Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013

Δίκη Θεοφίλου: Απεγνωσμένη προσπάθεια να μαζέψουν τα συντρίμμια του κατηγορητήριου που κατέρρευσε

Το ρεπορτάζ αυτό όπως και άλλα που έχουμε στην κατοχή μας και θα δημοσιευτούν στο μέλλον, απαντάνε σε γνωστό ρουφιανοsite  στο νησί μας, που έχει όπως αναφέρει επαφές με «παράγοντες της δίκης», δηλαδή αποκαλύπτει ότι έχει πιθανότατα σχέσεις με τους μπάτσους της αντιτρομοκρατικής (λογικά εκεί οδηγεί αυτή η "αποκάλυψη" και όχι μόνο) που έχουν στήσει αυτή την σκευωρία και δικάζουν τον Τάσο Θεοφίλου για τις ιδέες του και όχι επειδή συμμετείχε στην ληστεία και δολοφονία στο νησί μας. Να θυμίσουμε ότι ο συγκεκριμένος διαδικτυακός ιστότοπος ήταν ο μόνος  απ' όλα τα ειδησιογραφικά site του νησιού που είχε ρεπορτάζ από την ταβέρνα που είχε πραγματοποιήσει την συγκέντρωση η Χρυσή Αυγή και βάσει των "ειδήσεων" που δημοσιεύει ανά τακτά χρονικά διαστήματα αποδεικνύεται ότι έχει άμεση σχέση με κρατικούς και παρακρατικούς μηχανισμούς.  



Στην συνεδρίαση της Παρασκευής 6 Δεκέμβρη, είχαμε την αποκάλυψη ότι μάρτυρες τραπεζοϋπάλληλοι (Πέππα και Παντελαίος) πέρασαν από εντατικό «φροντιστήριο» στη Διεύθυνση Ασφαλείας της Alpha Bank, με τη συμμετοχή συνηγόρων της πολιτικής αγωγής, προκειμένου να «βελτιώσουν» τις καταθέσεις τους. Το «φροντιστήριο» (ή «ακτίφ», όπως εύστοχα το ονόμασε ο Σ. Φυτράκης) περιλάμβανε επίδειξη βίντεο (το οποίο δεν υπήρχε στη δικογραφία) και ανάγνωση των προανακριτικών και ανακριτικών τους καταθέσεων. Περιλάμβανε, προφανώς, και καθοδήγηση για το πώς θα απαντήσουν στις ερωτήσεις που θα δεχτούν. Επί της ουσίας, βέβαια, δεν βγήκε κάτι σε βάρος του Τάσου Θεοφίλου (δεν υπήρξε αναγνώρισή του), καταβλήθηκε όμως προσπάθεια να δημιουργηθεί μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα αμφιβολιών για την ακλόνητη βεβαιότητα ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει καμιά σχέση με τη ληστεία της Πάρου.

Στη συνεδρίαση της Δευτέρας 9 Δεκέμβρη, είχαμε έναν ακόμη μάρτυρα, πελάτη της τράπεζας, ο οποίος άλλαξε την κατάθεσή του. Ο Φανούρης Σάμιος άρχισε να καταθέτει την Παρασκευή 6 Δεκέμβρη και είπε κάποια πράγματα, τα οποία ήρθε και άλλαξε στη συνεδρίαση της Δευτέρας. Εντός τριών ημερών ο μάρτυρας ήρθε και «διόρθωσε» την κατάθεσή του, επικαλούμενος λάθος… κατά την εκφορά του λόγου! Υποτίθεται ότι ο εν λόγω μάρτυρας δεν πήρε μέρος στο «φροντιστήριο» της Alpha Bank, διότι δεν είναι υπάλληλος της τράπεζας. Τα γεγονότα, όμως, όπως θα τα παραθέσουμε στη συνέχεια, αποκαλύπτουν «διορθωτική παρέμβαση» στο χρόνο που μεσολάβησε ανάμεσα στις δυο δόσεις της κατάθεσής του. Εμείς θα μείνουμε στα γεγονότα για να μπορεί ο αναγνώστης να κάνει ελεύθερα τις κρίσεις του. Ενα μόνο ερώτημα θα βάλουμε εισαγωγικά: είναι τυχαίο ότι αυτή η προκλητική «επεξεργασία» μαρτύρων, η οποία μάλιστα γίνεται με ιδιαίτερα χοντροκομμένο τρόπο, έγινε μετά την ομολογία του τμηματάρχη της Αντιτρομοκρατικής και ενορχηστρωτή της σκευωρίας κατά του Τ. Θεοφίλου, Ε. Χαρδαλιά, ότι «μπορεί να μην ήταν στη ληστεία ο άνθρωπος»;

Ο μάρτυρας Φ. Σάμιος κατέθεσε την Παρασκευή 6 Δεκέμβρη και είπε σημαντικά πράγματα για τη ληστεία. Από το πρώτο κιόλας μέρος της κατάθεσής του ήταν μεγάλη η πίεση που του ασκήθηκε από τον πρόεδρο Μ. Χατζαθανασίου και την εισαγγελέα Οικονόμου, διότι με όσα υποστήριζε ουσιαστικά ακύρωνε μεγάλο μέρος των καταθέσεων των δύο τραπεζοϋπαλλήλων που είχαν περάσει το «φροντιστήριο». Το επίμαχο σημείο ήταν αν, αμέσως μετά τη φυγή των ληστών από την τράπεζα, οι τραπεζοϋπάλληλοι άνοιξαν την πόρτα και είχαν τη δυνατότητα να δουν τη συμπλοκή των ληστών με τον ταξιτζή Μίχα και το φόνο του τελευταίου. Η λογική και η κοινή πείρα, βέβαια, διδάσκουν πως δεν είναι δυνατόν μετά από μια ληστεία να ορμήσεις πίσω από τους ληστές, παρακολουθώντας τη διαφυγή τους, αλλά ας κάνουμε πως ξεχάσαμε και τη λογική και την κοινή πείρα και ας δούμε τους διαλόγους κατά το πρώτο μέρος της κατάθεσης Σάμιου:

Φανούριος Σάμιος: Αφού εξήλθαν, εγώ τουλάχιστον από την πλευρά μου νόμιζα ότι είμαστε κλειδωμένοι στο κατάστημα, μέχρι να συνειδητοποιήσουμε ότι είναι ανοιχτά. Γιατί πήραν τα κλειδιά και είπαν ο ένας στον άλλον «κλείδωσε, κλείδωσε».

Πρόεδρος: Ο ένας στον άλλο ληστή είπε ή απευθύνθηκαν στους υπαλλήλους;

Φ. Σάμιος: Οχι, όχι.

Πρόεδρος:  Αμέσως μόλις βγήκαν ακούστηκαν πυροβολισμοί;

Φ. Σάμιος: (Δεν ακούγεται).

Πρόεδρος : Ξέρετε από όπλα;

Φ. Σάμιος: Οχι, όχι.

Πρόεδρος: Οταν  βγήκαν, εσείς τους παρακολουθήσατε για να δείτε τις κινήσεις τους;

Φ. Σάμιος: Οχι, όχιΟταν βγήκαν έξω, εμείς, τουλάχιστον εγώ, αλλά νομίζω και τα ίδια τα παιδιά, οι υπάλληλοι της τραπέζης, από το αρχικό σοκ που είχαν υποστεί νομίζαμε - και με τα λεγόμενα «κλειδώστε την πόρτα»- ότι ήμασταν κλειδωμένοι στο κατάστημα. Mέχρι να συνειδητοποιήσουμε ότι είναι ξεκλείδωτη η πόρτα, ψάχναμε κλειδιά, και μετά πάτησα το χερούλι και άνοιξε. Ετσι είχαν περάσει κάποια λεπτά.

Πρόεδρος: Είχαν ακουστεί οι πυροβολισμοί;

Φ. Σάμιος: Είχαν ακουστεί οι πυροβολισμοί.

Πρόεδρος: Δεν πλησίασε κάποιος από τους υπαλλήλους στην πόρτα για να δει τι γίνεται έξω;

Φ. Σάμιος: Λοιπόν, ανοίξαμε την πόρτα, βγήκα εγώ στο πρώτο πλατύσκαλο έξω…

Πρόεδρος: Είχαν γίνει (οι πυροβολισμοί);

Φ. Σάμιος: Είχαν τελειώσει οι πυροβολισμοί και μετά από τρία με τέσσερα λεπτά διαπιστώσαμε ότι η πόρτα είναι ανοιχτή και ψάξαμε να δούμε πώς θα ανοίξουμε.

Πρόεδρος: Οταν βγήκαν οι δράστες, κανείς από τους υπαλλήλους δεν πήγε στην πόρτα να κοιτάξει έξω;

Φ. Σάμιος: Οχι.

Πρόεδρος: Μήπως δεν θυμάστε καλά;

Φ. Σάμιος: Απ’ έξω μπορούσαμε να δούμε μερικά σημεία, γιατί είναι τζαμαρία. Και εγώ ήδη από έξω δεν έβλεπα εκεί που έγιναν οι πυροβολισμοί, αλλά έβλεπα ένα σημείο στο περίπτερο. Ενδεχομένως μέσα από το γκισέ να έβλεπαν την είσοδο της πλατείας. Δεν ξέρω τι εικόνα θα είχαν εκεί, αλλά εκείνη την στιγμή δεν πήγε κανένας. Πέρασαν ένα δύο λεπτά.

Στο σημείο αυτό παρενέβη ο συνήγορος Κ. Παπαδάκης και είπε: Επομένως, είπε ψέματα ο κ. Παντελαίος. Μια χαρά πάμε, ένα-ένα βγαίνουν.

Πρόεδρος: Ηρθε εδώ ο κ. ταμίας (σ.σ. ο Θ. Παντελαίος) και μας είπε ότι κοίταξε από την πόρτα και είδε το περιστατικό της συμπλοκής ενός εκ των δραστών με τον Μίχα Λέει ψέματα; 

Φ. Σάμιος:  Δεν μπορώ να αμφισβητήσω αυτό, γιατί η τράπεζα έχει τζαμαρία. Είναι τζάμι μπροστά, τζάμι δεξιά.

Εισαγγελέας: Δηλαδή ο Παντελαίος βγήκε χωριστά από εσάς και έκανε λεπτομερή περιγραφή. Μας είπε μάλιστα ότι σε απόσταση 10 μέτρων από το σημείο που είναι η τράπεζα είδε πως ο Μίχας πλησίασε τον δράστη από πίσω και έγινε κάποια συμπλοκή. Εσείς τώρα μας λέτε άλλα.

Φ. Σάμιος: Εγώ τέτοια πράγματα δεν είδα, δεν μπορώ να σας βοηθήσω.

Εισαγγελέας: 'Η από σύγχυση δεν μπορείτε να θυμηθείτε; Ποιος λέει αλήθεια και ποιος ψέματα;

Ο συγκεκριμένος αυτόπτης μάρτυρας έκανε σκόνη τις καταθέσεις των δύο υπαλλήλων της τράπεζας, οι οποίοι είχαν περάσει το «φροντιστήριο», υποστηρίζοντας ότι κανένας απ' όσους ήταν μέσα στην τράπεζα δεν μπορούσε να δει τη συμπλοκή που κατέληξε στο φόνο του Μίχα. Στράφι πήγαινε η αναπαράσταση που έστησε μπροστά στο δικαστήριο η πολιτική αγωγή. Αυτή η αναπαράσταση, βέβαια, εκτός από κακότεχνη ήταν και «άλλα αντ' άλλων», όπως θα δούμε παρακάτω, αλλά επί του παρόντος μένουμε στην κατάθεση του συγκεκριμένου μάρτυρα, η οποία αμφισβητείται τόσο πιεστικά από πρόεδρο και εισαγγελέα (γιατί άραγε αμφισβητήθηκε η κατάθεση μόνον αυτού του μάρτυρα;), που βάζουν ένα δίλημμα σ' αυτόν τον άνθρωπο: θα πρέπει να πει ότι οι τραπεζοϋπάλληλοι, άνθρωποι τους οποίους βλέπει καθημερινά, με τους οποίους ενδεχομένως έχει κοινωνικές σχέσεις (μικρή είναι η κοινωνία της Πάρου), λένε ψέματα. Για μας, αυτή η πίεση ουσιαστικά λειτουργούσε σαν εκβιασμός του μάρτυρα.

Μόλις τελείωσε αυτός ο διάλογος ο Κ. Παπαδάκης ζήτησε να ολοκληρωθεί η εξέταση του μάρτυρα και μετά να διακοπεί η συνεδρίαση. Προφανώς διείδε τον κίνδυνο να επιχειρηθεί κάποιου είδος «φροντιστήριο» και σ' αυτόν τον μάρτυρα και να επανέλθει «διαβασμένος» στην επόμενη συνεδρίαση. Η συνεδρίαση, όμως, διακόπηκε λόγω παρέλευσης του ωράριου και ο μάρτυρας Σάμιος πρόλαβε να εξεταστεί μόνο για 17 λεπτά. Με το που κλήθηκε να συνεχίσει την κατάθεσή του ο Σάμιος, τη Δευτέρα, ο πρόεδρος, με το επιχείρημα ότι πρέπει να θυμηθούμε τι είπε στην προηγούμενη συνεδρίαση, ζήτησε από τη γραμματέα να διαβάσει τι καταγράφτηκε στα πρακτικά. Ο συνήγορος υπεράσπισης Σ. Φυτράκης ζήτησε να σταματήσει η ανάγνωση των πρακτικών Θύμισε στον πρόεδρο, ότι ο μάρτυρας δεν αναγνώρισε τον Θεοφίλου ως δράστη της ληστείας και σημείωσε το αυτονόητο: όλοι θυμόμαστε τι ειπώθηκε την Παρασκευή.

Ο πρόεδρος επανέλαβε την ερώτηση που τόσες φορές είχε κάνει στην προηγούμενη συνεδρίαση και -ω του θαύματος!- «ο τυφλός ανέβλεψε».

Φ. Σάμιος: Αναφερόμουνα προηγουμένως (σ.σ. εννοεί στην προηγούμενη συνεδρίαση) «εμείς», ενώ εγώ νόμιζα ότι η πόρτα ήταν κλειστή και όχι «εμείς». Αυτό το διορθώνω, γιατί ήταν λάθος στην εκφορά του λόγου μου. Δεν μπορώ να ξέρω. Δεν μπορώ να ξέρω τις κινήσεις των άλλων υπαλλήλων και εάν κάποιος απ’ αυτούς είδε τα περιστατικά έξω από την τράπεζα.

Πρόεδρος: Αυτό μας λέτε;

Φ. Σάμιος: Ναι.

Δεν ξέρουμε τι ακριβώς μεσολάβησε, αλλά δεν είναι και δύσκολο να σκεφθεί κανείς ότι μέχρι και απειλή για ψευδορκία μπορεί να δέχτηκε παρασκηνιακά ο άνθρωπος. Το «λάθος στην εκφορά του λόγου μου» ήταν καθαρά ξένος λόγος στο στόμα του μάρτυρα. Πέραν αυτού, η «εκφορά του λόγου» παρατέθηκε στην ολότητά της παραπάνω και μπορεί εύκολα ο καθένας να συναγάγει τα συμπεράσματά του. Αλλα έλεγε -με μεγάλη σαφήνεια, μάλιστα- την Παρασκευή ο μάρτυρας και άλλα ήρθε και είπε τη Δευτέρα.

Είναι προφανές ότι «κάτι» γίνεται με τους μάρτυρες, όταν τελειώνει η κάθε συνεδρίαση του δικαστηρίου. Οργιάζει το παρασκήνιο κι αυτό είναι πλέον πέρα από κάθε αμφιβολία. Αν υπάρχει ένα ερώτημα, αυτό αφορά μόνο το κίνητρο που έχει η πολιτική αγωγή και προσπαθεί να ξαναμετατρέψει σε κτίριο -ετοιμόρροπο έστω- ένα κατηγορητήριο που κατέρρευσε εκ θεμελίων με τις καταθέσεις των ασφαλιτών της Αντιτρομοκρατικής και ιδιαίτερα του αρμόδιου τμηματάρχη Ε. Χαρδαλιά.

Φυσικά, μετά τον πρόεδρο και την εισαγγελέα ακολούθησαν οι συνήγοροι υπεράσπισης (Κ. Παπαδάκης, Α. Παπαρρούσου, Σ. Φυτράκης), οι οποίοι -διακοπτόμενοι συχνά από τον πρόεδρο που τους υπενθύμιζε την απάντηση που έδωσε ο μάρτυρας στον ίδιο- ενίσχυσαν τη βεβαιότητα για την αθωότητα του Τ. Θεοφίλου.

Σταχυολογούμε μερικές από τις ερωτήσεις του Κ. Παπαδάκη: Από τις κατεβασμένες περσίδες μπορεί να δει κανείς έξω; - Θυμάστε εάν κάποιος από τους υπάλληλους αφηγήθηκε σε σας και στους υπόλοιπους αυτά που είδε μέσα από τις περσίδες να γίνονται έξω; - Εφεραν κανένα αντικείμενο απ’ έξω στην τράπεζα; - Σας επέδειξαν ως πειστήριο κανένα καπέλο ή οποιοδήποτε αντικείμενο για να το αναγνωρίσετε; Σε όλες αυτές τις ερωτήσεις ο μάρτυρας απάντησε αρνητικά!

Ο Σ. Φυτράκης κατέληξε με την κομβική ερώτηση: «Εσείς τον θυμάστε σαν έναν από τους δράστες της ληστείας και της ανθρωποκτονίας στην Πάρο;». Και ο μάρτυρας απάντησε έντιμα: «Οσο και εάν έχω προσέξει τον κύριο, δεν μου θυμίζει κάτι». «Δεν σου θυμίζει κάτι; Εντάξει», έκλεισε τη συζήτηση ο συνήγορος.

Στο «φροντιστήριο» που υπέστησαν οι μάρτυρες και στα κίνητρα που βρίσκονται πίσω απ' αυτό επανήλθαν αμέσως μετά οι Κ. Παπαδάκης και Σ. Φυτράκης, που έκαναν σχολιασμό των καταθέσεων των μαρτύρων που ήταν μέσα στην τράπεζα.

«Πρέπει να πω ότι η προχθεσινή μέρα μας επεφύλαξε μια δυσάρεστη έκπληξη», σημείωσε εισαγωγικά ο Κ. Παπαδάκης. Και συνέχισε: «Δυσάρεστη έκπληξη όχι για την έκβαση των μαρτυρικών καταθέσεων, όσο για την αποκάλυψη του τρόπου προετοιμασίας των μαρτύρων από την προτεραία της προηγούμενης δικασίμου μέχρι την επομένη, με σκοπό τη διαμόρφωση των καταθέσεών τους προς την υπηρεσία της σκοπιμότητας της ενοχοποίησης του κατηγορούμενου. Τη σκυτάλη της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας παρέλαβε η Alpha Bank, η Διεύθυνση Ασφαλείας της, άγνωστο με ποιο κίνητρο. Και το λέω γιατί, εάν ο δικονομικός ρόλος της υπεράσπισης, συνταγματικά και δικονομικά επιτρεπτός, είναι η υπεράσπιση και η αθώωση του κατηγορούμενου, ο στόχος οποιασδήποτε πολιτικής αγωγής δεν μπορεί να είναι η ενοχοποίηση ενός συγκεκριμένου κατηγορούμενου, αλλά η ανεύρεση του πραγματικού ενόχου. Εδώ τίθενται ερωτήματα. Πώς είναι δυνατόν η Alpha Bank να έχει τη σκοπιμότητα της ενοχοποίησης του συγκεκριμένου κατηγορούμενου;

Αυτό καθεαυτό το φροντιστήριο το οποίο έγινε και η υποβολή των μαρτύρων, μεσούσης της συνεδρίασης, σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις περιεχομένου των καταθέσεών τους, κατά τη γνώμη μου είναι πρωτοφανές και αγγίζει τα όρια της αξιόποινης πράξης. Ας δούμε επί της ουσίας τι άλλαξε.

Οι μάρτυρες κυρία Πέππα και κύριος Παντελαίος εισέφεραν δύο διαφορετικά στοιχεία από εκείνα που κατέθεταν μέχρι την προηγούμενη δικάσιμο. Το ένα ήταν η ξαφνική εφεύρεση του γαντιού στο δεξί χέρι του δράστη με το καουμπόικο καπέλο. Η εμφανής έλλειψη γαντιών στα χέρια του από τις φωτογραφίες και η αυθόρμητη κατάθεση της κυρίας Πέππα στην πρώτη δικάσιμο που κατέθεσε, όταν αναρωτήθηκε πώς είναι δυνατόν χωρίς γάντια να κάνουν ληστεία, αντικαταστάθηκε με το γάντι το οποίο φορούσε στο χέρι που δεν φαίνεται στη φωτογραφία και είναι στο τσαντάκι. Και το οποίο γάντι, κατά μία εκδοχή, ήταν μισό, δηλαδή ήταν τα δάχτυλα έξω, κατά άλλη εκδοχή ήταν τα δάχτυλα μέσα και ήταν ο υπόλοιπος καρπός απέξω. Το τσαντάκι, κατά μία εκδοχή είχε το όπλο, κατά άλλη εκδοχή έβαζε τα λεφτά. Τις κινήσεις για να βάλει τα λεφτά τις έκανε μονόχειρας, με το ένα χέρι, με το δεξί μονάχα, που δεν φαινόταν κτλ.

Και όλ' αυτά, επειδή προφανώς η πολιτική αγωγή διαπίστωσε αυτό που είναι ολοφάνερο στη δικογραφία: ότι εφόσον αυτός που φορούσε το καουμπόικο καπέλο είναι ο ίδιος που δε φορούσε γάντια και εφόσον δεν υπάρχουν δακτυλικά αποτυπώματα στην τράπεζα ή οπουδήποτε αλλού, πάει να πει ότι δεν είναι ο Θεοφίλου. Για να διασκεδαστεί, λοιπόν, το αναμφισβήτητο αυτό στοιχείο της δικογραφίας, προσπαθούν να θολώσουν τα νερά, λέγοντας ότι υπάρχουν γάντια. Γίνεται λόγος για ένα βίντεο, το οποίο για άγνωστο λόγο επίσης η Alpha Bank δεν το έχει προσκομίσει στη δικογραφία από την αρχή της διαδικασίας, δεν το έχει δώσει ούτε στην Αντιτρομοκρατική και το φέρνει εδώ πέρα, στη δίκη. Θα το δούμε και θα το σχολιάσουμε.

Το δεύτερο στοιχείο το οποίο εισάγεται είναι το προφανές ψεύδος ότι το καπέλο, το πειστήριο το μοναδικό, το οποίο περιέχει υποτίθεται μια ένδειξη σε βάρος του Θεοφίλου, το οποίο είναι απόν σε οποιαδήποτε φωτογράφιση και σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη αναφορά, παρά μόνο σε μια επίδειξη, σε μία μόνο μάρτυρα, και που καθόλου μα καθόλου δεν αποδεικνύεεται στη δικογραφία ότι έχουν διασφαλιστεί οι συνθήκες συντήρησής του, προκειμένου να αποφευχθεί κάθε επιμόλυνση του δείγματος DNA. Ξαφνικά, το καπέλο, το οποίο από τη στιγμή που σκοτώθηκε ο Μίχας μέχρι την επομένη η τύχη του αγνοείται και δεν υπάρχει ούτε σε φωτογραφία ούτε πουθενά, οι μάρτυρες μας το φέρνουν στην τράπεζα. Τη στιγμή κατά την οποία ούτε ο κ. Καλακόνας, που πρόλαβε και εξετάστηκε την πρώτη μέρα, χωρίς να προηγηθεί όλη αυτή η μεθόδευση, κάνει καμιά συζήτηση για το καπέλο, ούτε ο κ. Σάμιος, ο οποίος δεν είναι τραπεζικός και δεν μετείχε στη σύσκεψη αυτή, κάνει συζήτηση για το καπέλο. Είναι πρόκληση της νοημοσύνης πρώτον να ισχυρίζεται κανείς ότι η αστυνομία πήγε ένα πειστήριο στην τράπεζα και δεύτερον ότι, αφού το πήγε, στους μάρτυρες που το είχαν δει πριν δεν τους το έδειξε για να πουν οτιδήποτε.

Αυτά τα πράγματα είναι χοντρά ψέματα. Δεν ξέρω με ποια λογική αποφασίστηκε να τεθούν. Είναι προφανές ότι η ανάγκη που γέννησε όλα αυτά είναι το γεγονός ότι, μετά από τις καταθέσεις των μαρτύρων της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίες, βγήκε κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο σε βάρος του Θεοφίλου, τουναντίον αμφισβητήθηκαν και οι ελάχιστες ενδείξεις με τις οποίες ξεκίνησε η δίκη. Ούτε από τις καταθέσεις των μαρτύρων μέχρι τη στιγμή εκείνη προέκυπτε, όχι ενοχοποίηση του Θεοφίλου, αλλά η ίδια η ταυτοποίηση του δράστη με το καπέλο, η ίδια η ύπαρξη του καπέλου και το κατά πόσο και εάν υπήρχε οποιαδήποτε άλλη ένδειξη που θα οδηγούσε στην ταυτοποίηση του δράστη με το καπέλο, όπως τα δακτυλικά αποτυπώματα.

Δεν είναι, επίσης, ανάξιες επισήμανσης οι καταθέσεις άλλων μαρτύρων, όπως του Καρασαντέ, ο οποίος, σε αντίθεση με τον Παντελαίο, είδε από πολύ κοντινή απόσταση και περιγράφει άλλον δράστη συμπλεκόμενο με τον Μίχα και όχι το δράστη που φορούσε το καουμπόικο καπέλο, αλλά το δράστη με το μακρυμάνικο, το μπλε μπουφάν και το λευκό φουλάρι, που τα έδειξε στη φωτογραφία. Είναι επίσης άξιο επισήμανσης το γεγονός ότι ο μάρτυρας Σακίτης αναφέρει μία πλειάδα πυροβολισμών προς τον κόσμο, που δεν είναι δυνατόν να έχουν συμβεί και δεν επιβεβαιώνονται από τον περιορισμένο αριθμό καλύκων που βρέθηκαν στον τόπο της συμπλοκής.

Και τέλος, θα ήθελα να αναφερθώ στην αναπαράσταση που έγινε με τη συνδρομή του συναδέλφου της πολιτικής αγωγής, για να θέσω υπόψη του δικαστηρίου σας, ότι ήτανε ωραία σκηνοθετικά, αλλά στηριζόταν σε λάθος σενάριο. Το λάθος σενάριο έγκειται στο εξής: είδαμε τον συνάδελφο, με τη βοήθεια του Παντελαίου, να παριστάνει τον Μίχα με το χέρι ψηλά και τον δράστη να του βάζει το όπλο από τα δεξιά στην κοιλιά. Αν δείτε την ιατροδικαστική έκθεση, θα δείτε ότι δεν υπάρχει στο δεξιό μέρος στην κοιλιά κανένας πυροβολισμός στον Μίχα. Υπάρχουν τέσσερις σφαίρες στον Μίχα, οι τρεις είναι από αριστερά. Είναι στο λαιμό, στον ώμο και κάτω από την κοιλιά. Ο μόνος δεξιός πυροβολισμός είναι στο αντιβράχιο (το αντιβράχιο είναι ο πήχης μεταξύ του αγκώνα και του καρπού). Συνεπώς, η προσπάθεια δεν στέφθηκε με επιτυχία».

Η τελευταία αναφορά του συνηγόρου είναι «όλα τα λεφτά». Εκαναν «φροντιστήριο» στους μάρτυρες, έστησαν ακόμη και αναπαράσταση, στο πλαίσιο της οποίας ο μάρτυρας επιβεβαίωσε το σενάριο που του υπέδειξε ο συνήγορος, όμως δεν φρόντισαν η αναπαράσταση να μοιάζει με τα πραγματικά περιστατικά! Ο συνήγορος πολιτικής αγωγής έδειξε και ο μάρτυρας «επιβεβαίωσε», πως ο Μίχας πυροβολήθηκε δεξιά στην κοιλιά, ενώ ο Μίχας έχει πυροβοληθεί στο αριστερό μέρος του σώματός του!Οπως λέει μια παροιμία, αγαπάει ο θεός τον κλέφτη, όμως αγαπάει και τον νοικοκύρη. Με κυνισμό και αθλιότητα πήγαν να «στήσουν» δήθεν αυτόπτες μάρτυρες, αλλά έπεσαν οι ίδιοι στο λάκκο της αθλιότητάς τους. Γι' αυτό και μετά την αποκάλυψη του Κ. Παπαδάκη επικράτησε μούγκα στη στρούγκα της προηγουμένως λαλίστατης πολιτικής αγωγής.

«Ποιο είναι το συμπέρασμα μέχρι την ώρα που έχουμε εξετάσει όλους τους μάρτυρες και τους αστυνομικούς, δηλαδή την ομάδα της Αντιτρομοκρατικής που είχε την ευθύνη της συλλογής του υλικού;», αναρωτήθηκε ο Σ. Φυτράκης. «Μάθαμε ότι και η τράπεζα έκανε ειδικά σεμινάρια την τελευταία βδομάδα, για να βοηθήσει τους μάρτυρες (το λέω εντός εισαγωγικών), να βοηθήσει να πουν ότι αυτός είναι ο δράστης, να τελειώνουμε».

(Πρόεδρος: Ποιος αυτός; Είπε κανείς μάρτυρας τέτοιο πράγμα;).

«Για να πούνε κάμανε τα σεμινάρια, δεν τα κάμανε για να μην πούνε. Ολοι οι μάρτυρες, όμως, που κατέθεσαν και πρώτα-πρώτα οι τραπεζοϋπάλληλοι δεν αναγνωρίζουν τον κατηγορούμενο ως δράστη και εμπλακέντα στην υπόθεση. Αυτό είναι το βασικό δεδομένο της υπόθεσης, όλα τα άλλα είναι μια συζήτηση για να παίζουμε. Είναι ή δεν είναι το βασικό συμπέρασμα αυτό, ότι δεν αναγνωρίζεται από κανέναν εκ των υπαλλήλων της τράπεζας και από τα τρίτα πρόσωπα που εμπλέκονται μέσα στην τράπεζα, ότι ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος, ο Θεοφίλου, ήταν εκεί, τον αναγνωρίζουμε, αυτός ήταν με το καπέλο, χωρίς καπέλο, ό,τι θέλετε;

Το δεύτερο, που δεν υπήρχε στη δικογραφία, είναι ότι το υποτιθέμενο βασικό εύρημα τριγυρνούσε εκεί μέσα. Σε μια σακούλα το είχαν βάλει. Δεν λέει δε κανείς, ούτε η κυρία που πήγε και υπογράφει ότι παρέλαβε τα πειστήρια στην πρώτη εργαστηριακή έκθεση, δεν λέει ότι το πήρε. Απεναντίας, υπάρχει ένα έγγραφο δυο μέρες μετά, που λέει ότι απεστάλησαν εκεί πάνω τα πειστήρια. Αυτό έχει μια αξία, όταν θα μπούμε στο τεχνικό και μοναδικό στοιχείο, για να στηρίξουμε την εκδοχή ενοχής. Το οποίο αυτό καθαυτό δε φτάνει ως αποδεικτικό στοιχείο για να στηρίξει την ενοχή κατηγορουμένου γι' αυτά τα αδικήματα. Είτε έτσι αποδειχτεί είτε αλλιώς.

Αρα, ως την ώρα, υπάρχουν επαρκείς αμφιβολίες. Και επειδή η αμφιβολία δεν είναι ακριβής όρος, δεν υπάρχει δεδομένο ότι ο κατηγορούμενος ήταν στη ληστεία της τράπεζας».

Με το γνωστό καυστικό του χιούμορ, ο Σ. Φυτράκης αναφέρθηκε και σ' άλλη μία κραυγαλέα αντίφαση της πολιτικής αγωγής. Από τη μια λένε ότι οι ληστές όταν μπήκαν στην τράπεζα πείραξαν τις κάμερες για να μην τους παίρνουν και από την άλλη φέρνουν βίντεο που τους έχουν καταγράψει. Φαίνεται ότι αυτά τα μηχανάκια δαιμονιωδώς αντιδρούν και ξαναγυρίζουν και παίρνουν, κι ας τα 'χουν αλλάξει οι ληστές, σχολίασε ο συνήγορος. Να φέρουμε κάποιον τεχνικό να μας εξηγήσει πώς γίνεται αυτό.

Ο μόνος μάρτυρας που κατέθεσε αντικειμενικά και χωρίς υστεροβουλία, χωρίς διάθεση να κλονίσει την απόλυτη βεβαιότητα για την αθωότητα του Τ. Θεοφίλου, ήταν ο παριανός ταξιτζής Αντ. Μπαφίτης, φίλος του θύματος, που έζησε τα γεγονότα της ανθρωποκτονίας από πολύ κοντά και με τεταμένη την προσοχή του προς τα γεγονότα, γιατί προσπάθησε να αποτρέψει τον Μίχα να κινηθεί κατά των ληστών. Με την κατάθεσή του διέψευσε την τριάδα των «επεξεργασμένων» μαρτύρων. Τόσο στην προανακριτική και την ανακριτική του κατάθεση όσο και στο ακροατήριο, ο μάρτυρας αυτός κατέθεσε αυτά που πραγματικά συγκράτησε, χωρίς να προσπαθήσει να συγκαλύψει τις αντιφάσεις που γεννιούνται σε μάρτυρες που παρακολουθούν τόσο έντονα και σοκαριστικά για τους ίδιους γεγονότα. Η κακοστημένη αναπαράσταση που έστησε η πολιτική αγωγή, μολονότι δεν αφορά έτσι κι αλλιώς τον Θεοφίλου, διαψεύστηκε πλήρως από την κατάθεση αυτού του μάρτυρα.

Ο τελευταίος της συνομοταξίας των αντιτρομοκρατικάριων, που κατέθεσε, δήλωσε πλήρη άγνοια στα βασικά ερωτήματα που του τέθηκαν, προσπαθώντας μόνο να προστατεύσει την αμαρτωλή υπηρεσία του. Ενας κάτοικος της Πάρου, που κατέθεσε για μια κλεμμένη μηχανή, δεν είχε να εισφέρει τίποτα για την ενίσχυση του κατηγορητηρίου, αφού δεν ήταν αυτόπτης μάρτυρας. Τέλος, ένας αυτόπτης μάρτυρας, κάτοικος Αιγάλεω, που σύμφωνα με τα λεγόμενά του πήγε στην Πάρο για την ηλεκτρολογική εγκατάσταση σε μια πισίνα, δεν κατέθεσε κάτι ενοχοποιητικό σε βάρος του Τ. Θεοφίλου. Κατέθεσε ότι λόγω της κατάστασης που βρέθηκε δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τίποτα από τα χαρακτηριστικά των δραστών.

Στην αρχή της συνεδρίασης η εισαγγελέας εισήγαγε έγγραφο της Ασφάλειας σχετικό με τα αντικείμενα που βρέθηκαν στο διαμέρισμα που είχε νοικιάσει ο Τ. Θεοφίλου στη Λαμία. Ενα κοινό διαμέρισμα που δεν είχε σχέση με γιάφκες, όπως θέλει να το παρουσιάσει η Αντιτρομοκρατική. Οι συνήγοροι υπεράσπισης εξέφρασαν την αντίθεσή τους για την εισαγωγή αυτού του εγγράφου, διότι αντίκειται ευθέως στο άρθρο 6 παράγραφος 3 της ΕΣΔΑ, που απαιτεί όλα τα στοιχεία που αφορούν τον κατηγορούμενο να τίθενται υπόψη του πριν την έναρξη της δίκης, για να μπορεί να οργανώνει την υπεράσπισή του. Με την τακτική αυτή, η κατηγορία μετατρέπεται σε κινούμενη άμμο, καθώς η αστυνομία (η Αντιτρομοκρατική εν προκειμένω) διατηρεί το δικαίωμα να κατευθύνει τη δίκη εισάγοντας διαρκώς νέα στοιχεία. Οι υπερασπιστές υπήρξαν σαφείς και ξεκαθάρισαν πως όταν φτάσει η ώρα της ανάγνωσης εγγράφων θα αντιταχθούν, για λόγους αρχής, στην ανάγνωση εγγράφων που εισήχθησαν μετά την έναρξη της δίκης.

Πηγή εφημερίδα Κόντρα 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου