Δευτέρα 13 Ιουνίου 2016

Gay Pride και Εξουσία

1) Εικόνες από το σκηνικό

Πρόσφατα ολοκληρώθηκαν σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη οι λεγόμενες γιορτές «υπερηφάνειας» των ομοφυλόφιλων, υπό την αιγίδα της πολιτικής ηγεσίας των Δήμων.

Θα ήταν ένα προφανές ερώτημα ενός καλοπροαίρετου το τί ακριβώς «ανάγκη» νοιώθει η πολιτική ηγεσία, η οποία ασφαλώς δεν περιορίζεται στις λογικές συγκεκριμένων προσώπων όπως κάποιοι Δήμαρχοι, ώστε να υποστηρίξει με όλα της τα μέσα, υλικά και προπαγανδιστικά, μια τέτοια εκδήλωση. Το ερώτημα πιθανώς να μην είχε τόση σημασία εάν επρόκειτο για ένα τοπικό φαινόμενο, κάτι που όμως δεν ισχύει. Πρόκειται για καθολικό φαινόμενο σε όλο το χώρο των λεγόμενων Δυτικών κοινωνιών, οι πολιτικές ηγεσίες να εναγκαλίζουν με πάθος τις εκδηλώσεις αυτές. Τέτοιο «πάθος» ώστε να έχει αποκτήσει πλέον τη διάσταση μιας πολιτικής γραμμής που (όπως και τόσα άλλα) τείνει κι αυτή να «παγκοσμιοποιηθεί».


Δεδομένου πως η πολιτική είναι η κατεξοχήν τέχνη της εξαπάτησης, προς την κατεύθυνση επιβολής ισχυρών συμφερόντων εις βάρος των «θεόθεν υποζυγίων», θα ήταν λογικό κάποιος να αναρωτιέται για το «τί δουλειά έχει η αλεπού στο παζάρι». Και η απορία γίνεται ακόμη μεγαλύτερη παρατηρώντας πολλά άλλα «περίεργα» φαινόμενα: Διπλωματικά επεισόδια ξεσπούν μεταξύ κρατών(!) στη βάση της αναγνώρισης ή μη των δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων. Παρ’ ότι δεν είναι το μόνο γνωστό, το πιο κραυγαλέο ήταν η αντιπαράθεση ΗΠΑ και Ε.Ε. με τη Ρωσία στο θέμα των ομοφυλόφιλων κατά τους Ολυμπιακούς αγώνες του Σότσι, λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ουκραΐνα. Θυμόμαστε παρόμοια επεισόδια μεταξύ Γερμανίας και Λευκορωσίας, καθώς και μεταξύ των ΗΠΑ και τριτοκοσμικών κρατών σαν τη Νιγηρία. Παράλληλα, εκπρόσωποι ισχυρών παγκόσμιων εξουσιαστικών συμφερόντων όπως η Νάβι Πιλάι, Ύπατη Αρμοστής του ΟΗΕ ή η καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ παροτρύνουν τους ομοφυλόφιλους ποδοσφαιριστές που συμμετέχουν στις παγκόσμιες ποδοσφαιρικές φιέστες να «αποκαλυφθούν», προς όφελος των ομοίων τους. Ο «αλάθητος» πάπας της Ρώμης, εκπρόσωπος μιας από τις πιο σκληρές και άτεγκτες ιστορικά θρησκευτικές εξουσίες με παρουσία αιώνων, απόγονος αυτών που έκαιγαν τους ομοφυλόφιλους (όπως και πολλούς άλλους) στην πυρά, έρχεται να δηλώσει την κατανόησή του στα ομοφυλόφιλα ζευγάρια. Στις ΗΠΑ, τη Γαλλία, την Ισπανία, τη Γερμανία και σύντομα τελικώς σε όλα τα κράτη της Ε.Ε. επικυρώνονται νόμοι που διευθετούν τα ζητήματα του γάμου των ομοφυλόφιλων καθώς και της υιοθεσίας παιδιών από αυτούς. Νόμοι που εμφανίζονται σαν διάττοντες αστέρες από το πουθενά, και εν μέσω της λεγόμενης οικονομικής κρίσης που μονοπωλεί το δημόσιο λόγο και λειτουργεί αποπροσανατολιστικά και καθηλωτικά στα κοινωνικά σύνολα. Το δίχως άλλο, φαίνεται πως οι εξουσιαστές έχουν καταληφθεί από μια κατ’ αρχήν ανεξήγητη «ομοφυλοφιλομανία» που έχει ακριβώς τα ίδια παγκόσμια χαρακτηριστικά ακόμη και στην υποστηρικτική φρασεολογία που χρησιμοποιείται.

Παράλληλα, σε περισσότερο άμεσο κοινωνικό επίπεδο, οι ειδήσεις από διάφορα μέρη του κόσμου από την Αυστραλία μέχρι την Ευρώπη και την Αμερική, αλλά και την Ελλάδα, δείχνουν πως οι εξουσιαστές φροντίζουν εμπράκτως να «πείθουν» για τις επιλογές τους: άνθρωποι οι οποίοι με κάποια κριτήρια θεωρούνται (άλλοτε ορθώς και άλλοτε όχι) ότι εκφράζουν «ρατσιστικές» και «ομοφοβικές» απόψεις και αντιλήψεις είτε διαπομπεύονται ανηλεώς, είτε απολύονται από τις δουλειές τους είτε αντιμετωπίζουν ποινές φυλάκισης. Ένα σκηνικό απόλυτης αντιστροφής των παρελθόντων εξουσιαστικών επιλογών και της ιστορίας που παραδόξως έρχεται να δικαιώσει το «αντιεξουσιαστικό» σύνθημα «καμιά ελευθερία στους εχθρούς της ελευθερίας». Στο λεξιλόγιο των προπαγανδιστικών μηχανισμών μπαίνουν όλο και περισσότερο εκφράσεις όπως «αντιρατσισμός», «ανοχή», «σεβασμός στη διαφορετικότητα», «αλληλεγγύη», «όχι στην ομοφοβία» στο βαθμό που ο κάθε υπάλληλος της πολιτικής να νοιώθει την «ανάγκη» να τις λέει συχνά ωσάν να θέλει να στείλει κάποιο μήνυμα. Ποιό μήνυμα και σε ποιούς άραγε; Ο καθένας για να βρει μια θέση στον σύγχρονο δημόσιο λόγο, όπως αυτός ορίζεται από τους ισχυρότερους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς, θα πρέπει καταρχήν να «είναι και να φαίνεται» «αντιρατσιστής» και «ανεκτικός». Οι λέξεις μπαίνουν σε εισαγωγικά ώστε να δηλωθεί πως έχουν ιδεολογικοποιηθεί και επομένως έχει χαθεί η αμιγώς ανθρώπινη ουσία και σημασία τους.

Και είναι κακό δηλαδή αυτό; Εδώ υπάρχει το κλασσικό πρόβλημα πως άλλα απεργάζονται οι εξουσιαστές και άλλα κατανοούν οι καλοπροαίρετοι. Το σύνολο σχεδόν των συνθημάτων των παλαιότερων λεγόμενων προοδευτικών ή και αριστερών έχει υιοθετηθεί πλήρως από το σημερινό σύστημα το οποίο δείχνει πως στο πεδίο της κοινωνικής διαχείρισης έχει αλλάξει ριζικά τον προσανατολισμό του. Υπάρχει άραγε κάποια σχέση με τον παλαιότερο σκληρό πατριαρχικό «παραδοσιακό» προσανατολισμό; Μπορούμε άραγε να προσεγγίσουμε το ζήτημα με μία απλοϊκή λογική που λέει πως το σύστημα βρίσκεται σε πορεία εξανθρωπισμού; Ή, ίσως από την άλλη, πως αυτή η συμπεριφορά του συστήματος εντάσσεται στην κλασσική εξουσιαστική υποκρισία, η οποία προσπαθεί να ντυθεί έναν ανθρώπινο μανδύα;

Πιστεύουμε πως αυτές οι προσεγγίσεις απλώς αποτελούν την κορυφή του παγόβουνου. Αυτά που συμβαίνουν είναι πραγματικά ανεπανάληπτα φαινόμενα στην εξουσιαστική αλλά και ανθρώπινη ιστορία των τελευταίων χιλιετιών που τουλάχιστον μπορούμε να γνωρίζουμε. Όντως δεν υπάρχει αντίστοιχο προηγούμενο. Όταν αποφασίζουν οι ισχυρότερες εξουσιαστικές κλίκες του πλανήτη να υποστηρίξουν τέτοιου είδους επιλογές στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και το να θέσουν τους ομοφυλόφιλους ανοιχτά υπό την «προστασία» τους (την ώρα που στο παρελθόν τους καταδίκαζαν στο πυρ το εξώτερο), τα πράγματα δεν είναι καθόλου απλά. Δεν μιλάμε για «απλούς» ανθρώπους. Μιλάμε για αυτούς που βασανίζουν και δολοφονούν ανθρώπους με τον πιο φρικτό τρόπο σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη. Μιλάμε για αυτούς που εξωθούν στη φτώχεια, το μαρασμό και την καταστροφή τεράστιες περιοχές του πλανήτη. Μιλάμε για αυτούς που δεν έχουν πρόβλημα να ρευστοποιήσουν το Σύμπαν αν είναι δυνατόν. Μιλάμε για αυτούς που αυτή τη στιγμή με την διαρκή κλιμάκωση των πολεμικών επιχειρήσεων σε φαινομενικά «άσχετα» σημεία του πλανήτη, θέτουν για άλλη μια φορά την ανθρωπότητα στην κόψη του ξυραφιού μόνο και μόνο για να εξασφαλίσουν τη διαιώνιση της εξουσίας τους.

Όταν λοιπόν οι πιο σκληροί ρατσιστές της Ιστορίας αποφασίζουν να μονοπωλήσουν τον αντιρατσισμό, και να διακηρύξουν την «ανοχή», όχι απλώς για το θεαθείναι αλλά και για πολύ ουσιαστικότερους λόγους που θα δούμε, είναι σαφές πως υπάρχει πρόβλημα. Κοινωνικό πρόβλημα κατ’ αρχήν, αλλά και πρόβλημα για τους ίδιους τους «προστατευόμενους». Είναι επικίνδυνο να έχεις τέτοιους «προστάτες» ειδικά αν δεν κατανοείς τις προθέσεις τους. Εκτός αν τις κατανοείς και σφυρίζεις αδιάφορα γιατί νομίζεις πως έτσι σε συμφέρει.

Από την άλλη υπάρχει και η ατομική και κοινωνική ουσία του ζητήματος: «Πρέπει» οι ομοφυλόφιλοι να έχουν δικαίωμα στο γάμο και άρα στην οικογένεια; «Πρέπει» οι ομοφυλόφιλοι να μπορούν να υιοθετούν παιδιά; Υπάρχει κάποια σχέση των ζητημάτων αυτών με τις σχέσεις και τις ανάγκες των δύο φύλων εννοώντας τους ετεροφυλόφιλους άνδρες και γυναίκες, και πώς κινείται το σύστημα παράλληλα σε σχέση με αυτούς; Τελικώς θέλει οικογένειες το σύστημα και τι είδους; Πώς προσεγγίζεται ο έρωτας και η σεξουαλικότητα σήμερα; Πώς προσεγγίζεται το μεγάλωμα των παιδιών του μέλλοντος; Πέρα από το τί θέλει το σύστημα, τί τελικώς θέλουν οι άνθρωποι; Όλα τα παραπάνω είναι στενά σχετιζόμενα ζητήματα σε έναν δύσκολο «Γόρδιο δεσμό» που η εξουσία ως συνήθως λύνει με το σπαθί στο χέρι. Και τα ζητήματα είναι τεράστια γιατί άπτονται των θεμελιωδέστερων πραγμάτων που καθορίζουν την επιβίωση, ευτυχία ή δυστυχία κάθε ανθρώπου ατομικά αλλά και της κοινωνίας συλλογικά. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

2) Ο αρχέγονος «παραδοσιακός» σχεδιασμός

Δεν είναι μακρυά η εποχή που τα πράγματα ήταν πολύ σκληρά για τους ομοφυλόφιλους. Όχι όμως μόνον γι’ αυτούς. Ήταν με πολύ συγκεκριμένο τρόπο σκληρά και για τις γυναίκες και για τους άνδρες. Στο πατριαρχικό οικογενειακό μοντέλο που κυριάρχησε επί χιλιετίες στην ανθρώπινη ιστορία (και εξακολουθεί να κυριαρχεί σε μεγάλα τμήματα του πλανήτη) οι ρόλοι που προβλέπονταν για άνδρες και γυναίκες ήταν σαφώς καθορισμένοι. Οι γυναίκες όφειλαν να είναι υποταγμένες στους άνδρες και να αναλαμβάνουν τα καθήκοντα του σπιτιού και των παιδιών. Οι άνδρες όφειλαν να είναι υποταγμένοι στο ευρύτερο κοινωνικό σύστημα και να αναλαμβάνουν τα καθήκοντα εκτός οικίας. Σε αυτό το συμπαγές μοντέλο είναι σαφές πως οι ομοφυλόφιλοι δεν θα μπορούσαν να έχουν καμία τύχη.

Έχει σημασία να εντρυφήσουμε λίγο περισσότερο στο μοντέλο αυτό ώστε να εντοπίσουμε τις ομοιότητες και διαφορές του σε σχέση με τη σημερινή κατάσταση. Βέβαια, το μοντέλο είχε αρκετές παραλλαγές σε διαφορετικούς χρόνους και τόπους, άλλοτε ήταν πιο ήπιο και άλλοτε πιο αυστηρό. Είναι ιστορικό δεδομένο πάντως πως σκλήρυνε πολύ δραστικά με την επικράτηση των μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών (Ιουδαϊσμός, Χριστιανισμός, Μωαμεθανισμός) οι οποίες παρ’ όλη την κατοπινή εχθρότητά τους που κόστισε ποταμούς αίματος στην ανθρωπότητα, έχουν όλες ευθεία σχέση μεταξύ τους. Όλες σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό έλκουν τη μακρινή καταγωγή τους από τις Ιουδαϊκές παραδόσεις, οι οποίες διακρίνονταν από ένα από τα πιο άτεγκτα πατριαρχικά συστήματα της εποχής. Άνθρωποι που επιβίωναν στις σκληρές συνθήκες της ερήμου της Μέσης Ανατολής είχαν εναποθέσει τη συνέχειά τους σε ένα από τα πιο συμπαγή πατριαρχικά συστήματα που γνώρισε ποτέ ο κόσμος.

Οι ευφυέστεροι των εξουσιαστών σύντομα διέκριναν τα πλεονεκτήματα που τους προσέφερε η σκληρότερη εφαρμογή του μοντέλου στην κατεύθυνση του κοινωνικού ελέγχου. Κοινωνικός έλεγχος σημαίνει το να μπορείς να προσανατολίζεις τις συμπεριφορές του καθενός εκεί που σε συμφέρει. Σημαντικό στοιχείο αυτού του ελέγχου από καταβολής του πολιτισμού ήταν (και είναι) ο καθορισμός των ερωτικών συμπεριφορών μεταξύ των φύλων. Φύλα (άνδρες και γυναίκες) που πέραν της κοινής ανθρώπινης συνείδησής τους, έχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους, καθώς βλέπουν τους ίδιους στόχους εκκινώντας από διαφορετικές εσωτερικές αφετηρίες και φυσικές ανάγκες. Ο έρωτας είναι αυτός που και στις χειρότερες συνθήκες υπενθυμίζει στους ανθρώπους την ελεύθερη καταγωγή τους και τους διδάσκει για την ουσία του «μάταιου» τούτου κόσμου. Δεν ήταν δυνατόν να διαφύγει της προσοχής των κυρίαρχων. Δεδομένης της ισχύος του έρωτα, το να έχεις τρόπο να ορίζεις ποιος θα συνευρίσκεται με ποιον, με ποιόν τρόπο, σε τί συνθήκες και με τι σκοπό είναι η μεγαλύτερη απόδειξη πραγματικής κυριαρχίας επί των ανθρώπινων υποθέσεων.

Η οικογένεια λοιπόν στο πατριαρχικό σύστημα απέκτησε πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που καταπίεζαν τα μέλη της. Τα μέλη της απέκτησαν «κοινωνικές υποχρεώσεις» άρα υποχρεώνονταν να συμπεριφέρονται με έναν ορισμένο τρόπο. Η κοινωνική οργάνωση ξεκινούσε από την οικογένεια και κατέληγε μέσα από ένα σύστημα ομόκεντρων κύκλων (στους οποίους βασικό ρόλο παίζει η θρησκεία) στο ίδιο το κράτος. Αυτή ήταν η βάση του μετέπειτα κοινωνικού σχεδιασμού των εθνών-κρατών. Του έθνους όχι στην πραγματική αλλά στην ιδεολογικοποιημένη του διάσταση που διακήρυττε πως φροντίζει τα μέλη του ωσάν μια μεγάλη οικογένεια στα πλαίσια του κράτους. Η ευρύτερη κοινωνική μαζική δομή αναλάμβανε να καταπιέσει την ατομικότητα στις πιο λεπτές πτυχές της, υποτίθεται προς όφελός του συνόλου. Η «ευφυΐα» του μοντέλου ωστόσο –και άρα η διαχρονική σταθερότητά του– βρίσκεται στο ότι έδωσε συγκεκριμένες απαντήσεις στο κεντρικό ζήτημα της αναγκαίας οργάνωσης που αφορά το μεγάλωμα των παιδιών. Η οποιαδήποτε κοινωνία, ό,τι χαρακτηριστικά και να έχει, χαρακτηρίζεται κυρίως από το τι είδους απαντήσεις δίνει στο ζήτημα αυτό. Το «απλό» καθημερινό ζήτημα της επιβίωσης και υλικού και πνευματικού προσανατολισμού των παιδιών της, κάτι που όμως –δεδομένης της ανθρώπινης πολυπλοκότητας– δεν είναι ούτε απλό ούτε εύκολο. Πράγματα που ξέρουν από πρώτο χέρι όλοι όσοι έχουν παιδιά. Ελεύθεροι άνθρωποι δίνουν διαφορετικές απαντήσεις σε σχέση με τους δούλους του συστήματος. Τα πάντα είναι θέμα προσανατολισμού.

Η «επιτυχία» αυτού του συστήματος –και άρα η σταθερότητά του– ήταν ότι κατόρθωσε να δώσει αναγνωρίσιμο «φυσικό ρόλο» στους άνδρες και με τον τρόπο αυτό να ελέγξει τους ίδιους και μέσω αυτών και τις γυναίκες. Αποτελεί κοινοτοπία πως οι άνδρες (τουλάχιστον κατά πλειοψηφία) δεν διαθέτουν τον ίδιο ισχυρό προσανατολισμό προς την κατεύθυνση των παιδιών όπως οι γυναίκες. Ελάχιστοι άνδρες ξυπνούν τα μεσάνυχτα μετά από όνειρο που εκφράζει την ισχυρή επιθυμία τους να κάνουν παιδιά. Στις περισσότερες γυναίκες όμως συμβαίνει. Αυτό δίνει στις γυναίκες έναν φυσικό προσανατολισμό ο οποίος δεν έχει απαραίτητα σχέση με το κοινωνικό περιβάλλον. Εμπλέκεται βέβαια με το κοινωνικό περιβάλλον –και άρα και με την εξουσία– αλλά υπάρχει και πέραν όλων αυτών. Αυτό το απλό φυσικό στοιχείο καθιστά τις γυναίκες την πραγματική «βάση» της ανθρωπότητας. Επομένως ο καθένας που θα φιλοδοξούσε να κατακτήσει την «κορυφή» θα έπρεπε πρώτα να κατακτήσει τη «βάση». Γι’ αυτό το λόγο ο έλεγχος κατ’ αρχήν των γυναικών ήταν και είναι από τις πρώτες φιλοδοξίες κάθε εξουσιαστικού συστήματος.

Αντίθετα, στην απλή φυσική τους υπόσταση οι άνδρες δεν διακρίνονται από τέτοιου τύπου «ανησυχίες» και άρα δεν αναγνωρίζουν στον εαυτό τους συγκεκριμένο «ρόλο». Μη έχοντας τις ίδιες φυσικές δεσμεύσεις δίνουν στον εαυτό τους τον οποιονδήποτε «ρόλο» ικανοποιεί τις όποιες φιλοδοξίες τους. Οι φιλοδοξίες φυσικά ποικίλουν αναλόγως της «ποιότητας του ανδρός» και αποκτούν ένα τεράστιο φάσμα, από τις καλύτερες έως τις χειρότερες. Φιλοδοξίες που τους καθιστούν δυνητικά περισσότερο ανεξέλεγκτους (και πάλι με την όποια θετική ή αρνητική διάσταση) χωρίς αυτό να σημαίνει πως οι γυναίκες ελέγχονται εύκολα. Ο έρωτας είναι που οδηγεί τους άνδρες να αποκτούν κάποια επίγνωση, είτε επιφανειακή είτε και βαθύτερη σε σχέση με τη θηλυκή διάσταση και άρα, ανάμεσα στα άλλα, να αντιλαμβάνονται και τις ανάγκες των γυναικών σε σχέση με τα παιδιά.

Αυτά τα απλά πράγματα τα γνώριζε η εξουσία από την εποχή της εκκίνησης του πολιτισμού. Πράγματα που ποτέ δεν έπαψαν να ισχύουν. Οπότε το σχήμα που επινοήθηκε ήταν να δοθεί στους άνδρες συγκεκριμένος ρόλος (ο πατριαρχικός) ώστε να ελέγχονται με αντάλλαγμα την εξουσία τους πάνω στις γυναίκες, τις οποίες οι άνδρες διδάσκονταν να αντιμετωπίζουν ως έπαθλα. Από την άλλη οι γυναίκες παρέδιδαν (είτε με τη βία είτε οικειοθελώς) την ελευθερία τους στα πλαίσια του γάμου ώστε να μπορούν να έχουν ευρύτερη υποστήριξη στην δύσκολη υπόθεση των παιδιών, για τα οποία ήταν οι κυρίως ενδιαφερόμενες. Αυτή η κατάσταση ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την καταπίεση του έρωτα εφόσον τον τοποθετούσε στη βάση ιδιοτελών συμφερόντων. Το αποτέλεσμα ήταν φαινόμενα μιας διαρκούς πνευματικής εκπόρνευσης και υποκρισίας από την οποία λίγοι τυχεροί και αληθινά ελεύθεροι κατόρθωναν να ξεφύγουν. Το σύστημα έλεγχε τους άνδρες και οι άνδρες έλεγχαν τις γυναίκες που ήταν και το κύριο ζητούμενο. Αυτό δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως εάνι η κατάσταση αυτή ήταν προς όφελος των ανδρών, και αυτό συνήθως μας διαφεύγει. Και οι άνδρες ταλαιπωρήθηκαν μέσα στην πατριαρχία με πολύ άγριο τρόπο, αλλά αυτό δεν φαίνεται επειδή υποτίθεται πως ήταν τα «αφεντικά». Μάτωσαν άπειρες φορές στους πολέμους των εξουσιαστών υπερασπίζοντας τις οικογένειές τους. Συντρίφθηκαν σωματικά και ψυχικά στα πλαίσια της εργασίας μέσα σε συνθήκες πραγματικής φτώχειας για την επιβίωση των οικογενειών τους. Απέκτησαν πολλές συναισθηματικές αναπηρίες, που τους αποξένωναν από τον έρωτά τους. Απλώς τα δύο φύλα βίωναν με διαφορετικό τρόπο την καταπίεση.

Από την άλλη, όμως, θα ήταν σοβαρή παράλειψη να μην πούμε πως αυτή η οικογένεια που διδασκόταν το πως να αυτοκαταπιέζεται και να αυτοευνουχίζεται, ήταν το θεμελιώδες στοιχείο που επέτρεψε την επιβίωση των ανθρώπων μέσα σε πολύ άγριες συνθήκες. Μέσα σε συνθήκες πολέμου, εξανδραποδισμών, φτώχειας και καταστροφής. Δεν είναι υπερβολή το να πούμε πως οι άνθρωποι καταρχήν επιβίωσαν και κατόρθωσαν όσο μπορούσαν να αντισταθούν στην εξουσιαστική λαίλαπα, ακριβώς επειδή είχαν οικογένειες. Η οικογένεια δεν είναι δημιούργημα της εξουσίας. Η πατριαρχική οικογένεια ασφαλώς και είναι. Αντιθέτως, η εξουσία πάντα έβλεπε στις οικογένειες τούς δυνητικούς της αντιπάλους, κατά τον ίδιο τρόπο που βλέπει ως αντίπαλο κάθε μικρή ή μεγάλη ομάδα οργανωμένων συμφερόντων, κάθε ομάδα δηλαδή που βασικό της προσανατολισμό έχει καταρχήν το συμφέρον των μελών της και δευτερευόντως το όποιο άλλο. Απλώς οι κυρίαρχοι φρόντιζαν με ποικίλους (ανείπωτους) εκβιασμούς και διαμορφώνοντας τα κοινωνικά πρότυπα να «πείθουν» την οικογένεια πως το συμφέρον της ταυτίζεται με τα συμφέροντα της εκάστοτε εξουσίας. Αυτό δεν αποτελεί ίδιον χαρακτηριστικό της οικογένειας. Συμβαίνει παντού.

Κάναμε αυτή τη μεγάλη παρένθεση γιατί όλα αυτά σχετίζονται άμεσα και με τους ομοφυλόφιλους που είναι και το θέμα του κειμένου. Στις συνθήκες αυτές η αντιμετώπισή τους ήταν η χειρότερη δυνατή. Απέναντι στις συνθήκες κυριολεκτικής σεξουαλικής πείνας που δημιουργούσε το σύστημα στα ανύπανδρα μέλη του, ο «σεξουαλικός ανταγωνισμός» έστω και των ελάχιστων ομοφυλόφιλων ήταν αδιανόητος. Απέναντι στους αυστηρά καθορισμένους ρόλους ανδρών και γυναικών οι ομοφυλόφιλοι απλώς δεν είχαν κανένα ρόλο και η ζωή τους ήταν κόλαση. Παρεκτός από τους «τυχερούς» ομοφυλόφιλους που κατόρθωναν να αναρριχηθούν σε πόστα εξουσίας, προσφέροντας ποικίλες εκδουλεύσεις στους ισχυρότερους εξουσιαστές, και τέτοιοι δεν ήταν καθόλου λίγοι. Αυτοί τουλάχιστον έπαιρναν από την εξουσία το δικαίωμα να ικανοποιούν τις σεξουαλικές τους ανάγκες και για το λόγο αυτό μετατρέπονταν στους καλύτερους υπηρέτες του συστήματος. Ενός συστήματος που γνώριζε και γνωρίζει πολύ καλά το πώς να εκμεταλλεύεται τις ανάγκες του καθενός. Εάν στους άνδρες έπρεπε να τάζει χρήμα, οφίτσια, δόξα και –βεβαίως– γυναίκες, για να τους κάνει δούλους του, με τους ομοφυλόφιλους μπορούσε να το πετύχει ευκολότερα: απλώς δίνοντας διέξοδο στις σεξουαλικές τους ανάγκες. Αυτοί οι ομοφυλόφιλοι ήταν μεταξύ των σκληρότερων υποστηρικτών της εξουσίας, στρεφόμενοι και εναντίον των ομοίων τους απλώς επειδή αυτό απαιτούσε το σύστημα που υπηρετούσαν.

3) Ο νέος «κοσμοπολίτικος» σχεδιασμός

Τα πράγματα βέβαια στις σημερινές, κυρίως τις Δυτικές, κοινωνίες όπου ζούμε είναι ριζικώς διαφορετικά. Σε άλλα σημεία του πλανήτη τα πράγματα εξακολουθούν να είναι όπως περιγράψαμε παραπάνω. Κλασσικό παράδειγμα (αλλά όχι μοναδικό) είναι οι σημερινές μουσουλμανικές κοινωνίες της Μέσης Ανατολής, στις οποίες έγινε η πολιτική και στρατηγική επιλογή να στραφούν προς τις σκληρότερες εκδοχές του Ισλάμ. Πολιτική επιλογή από τις ίδιες τις Δυτικές ηγεσίες στα πλαίσια του σχεδίου για μια «Νέα Μέση Ανατολή». Έτσι δεν αποτελεί απορία οι ίδιες κλίκες που προωθούν την «ανοχή» στα πλαίσια των Δυτικών κοινωνιών να είναι και οι βασικοί χρηματοδότες των κτηνών που έχουν εξαπολυθεί στη Μέση Ανατολή και σφάζουν (μέχρι και σταυρώνουν) στη Συρία και στο Ιράκ χωρίς την παραμικρή «ανοχή». Δεν αποτελεί απορία οι πάμπλουτοι Άραβες πετρελαιάδες να γλεντούν στην Ευρώπη με τις ακριβότερες πόρνες του πλανήτη (εν γνώση βεβαίως των «ανεκτικών» ηγεσιών της Δύσης), αλλά στις χώρες τους να λιθοβολούν γυναίκες που «τόλμησαν» να ερωτευθούν εκτός του γάμου και ενάντια στη θέληση των γονέων τους. Για τους ομοφυλόφιλους… ας μη συζητάμε καν. Και βεβαίως οι «ανεκτικοί» Δυτικοί να μην έχουν το παραμικρό πρόβλημα με αυτό, αλλά αντιθέτως να τους χρηματοδοτούν αδρά και να εμπορεύονται επικερδώς «ανεκτικότητα» και «πολιτισμό».

Τα πράγματα λοιπόν δεν είναι λιγότερο υποκριτικά σήμερα. Ο ΟΗΕ συντάσσει εκθέσεις που χαρακτηρίζουν συλλήβδην και μαζικά τους κατοίκους του Ελλαδικού χώρου ως «ρατσιστές», εκφράζοντας την «ανησυχία» του, αλλά για τους αντικειμενικά θρησκόληπτους ρατσιστές, που όμως εξυπηρετούν τους σχεδιασμούς του, δεν βγάζει άχνα. Κάποιοι έχουν «δικαίωμα» να είναι ρατσιστές και κάποιοι άλλοι όχι. Όχι, φυσικά, πως μας αφορά ένα τέτοιο «δικαίωμα» –σε καμία περίπτωση– αλλά τα δύο μέτρα και σταθμά ασφαλώς χρήζουν ανάλυσης και ερμηνείας. Ούτε και θα πούμε πως ρατσιστές όντως δεν υπάρχουν, αλλά θεωρούμε πως αυτοί είναι πραγματικά μειοψηφία. Βολεύει όμως το σύστημα να τους ανάγει σε πλειοψηφία, διευρύνοντας και «ξεχειλώνοντας» την έννοια του ρατσισμού και επενδύοντας σταθερά σε κοινωνικά ενοχικά σύνδρομα που τελικώς όχι μόνο εξασφαλίζουν την υποταγή, αλλά οδηγούν και στην αύξηση του ρατσισμού που μπορεί να εμφανίζεται πλέον ως στοιχείο «άμυνας». Κάτι που βεβαίως κάνει –και πάλι– τους διαχειριστές να «ανησυχούν», όπερ… φαύλος κύκλος. Αν δεν ήταν καταστροφικό θα ήταν για γέλια.

Τι άλλαξε λοιπόν στον σχεδιασμό του κοινωνικού ελέγχου; Άλλαξε ο προσανατολισμός των εξουσιαστικών κλικών στα πλαίσια της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης. Από τη στιγμή που αποφασίστηκε πως το έθνος – κράτος δεν χρειάζεται πλέον στην παρελθοντική του μορφή, καθώς όλα κατατείνουν στην πραγμάτωση μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας, έπρεπε να αλλάξει και ο τρόπος, οι μέθοδοι και η φιλοσοφία επιβολής στις κατά τόπους κοινωνίες της δρομολογούμενης αυτοκρατορίας. Έπρεπε να αλλάξει ο τρόπος επιβολής στους πρώην κρατικούς υπηκόους και νυν αυτοκρατορικούς υπηκόους. Δεν είχε νόημα πλέον το σχήμα που ξεκινά από την οικογένεια και καταλήγει στη «μεγάλη οικογένεια» του κράτους. Έχει νόημα το σχήμα που καταλήγει στην «παγκόσμια οικογένεια» την οποία οι χειρότεροι εκφραστές του ανθρωπίνου είδους θα συνεχίσουν να κυβερνούν με σιδερένιο χέρι. Αυτή η «οικογένεια» όμως είναι δισεκατομμύρια ανθρώπων και μάλιστα πολύ ταλαιπωρημένων από τις πολεμικές συνθήκες που δημιουργούν οι εξουσιαστές, είτε οικονομικές είτε πραγματικού πολέμου. Αυτή η «οικογένεια» δεν μπορεί να ελεγχθεί όταν στους κόλπους της διατηρεί πυρήνες με συμπαγή και συνεκτικά χαρακτηριστικά, όποια και να είναι αυτά. Επομένως, θα πρέπει να επιλεγεί η κατεύθυνση της πλήρους διάλυσης έως ότου να φτάσουμε στο μεμονωμένο άτομο που αποκομμένο από τον οποιονδήποτε συνεκτικό δεσμό με το περιβάλλον του θα μπορεί να ελεγχθεί εύκολα. Από τη στιγμή λοιπόν που οι ισχυρότεροι εξουσιαστές κινήθηκαν προς την κατεύθυνση της αυτοκρατορίας, και έχοντας την ιστορική εμπειρία των αυτοκρατοριών του παρελθόντος, δεν είχαν άλλη επιλογή από το να διαλύσουν κοινωνικά τα πάντα, ακόμη και σε όσα οι ίδιοι βασίζονταν στο παρελθόν. Δεν είχαν άλλη επιλογή γιατί ήξεραν πως οι μεθοδεύσεις τους θα ενεργοποιήσουν τα απλά ένστικτα επιβίωσης των ανθρώπων. Δεν μιλάμε καν για τα ένστικτα της ελευθερίας, αλλά για τα απλά, στεγνά, ένστικτα επιβίωσης, τα οποία πιθανόν να τους απειλούσαν. Για να μη συμβεί αυτό το άτομο θα έπρεπε να εξατομικευθεί και στη συνέχεια να ευθυγραμμιστεί και να ομογενοποιηθεί με το σύνολο με έναν ενιαίο τρόπο που δεν αναγνωρίζει εξαιρέσεις.

Και κάπως έτσι φτάνουμε στις έννοιες της «ανοχής», του «αντιρατσισμού», του «σεβασμού της διαφορετικότητας», όχι ως εννοιών στην απλή ανθρώπινή τους βάση που κατανοούν οι καλοπροαίρετοι, αλλά ως καταστάσεων που προωθούν την ομογενοποίηση των πάντων. Πρόκειται για εξαιρετικά ευφυή μεθόδευση γιατί γνώριζαν οι εξουσιαστές πως με τον τρόπο αυτό θα πάρουν με το μέρος τους και τους καλοπροαίρετους, στους οποίους συγκαταλέγονται και οι καλύτεροι των ανθρώπων. Τα κτήνη, με τους πολέμους και τη φτώχεια που σπέρνουν, ξηλώνουν ολόκληρους πληθυσμούς από τον τόπο τους και τους φυτεύουν στοχευμένα κάπου αλλού όπου αντιμετωπίζουν πρόβλημα ελέγχου και διδάσκουν στους γηγενείς να είναι «ανεκτικοί» ώστε να μη διασυρθούν ως «ρατσιστές». Αφού έχουν θυματοποιήσει ολόκληρους πληθυσμούς, τους θέτουν στη συνέχεια υπό την «προστασία» τους ώστε να τους χρησιμοποιήσουν και για την θυματοποίηση και τον έλεγχο των γηγενών πληθυσμών. Ξένοι και γηγενείς αλλάζουν μεταξύ τους τους ρόλους των θυτών και των θυμάτων… και κάποιοι άλλοι εκτελούν υψηλή εποπτεία «προστατεύοντας» πότε τους μεν και πότε τους δε. Το μεγαλείο των ρατσιστικών αντιρατσισμών… Κατ’ αρχήν, όμως, προέχει ο έλεγχος των γηγενών επειδή αυτοί, πρωταρχικά, έχουν μάθει (έστω ψευδώς…) να θεωρούν τον εαυτό τους υπεύθυνο για τον τόπο όπου ζουν, υπεύθυνο δηλαδή για το «σπίτι» τους, έστω κι αν φρόντισαν να το γεμίσουν με σκουπίδια. Αυτοί γίνονται ο πρώτος στόχος των δήθεν «αντιρατσιστών». Στην παγκόσμια αυτοκρατορία κανένας δεν πρέπει να έχει «σπίτι» και άρα ρίζες που να τον ωθούν να αντισταθεί για κάτι που αγαπά. Κι αυτό που οι άνθρωποι αγαπούν είναι οι εμπειρίες τους, οι άνθρωποι που συναντούν, οι αγωνίες τους, οι καταστάσεις που ζουν, τα οποία όλα όμως πάντα συνδέονται με κάποιον τόπο και χρόνο. Πρέπει όλοι να είναι περιπλανώμενοι, όχι με την έννοια της ελευθερίας, όπως πολλοί αξιόλογοι άνθρωποι διαχρονικά έκαναν με δική τους επιλογή, αλλά με την έννοια ενός ταλαίπωρου περιπλανώμενου που ψάχνει στον ήλιο μοίρα αλλά δικαιούται να θεωρεί τον εαυτό του έως και «κοσμοπολίτη»… Θα λέγαμε πως οι εξουσιαστές βρήκαν έναν δικό τους τρόπο (εκ του αντιστρόφου) για να πραγματώσουν ένα ακόμη επαναστατικό όνειρο: «πατρίδα μας είναι όλη η Γη». Ανήκει όμως σε κάποιους άλλους. Οι υπόλοιποι απλώς θα πρέπει να μάθουν να είναι «ίδιοι» σεβόμενοι τους «διαφορετικούς».

Είμαστε λοιπόν όλοι ίδιοι; Αν εννοούμε την κοινή παναθρώπινη συνειδητότητα που μοιραζόμαστε ως όντα και τις κοινές ανθρώπινες ανάγκες, σίγουρα ναι. Οι ομοιότητες όμως τελειώνουν εκεί. Από εκεί και πέρα το να μην είμαστε σε θέση να αντιλαμβανόμαστε τις διαφορές μεταξύ ανθρώπων και καταστάσεων δεν είναι ένδειξη «ανωτερότητας» και «πολιτισμού» αλλά απλή ένδειξη ηλιθιότητας. Ηλιθιότητα στην οποία κατατείνουν πλέον οι δυτικές κοινωνίες. Αυτοί που ειλικρινώς ενδιαφέρονται για την ουσιώδη προσέγγιση των ανθρώπων, είτε πρόκειται για άνδρες, γυναίκες κι ομοφυλόφιλους, είτε για νέγρους, λευκούς και κίτρινους, δίνουν σημασία στις διαφορές. Αδέλφια «με το ζόρι» δεν υπάρχουν. Δεν γίνεται, κι αυτός που θα το επιχειρήσει σύντομα θα διαπιστώσει πως τα «αδέλφια» θα γίνουν «αδελφοκτόνοι» με την πρώτη ευκαιρία. Σ’ αυτήν την περίπτωση μπορούμε βάσιμα να θεωρήσουμε πως αυτός ήταν κι ο αρχικός του στόχος.

Ας επανέλθουμε στο επίπεδο των φύλων, των ομοφυλόφιλων και της οικογένειας. Είναι σαφές πως με βάση τον παραπάνω σχεδιασμό, οι πατριαρχικές οικογένειες του παρελθόντος είναι ανεπιθύμητες. Στην επιδίωξή τους αυτή οι εξουσιαστές βρήκαν (κατά μία παράξενη ειρωνεία της ιστορίας…) συμμάχους τους τους ίδιους τους ανθρώπους. Τους ίδιους τους ανθρώπους, άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι είχαν κουραστεί και ταλαιπωρηθεί από την προηγούμενη πατριαρχική κατάσταση. Γυναίκες που δεν είχαν πλέον καμία διάθεση να παίζουν το ρόλο του δουλικού και άνδρες οι οποίοι δεν είχαν καμία διάθεση πλέον να παίζουν το ρόλο του δερβέναγα. Αυτό το κύμα των ανδρών και γυναικών των τελευταίων δεκαετιών που και με την επιρροή επαναστατικών κινημάτων αποφάσισαν πως το τοπίο στις σχέσεις των φύλων πρέπει να αλλάξει. Ανδρών και γυναικών που έκαναν κριτική στο προηγούμενο μοντέλο και συνειδητοποιούσαν το πώς τους στερούσε την ελευθερία. Μπορεί κανείς να μη γνώριζε το που ακριβώς έπρεπε να πάμε και με ποιον τρόπο (πως θα μπορούσε άλλωστε μετά από τόσες χιλιετηρίδες;) αλλά όλοι είχαν την ορμή να δοκιμάσουν, έστω κάνοντας λάθη. Μια κατάσταση που γεννούσε μια καινούρια δυναμική, η οποία εάν αφηνόταν να εξελιχθεί ανεπηρέαστη από συμφέροντα όντως θα μας πήγαινε κάπου αλλού. Αλλά αυτό δεν συνέβη.

Οι κοινωνικές συνθήκες άλλαξαν και οι γυναίκες μπήκαν πλέον στην παραγωγή. Όχι ότι πριν δεν ήταν «παραγωγικές». Οι γυναίκες πάντα έκαναν πολύ σκληρές εργασίες, συχνά περισσότερες από αυτές των ανδρών. Η «βάση» της ανθρωπότητας ξέφυγε από την οικογένεια, την οποία πλέον είχε σοβαρούς λόγους να αντιλαμβάνεται ως εχθρό της ατομικής της ελευθερίας. Μια «ατομική ελευθερία» που ωστόσο έμελλε να προσδιοριστεί και στον προσδιορισμό αυτόν ασφαλώς έβαλε το χεράκι του και το σύστημα. Ήταν η ελευθερία στην «εργασία». Ήταν η ελευθερία στην κατανάλωση. Βεβαίως, η ελευθερία στη σεξουαλικότητα. Οι γυναίκες μάθαιναν πλέον το πώς είναι να είσαι δούλος του συστήματος κατά τον ανδρικό τρόπο, αλλά τα κατ’ αρχήν κέρδη τους ήταν πολύ περισσότερα για να κάτσουν να το σκεφτούν. Στην πλειοψηφία τους δεν είχαν το περιθώριο καν να το σκεφτούν. Το σύστημα, κρατώντας στα χέρια του την ενημέρωση, τα ΜΜΕ, τα περιοδικά, τη διαφήμιση και την κατανάλωση, θα φρόντιζε να ορίσει τελικώς την ουσία και τα όρια της γυναικείας ελευθερίας, σε μια διαδικασία που ορθώς ονομάστηκε «χειραφέτηση». Ήταν ειλικρινείς οι εξουσιαστές: προσέφεραν χειραφέτηση και όχι ελευθερία. Δεν είχαν ανάγκη πλέον να βάζουν τους άνδρες για να ελέγχουν τις γυναίκες, δηλαδή τη «βάση». Είχαν τη γνώση και τις υλικές δυνατότητες να τις ελέγχουν απ’ ευθείας, καθορίζοντας το ποιες είναι οι ανάγκες τους και ποιες όχι. Και τελικώς να αντιστρέψουν τον παλαιότερο σχεδιασμό, να ελέγχουν δηλαδή πλέον τους άνδρες δια μέσω των γυναικών, σε μια αναπαραγωγή ενός εξουσιαστικού σκηνικού, αλλά εκ του αντιστρόφου. Οι γυναίκες που στο παρελθόν αποτελούσαν «ιδιοκτησία» και «εμπόρευμα» των οικογενειών τους έπρεπε πλέον να γίνουν «αυτεξούσιο εμπόρευμα» με γνώση του πώς, πού και πότε να πουλάει τον εαυτό του. Όπως έκαναν και οι άνδρες επί χιλιετίες.

Στην πορεία αυτή οι άνδρες –πάντα γενικά μιλώντας– έχασαν τον προσανατολισμό τους. Ακόμα ψάχνονται. Εκεί που θεωρούσαν πως είχαν παγιωθεί σε έναν «ρόλο», βρέθηκαν πάλι περιπλανώμενοι σε αναζήτηση «ρόλου» απέναντι πλέον σε γυναίκες που με αυτοπεποίθηση έθεταν τον πήχη εκεί που λίγοι είχαν τις δυνατότητες να φτάσουν χωρίς «τραύματα». Και το χειρότερο(!) το σύστημα πλέον δεν έχει καμιά διάθεση να τους ευνοήσει. Τουναντίον μάλιστα. Αυτά παθαίνεις όταν θεωρείς πως έχεις εξουσία λόγω κάποιου τύπου «φυσικής ανωτερότητας» και όχι επειδή έχεις από πίσω σου ένα ολόκληρο σύστημα που για τους δικούς του λόγους σε υποστηρίζει. Λάθος, όμως, που δεν έκαναν μόνο οι άνδρες. Το έκαναν –σε μικρότερο βαθμό, είναι αλήθεια– και οι γυναίκες και το κάνουν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό σήμερα οι ομοφυλόφιλοι.

Εδώ θα πρέπει να πούμε και έναν ακόμη λόγο για τον οποίο το σύστημα αποφάσισε να είναι περισσότερο εχθρικό απέναντι στους άνδρες. Είναι δεδομένο πως τα αρσενικά μέλη μιας κοινωνίας είναι συνήθως και τα περισσότερο «πολεμοχαρή». Είναι δεδομένο πως οι άνδρες είναι, κατά κανόνα, οι φυσικοί φορείς του «θεού του πολέμου», ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Και πάλι μιλάμε για έμφυτα ένστικτα που μπορούν να πάρουν οποιαδήποτε κατεύθυνση, είτε ελεεινή και καταστροφική, είτε λειτουργική και απελευθερωτική. Δεν αναφερόμαστε τόσο στην έννοια της βίας όσο στην κατάσταση του σθένους και της γενναιότητας. Για τους περισσότερους άνδρες είναι σημαντικό και προσωπικά το να βρίσκουν μια λειτουργική σχέση με τα ένστικτα αυτά, θέτοντάς τα στη «σωστή» τους διάσταση και άρα στην υπηρεσία της κοινωνίας που επιθυμούν. Συνήθως δεν τη βρίσκουν και πάλι υπό το βάρος αρνητικών κοινωνικών και προσωπικών προτύπων, οπότε το αποτέλεσμα είναι αρνητικό. Σήμερα, που το σύστημα επιθυμεί την πλήρη υποταγή στο ατομικό επίπεδο, χώρος για απελευθερωτικά πολεμικά ένστικτα δεν υπάρχει. Άρα θα πρέπει να στοχευθούν οι φυσικοί φορείς αυτών των ενστίκτων συλλογικά. Να στοχευθούν καταδικάζοντάς τους συλλήβδην ως φορείς της βίας, της καταπίεσης και του ρατσισμού και της εξουσίας, στη βάση ενός λεγόμενου κινήματος «νεοφεμινισμού» που, ενώ δεν έχει τόση σχέση με τον παλαιότερο φεμινισμό, κινείται προς την εξουσιαστική αντιστροφή των πραγμάτων εις βάρος αυτή τη φορά των ανδρών.

Το σύστημα, λοιπόν, τελικώς κατόρθωσε να πραγματώσει ένα ακόμη επαναστατικό όνειρο: Διέλυσε κυριολεκτικά την πατριαρχική οικογένεια, ποντάροντας, όμως, στην εξατομίκευση των μελών της. Τώρα το αν όντως συμβαίνει αυτό ή όχι, ασφαλώς συνδέεται με την ποιότητα των εμπλεκόμενων ανθρώπων. Εμείς μπορούμε να πούμε μόνο για το πού ποντάρουν.

Ασφαλώς όλα αυτά τα αρνητικά στα οποία αναφερόμαστε δεν έχουν και δεν μπορούν να έχουν καμία σχέση με ανθρώπους που επιθυμούν την ελευθερία, οι οποίοι φροντίζουν να αναζητούν την ουσία των πραγμάτων έξω και από «παραδοσιακά» και από «νεωτεριστικά» πλαίσια. Όμως, το νέο περιβάλλον αυτό, καθώς είναι περισσότερο πονηρό και περίπλοκο, δημιουργεί περισσότερες απαιτήσεις από όσους θέλουν να περάσουν «απέναντι», έστω και σε ατομικό επίπεδο. Σ’ αυτό το δρόμο οι εύκολες και ιδεολογικοποιημένες προσεγγίσεις δεν βοηθούν, τουναντίον κατευθύνουν σε διαφορετικές εξουσιαστικές εκφάνσεις, οι οποίες αν και σήμερα δείχνουν να βρίσκονται σε σκληρή σύγκρουση (παράδοση – νεωτερισμός), στην ουσία όλες αποβαίνουν αρνητικές προς την κατεύθυνση της ελευθερίας. Ελευθερία, η οποία πολύ εσφαλμένα έχει συνδεθεί με την ανευθυνότητα, την έλλειψη υποχρεώσεων, τον ατομισμό, τη χαλαρότητα των συναισθημάτων και των σκέψεων, τον χυδαίο υλισμό. Παλαιότερα είχαμε το κοινωνικό σύνολο που συνέθλιβε την ατομικότητα. Σήμερα έχουμε την εγωιστική ατομικότητα που θέλει να καταπιεί αν είναι δυνατόν και το Σύμπαν. Κρίμα! Επειδή το Σύμπαν «ανήκει» ήδη σε άλλους. Είναι ένα ακόμη παράδειγμα που φανερώνει πως η εξουσία, για την επιβίωσή της, έχει την ανάγκη ακραίων καταστάσεων είτε προς τη μία, είτε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ακραίες καταστάσεις, οι οποίες από μόνες τους είναι ασταθείς στο διάβα του χρόνου και άρα χρειάζονται την διαρκή ύπαρξη της εξουσίας προκειμένου να συντηρούνται. Η ελευθερία δημιουργεί ελευθερία. Είναι η κατάσταση της ευδαιμονίας, των ορθών ανθρώπινων σχέσεων, του μέτρου. Αντιθέτως, η εξουσία διαμορφώνει συνθήκες, που υποβιβάζουν την ανθρωπινότητα σ’ αυτό που ορίζεται ως η μετριότητα, που επιφέρει στασιμότητα. Η μετριότητα έχει ανάγκη την εξουσία. Επειδή, με όσα προαναφέρθηκαν οι παραπάνω καταστάσεις δεν ανυψώνουν την ανθρώπινη οντότητα είναι προφανές πως δεν μπορούν να δημιουργήσουν συνθήκες ελευθερίας. Αυτό είναι μια σαφής απεικόνιση της πραγματικότητας.

Τι σχέση τελικώς έχουν όλα αυτά με τους ομοφυλόφιλους; Πιστεύουμε πως είναι πλέον φανερό. Για να μιλήσεις για την κατάσταση των ομοφυλόφιλων και τους σχεδιασμούς που κρύβονται από πίσω τους θα πρέπει πρώτα να μιλήσεις για την κατάσταση της συντριπτικής πλειοψηφίας των ετεροφυλόφιλων, εφ’ όσον το σύστημα σήμερα τα αντιμετωπίζει ενιαία. Το σύστημα, στην κατεύθυνση της πλήρους κοινωνικής διάλυσης που κινείται (προσοχή, διάλυση και ατομισμός χωρίς άλλη εναλλακτική), σκέφτηκε πως θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τους ομοφυλόφιλους ως τον «μπαλαντέρ» που μπαίνει σφήνα και οριοθετεί τις σχέσεις και των ετεροφυλόφιλων. Είναι μια δοκιμασμένη τακτική στην πολιτική. Για παράδειγμα, ένα μικρό κόμμα με μικρά ποσοστά γίνεται ο «ρυθμιστής» της εξουσιαστικής διανομής ανάμεσα σε μεγαλύτερα κόμματα. Θέλουν, δηλαδή, να κάνουν τους ομοφυλόφιλους κάτι σαν τους «Κουβέληδες» της πολιτικής. Πώς γίνεται πρακτικά αυτό; Με απλό τρόπο. Εάν ως εξουσία ελέγχεις τις πιο «ακραίες» ή τις πιο σπάνιες ανθρώπινες συμπεριφορές, μπορείς να εξαναγκάσεις και όλους τους υπόλοιπους να κινηθούν σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο.

Η εξουσία έχει τεράστια εμπειρία στο να μετατρέπει εκείνους που κατέταξε ως «έσχατους» σε «πρώτους». Το έχει κάνει κατά κόρο και σε κάθε περίπτωση. Για παράδειγμα είναι σύνηθες να πριμοδοτεί κλείνοντας το μάτι στις πιο ελεεινές ανθρώπινες συμπεριφορές που βρίσκονται στον πάτο και έντεχνα να τις κάνει «καθεστώς» με τον καιρό και «συλλογικοποιώντας» στη συνέχεια το «φταίξιμο». Γιατί ποντάρει στους «έσχατους»; Γιατί αυτός που ανεβαίνει «ψηλά» όχι με την ατομική του υπόσταση και ποιότητα και τον σεβασμό των συνανθρώπων του αλλά με την υποστήριξη της εξουσίας, θα είναι εσαεί δούλος της. Δεν πρόκειται να ξεφύγει γιατί η εξουσία θα τον εκβιάζει για πάντα.

Θυμόμαστε κάποιες κινήσεις ομοφυλοφίλων της δεκαετίας του ’80. Οι άνθρωποι εκείνοι που αντιμετώπιζαν τρομερή κατακραυγή χωρίς να μπορούν να κάνουν κάτι, γνώριζαν από πρώτο χέρι την κοινωνική αλλά πολύ ειδικότερα την εξουσιαστική υποκρισία. Δεν είχαν στο μυαλό τους οικογένειες και παιδιά. Είχαν στο μυαλό τους απλά τη σεξουαλική ελευθερία, που δεν ενοχλούσε ή απειλούσε κανέναν. Κάτι που έγινε κατανοητό από άνδρες και γυναίκες εκείνης της εποχής που αντίστοιχα και αυτοί βρίσκονταν σε μια αναζήτηση προσωπικής και κοινωνικής ελευθερίας. Ουσιαστικά σήμερα την ανοχή που επιζητούσαν την έχουν κερδίσει χωρίς πολλές πολλές τυμπανοκρουσίες, απλώς επειδή αρκετοί άνθρωποι υπό τον άνεμο της ελευθερίας έγιναν λιγότερο «ανθρωποφάγοι». Ουδέποτε εκείνοι οι ομοφυλόφιλοι είχαν στο μυαλό τους να σταθούν απέναντι σε μια θάλασσα ετεροφυλόφιλων και στο πλευρό της εξουσίας, αλλά απλώς να έχουν χώρο να ζήσουν χωρίς χλευασμούς και βία.

Σήμερα οι ομοφυλόφιλοι και οι συνθήκες είναι πολύ διαφορετικές. Κάποιοι θεωρούν πως είναι η ιστορική τους ευκαιρία να πάρουν τα πάντα. Για αιώνες η κοινωνία τους καταπίεζε. Λάθος, η εξουσία τους καταπίεζε διαμορφώνοντας την κοινωνία. Αυτοί που σήμερα ποντάρουν πάνω τους είναι οι ίδιοι που τους καταπίεζαν. Ανάμεσα σ’ αυτούς που τους καταπίεζαν βρίσκονταν και πολλοί «δικοί τους». Γιατί τώρα να μην πάρουν όλα όσα μπορούν; Κάποιοι αυτόκλητοι εκπρόσωποι των ομοφιλοφίλων θέλουν να πάρουν τη ρεβάνς. Μιλάμε για ευκαιρία που εμφανίζεται μια φορά σε χιλιάδες χρόνια. Αυτό όμως είναι το πρόβλημα. Όταν το κάνεις με τις πλάτες όλων αυτών που ο κόσμος μισεί επειδή έχουν βαλθεί να ξεσκίσουν χωρίς έλεος κοινωνίες ολόκληρες, είναι δεδομένο πως θα μπεις στο στόχαστρο και τα κελεύσματα περί «ανοχής» και «αντιρατσισμού» δεν πρόκειται τελικώς να σε σώσουν. Αυτό είναι τραγικό λάθος. Θα έχουν την τύχη που έχουν όλοι όσοι –με δικές τους ευθύνες– επιχειρούν να πάνε «πέρα από τον ουρανό» μόνο και μόνο επειδή τους δίνεται η δυνατότητα.

Από εκεί και πέρα τα πράγματα κινούνται στο πλαίσιο του γραφικού και των εντυπώσεων όπως συμβαίνει με κάθε καλή επιχείρηση «marketing». «Αφήστε τα παιδιά να έρθουν κοντά μας» ακούστηκε σε ένα gay pride. Προφανώς σε μια ευθεία υπενθύμιση αυτού που είπε ο Ιησούς. Αν όμως θεωρείς πως ως άνθρωπος έχεις ποιότητες αντίστοιχες ενός Ιησού, τότε ασφαλώς θα έχεις τρόπο να τις δείξεις και να τις καταλάβουν όλοι. Και οι άνθρωποι, αυτούς που προσφέρουν κάτι ωραίο που τους βοηθά, τελικώς τους αναγνωρίζουν, χωρίς να τους απασχολούν οι σεξουαλικές τους προτιμήσεις. Ποιός ενδιαφέρεται για παράδειγμα για το αν ήταν ομοφυλόφιλος ο Καβάφης; Όλοι αναγνωρίζουν την ποίησή του. Δεν μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο όμως απλώς επιδεικνύοντας τα οπίσθιά σου. Δεν πρόκειται να συμβεί προκαλώντας και επιδεικνύοντας το πόσο τελικά διαφορετικός είσαι την ώρα που θέλεις να πείσεις πως είσαι «ίδιος» με κάθε άλλον σε φιέστες που πήρες ξεπατικωσούρα από το marketing των χειρότερων προπαγανδιστών που ανέλαβαν να σε σπονσονάρουν. Αυτών που θέτουν τα πρότυπα για άνδρες και γυναίκες και πλέον ανέλαβαν να θέσουν τα πρότυπα και για τους ομοφυλόφιλους. Όπως μια γυναίκα δηλαδή πιθανόν να ήθελε να είναι γίνει κάτι σαν τη Τζούλια Ρόμπερτς, έτσι και ο κάθε καταπιεσμένος ομοφυλόφιλος, πλέον, να θέτει στόχο της ζωής του να γίνει «gay» (life style).

Και τελικώς δεν μπορείς να απαιτείς να είσαι εκτός της ανθρώπινης κριτικής. Της καλόπιστης ανθρώπινης κριτικής. Όποιος απαιτεί να βγαίνει από το κάδρο της κριτικής απειλώντας με τη «ρετσινιά» του «ρατσισμού» τελικώς επιθυμεί να ανάγει τον εαυτό του σε εξουσία. Είναι παλιό το κόλπο. Παλιό όσο και οι Ιουδαίοι.

Θ.
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 140, Ιούλιος-Αύγουστος 2014

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου