ανθρώποι ικανοί να εκτελέσουν ένα τέτοιο σχέδιο» […] Τέλος κατακρίνει την μωρία των κομμάτων που χρησιμοποιούν για το πλασάρισμα του ψεύδους ανθρώπους χυδαίους και μικρόμυαλους όπως είναι «η πλειονότητα των σημερινών δημοσιογράφων (ειδησεογράφων και σχολιαστών) οι οποίοι αγνοούν (ή δεν ακολουθούν) τους κανόνες της Ψευδολογίας και δεν διαθέτουν ούτε τις ικανότητες ούτε το ταλέντο που απαιτείται για να τους εμπιστευθεί κανείς ένα τόσο σημαντικό λειτούργημα».

Στο όγδοο κεφάλαιο προτείνει να συγκροτηθεί μία Εταιρεία Ψευδολόγων από τους αρχηγούς κάθε κόμματος οι οποίοι θα αποφασίζουν πιο είδος και ποιος τύπος ψευδολογίας θα χρησιμοποιηθεί στη μια ή στην άλλη περίπτωση. Και ότι η Εταιρεία πρέπει να «συμπεριλάβει και ιδιοφυΐες με μεγάλη πείρα στα ψέματα απ’ αυτές που αφθονούν στην πόλη και ειδικά στα καφενεία […] επίσης πρέπει πάντα να υπάρχουν κάποια πρόσωπα που διαθέτουν μεγάλα αποθέματα ευπιστίας […] γιατί δεν υπάρχει στον κόσμο άνθρωπος πιο κατάλληλος για να πλασάρει και να διαδώσει ένα ψέμα από εκείνον που το πιστεύει»…

Βασικός κανόνας της Εταιρείας θα είναι να επινοεί ένα ή δύο ψέματα την ημέρα […] και επίσης θα πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν τι καιρό κάνει και σε πια εποχή πλασάρονται: «φήμες, ψέματα φοβερά ή τρομακτικά και φρικιαστικά κάνουν θαύματα και είναι άκρως αποτελεσματικά κατά τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο, αλλά δεν κάνουν τόσο καλό και δεν είναι τόσο δραστικά κατά τον Μάιο και τον Ιούνιο, εκτός αν φυσάνε τότε ανατολικοί άνεμοι. […] Επίσης απαραίτητα πρέπει να υπάρχει μία ποινή ή ένα πρόστιμο που να επιβάλλεται σε όποιον μιλάει για οτιδήποτε άλλο εκτός από το ψέμα της ημέρας». Τέλος συνιστά στους αρχηγούς των κομμάτων να μην παραπιστεύουν οι ίδιοι τα ψέματά τους…

Στο ένατο κεφάλαιο διαπραγματεύεται την αντοχή των ψευδών. Η πραγματεία τα διακρίνει σε «ωριαία, ημερήσια, ετήσια και αιώνια». Οι μεγάλοι Μάστορες της ψευδολογίας «ξέρουν να υπολογίζουν με τόσο μεγάλη προσέγγιση την αντοχή ενός ψέματος, ώστε αυτό να επιζεί και να συντηρείται ακριβώς όσο είχαν την πρόθεση να το κάμουν να διαρκέσει, και δεν διαρκεί πιο πολύ από όσο χρειάζεται για να φέρει το ποθούμενο αποτέλεσμα».

Στο επόμενο κεφάλαιο ο συγγραφέας αναφέρεται στα χαρακτηριστικά των ψευδολογιών και τον τρόπο να γνωρίζεις πότε, σε ποιον τόπο και από ποιον έχει επινοηθεί το κάθε ψέμα […] μιλάει δια μακρών για τα μέσα με τα οποία μπορείς να ανακαλύψεις αν το ψέμα είναι «ολλανδικό, αγγλικό ή γαλλικό […] αν είναι χαλκευμένο στο Χρηματιστήριο και τίνος την σφραγίδα φέρει… Όλοι οι μεγάλοι άνδρες του τόπου έχουν καθένας τις δικές του επινοητικές ικανότητες»…

Στο τελευταίο κεφάλαιο (11ο) μελετάται το θέμα της ανασκευής και κατάρριψης ενός ψέματος. Πώς καταρρίπτεται καλύτερα· με την αλήθεια ή με ένα άλλο ψέμα; Ο συγγραφέας μετά από ενδελεχή μελέτη καταλήγει: «το πιο κατάλληλο και αποτελεσματικό μέσο για να καταρρίψεις ένα ψέμα, είναι να το αντικρούσεις μ’ ένα άλλο ψέμα». Στη συνέχεια παραθέτει διάφορα παραδείγματα. Ιδού ένα από αυτά: «Σε πρόσφατη διαβεβαίωση ενός Λόρδου ότι είχε συναφθεί Συνθήκη με τη Γαλλία για να υποδουλωθεί η Αγγλία και για να επαναφερθεί η παλαιά θρησκεία (δηλαδή ο καθολικισμός) και ότι η υποτιθέμενη αυτή συνθήκη είχε υπογραφεί στις 15 Σεπτεμβρίου, ένας άλλος, εξίσου ικανός στην Τέχνη, του απάντησε, όχι αντιπαραθέτοντας στο ψέμα την αλήθεια, ούτε υποστηρίζοντας ότι ποτέ δεν υπήρξε θέμα τέτοιας συνθήκης ανάμεσα στους δύο Θρόνους, αλλά λέγοντας πως ήταν βεβαιότατος ότι η συνθήκη εκείνη περιελάμβανε πολλά άρθρα στα οποία δεν είχαν συμφωνήσει και τα οποία καθόλου δεν είχαν διακανονισθεί…(!)».

Η πραγματεία αυτή τελειώνει με μια υπόσχεση που αποδεικνύεται και αυτή ψευδής: «Επιφυλασσόμαστε να δώσουμε σε εύθετο χρόνο την ανάλυση και το περιεχόμενο του δεύτερου τόμου της έξοχης αυτής Πραγματείας»…

«Η τέχνη της Πολιτικής Ψευδολογίας», μπορεί αβίαστα να καταλάβει την υψηλότερη θέση ανάμεσα στις σατυρικές δημιουργίες, αλλά, ταυτόχρονα, μπορεί εξ ίσου να συναγωνιστεί σοβαρά πολιτικά κείμενα που αναφέρονται στην τεχνική της πολιτικής/πολιτικών, δηλαδή του οργανωμένου ψεύδους με το οποίο συντηρείται η εξουσία και που μέσω αυτού αναπαράγεται μέσα από τις θεσμισμένες κοινωνικές δομές.

Πώς θα μπορούσε να αμφισβητήσει κάποιος την διεισ­δυτικότητα του συγγραφέα, όταν, ρίχνοντας μία απλή ματιά στα όσα διαδραματίζονται μέσα σε κάθε εξουσιαζόμενο κοινωνικό σύνολο, διαπιστώνει το πόσο πραγματικά και επαναλαμβανόμενα μέχρι τις μέρες είναι τα όσα περιγράφονται;

Είναι ξεκάθαρο ότι οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα, γεγονότα ή καταστάσεις της σημερινής εποχής δεν είναι τυχαία ή συμπτωματική… Παρ’ ότι μας χωρίζουν τρεις εκατονταετίες από την έκδοσή του, αυτό το βιβλίο εξακολουθεί να παραμένει επίκαιρο, αλλά και προφητικό… Συνάμα αποτελεί τροφή για σκέψη και κατανόηση των όσων διαδραματίζονται στο χώρο που ζούμε και ίσως να αποτελέσει μία ακόμη ευκαιρία ώστε να ξεπεραστεί η πολιτική –σ’ όλες της τις εκδοχές– και να διασκορπιστούν οι αυταπάτες που διαχέει. Αυτό θα είναι ένα σημαντικό βήμα προς την ανθρώπινη –και όχι μόνο– ευημερία…

Συσπείρωση Αναρχικών
 
Δημοσιεύθηκε στην αναρχική εφημερίδα ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 153, Οκτώβριος 2015

[1] O John Arbuthnot (1667-1735), μαθηματικός, ευθυμογράφος, σατυρικός και γιατρός της βασίλισσας Άννας, φίλος των Alexander Pope και Johnathan Swift, συνιδρυτής με αυτούς της Λέσχης Scriblerus (Λέσχη των Γραφιάδων) … «η οποία ειδικεύετο εις την γελοιοποίησι της παντός είδους αγυρτείας και γκάφας (Ντυράν – Παγκόσμια Ιστορία του Πολιτισμού.)» Τα μέλη αυτής της λέσχης –με σχετικά κοινές πολιτικές κατευθύνσεις– συμφωνούν στον ρόλο που μπορεί να παίξει η καυστική σάτιρα στα κακώς κείμενα της εποχής τους και επιδίδονται σ’ αυτήν συγγράφοντας κείμενα στα οποία κάποιες φορές δεν διέκριναν καθαρά (ή δεν ενδιαφέρονταν) που αρχίζει το πόνημα του ενός και που τελειώνει του άλλου… Π.χ. το 1741 κυκλοφορεί το βιβλίο «Αναμνήσεις του Μαρτίνου Scriblerus» με την υπογραφή του A. Pope, αλλά όλοι γνωρίζουν ότι είναι κατά κύριο λόγο έργο του Arbuthnot. Ο Arbuthnot αναφέρεται ότι ήταν πολυγραφότατος και το πιο καταδεκτικό μέλος αυτής της λογοτεχνικής ομάδας· αλλά ο ίδιος προτιμούσε να δίνει τις ιδέες και τα έργα του στους άλλους αντί να επιδιώκει φήμη για τον εαυτό του.

Πιο ειδικά ο Arbuthnot δεν επιδίωκε κανένα «copy­right», αδιάφορος για την κατοχύρωση της πνευματικής του εργασίας, προτιμούσε να φτιάχνει με τις σελίδες των κειμένων του σαΐτες και να παίζει με τα παιδιά του… Συμμετείχε στην εκστρατεία των Toris για την κατάπαυση του πολέμου με τη Γαλλία. Στα πλαίσια αυτής της προσπάθειας να σατιρίσει τον βρετανικό πατριωτισμό δημοσίευσε το 1712 την «Ιστορία του Τζων Μπουλ» με ήρωα ένα φανταστικό πρόσωπο, τον πολεμοχαρή και καλοβολεμένο John Bull ο οποίος έγινε, κατόπιν, το σύμβολο του εγγλέζικου χαρακτήρα.

Ως γιατρός ήταν μπροστά από την εποχή του. «Ολίγοι Ιατροί είχον την τόλμην να θέσουν εν κινδύνω το εισόδημά των, δια της διαδόσεως γνώσεων προληπτικής ιατρικής. Ο δόκτορ Τζων Άρμπουθνοτ του Λονδίνου, εις εν «Δοκίμιον περί της φύσεως των ασθενειών» (1731) υπεστήριζεν την άποψιν ότι η δίαιτα ηδύνατο να επιτελέση σχεδόν όλα όσα ηδύνατο να επιτύχη και η Ιατρική» (Ντυράν)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου