Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2012

Ο δρό­μος που περ­πά­τη­σαν δεν έ­χει τέ­λος

ΝΙ­ΚΟΣ ΚΟ­ΚΟ­ΒΛΗΣ

Λί­γες ε­βδο­μά­δες πριν ο Νί­κος Κο­κο­βλής, έ­νας α­πό τους θρυ­λι­κούς α­ντάρ­τες της Κρή­της, που διέ­φυ­γαν τη σύλ­λη­ψη και έ­μει­ναν στα βου­νά της ως το 1962, ό­ταν δρα­πέ­τευ­σαν στο ε­ξω­τε­ρι­κό, πέ­θα­νε στα 92 του χρό­νια, στο Βαμ­βα­κό­που­λο, στα Χα­νιά.

Επί­μο­νος, α­γω­νι­στής, στα­θε­ρός, έ­νας κομ­μου­νι­στής με α­νοι­χτούς πά­ντο­τε προ­βλη­μα­τι­σμούς εί­χε μια πο­λυ­κύ­μα­ντη δια­δρο­μή α­πό φοι­τη­τής της Ανω­τά­της Εμπο­ρι­κής κα­τά τη δι­κτα­το­ρία του Με­τα­ξά ως σή­με­ρα: Ε­Α­Μ, ΚΚΕ, Συν­δι­κα­λι­στι­κό Κί­νη­μα, εμ­φύ­λιος, πα­ρά­νο­μος, πο­λι­τι­κός ε­ξό­ρι­στος, ΚΚΕ ε­σω­τε­ρι­κού, ΚΚΕ ε­σω­τε­ρι­κού – Αν. Αρι­στε­ρά, Συ­να­σπι­σμός, ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Ο σύ­ντρο­φος Νί­κος μα­ζί με την α­χώ­ρι­στη συ­ντρό­φισ­σά του και συ­ντρό­φισ­σά μας Αργυ­ρώ Πο­λυ­χρο­νά­κη – Κο­κο­βλή υ­πήρ­ξαν α­πό τους αν­θρώ­πους της Αρι­στε­ράς που ε­νέ­πνευ­σαν ε­μάς τους νεό­τε­ρους, με το πα­ρά­δειγ­μά τους ό­χι α­πό τις θέ­σεις τους, ως α­ξιω­μα­τού­χων στο κί­νη­μα, αλ­λά α­πό τα έρ­γα τους και τους προ­βλη­μα­τι­σμούς τους ως α­πλοί α­γω­νι­στές, σε δύ­σκο­λες ή πε­ρί­πλο­κες πε­ριό­δους για τη στά­ση και τη συ­νεί­δη­ση των α­ρι­στε­ρών. Θα τον θυ­μό­μα­στε, λοι­πόν, με α­γά­πη και θαυ­μα­σμό.
Η «Επο­χή» δεν κυ­κλο­φο­ρού­σε ό­ταν οι συγ­γε­νείς, συ­μπα­τριώ­τες και σύ­ντρο­φοί του α­πό την Α­ΚΟ­Α, τον Συ­να­σπι­σμό, τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ τον συ­νό­δευ­σαν στην τε­λευ­ταία δια­μο­νή του, α­πρό­σι­τη πια α­πό διώ­κτες. Ως έ­να εί­δος γνω­ρι­μίας με τον Νί­κο αλ­λά και την Αργυ­ρώ, αυ­τών των αν­θρώ­πων που μας κλη­ρο­δό­τη­σαν «α­πί­στευ­τες ι­στο­ρίες» προ­σπα­θώ­ντας να ε­πι­βιώ­σουν ε­λεύ­θε­ροι, α­να­δη­μο­σιεύου­με έ­να α­πό­σπα­σμα α­πό το βι­βλίο τους «Άλλος δρό­μος δεν υ­πήρ­χε» (εκ­δό­σεις «Πο­λύ­τυ­πο», Αθή­να 2002). Ο α­να­γνώ­στης ί­σως δια­μορ­φώ­σει μια πε­ριο­ρι­σμέ­νη, έ­στω, ει­κό­να των συν­θη­κών που βίω­σαν που δεν ή­ταν μό­νο η α­πί­θα­νη ευ­ρη­μα­τι­κό­τη­τα, το ό­τι ε­πέ­λε­γαν ως α­σφα­λή χώ­ρο δια­μο­νής τον αν­θρω­πί­νως α­δύ­να­το με τη λο­γι­κή των υ­πη­ρε­σιών α­σφα­λείας, αλ­λά και το ό­τι ο κό­σμος ε­νερ­γά ή με τη σιω­πή τους -πα­ρα­δό­σεις α­πό τα βά­θη αυ­τής της κοι­νω­νίας- τους προ­φύ­λασ­σε.


Πέ­ρα ό­μως α­πό τους έ­μπι­στους αν­θρώ­πους μας που βλέ­πα­με ά­με­σα, ε­κεί­νοι κρα­τού­σαν και με πολ­λούς άλ­λους ε­πα­φή, για να μας συ­ντη­ρή­σουν και να με­τα­δώ­σουν τις πο­λι­τι­κές θέ­σεις μας. Όλοι οι κά­τοι­κοι σ’ αυ­τά τα χω­ριά, α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό φρο­νή­μα­τα, μας φύ­λα­γαν με τη σιω­πή τους. Τους πι­λά­τευαν, τους α­πει­λού­σαν τ’ α­πο­σπά­σμα­τα που πα­ρα­μό­νευαν στις αυ­λές τους κι ε­ρευ­νού­σαν τα σπί­τια τους. Κι ή­ταν στιγ­μές που κά­τι μπο­ρού­σαν να ο­μο­λο­γή­σουν, για να α­λα­φρώ­σουν τη θέ­ση τους. Έβλε­παν τα ί­χνη μας γύ­ρω α­πό τις στέρ­νες τους που πλη­σιά­ζα­με για να πά­ρου­με νε­ρό. Άκου­γαν τους ξε­ρο­τρό­χα­λους να πέ­φτουν και τα σκυ­λιά ν’ α­λυ­χτούν τις νύ­χτες που κα­βα­λού­σα­με τους α­τέ­λειω­τους μα­ντρό­τοι­χους, για να φτά­σου­με σε κά­ποιο σπί­τι ή να πά­με σ’ άλ­λο χω­ριό. Μα πο­τέ δεν έ­λε­γαν τί­πο­τα. Κλεί­δω­ναν το στό­μα ό­ταν τους α­νά­κρι­ναν, ό­ταν τους ρω­τού­σαν αν υ­πο­ψιά­ζο­νται τί­πο­τα ‘για τους α­ντάρ­τες’. Κι ο­ρι­σμέ­νοι ά­φη­ναν κιό­λας λί­γο νε­ρά­κι στον πά­το της στέρ­νας ‘για να πιού­νε τα κο­πέ­λια που γυ­ρί­ζου­νε’. Ήξε­ραν πως δύ­σκο­λα περ­νού­σα­με α­πό νε­ρό στην ά­νυ­δρη πε­ριο­χή τους.
Μια τέ­τοια ή­ταν ‘του Γιωρ­γου­δή η στέρ­να’, που ή­μα­στε σί­γου­ροι πά­ντα πως θα βρού­με λί­γο νε­ρό, α­κό­μα και στη φού­ρια του κα­λο­και­ριού, ό­ταν οι υ­πό­λοι­πες στέρ­νες γύ­ρω – τρι­γύ­ρω εί­χαν στε­γνώ­σει. (…)
Τού­το το ιου­λια­νό βρα­δά­κι του ’50, βγή­κα­με με το σού­ρου­πο α­πό μια σπη­λιά α­νά­με­σα στο Κόκ­κι­νο Χω­ριό και την Πλά­κα, που η υ­γρα­σία της μας μα­λά­κω­σε τα κό­κα­λα -ό­λο το ‘πά­τω­μά’ της το γλεί­φει το κυ­μα­τά­κι της θά­λασ­σας- και με κά­θε προ­φύ­λα­ξη φτά­σα­με σ’ έ­να μι­κρό κολ­πί­σκο κά­τω α­πό το χω­ριό Πλά­κα. Κα­θί­σα­με και οι τρεις μας -η Αργυ­ρώ, ο Νί­κος και ο Γιώρ­γης Τζο­μπα­νά­κης- α­νά­με­σα σε μαυ­ρι­δε­ρά βρά­χια και στή­σα­με τ’ α­φτί. Στην η­συ­χία της νύ­χτας α­κου­γό­ταν σαν ψί­θυ­ρος μό­νο ο χαϊδευ­τι­κός φλοί­σβος του θα­λασ­σι­νού νε­ρού. Σπά­νια η­ρε­μία. Η γα­λή­νη της κοι­μώ­με­νης θά­λασ­σας, σε τέ­τοιες πε­ρι­πτώ­σεις, ει­σχω­ρεί στα βά­θη της αν­θρώ­πι­νης ψυ­χής. Κι ε­πι­θυ­μού­με κι ε­μείς να της πα­ρα­δώ­σου­με τον ε­αυ­τό μας ό­σο γί­νε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρη ώ­ρα. Μα δεν μπο­ρού­με. Μας κρα­τά­ει σε διέ­γερ­ση η έ­γνοια: Θά ’ρθουν αυ­τοί που πε­ρι­μέ­νου­με; Θα τα κα­τα­φέ­ρου­με α­πό­ψε; Τού­τη μας η α­πο­στο­λή εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κή α­πό τις άλ­λες. Από­ψε δεν θα περ­πα­τή­σου­με πά­νω στη στέ­ρεα γη. Θα πλεύ­σου­με με μια βάρ­κα. Θα πε­ρά­σου­με α­πέ­να­ντι, στο Ακρω­τή­ρι. (…)
Σε λί­γο, α­κού­με το τρί­ξι­μο του σκαρ­μού των κου­πιών.
Τού­το το μι­κρό πλε­ού­με­νο το κου­μα­ντά­ρουν δύο δε­κα­ο­χτά­ρη­δες. Δύο ψυ­χω­μέ­νοι λε­βέ­ντες νε­ο­λαίοι α­πό την Πλά­κα: ο Χα­ρί­λα­ος Πα­ρα­σκευά­κης και ο Βα­σί­λης Κου­μαν­δρά­κης. …
Τού­τη η θά­λασ­σα ε­λέγ­χε­ται α­πό τα πε­ρι­πο­λι­κά. Θα προ­λά­βου­με να τη δια­βού­με; Τα μά­τια ψά­χνουν το α­πέ­ρα­ντο πέ­λα­γος. Προ­χω­ρού­με μέ­σα στη νύ­χτα με μό­νη συ­ντρο­φιά το πλι­τς – πλα­τς των κου­πιών που δια­τα­ράσ­σουν τη μο­νο­το­νία. Έχου­με δια­νύ­σει τα δύο τρί­τα της α­πό­στα­σης, ό­ταν έ­να κα­ρά­βι ξε­προ­βάλ­λει σαν σκιά α­πό την πλευ­ρά του λι­μα­νιού της Σού­δας.
‘Το κα­τα­διω­χτι­κό!’ λέ­με.
Τα παι­διά λά­μνουν. Πα­λεύουν το νε­ρό και προ­σπα­θούν ν’ α­πο­μα­κρυν­θού­με α­πό τη ρό­τα του πε­ρι­πο­λι­κού. Μα μέ­σα στην α­γω­νία μας, μας φαί­νε­ται πως το βαρ­κά­κι μας έ­χει κολ­λή­σει. Το κα­τα­διω­χτι­κό προ­χω­ρεί και ε­δώ δεν υ­πάρ­χει ά­μυ­να. Δεν μπο­ρείς να φύ­γεις. Δεν μπο­ρείς να κά­νεις τί­πο­τα. Πε­ρι­μέ­νεις το μοι­ραίο.
Τα παι­διά λά­μνου­ν… Εμείς οι τρεις ξα­πλώ­νου­με και τρα­βού­με πά­νω μας δί­χτυα, μου­σα­μά­δες κι ό­λα τ’ άλ­λα σύ­νερ­γα των ψα­ρά­δων. Το πε­ρι­πο­λι­κό α­νά­βει τον προ­βο­λέα. Ερευ­νά το πέ­λα­γος. Η φω­τει­νή δέ­σμη του πέ­φτει και στη βάρ­κα μας. Κι α­μέ­σως αλ­λά­ζει την πο­ρεία του και κα­τευ­θύ­νε­ται κα­τα­πά­νω μας. Πλη­σιά­ζει…
Ο μπό­γιας έ­χει πλη­σιά­σει αρ­κε­τά. Ρί­χνει πά­λι τον προ­βο­λέα του στη βάρ­κα μας. Εμείς εί­μα­στε σκε­πα­σμέ­νοι και δεν φαι­νό­μα­στε. Αλλά έ­χου­με πά­ρει μια πα­ρά­λο­γη α­πό­φα­ση: Αν πλη­σιά­σει για έ­λεγ­χο να κά­νου­με γιου­ρού­σι. Από το πε­ρι­πο­λι­κό κοι­τά­ζουν. Ο Βα­σί­λης ρί­χνει το πα­ρα­γά­δι ‘α­μέ­ρι­μνος’ και ο Χα­ρί­λα­ος λά­μνει αρ­γά – αρ­γά α­τά­ρα­χος. Εμείς α­κί­νη­τοι, κολ­λη­μέ­νοι στα πλευ­ρά της βάρ­κας. Ο προ­βο­λέ­ας μέ­νει για κά­μπο­σο πά­νω μας. Κι ύ­στε­ρα το πλοίο στρί­βει. Δυο φτω­χούς ψα­ρά­δες εί­δε μέ­σα στη βάρ­κα να ρί­χνουν το πα­ρα­γά­δι τους. Τι να τους κά­νει;
Μας φά­νη­κε α­πί­στευ­το! Εί­χα­με σω­θεί. Μας εί­χε σώ­σει η ψυ­χραι­μία των παι­διών. Ση­κω­θή­κα­με και ρί­ξα­με μια μα­τιά στο α­πύθ­με­νο βά­θος της θά­λασ­σας…
Σ’ αυ­τό τον τό­πο -το Ακρω­τή­ρι- ό­που θα ξε­μπαρ­κά­ρου­με, τα πράγ­μα­τα ή­ταν δια­φο­ρε­τι­κά σ’ ό­λη τη διάρ­κεια του Εμφύ­λιου. Οι Αρι­στε­ροί πο­λί­τες δεν εί­χαν, βέ­βαια, δια­φο­ρε­τι­κή με­τα­χεί­ρι­ση. Όμως, πο­λε­μι­κές συ­γκρού­σεις δεν έ­γι­ναν ε­δώ. Δεν πά­τη­σαν πο­τέ α­ντάρ­τες τα χρό­νια του Εμφυ­λίου, για­τί ο τό­πος μοιά­ζει με φά­κα. Έτσι και κλεί­σουν το λαι­μό του Ακρω­τη­ριού, δεν μπο­ρείς να φύ­γεις. Ακό­μα και τώ­ρα οι Αρχές δεν μπο­ρούν να πι­στέ­ψουν ό­τι εί­ναι δυ­να­τόν να ε­πι­χει­ρή­σουν να πε­ρά­σουν κα­τα­διω­κό­με­νοι. Κι ε­μείς σ’ αυ­τό α­κρι­βώς πο­ντά­ρου­με.»

Πηγή epohi.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου