Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2017

Ομήρου Οδύσσεια Θ "Αφροδίτη, Άρης και Ήφαιστος"


261 Κι ο κράχτης τη γλυκόλαλη έφερε την κιθάρα
για το Δημόδοκο, κι αυτός στη μέση πήγε τότε
κι ολόγυρά του στάθηκαν πρωτόχνουδοι λεβέντες
όλοι τεχνίτες στο χορό κι άρχισαν να χορεύουν,
χτυπώντας με τα πόδια τους τη γης, που λες πετούσαν
φωτιές, και θάμαζε ο θεϊκός Δυσσέας να τους βλέπει.
Κι άρχισε εκείνος παίζοντας γλυκά να τραγουδήσει
ο Άρης πώς αγάπησε την όμορφη Αφροδίτη
και πως κρυφά πρωτόσμιξαν στον πύργο του Ηφαίστου

 κι αφού πολλά της χάρισε, του ατίμασε το στρώμα.
Κι έτρεξε ο Ήλιος άξαφνα σ' αυτόν μαντατοφόρος
όταν τους είδε αγκαλιαστούς να σμίξουν απ' αγάπη.
Κι ο Ήφαιστος σαν άκουσε το θλιβερό μαντάτο
στο γυφταριό του κίνησε με το κακό στο νου του.
Και βάζοντας στο κούρσουρο τ' αμόνι το μεγάλο,
άσπαστα δίχτυα κι άλυτα γι' αυτούς σφυροκοπούσε
για να πιαστούν κι ασάλευτοι να μείνουν ενωμένοι.
Κι απ' το θυμό του αφρίζοντας σαν έφτιασε τα δίχτυα,
σπίτι του πήγε που 'χε εκεί το νυφικό του στρώμα,
κι άπλωσε γύρω τα δεσμά στου κρεβατιού τα πόδια
κι απάνω κρέμουνταν πυκνά κατάκορφα απ' τη στέγη,
λεπτά σαν αραχνόπλεχτα που και των αθανάτων
το μάτι δε θα τα 'βλεπε. Γιατί ήταν καμωμένα
με πονηριά αξεπέραστη. Και στο κρεβάτι κύκλο
σαν άπλωσε το δολερά πλεμάτια, για τη Λήμνο
καμώθηκε πως έφυγε την ομορφοχτισμένη,
που ξέχωρα τη χώρα αυτή την αγαπούσε απ' όλες.
Μα σαν τυφλός δε φύλαγε κι ο χρυσαστράφτης Άρης
ως είδε τον καλότεχνο θεό που αναχωρούσε
και για τον πύργο κίνησε του δοξασμένου Ηφαίστου,
ποθώντας της καλόζωστης Κυθέρειας την αγάπη.
Μόλις απ' τον ανίκητο πατέρα της το Δία
γύρισε και καθόντανε, κι ο Άρης μπήκε μέσα
κι ευτύς γλυκά τη χάιδεψε και τρυφερά της είπε·
«Πάμε στο στρώμα, αγάπη μου, τον ύπνο να χαρούμε.
Ο Ήφαιστος δεν είναι εδώ, μόν' για τη Λήμνο πήγε
εκεί τους αγριόφωνους τους Σίντιες ν' ανταμώσει».
Είπε κι εκείνη με χαρά να κοιμηθούν ποθούσε
και στο κρεβάτι ανέβηκαν γλυκό να πάρουν ύπνο.
Μα γύρω τους απλώθηκαν τα τεχνικά πλεμάτια
του βαθυστόχαστου θεού, και μήτε να σαλέψουν
μπορούσαν πια τα μέλη τους μηδέ να τα σηκώσουν,
κι είδαν πια τότε αδύνατο, πως ήταν να γλιτώσουν.
Στην ώρα πλάκωσε άξαφνα κι ο ξακουστός τεχνίτης,
πίσω ξανά γυρίζοντας, προτού να πάει στη Λήμνο,
γιατί τους φύλαγε σκοπός κι όλα του τα 'πε ο Ήλιος
και πήγαινε στον πύργο του με σπλάχνα ματωμένα.
Στάθηκε εμπρός στις ξώπορτες κι άφριζε απ' το θυμό του
και με μεγάλες έσκουζε φωνές στους αθανάτους·
«Δία πατέρα κι οι λοιποί μακαριστοί κι αιώνιοι,
έλα να ιδείτε αβάσταχτες δουλειές που να τις κλαίτε,
πως πάντα εμένα το χωλό, του Δία η θυγατέρα
η Αφροδίτη με γελά κι αγάπησε τον Άρη
αυτόνε τον αφανιστή γιατί γερός στα πόδια
κι όμορφος είναι, όμως εγώ γεννήθηκα σακάτης.
Μόν' δε μου φταίει άλλος κανείς, μόν' οι γονιοί μου φταίνε,
που νάθε να μη μ' έκαναν. Μα ιδείτε πώς κοιμούνται,
απάνω στο κρεβάτι μου αγκαλιασμένοι οι δυο τους.
Κι εγώ λυσσάζω βλέποντας, όμως θαρρώ πως έτσι,
κι ας αγαπιούνται από καρδιάς ξανά δε θα πλαγιάσουν.
Ευτύς ο πόθος και των δυο θα σβήσει να κοιμούνται.
Μα τα δεσμά κι η τέχνη μου θα τους κρατήσει τώρα,
ωσότου κι ο πατέρας της τα δώρα μού γυρίσει
όσα για την ξετσίπωτη την κόρη του μου πήρε.
Γιατί είναι η κόρη του όμορφη, μα δεν κρατάει στα πάθια».
Είπε και στο χαλκόστρωτο παλάτι συναζόνταν
όλοι οι θεοί κι ο Σαλευτής του κόσμου ο Ποσειδώνας,
ήρθε κι ο σαλευτής Ερμής κι ο προφυλάχτης Φοίβος.
Μόνο οι θεές απόμειναν από ντροπή στο σπίτι.
Κι οι αγαθόδωροι θεοί στην ξώπορτα σταθήκαν
κι όλοι στα γέλια σκάσανε θωρώντας του Ηφαίστου
του πολυστόχαστου θεού τις τέχνες τις πανούργες.
Κι έτσι ο καθένας έλεγε στο διπλανό γυρνώντας:
«Ωστόσο οι άσκημες δουλειές κακό το τέλος έχουν
τον φτάνει ο αργός το γλήγορο καθώς και τώρα, να τα,
ο κουτσοπόδης Ήφαιστος σου τσάκωσε τον Άρη,
με τέχνη κι ο πιο γλήγορος απ' τους θεούς ας ήταν,
που κατοικούν στον Όλυμπο και θα τον προτιμήσει».
Τέτοια οι αθάνατοι θεοί μιλούσαν μεταξύ τους.
Και έτσι είπε στον Ερμή του Δία ο γιος ο Απόλλων·
«Του Δία στρατηλάτη γιε, αγαθοδότη Ερμή μου,
θα 'θελες τάχα στα σφιχτά δεσμά πιασμένος να 'σαι
αν στο κρεβάτι πλάγιαζες με τη χρυσή Αφροδίτη;»
Κι απάντησε ο γοργόφτερος μαντατοφόρος κι είπε·
«Αχ, είθε αυτό να γίνουνταν, Απόλλο προφυλάχτη.
Κι άλυτα τόσα τρεις φορές πλεμάτια ας με κυκλώσουν
κι όλοι ας κοιτάζατε οι θεοί με τις θεές, εγώ όμως
στην αγκαλιά μου τη χρυσή την Αφροδίτη να 'χω».
Έτσι είπε κι οι αθάνατοι θεοί ξεκαρδιστήκαν.
Κι ο Ποσειδώνας μοναχός απ' όλους δε γελούσε
και τον τεχνίτη Ήφαιστο παρακαλούσε πάντα
τον Άρη να τον λύσει πια. Και του 'πε με δυο λόγια·
«Λευτέρωσέ τον και γι' αυτόν υπόσχομαι όπως θέλεις
μπρος στους αθάνατους θεούς το δίκιο να πλερώσει».
Έτσι είπε και τ' απάντησε ο ξακουστός τεχνίτης·
«Αυτό, του κόσμου Σαλευτή, μη μου ζητάς να κάμω.
Του καπετάνιου είναι άπρεπο κι εγγυητής να γίνεις·
πώς θα σε πιάσω εσένα εγώ μπροστά στους αθανάτους,
αν φύγει ο Άρης, σα λυθεί, χωρίς να με πλερώσει;».
Τότε σ' αυτόν απάντησε ο Σείστης Ποσειδώνας·
«Αν φύγει ο Άρης, Ήφαιστε, και δε σου το πλερώσει
εγώ γι' αυτόν υπόσχομαι να σου πλερώσω ο ίδιος».
Τότε έτσι πάλε ο ξακουστός πρωτοτεχνίτης είπε·
«Ούτε ταιριάζει, ούτε μπορώ να σ' αρνηθώ τη χάρη».
Έτσι σαν είπε ο Ήφαιστος ξεσκούσε τα δεσμά τους.
Κι εκείνοι άμα λυθήκανε απ' τα άσπαστα πλεμάτια,
πετάχτηκαν, κι έφυγε ευτύς ο Άρης για τη Θράκη
κι η Αφροδίτη γελαστή κατά την Κύπρο πήγε
στην Πάφο, που 'χε εκεί ναό βωμό μοσκαχνισμένο.
Κι οι Χάρες σαν την έλουσαν και μυρωδιές ουράνιες
την άλειψαν, που στους θεούς τους αθανάτους πρέπουν
κι ολόμορφα τη στόλισαν, και να τη βλέπεις θάμα.
Ο ξακουστός τραγουδιστής αυτά τους τραγουδούσε.
Και του Δυσσέα ξάνοιγε ν' ακούει βαθιά η καρδιά του,
369 χαιρόντανε κι οι ξακουστοί μακρόκουποι Φαιάκοι.


Ραψωδία Θ, στ. 261-369, μτφρ. Ζ. Σίδερη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου