Πέμπτη 17 Μαρτίου 2016

Αντιφώντας ο Αθηναίος, 480-411 π.Χ. - Αποσπάσματα

Δικαιοσύνη είναι να μην παραβαίνεις τους νόμους και τα έθιμα του κράτους, του οποίου είσαι πολίτης. Ο άνθρωπος θα αποκόμιζε από τη δικαιοσύνη την πιο μεγάλη ωφέλεια για το άτομό του, αν μπροστά σε άλλους ανθρώπους τηρούσε τους νόμους ως κάτι σημαντικό, ενώ αντίθετα, άμα είναι μόνος του χωρίς άλλους μπροστά του, ακολουθούσε τις επιταγές της φύ­σης. Γιατί οι επιταγές του νόμου είναι αυθαίρετες, ενώ της φύσης είναι αναγκαίες· κι οι επιταγές των νόμων είναι συμβατικές και όχι από τη φύση, ενώ οι επιταγές της φύσης είναι ακριβώς το αντίθετο.
Όποιος παραβαίνει τους νόμους και τα έθιμα, αν δεν υποπέσει στην αντίληψη αυτών που τα έχουν αποδεχτεί, αποφεύγει και τη ντροπή και την τιμωρία· ενώ αν δεν μείνει απαρατήρητος, δεν τα αποφεύγει. Απεναντίας, άμα παραβιάζει τις εγγενείς απαιτήσεις της φύσης πέρα από ένα όριο, το κακό γι᾽ αυτόν δεν μετριάζεται διόλου, αν μείνει απαρατήρητος απ᾽ όλους τους ανθρώπους ούτε γίνεται μεγαλύτερο, αν υποπέσει στην αντίληψη όλων των ανθρώπων. Γιατί η ζημιά που υφίσταται δεν είναι φαινομενική αλλά πραγματική. Αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους εξετάζουμε όλα αυτά τα ζητήματα, επειδή τα περισσότερα θεσπίσματα του δικαίου αντιστρατεύονται τη φύση. Έχουν έτσι θεσπιστεί νόμοι για τα μάτια, τι πρέπει να βλέπουν και τι δεν πρέπει· το ίδιο και για τα αυτιά, τι πρέπει να ακούνε και τι δεν πρέπει· και για τη γλώσσα, τι πρέπει να λέει και τι δεν πρέπει· και για τα χέρια, τι πρέπει να κάνουν και τι δεν πρέπει· και για τα πόδια, πού πρέπει να πηγαίνουν και πού δεν πρέπει· και για το νου, τι πρέπει να επιθυμεί και τι δεν πρέπει. Ωστόσο εκείνα τα πράγματα που οι νόμοι τα απαγορεύουν στους ανθρώπους δεν είναι ούτε πιο συμφιλιωμένα με τη φύση ούτε πιο συγγενικά με αυτήν απ᾽ ότι εκείνα προς τα οποία οι νόμοι τους προτρέπουν να στραφούν. Επίσης, το να ζει κανείς είναι κάτι φυσικό, το ίδιο και το να πεθαίνει, και για τον άνθρωπο η ζωή συγκαταλέγεται σε όσα τον συμφέρουν, ενώ ο θάνατος σε όσα δεν τον συμφέρουν. Όσα πλεονεκτήματα ανάγονται σε ισχύοντες νόμους αποτελούν για τη φύση δεσμά, ενώ όσα ανάγονται στη φύση είναι απαλλαγμένα από περιορισμούς. Δεν αληθεύει, αν το εξετάσουμε σωστά, ότι όσα πράγματα προξενούν πόνο προάγουν την ανθρώπινη φύση περισσότερο απ᾽ όσο εκείνα τα οποία προκαλούν ευχαρίστηση· ούτε ότι όσα πράγματα προξενούν λύπη προάγουν την ανθρώπινη φύση περισσότερο απ᾽ όσο εκείνα τα οποία προκαλούν ηδονή. Γιατί όσα πράγματα προάγουν στ᾽ αλήθεια την ανθρώπινη φύση δεν πρέπει να βλάπτουν αλλά να ωφελούν. Έτσι, όσα από αυτά είναι χρήσιμα από τη φύση [...] 
...κι όσοι αμύνονται, όταν υποστούν επίθεση, ενώ οι ίδιοι δεν επιχειρούν να επιτεθούν πρώτοι· κι όσοι φέρονται με καλοσύνη στους γονείς τους, έστω και αν οι γονείς είναι κακοί απέναντι τους· κι όσοι δίνουν στους άλλους τη δυνατότητα να βεβαιώσουν κάτι μ᾽ έναν όρκο, ενώ στους ίδιους δεν δίνεται αυτή η δυνατότητα. Στις παραπάνω πράξεις θα μπορούσε κανείς να βρει πολλά τα οποία αντιστρατεύονται τη φύση: Συμβαίνει αυτές οι πράξεις να οδηγούν σε περισσότερο πόνο, ενώ λιγότερος πόνος θα ήταν κάτι εφικτό, και σε λιγότερη ευχαρίστηση, ενώ περισσότερη ευχαρίστηση θα ήταν δυνατή, και στο να υφίσταται κανείς κάτι κακό, ενώ θα μπορούσε να μη το υποστεί. Αν λοιπόν όσοι ασπάζονται τέτοιες αρχές λάμβαναν μια βοήθεια από την πλευρά των νόμων και, παράλληλα, όσοι δεν τις ασπάζονται δοκίμαζαν κάποια μείωση, η υπακοή στους νόμους δεν θα ήταν χωρίς πλεονεκτήματα. Είναι όμως φανερό ότι η δικαιοσύνη του νόμου δεν επαρκεί να προσφέρει ικανοποιητική προστασία σε όσους τα τηρούν αυτά. Καταρχήν επιτρέπει σε όποιον παθαίνει κάτι να το πάθει και σε όποιον διαπράττει κάτι να το διαπράξει· ούτε στη μια περίπτωση εμπόδισε αυτόν που έπαθε κάτι να το πάθει ούτε στην άλλη περίπτωση αυτόν που διέπραξε κάτι να το διαπράξει. Κι όταν πρόκειται για την τιμωρία, η δικαιοσύνη του νόμου δεν είναι διόλου περισσότερο με το μέρος αυτού ο οποίος έχει υποστεί κάτι παρά με το μέρος εκείνου ο οποίος έχει διαπράξει κάτι. Διότι το θύμα θα χρειαστεί να πείσει τους κριτές ότι έχει υποστεί μια αδικία προκειμένου να αξιώσει να κερδίσει μια δίκη.

[. . .] Όσους προέρχονται από αρχοντικούς γονείς τους υπολογίζουμε και τους σεβόμαστε, ενώ όσους είναι από άσημα σπίτια ούτε τους υπολογίζουμε ούτε τους σεβόμαστε. Ως προς αυτό συμπεριφερόμαστε σαν βάρβαροι, αφού από τη φύση είμαστε πλασμένοι όλοι, Έλληνες και βάρβαροι, όμοιοι σε όλα. Θα το διαπιστώσουμε αν εξετάσουμε όσα πράγματα είναι από τη φύση αναγκαία σε όλους τους ανθρώπους: τη δυνατότητα να τα εξασφαλίσουν την έχουν εξίσου όλοι, και σε σχέση με αυτά δεν υφίσταται ανάμεσά μας καμιά διάκριση σε βαρβάρους και Έλληνες· γιατί όλοι αναπνέουμε με το στόμα και τη μύτη, και τρώμε με τα χέρια. . .
(DK 44, μετάφραση από το αρχαίο κείμενο  Νίκος Σκουτερόπουλος)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου