Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2017

Λυρικά Αφιερώματα - Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ

17
 Προσμένω μόνο την Αγάπη, για να παραδοθώ,
τέλος, στα χέρια της. Να γιατί είναι τόσο αργά, και
γιατί είμαι ένοχος τόσων παραλείψεων.
Έρχουνται με τους νόμους τους και με τους
κώδικές τους για να με δέσουν χειροπόδαρα. Μα, εγώ
πάντα τους διαφεύγω, γιατί προσμένω μόνο την
αγάπη για να παραδοθώ, τέλος, στα χέρια της.
Ο κόσμος με κατηγορεί και με λέει αξένοιαστο:
δεν αμφιβάλλω πως έχει δίκαιο να με κατηγορεί ο
κόσμος.
Η μέρα της αγοράς τέλειωσε κι' όλη η εργασία
έγινε. Εκείνοι πού 'ρθαν και με κάλεσαν του κάκου,
γύρισαν πίσω με θυμό. Προσμένω μόνο την αγάπη
για να παραδοθώ, τέλος, στα χέρια της.

  18
Σύννεφα σωριάζουνται απάνω σε σύννεφα κι' ο
κόσμος σκοτεινιάζει. Α! Αγάπη γιατί μ' αφήνεις
να περιμένω έξω από την πόρτα ολομόναχος;
Στις πολυάσχολες στιγμές της μεσημεριάτικης
δουλειάς είμαι με το πλήθος, μα, στη μοναξιά της
σκοτεινής αυτής ημέρας, μόνο για σένα ελπίζω.
Αν δε μου δείξεις το πρόσωπό Σου, αν μ' αφήσεις
ολότελα παραμερισμένο, δεν ξέρω πώς να περάσω
τις μακρινές και βροχερές αυτές ώρες.
Στέκομαι και κοιτάζω τον ουρανό που σκοτεινιάζει
ως πέρα μακρυά, κ' η καρδιά μου τριγυρνά
θρηνώντας με τον ανήσυχο άνεμο.

19
Αν δε μου μιλήσεις θα γεμίσω την καρδιά μου
με τη σιωπή Σου και θα υποφέρω το βάρος της. Θα
σταθώ ακίνητος και θα προσμένω, σαν τη νύχτα στην
αστρόφεγγη αγρύπνια της, με το κεφάλι σκυφτό και
με υπομονή.
Σίγουρα θά 'ρθει η μέρα. Το σκοτάδι θα σκορπίσει
και η φωνή σου θα κελαρύσει απ' τον ουρανό, σα
ρυάκι με νερά μαλαματένια.
Τότε τα λόγια σου θα φτερουγίσουν, σαν τα τραγούδια
στις φωλιές των πουλιών σου, κ' οι μελωδίες
σου θα ξανοίξουν σαν τα μπουμπούκια των
λουλουδιών σ' όλα τ' άλση των δασών μου.

20
Την ημέρα που λουλούδισε ο λωτός, αλί μου!
ήταν ο νους μου παραστρατισμένος και δεν το
πρόσεξα. Το πανέρι μου ήταν αδειανό και το λουλούδι
απόμενε παρατημένο.
Μόνο κάποτε, κάποτε, μια λύπη έπεφτε απάνω
μου, και ξύπνησα από τα όνειρά μου, κ' αισθάνθηκα
το λεπτό άρωμα μιας παράξενης ευωδιάς στο αεράκι
του Νοτιά.
Στην ακαθόριστη εκείνη γλύκα, η καρδιά μου
λιγωνόταν από πόθο, και μου φαινόταν σαν να ταν
η διάθερμη του καλοκαιριού πνοή που αναζητούσε
την τελειοποίησή της.
Δεν ήξερα, τότε, πως ήταν τόσο κοντά, πως ήταν
δικιά μου, και πως η τέλεια αυτή γλύκα ανθούσε στα
βάθη της δικιάς μου καρδιάς.

21
Πρέπει να ρίξω στα κύματα τη βάρκα μου. Άτονες
οι ώρες περνούν απάνω απ' τ' ακρογιάλι. —
Αλίμονο σε μένα!
Η Άνοιξη έδωσε όλη την άνθισή της, και μας
αποχαιρετά. Και τώρα, με το φορτίο των μαραμένων και
ανώφελων λουλουδιών, περιμένω και χασομερώ.
Τα κύματα άρχισαν να κάνουν ταραχή, κι' απάνω
στην ακτή, στο μονοπάτι, το γεμάτο ίσκιους, τα
κίτρινα φύλλα τρεμουλιάζουν και πέφτουν.
Τι κενό ατενίζεις, ω ψυχή μου; Δεν αισθάνεσαι
μίαν ανατριχίλα να περνά στον αέρα μαζί με τις
νότες του απόμακρου τραγουδιού που πλέει απ' τ'
άλλο ακρογιάλι;

28
Πεισματικά κ' επίμονα είναι τα εμπόδια, μα, η
καρδιά μου πονεί σα δοκιμάζω να τα σπάσω.
Η λεφτεριά είναι το μόνο που έχω ανάγκη, μα,
αισθάνομαι ντροπή να την ελπίζω.
Είμαι βέβαιος πως ανεχτίμητος πλούτος υπάρχει
σε Σένα, και πως είσαι ο καλύτερός μου φίλος, μα,
δεν έχω καρδιά να σαρώσω τα μάταια στολίδια που
είναι γεμάτη απ' αυτά η κάμαρά μου.
Το σάβανο που με σκεπάζει είναι ένα σάβανο από
σκόνη και θάνατο. Το μισώ, μα, το αγκαλιάζω με
αγάπη.
Τα χρέη μου είναι πολλά, τα λάθη μου μεγάλα,
η ντροπή μου βαριά και μυστικιά, μα, σαν έρχομαι
να παρακαλέσω για το καλό μου, τρέμω από φόβο
μην τυχόν κι' ακουσθεί η παράκλησή μου.

54
Τίποτα δε ζήτησα από σένα. Ούτε τ' όνομά μου
καν δεν πρόφερα στ' αφτιά σου. Όταν μ' άφησες και
πήρες πάλι ξανά το δρόμο, δεν έβγαλα μιλιά. Στεκόμουνα
κοντά στο πηγάδι που ένα δένδρο το ίσκιαζε
με το μακρινό του ίσκιο, και οι γυναίκες γυρίζανε
στα σπίτια τους με τα σταμνιά τους γεμάτα. Μου
φώναζαν και μου λέγαν: «Έλα, λοιπόν, τι κάθεσαι;
Η μέρα προχωρεί. Κοντεύει μεσημέρι.» Μα, μαραμένη
εγώ, χασομερούσα ακόμα παραδομένη σε κύματα
πλατιά ονείρων.
Δεν είχα ακούσει την περπατησιά σου όταν ερχόσουν.
Τα μάτια σου ήσαν λυπημένα όταν έπεσαν σε
μένα, και η φωνή σου, λιπόψυχη όταν μου είπες σιγανά:
«Α! Είμαι ένας οδοιπόρος διψασμένος.» Τινάχτηκα
απ' τα ονειροπολήματά μου κ' έχυσα νερό
απ' το σταμνί μου στις φούχτες σου. Απάνω απ' το
κεφάλι μας τα φύλλα θρόιζαν. Ο κούκος φλυαρούσε
αθώρητος στους ίσκιους, και το άρωμα των λουλουδιών
του «μπάμπλα» ερχόνταν μεθυστικό από έναν
κήπο πέρα.
Έμεινα βουβή και κοκκίνισα από την ντροπή
σαν με ρώτησες το όνομά μου. Τι έκανα, αλήθεια,
ώστε ν' αξίζω να με θυμάσαι; Μα, εμένα, η θύμηση
ότι μπόρεσα να κατευνάσω τη δίψα σου με το νερό
που σού 'δωσα, θα μένει πάντα στην καρδιά μου και
θα την τυλίγει με ηδονή. Η μέρα προχωρεί, είναι αργά,
τα πουλιά τραγουδούν με κουρασμένες νότες, τα
φύλλα του «χιμ» θροΐζουν απάνω απ' το κεφάλι
μου, μα, εγώ ακόμα κάθουμαι και συλλογιέμαι, και
συλλογιέμαι . . .

60
Απάνω στις ακρογιαλιές αναρίθμητων κόσμων,
παιδιά ανταμώνουνται. Ο απέραντος ουρανός είναι
ακίνητος, ψηλά, και το ανήσυχο νερό είναι όλο θόρυβος
και ταραχή. Απάνω στις ακρογιαλιές αναρίθμητων
κόσμων παιδιά συναντώνται με φωνές και χορούς.
Χτίζουν τα σπίτια τους με άμμο και παίζουν με
άδειες κοχύλες. Με ξερά φύλλα φτιάχνουν τα
καραβάκια τους και με χαμόγελα τα ρίχνουν να πλέουν
απάνω απ' την απύθμενη άβυσσο. Τα παιδιά παίζουν
στις ακρογιαλιές των κόσμων.
Δεν ξέρουν να κολυμπούν, δεν ξέρουν να ρίχνουν
δίχτυα. Ψαράδες μαργαριταριών βυθίζουνται για
μαργαριτάρια, έμποροι ταξιδεύουν με τα πλοία τους,
ενώ τα παιδιά μαζεύουνε χαλίκια και τα σκορπούνε
πάλι. Δεν ψάχνουν για κρυμμένους θησαυρούς, δεν
ξέρουν να ρίχνουν δίχτυα.
Η θάλασσα ανεβαίνει με γέλιο, και χλωμά
φωτοβολάει το χαμόγελο της ακρογιαλιάς. Κύματα, όπου
έχει τη διαμονή του ο θάνατος, τραγουδούν
μπαλάντες δίχως νόημα στα παιδιά, σαν μια μητέρα που
νανουρίζει το μωρό της στην κούνια. Η θάλασσα
παίζει με τα παιδιά, και χλωμά φωτοβολάει το
χαμόγελο της ακρογιαλιάς.
Απάνω στ' ακρογιάλια αναρίθμητων κόσμων
παιδιά ανταμώνουνται. Η θύελλα μουγκρίζει στον
δίχως δρόμους ουρανό, πλοία ναυαγούν στ' απάτητα
νερά, ο θάνατος τριγυρνά, και τα παιδιά παίζουν.
Απάνω στ' ακρογιάλια αναρίθμητων κόσμων γίνεται
η μεγάλη των παιδιών συνάντησις.

69
Το ίδιο ρέμα της ζωής που τρέχει μες στις φλέβες
μου μέρα και νύχτα, κυλάει ανάμεσα στους κόσμους
κι' αναπηδά με μέτρο ρυθμικό.
Είναι η ίδια η ζωή που ξεσπά μέσα απ' τη σκόνη
της γης τη χαρά της σε αναρίθμητες ίνες χορταριών,
που ξεσπά σε ορμητικά κύματα λουλουδιών και
φύλλων.
Είναι η ίδια η ζωή που λικνίζουν η παλίρροια κ'
η άμπωτις στον απέραντο «Λίκνο-Ωκεανό» της
γεννήσεως και του θανάτου.
Μακαριότης περιχύνει — αισθάνομαι — τα μέλη
μου, όταν αγγίζουν τη γενική αυτή ζωή. Και
περηφανεύομαι, γιατί ο μεγάλος παλμός της ζωής των
γενεών βρίσκεται μες στο αίμα μου, που σκιρτά τούτη
τη στιγμή.

 70
Είναι ανώτερο των δυνάμεών σου να χαρείς με
τη χαρά τούτου του ρυθμού, ν' ανατιναχθείς και να
χαθείς και να συντριβής στο στρόβιλο της φοβερής
αυτής χαράς;
Όλα τα πράγματα ορμούν εμπρός, δε σταματούν,
δεν κοιτάζουν πίσω, καμιά δύναμις δεν μπορεί να τα
συγκρατήσει, ορμούν πάντα μπρος.
Κανονίζοντας το βήμα τους με το ρυθμό της
ακατάπαυτης αυτής και γοργής μουσικής, οι εποχές
έρχονται χορεύοντας και φεύγουν — τα χρώματα κ' οι
ήχοι και τ' αρώματα κυλούν σαν άπειροι καταρράκτες
στην πλησμονή τούτη της χαράς που ξεχύνεται,
παραδίνεται και πεθαίνει κάθε στιγμή.

74
Η μέρα τέλειωσε και οι σκιές άπλωσαν στη γη.
Είναι καιρός να πάω στον ποταμό να γεμίσω το
σταμνί μου.
Το βραδινό αεράκι είναι ανυπόμονο με τη μελαγχολική
μουσική του νερού. Α! Με καλεί έξω στο σούρουπο.
Στον έρημο δρόμο δεν είναι κανείς διαβάτης·
ο άνεμος σηκώνεται, στην επιφάνεια του ποταμού
σέρνονται και σκιρτούν του νερού οι ρυτίδες.
Δεν ξέρω, αν θα ξαναγυρίσω σπίτι. Δεν ξέρω
ποιόν θα τύχη να συναντήσω. Εκεί, στα ρηχά, μέσα
στη βαρκούλα, ο άγνωστος άνθρωπος παίζει το
λαγούτο του.

84
Είναι η αγωνία του χωρισμού που πλημμυρίζει
τον κόσμο και σ' όλη την έκταση τ' ουρανού γεννά
αναρίθμητα σχήματα και μορφές.
Είναι η θλίψη του χωρισμού, που τη νύχτα ερευνάει
με λαχτάρα απ' άστρο σ' άστρο και που στην
υγρή σκοτεινιά του φθινοπώρου δονίζει τις χορδές
κάποιας λύρας αρμονικής, μες στο θρόισμα το
λυπητερό των φύλλων.
Είναι ο Πόνος, ο εκπορθητής, που πλακώνει βαρύς
και πυκνός, με αγάπες και μ' αποθυμιές, με χαρές
και με θλίψεις, τις κατοικίες των ανθρώπων, και
είναι πάντα ο Πόνος, που απ' την ποιητική μου
καρδιά αναβρύζει και κυλάει σε τραγούδια.

100
Βυθίζομαι στα βάθη του ωκεανού των μορφών
με την ελπίδα να κερδίσω το τέλειο μαργαριτάρι του
Άμορφου.
Όχι πια ταξίδια από λιμάνι σε λιμάνι με το
ανεμοδαρμένο τούτο πλοίο μου. Πέρασαν πια από καιρό
οι μέρες όπου το παιγνίδι μου ήταν να λικνίζομαι
στα κύματα απάνω.
Και τώρα ανυπομονώ να πεθάνω για να μπω
εκεί που δεν πεθαίνουν.
Στην αίθουσα των Ακροάσεων πλάι στην απύθμενη
άβυσσο όπου κυλά μια μουσική δίχως νότες,
θα πάρω την άρπα μου τούτη της ζωής.
Θα τη χορδίζω απάνω στους ήχους του Αιώνιου,
κι' όταν θα βγάλει την τελευταία νότα της, θ'
ακουμπήσω τη σιωπηλή μου άρπα στα πόδια του
Σιωπηλού.


Αποσπάσματα από τα Λυρικά Αφιερώματα του Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ, μτφρ. Κώστας Τρικογλίδης, Ηριδανός, Αθήνα, 1921. Οι πίνακες ζωγραφικής είναι και αυτοί του Ταγκόρ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου