Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2017

Αυτόνομες γυναίκες και καθεστωτικός φεμινισμός



Θέλετε να οικειοποιηθείτε τη ζωή σας; Λοιπόν, καταστρέψτε το αφεντικό που βρίσκεται μέσα σας, καταστρέψτε τα καπιταλιστικά χαρακτηριστικά που υπάρχουν σε σας. Καταστραφείτε ως αφεντικά. Καταστραφείτε ως ανεξάντλητοι απορροφητήρες της οικιακής σας εργασίας.
«Οι εργάτριες στο σπίτι», Ιούνης-Ιούλης 1976

“(…) Η φεμινιστική εξέγερση ήταν μια πραγματική επανάσταση μέσα στην επανάσταση. Και να πούμε ότι υπάρχουν ακόμη και σήμερα κάποιοι, πρώην πρωταγωνιστές εκείνης της εποχής, που ρίχνουν την ευθύνη στο φεμινισμό για την κρίση του κινήματος, όταν ήταν ακριβώς αυτοί που το καταπίεζαν, αντιπαραθέτοντάς του τους συνήθεις, παλιούς, ανυπόφορους «πολιτικούς λόγους»: αυτούς που είναι πραγματικοί γιατί είναι λογικοί, που πάντοτε τους εκφέρουν άντρες ακόμη και όταν αυτή που μιλάει είναι «γυναίκα», αυτούς που αναφέρονται πάντοτε και αποκλειστικά σε ένα «υποκείμενο» που παραμένει εγγεγραμμένο στην πολιτική οικονομία, ακόμη και στις πιο έξυπνες και εκσυγχρονισμένες μαρξιστικές διατυπώσεις.


Ο φεμινισμός, που αναδείχθηκε ορμητικά μεταξύ ’75 και ’76 στην Ιταλία, δεν ήταν μια συνέπεια της νικηφόρας δημοψηφισματικής περιόδου για τα πολιτικά δικαιώματα (διαζύγιο, άμβλωση, σεξουαλική βία) ούτε των εργατικών και φοιτητικών αγώνων που είχαν σημαδέψει τα χρόνια μετά το ’68, δεν ήταν εν κατακλείδι το αποτέλεσμα ούτε της κινητοποίησης των δημοκρατικών πολιτών ούτε κάποιας «πλευράς» του κινήματος∙ ήταν αυτόνομος γιατί ήταν κυρίως αυτόνομη η κυοφορία του: επρόκειτο για μια άλλη ιστορία, μια άλλη υποκειμενικότητα, με τη δική της, άκρως ριζοσπαστική, «αγωνιστική ατζέντα». Οι μητροπολιτικές συγκρούσεις θα αποτελέσουν βασικά τη συνθήκη μέσα στην οποία η φεμινιστική αυτονομία, όπως και άλλα κινήματα, θα βρει ευρείς χώρους για να διασχίσει και να μετασχηματιστεί.

Η θέση του αυτόνομου φεμινισμού απέναντι στις «κατακτήσεις των πολιτικών δικαιωμάτων» συνιστά μάλιστα ένα σκάνδαλο για την αριστερά, αφού οι γυναίκες των συλλογικοτήτων επεξεργάστηκαν μια θέση σαφώς αντινομική, που εμφανίζεται μέχρι σήμερα αξεπέραστη λόγω του ριζοσπαστισμού και της ευφυΐας της∙ δεν επρόκειτο, προφανώς, για μια άρνηση της βελτίωσης των συνθηκών της ζωής ή της απόκτησης νέων δικαιωμάτων, όμως αυτές δεν ήταν ευχαριστημένες που οι αρχές θα νομοθετούσαν για το σώμα τους και δεν πίστευαν ότι η απόκτηση «θηλυκών δικαιωμάτων» θα μπορούσε, σε ένα πατριαρχικό σύστημα, να αλλάξει όντως τα πράγματα και πολύ λιγότερο να προχωρήσει σε μια επανάσταση, απεναντίας, τα «παραχωρηθέντα δικαιώματα» συνιστούσαν συχνά ένα αντίδοτο, μάλλον ένα εργαλείο ελέγχου παρά μια κατάκτηση.

(…) Μια κοινή γενεαλογία θέλει τον αυτόνομο φεμινισμό να γεννιέται το ’66 με τη δημοσίευση του «Προγραμματικού Μανιφέστου της ομάδας Demau» -την ίδια χρονιά που κυκλοφόρησε το βιβλίο Operai e capitale. Από την αρχή το αξιοσημείωτο γεγονός ήταν ότι αυτή, παρά το όνομά της – Demau σήμαινε «demistificazione dellautoritarismo partiarcale»- απομυθοποίηση του πατριαρχικού αυταρχισμού-, ξεκαθάρισε πως δεν επρόκειτο να προχωρήσει απλώς σε μια καταγγελία ή σε έναν αγώνα ενάντια στον αυταρχισμό και την πατριαρχία, θεωρώντας τις σαν κάποιες ιδιαίτερες αντιφάσεις της κοινωνίας, αλλά έπαιρνε ως βάση της το γεγονός ότι ήταν η κοινωνία καθαυτή τέτοια που προκαλούσε προβλήματα στις γυναίκες. Δεν επρόκειτο να λυθεί το «γυναικείο ζήτημα», αλλά να αμφισβητηθεί η ολότητα του κοινωνικού. Γι’ αυτό ο πολεμικός στόχος της Demau, όπως και του αυτόνομου φεμινισμού γενικότερα, ήταν οι πολιτικές της ενσωμάτωσης και της χειραφέτησης της «γυναίκας» σε εκείνη την ίδια φυλακή που θεωρούνταν δεδομένη για όλους, συμπεριλαμβανομένων των γυναικείων ενώσεων και των ομάδων της αριστεράς. Η φεμινιστική αυτονομία ήθελε να πάψουν να θεωρούνται «λειτουργίες» της κοινωνίας και, αντιθέτως, στόχευε στις ρίζες «ξεκινώντας από τον ίδιο τον εαυτό», από τα καθημερινά βιώματα, από την αμφισβήτηση εκείνων που ήταν δίπλα ή και μέσα στον εαυτό. Αν οι αγώνες για τη χειραφέτηση έχουν να κάνουν πάντοτε με την αναγνώριση μιας ταυτότητας, οι αγώνες για την απελευθέρωση παραβιάζουν και αυτό το τελευταίο σύνορο, στοχεύοντας στην υλοποίηση ενός επαναστατικού γίγνεσθαι


 «Η γυναίκα είναι κάτι άλλο σε σχέση με τον άνδρα. Ο άνδρας είναι κάτι άλλο σε σχέση με τη γυναίκα. Η ισότητα είναι μια ιδεολογική προσπάθεια υποδούλωσης της γυναίκας σε ένα υψηλότερο επίπεδο (…). Η απελευθέρωση της γυναίκας δεν σημαίνει αποδοχή της ίδιας ζωής με τον άνδρα επειδή η δική της είναι αβίωτη, αλλά την έκφραση της δικής της αίσθησης για την ύπαρξη (…). Από δω και μπρος δεν θέλουμε ανάμεσα σε μας και τον κόσμο να υπάρχει οποιοδήποτε προπέτασμα (…). Ο φεμινισμός υπήρξε η πρώτη πολιτική στιγμή στην ιστορική κριτική της οικογένειας και της κοινωνίας(…). Το να αποκτήσουν υψηλή αξία οι «μη παραγωγικές» στιγμές είναι η διεύρυνση της ζωής που προτείνουν οι γυναίκες(…) Φτύνουμε τον Χέγκελ (…). Η ταξική πάλη σαν επαναστατική θεωρία αναπτυγμένη βάσει της διαλεκτικής αφέντη-δούλου, αποκλείει εξίσου τη γυναίκα. (…) Η ισχύς του άνδρα έγκειται στην ταύτισή του με την κουλτούρα, η δική μας στην άρνησή της (…). Αναζητούμε την αυθεντικότητα της εξεγερτικής χειρονομίας και δεν θα τη θυσιάσουμε για χάρη ούτε της οργάνωσης ούτε του προσηλυτισμού.»
(«Γυναικεία Εξέγερση», Ρώμη, Ιούλιος 1970)

Η αποδόμηση που η Κάρλα Λόντσι έκανε στον εγελιανισμό -και συνεπώς στον μαρξισμό-λενινισμό- θα σώσει στον φεμινισμό και στα νέα κινήματα ένα τρομερό όπλο, αφού, όπως υποστήριζε, δεν μπορούμε να είμαστε πραγματικά αυτόνομοι αν δεν καταστραφεί η διαλεκτική που επικρατεί στο κυρίαρχο συμβολικό φαντασιακό της ταξικής πάλης: «Όποιος δεν εντάσσεται στη διαλεκτική αφέντη-δούλου συνειδητοποιείται και εισάγει τον κόσμο το Απρόβλεπτο Υποκείμενο» (Κάρλα Λόντσι, Sputiamu su Hegel e altri scritti, Scritti dei Rivolta femminile 1, 2, 3, Μιλάνο 1974). Το να γίνεις εκείνο το απρόβλεπτο, μέσο και σκοπός ταυτοχρόνως, το να είσαι το παρόν για το πραγματώσεις, το να οικοδομήσεις ένα επίπεδο επαναστατικής συνοχής που θα περιλαμβάνει πάνω απ’ όλα τη ζωή της καθεμιάς, το να αποπολιτισμικοποιείς τα πάντα ώστε να μην έχεις ανάγκη οποιαδήποτε ιδεολογία, είναι πρακτικές, «όπλα», που οικοδόμησε το φεμινιστικό κίνημα, υιοθετώντας τα για το ίδιο αλλά και δωρίζοντάς τα σε άλλα κινήματα(…). Το να ξεκινούν ακριβώς από το γεγονός ότι δεν υπάρχει ιστορικά ένα υποκείμενο, ήταν κάτι που επέτρεπε στις γυναίκες να κάνουν μια διαφορετική διαδρομή από εκείνη των ανδρών, δηλαδή τους επέτρεπε να δοκιμάσουν μια γραμμή διαφυγής που αρνούνταν το γίγνεσθαι-υποκείμενο σύμφωνα με τα κριτήρια της δυτικής μεταφυσικής: αυτές ήταν ελάσσονες υποκειμενικότητες, επιλέγοντας τελικά να παραμείνουν τέτοιες, διατηρώντας την αυτονομία τους. Ξεκινώντας από το σεξουαλικό σώμα μπορούσαν, έπρεπε  να ξανακάνουν ολόκληρη τη διαδρομή απελευθέρωσης του είδους. Άλλωστε η μοναδική δυνατότητα για τις γυναίκες να γίνουν υποκείμενο ήταν ακριβώς εκείνη της ενσωμάτωσης στην κοινωνία, στην εργασία, στην κυβέρνηση, εν κατακλείδι εκείνη του να γίνουν «πολίτισες», υποταγμένες στον Κανόνα και εξουδετερωμένες σαν επαναστατική διαφορά -αυτό που συμβαίνει σήμερα με την περίφημη θηλυκοποίηση της εργασίας και της κοινωνίας αλλά και με τη θεαματικοποίηση της queer theory, που συχνά μοιάζει να ασκείται  μονάχα για την εξασφάλιση μιας ακαδημαϊκής καριέρας, για να μη μιλήσουμε για τον «κυβερνητικό φεμινισμό» με την ανέλιξη στην εξουσία γυναικών manager ή των γυναικών υπουργών…”

Από το Ένα πιάνο στα οδοφράγματα, Marcello Tari,
Ελευθεριακή Κουλτούρα, σελ. 120-128.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου