Τρίτη 8 Μαΐου 2018

Ο Καμύ για την Ελλάδα - Αποσπάσματα

«Το καλό και το κακό, ο νικητής κι ο ηττημένος: στην Κόρινθο δύο ναοί γειτονεύουν, ο ένας της Βίας κι ο άλλος της Ανάγκης».

«…αν ο Προμηθέας ξαναγύριζε, οι σημερινοί άνθρωποι θα έκαναν ακριβώς ό,τι και οι θεοί εκείνα τα χρόνια: θα τον κάρφωναν στο βράχο εν ονόματι του ανθρωπισμού που πρώτος εκείνος συμβόλισε. Οι εχθρικές φωνές που θα βλαστημούσαν τότε το νικημένο θα ήταν οι ίδιες που αντηχούν στην αρχή της τραγωδίας του Αισχύλου: οι φωνές της Δύναμης και της Βίας.»
 
«…για τον Προμηθέα η μηχανή αποτελεί αδιάσπαστη ενότητα με την τέχνη. Πιστεύει πως τα σώματα και οι ψυχές μπορούν να ελευθερωθούν ταυτόχρονα».

«Ο άνθρωπος του σήμερα όμως διάλεξε την ιστορία και δε θα μπορούσε ούτε θα ‘πρεπε να ξεκόψει απ΄ αυτήν. Αντί ωστόσο να την υποτάξει, συναινεί κάθε μέρα και περισσότερο να γίνει υποχείριό της. Εδώ ακριβώς προδίνει τον Προμηθέα, αυτό το γιο «με τις ριψοκίνδυνες σκέψεις και την ανάλαφρη καρδιά». Εδώ ακριβώς επιστρέφει στην αθλιότητα των ανθρώπων τους οποίους θέλησε να σώσει ο Προμηθέας. «Κοίταζαν αλλά δεν έβλεπαν, άκουγαν χωρίς να προσέχουν όμοιοι με τις μορφές των ονείρων…»

Ναι, αρκεί μια νύχτα στην Προβηγκία, ένας όμορφος λόφος, η μυρωδιά απ’ το αλάτι για να καταλάβεις πως όλα πρέπει να ξαναγίνουν απ΄ την αρχή. Πρέπει να ξαναεφεύρουμε τη φωτιά, να ξαναστήσουμε τους αργαλειούς για να κατευνάσουμε την πείνα του σώματος. Η Αττική, η λευτεριά κι ο τρύγος της, ο άρτος της ψυχής είναι για αργότερα.»

«Μπορούμε να τους προσφέρουμε τη δυνατότητα να απολαύσουν και την ευτυχία και την ομορφιά. Αν χρειαστεί να ζήσουμε δίχως την ομορφιά που σημαίνει κι ελευθερία, ο μύθος του Προμηθέα, όπως κι άλλοι, θα μας θυμίζει πως κάθε ακρωτηριασμός του ανθρώπου είναι μόνο προσωρινός και πως δεν εξυπηρετούμε καμιά όψη της ανθρώπινης φύσης αν δεν την εξυπηρετούμε στην ολότητά της.»

«Εξορίσαμε την ομορφιά, οι Έλληνες για χάρη της πήραν τ’ άρματα.»

«Η ελληνική σκέψη οχυρώθηκε πάντα πίσω από την ιδέα των ορίων. Δεν εξώθησε τίποτα ως τα άκρα, ούτε τα ιερά ούτε την λογική, γιατί δεν αρνήθηκε τίποτα, μήτε τα ιερά μήτε τη λογική. Μετρίασε το απόλυτο, εξισορροπώντας τη σκιά και το φως.»
«Η Νέμεσις αγρυπνά, θεά του μέτρου και όχι της εκδίκησης. Τιμωρεί αμείλικτα όλους όσοι ξεπερνούν τα όρια. Οι Έλληνες, που αιώνες τώρα αναρωτήθηκαν τι είναι δίκαιο, δε θα μπορούσαν να καταλάβουν τίποτα απ’ την ιδέα που έχουμε για τη δικαιοσύνη. Για κείνους αυτή η ιδέα προϋποθέτει ένα όριο, ενώ όλη η ήπειρος μας συγκλονίζεται αναζητώντας μια δικαιοσύνη που τη θέλει ολοκληρωτική. Στα πρώτα βήματα κιόλας της ελληνικής σκέψης, ο Ηράκλειτος φανταζόταν πως η δικαιοσύνη θέτει όρια ακόμα και στο φυσικό σύμπαν. «Ο ήλιος δε θα ξεπεράσει τα όρια του, διαφορετικά οι Ερινύες που φυλάγουν τη δικαιοσύνη θα τον ανακαλύψουν».

«Ένα απόσπασμα που αποδίδεται πάλι στον Ηράκλειτο λέει απλά: «Υπεροψία, ύφεση της προόδου». Ε λοιπόν, αιώνες μετά το Εφέσιο, Ο Σωκράτης μπροστά στην απειλή της καταδίκης του σε θάνατο, δεν αναγνώρισε καμία άλλη σπουδαιότερη αρχή από τούτη: έλεγε πως ήξερε ότι τίποτα δεν ήξερε. Η ζωή και η σκέψη, οι πιο υποδειγματικές εκείνων των αιώνων, καταλήγουν σε μια περήφανη ομολογία άγνοιας. Ξεχνώντας το, ξεχάσαμε τον ανδρισμό μας».

«Να γιατί είναι ξεδιάντροπο να διακηρύσσουμε σήμερα πως είμαστε παιδιά της Ελλάδας. Γιατί τότε είμαστε τα παιδιά που την πρόδωσαν. Τοποθετώντας την ιστορία στο θρόνο του θεού, βαδίζουμε προς τη θεοκρατία, σαν κι εκείνους που οι Έλληνες αποκαλούσαν βαρβάρους και τους πολέμησαν μέχρι θανάτου στα νερά της Σαλαμίνας».

«Εδώ και χρόνια όλη η προσπάθεια των φιλοσόφων μας αποβλέπει στο ν’ αντικαταστήσει την έννοια της ανθρώπινης φύσης με την έννοια της ανθρώπινης κατάστασης και την αρχαία αρμονία με την άτακτη ορμή του τυχαίου ή την αμείλικτη λειτουργία της λογικής. Ενώ οι Έλληνες έθεταν στη βούληση τα όρια της λογικής, εμείς τοποθετούμε την ορμή της βούλησης στην καρδιά της λογικής, που έγινε έτσι φονική. Για τους Έλληνες οι αξίες υπήρχαν πριν από κάθε πράξη και χάραζαν με ακρίβεια τα όρια της. Η σύγχρονη φιλοσοφία τοποθετεί τις αξίες στο τέλος της πράξης».

«Κατά τον Ηράκλειτο, η υπερβολή είναι πυρκαγιά. Η πυρκαγιά φουντώνει, ο Νίτσε ξεπεράστηκε. Η Ευρώπη δεν φιλοσοφεί πια με σφυροκοπήματα αλλά με κανονιές.

Η φύση ωστόσο βρίσκεται πάντα παρούσα. Αντιπαραθέτει τους ήρεμους ουρανούς και τη λογική της στην ανθρώπινη τρέλα, μέχρις ότου το άτομο αρπάξει κι εκείνο φωτιά και η ιστορία ολοκληρωθεί μέσα στο θρίαμβο της λογικής και το χαροπάλεμα του είδους. Όμως οι Έλληνες δεν είπαν ποτέ πως το όριο δεν θα μπορούσε να ξεπεραστεί. Είπαν πως υπάρχει και πως εκείνος που θα το ξεπεράσει θα χτυπιόταν ανελέητα. Τίποτα στη σημερινή ιστορία δεν μπορεί να τους διαψεύσει».

«Ο Οδυσσέας στη χώρα της Καλυψώς μπορεί να επιλέξει ανάμεσα στην αθανασία και στην πάτρια γη. Διαλέγει τη γη και μαζί της το θάνατο. Σήμερα, ένα τόσο απλό μεγαλείο μας είναι αδιανόητο. Μερικοί θα πουν ότι μας λείπει η ταπεινοφροσύνη. Τελικά όμως αυτή η λέξη είναι διφορούμενη. Όμοιοι μ’ εκείνους τους παλιάτσους του Ντοστογιέφσκι που καυχώνται για όλα, ανεβαίνουν ψηλά ως τα’ αστέρια και καταλήγουν να εκθέτουν την ντροπή τους στον πρώτο δημόσιο χώρο, έτσι και σ’ εμάς λείπει μόνο η περηφάνια του ανθρώπου που είναι η πίστη στα όρια του, οξυδερκής αγάπη για την ύπαρξη του».

«Τα άλογα του Πάτροκλου κλαίνε το νεαρό αφέντη τους στο πεδίο της μάχης. Χάθηκαν όλα. Αλλά η μάχη ξαναρχίζει, με τον Αχιλλέα και η νίκη τον περιμένει στο τέλος, γιατί η φιλία μόλις δολοφονήθηκε: η φιλία είναι μια αρετή. Το ν’ αρνιόμαστε το φανατισμό, να παραδεχόμαστε την άγνοια, τα όρια του κόσμου και του ανθρώπου, το αγαπημένο πρόσωπο, την ομορφιά τέλος, να λοιπόν το πεδίο όπου θα συναντηθούμε με τους Έλληνες. Κατά κάποιον τρόπο, το νόημα της μελλοντικής ιστορίας δεν είναι αυτό που πιστεύουμε. Βρίσκεται στην πάλη της δημιουργίας ενάντια στην αυθαιρεσία. Παρά το τίμημα που θα πληρώσουν οι καλλιτέχνες για τα’ άδεια χέρια τους, μπορούμε να ελπίζουμε στη νίκη τους. Για μια ακόμα φορά η φιλοσοφία του σκοταδισμού θα διαλυθεί πάνω απ’ την αστραφτερή θάλασσα. Ω, σκέψη του μεσημεριού, η τύχη του Τρωικού πολέμου παίζεται πέρα απ’ τα πεδία της μάχης! Κι αυτή τη φορά πάλι το τρομερά τείχη της μοντέρνας πολιτείας θα πέσουν για να παραδώσουν, «ψυχή γαλήνια σαν τη νηνεμία της θάλασσας», την ομορφιά της Ελένης».

«Η απελπισία είναι σιωπηλή. Η ίδια η σιωπή άλλωστε διατηρεί ένα νόημα όταν τα μάτια μιλούν. Η αληθινή απελπισία είναι αγωνία, τάφος ή άβυσσος. Όταν μιλάει, όταν σκέφτεται κυρίως όταν γράφει, ο συνάνθρωπος μας δίνει αμέσως το χέρι, το δέντρο δικαιώνεται, η αγάπη γεννιέται».

«Ο Αισχύλος κατέχεται συχνά από απελπισία, παρ’ όλα αυτά ακτινοβολεί κι εκπέμπει ζεστασιά. Στο κέντρο του κόσμου του δε βρίσκουμε το ισχνό παράλογο, αλλά το αίνιγμα, ένα νόημα δηλαδή που δύσκολα γίνεται κατανοητό γιατί τυφλώνει με την λάμψη του. Και αντίστοιχα, για τους ανάξιους αλλά πεισματικά πιστούς γιούς της Ελλάδας που επιζούν ακόμα σ’ αυτόν το λιπόσαρκο αιώνα, το έγκαυμα της ιστορίας μπορεί να φαίνεται ανυπόφορο, το υποφέρουν όμως τελικά γιατί επιθυμούν να το κατανοήσουν. Στο κέντρο του έργου μας, ακόμα κι αν είναι απαισιόδοξο, αστράφτει ένας ανεξάντλητος ήλιος, ο ίδιος που βροντοφωνάζει σήμερα μέσα απ’ τις πεδιάδες και τους λόφους».

«Μεγαλωμένος πρώτα απ’ όλα με τη θέα της ομορφιάς, που ήταν και ο μόνος πλούτος, είχα ξεκινήσει με την πληρότητα».

«Η ομορφιά σκέτη καταλήγει στο μορφασμό, η δικαιοσύνη μόνη της καταλήγει στην καταπίεση. Εκείνος που θέλει να υπηρετεί τη μία αποκλείοντας την άλλη δεν είναι χρήσιμος σε κανέναν, ούτε και στον εαυτό του, και τελικά υπηρετεί διπλά την αδικία».

Αποσπάσματα: Το καλοκαίρι, Αλμπέρ Καμύ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου