Τετάρτη 24 Ιουλίου 2013

Η μουσική που γεννιέται, ταξιδεύει και πεθαίνει στο κάρο

                          O ΓΙΩΡΓΟΣ ΕΙΝΑΙ ΜΑΓΚΑΣ



Του
Πάνου Σκουρολιάκου

Γνώ­ρι­σα τον Γιώρ­γο στη δου­λειά. Εί­ναι μου­σι­κός. Παί­ζει κλα­ρί­νο και εί­ναι Ρο­μ, δη­λα­δή Τσιγ­γά­νος. Αυ­τό που α­πα­ξιω­τι­κά ο κό­σμος, λέει Γύ­φτος!
Η πα­ρά­δο­ση θέ­λει τους Τσιγ­γά­νους να εί­ναι μια ιν­δι­κή κά­στα μου­σι­κών και χο­ρευ­τών που με­τα­νά­στευ­σε βο­ρειο­δυ­τι­κά της κοι­τί­δας τους, πέ­ρα­σε στην Ευ­ρώ­πη και α­πό ε­κεί σε ό­λον τον κό­σμο. Δού­λευαν το σί­δε­ρο, τα χαλ­κώ­μα­τα, έ­φτια­χναν κα­λά­θια, ε­μπο­ρεύο­νταν, μα πά­νω α­π’ ό­λα, έ­παι­ζαν μου­σι­κή και χό­ρευαν.
Οι τσιγ­γά­νοι μου­σι­κοί, λοι­πόν, μά­θαι­ναν τους σκο­πούς και τα τρα­γού­δια του τό­που ό­που με­τα­νά­στευαν, τα μπό­λια­ζαν με την αύ­ρα τους και γί­νο­νταν έ­τσι πε­ρι­ζή­τη­τοι σε γιορ­τές, πα­νη­γύ­ρια γά­μους και χα­ρές. Στα χρό­νια της τουρ­κο­κρα­τίας, στην ε­νιαία και χω­ρίς σύ­νο­ρα Βαλ­κα­νι­κή και Ανα­το­λή, τα τσιγ­γά­νι­κα μπου­λού­κια κά­λυ­πταν ό­λο το γεω­γρα­φι­κό και μου­σι­κό το­πίο. Ξε­κι­νού­σαν α­πό την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη και, μέ­σα σε τέσ­σε­ρα χρό­νια τα­ξι­διού, έ­φτα­ναν μέ­χρι τη Με­σο­πο­τα­μία και την Αί­γυ­πτο, παί­ζο­ντας τα τρα­γού­δια του κά­θε τό­που με θαυ­μα­στή α­κρί­βεια και σε­βό­με­νοι και τις α­πει­ρο­ε­λά­χι­στες μου­σι­κές δια­φο­ρές α­νά­με­σα σε δύο πε­ριο­χές. Έκα­ναν άλ­λα τέσ­σε­ρα χρό­νια να ε­πι­στρέ­ψουν και αυ­τό το πή­γαι­νε - έ­λα, η ο­χτα­ε­τία δη­λα­δή, ε­πα­να­λαμ­βα­νό­ταν τρεις ή τέσ­σε­ρις φο­ρές στη ζωή του κά­θε μου­σι­κού.
Με την πτώ­ση της ο­θω­μα­νι­κής αυ­το­κρα­το­ρίας, τη δη­μιουρ­γία ε­θνι­κών κρα­τών και τη χά­ρα­ξη συ­νό­ρων, οι τσιγ­γά­νοι «ε­γκλω­βί­σθη­καν» στα νέα ε­λεύ­θε­ρα κρά­τη.
Συ­νέ­χι­σαν, λοι­πόν, σε μι­κρό­τε­ρο γεω­γρα­φι­κό χώ­ρο, τον πλά­νη­τα βίο τους με τη μου­σι­κή, το χο­ρό και τις άλ­λες τέ­χνες τους ως ό­χη­μα ε­πι­βίω­σης και δη­μιουρ­γίας. Και συ­νε­χί­ζουν, μέ­χρι τις μέ­ρες μας.

Πε­ριο­δεία με τον Γιώρ­γο

Ση­μαί­νου­σα μου­σι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τα της φυ­λής του σή­με­ρα εί­ναι και ο Γιώρ­γος Μά­γκας. Ένας χα­ρι­σμα­τι­κός αλ­λά και ι­διόρ­ρυθ­μος, ως προ­σω­πι­κό­τη­τα, δε­ξιο­τέ­χνης του κλα­ρί­νου.
Ήταν χει­μώ­νας του 1994-1995, ό­ταν α­πο­φα­σί­σα­με με τον Παύ­λο Κο­ντο­γιαν­νί­δη και άλ­λους ο­μό­τε­χνους να πε­ριο­δεύ­σου­με α­νά την Ελλά­δα με μια ε­πι­θεώ­ρη­ση. Ο θία­σος στε­λε­χώ­θη­κε, τα κεί­με­να οι μου­σι­κές και οι χο­ρο­γρα­φίες έ­τοι­μες, ό­μως κά­τι μας έ­λει­πε.
Τό­τε, έ­πε­σε η ι­δέα α­πό τον Πέ­τρο Φι­λιπ­πί­δη, αν δεν κά­νω λά­θος:
-«Για­τί δεν προ­τεί­νε­τε στον Γιώρ­γο τον Μά­γκα;».
-«Τον κλα­ρι­ντζή;».
-«Τον κλα­ρι­ντζή!».
Εκεί­νη την ε­πο­χή ο Γιώρ­γος εί­χε εμ­φα­νι­σθεί στο MTV και οι με­το­χές του εί­χαν ε­κτο­ξευ­θεί. Εγώ τον ή­ξε­ρα α­πό τους δί­σκους που του εί­χαν κά­νει οι α­δελ­φοί Φα­λη­ρέα, αλ­λά και α­πό τα «live» του, κα­θ’ ό­τι ως ρου­με­λιώ­της, τον α­πο­λάμ­βα­να συ­χνά στα πα­νη­γύ­ρια.
«Κλεί­σα­με!» εί­πα­με με μια φω­νή ε­γώ και ο Παύ­λος. Η συ­νά­ντη­ση έ­γι­νε στο θέ­α­τρο που κά­να­με πρό­βες και η πε­ριο­δεία ξε­κί­νη­σε. Ο θία­σος και ο Γιώρ­γος με την σύ­ντρο­φό του, την τρα­γου­δί­στρια Τζού­λη. Απε­ρί­γρα­πτες στιγ­μές ε­κεί­νες που ό­λος ο θία­σος εμ­φα­νι­ζό­ταν με προ­ε­ξάρ­χο­ντα τον Μά­γκα στο κλα­ρί­νο, και με την Τζού­λη στο τρα­γού­δι. Και βέ­βαια τα νού­με­ρα της ε­πι­θεώ­ρη­σης με γέ­λιο και πο­λύ κέ­φι!

Δεύ­τε­ρη μέ­ρα του χρό­νου

Πολ­λά θυ­μά­μαι. Θα στα­θώ σε έ­να. Παί­ζα­με προ­πα­ρα­μο­νή πρω­το­χρο­νιάς στην Φλώ­ρι­να. Η ε­πό­με­νη πα­ρά­στα­σή μας ή­ταν στις δύο Ια­νουα­ρίου στην Πτο­λε­μαΐδα.
-«Εγώ θα κα­τέ­βω Λει­βα­διά, να δω και τα παι­διά μου» μου λέει ο Γιώρ­γος. «Θες να σε πά­ρω μα­ζί;».
-«Φύ­γα­με» του εί­πα και με έ­φε­ρε τα­ξι­δεύο­ντας ό­λη τη νύ­χτα α­πό τη Φλώ­ρι­να στη Λει­βα­διά. Εγώ λα­γο­κοι­μό­μου­να, ο Γιώρ­γος στο τι­μό­νι, κι η Τζού­λη πλάι του. Φτά­σα­με ξη­με­ρώ­μα­τα στη Λει­βα­διά.
-«Να πά­ρω έ­να τα­ξί» εί­πα, «να κα­τέ­βω στην Αθή­να».
-«Όχι, θα πας με συ­γκοι­νω­νία, θα φτά­σεις γρή­γο­ρα!» ε­πέ­με­νε ο Γιώρ­γος. Έτσι και έ­γι­νε.
Το ρα­ντε­βού για την ά­νο­δό μας στην Πτο­λε­μαΐδα ή­ταν πρωί της ε­πο­μέ­νης της πρω­το­χρο­νιάς. Ήρθαν με τη Τζού­λη μέ­σα στη λευ­κή μερ­σε­ντές με λί­γη κα­θυ­στέ­ρη­ση.
-«Αργή­σα­με, για­τί ε­τοι­μά­ζα­με κά­τι για το δρό­μο». Κά­να­με, λοι­πόν, έ­να τα­ξί­δι ό­που α­μέ­τρη­τα τά­περ ά­νοι­γαν και α­πο­κά­λυ­πταν κε­φτε­δά­κια, πα­τά­τες, τυ­ρο­πι­τά­κια, γλυ­κί­σμα­τα, φρού­τα και ό­λου του κό­σμου τα κα­λά.
Ο Γιώρ­γος ή­ξε­ρε ό­λες τις βρύ­σες στο δρό­μο μας. Τα­ξι­δεύα­με στην πα­λαιά ε­θνι­κή ο­δό. Σε κά­θε βρύ­ση, στα­μά­τα­γε και παίρ­να­με νε­ρό. Μιας και πη­γαί­να­με με τη μερ­σε­ντές, το νε­ρό δεν εί­χε τε­λειώ­σει μέ­χρι την ε­πό­με­νη βρύ­ση, αλ­λά αυ­τό δεν εί­χε κα­μία ση­μα­σία. Στα­μα­τά­γα­με, α­δειά­ζα­με το πα­λιό και γε­μί­ζα­με φρέ­σκο νε­ρό. Και α­νά­με­σα, τα κα­λού­δια συ­νο­δευό­με­να α­πό κου­βέ­ντα, μου­σι­κές και ρεμ­βα­σμό.
Σε αυ­τό του το τα­ξί­δι ο Γιώρ­γος δεν φαι­νό­τα­νε να βιά­ζε­ται. Οδη­γού­σε το ό­χη­μα στα­θε­ρά, με αρ­χο­ντιά, σαν να ο­δη­γού­σε την πρώ­τη ά­μα­ξα του κα­ρα­βα­νιού. Σαν να εί­χε την ευ­θύ­νη ό­λης της φα­μί­λιας. Κι έ­τσι χω­ρίς να το κα­τα­λά­βου­με, ή­ταν σαν να με­τα­φερ­θή­κα­με σε άλ­λες ε­πο­χές, με άλ­λα μέ­σα. Τό­τε, που η γε­νιά του Γιώρ­γου α­πό τό­πο σε τό­πο, τα­ξί­δευε, δού­λευε, γνώ­ρι­ζε αν­θρώ­πους, τρα­γού­δα­γε και χό­ρευε, ε­ρω­τευό­ταν, γεν­νιό­ταν και πέ­θαι­νε πά­νω σ’ έ­να κά­ρο, κά­τω α­πό τα α­στέ­ρια, σε μια κοι­νω­νία που γο­η­τευό­ταν α­πό την πα­ρου­σία τους, αλ­λά δεν τους κα­τα­λά­βαι­νε. Κι αυ­τό για­τί ή­ταν τό­σο κο­ντά στην ου­σία της πραγ­μα­τι­κής ζωής η γε­νιά του Γιώρ­γου, που «οι δι­κοί μας» δεν μπο­ρού­σαν να την νιώ­σουν.
Ζή­σα­με, λοι­πόν, έ­να τα­ξί­δι πα­λιό, με νέα μέ­σα! Φθά­νο­ντας στην Πτο­λε­μαΐδα, η μερ­σε­ντές ξα­νά­γι­νε μερ­σε­ντές, τα τα­πε­ρά­κια εί­χα­νε α­δειά­σει, νε­ρό υ­πήρ­χε μπό­λι­κο α­πό την τε­λευ­ταία βρύ­ση, ο Γιώρ­γος ή­ταν πά­λι ο Μά­γκας του MTV και των πα­νη­γυ­ριών, ο Γιώρ­γος Μά­γκας της πα­ρά­στα­σής μας, και μα­ζί του η Τζού­λη του, ο φύ­λα­κας άγ­γε­λός του.

***

Πα­ρα­κο­λου­θώ ό­λα αυ­τά τα χρό­νια τον Γιώρ­γο και χαί­ρο­μαι την α­ξε­πέ­ρα­στη τέ­χνη του και α­κό­μα τον τρό­πο που έ­χει δια­λέ­ξει να πο­ρευ­θεί μέ­σα στη ζωή και α­πέ­να­ντι α­πό ό­λους ε­μάς που δεν θα ξε­πε­ρά­σου­με πο­τέ τις φο­βίες μας για τον τρό­πο που ζουν αυ­τά τα αλ­λό­κο­τα, γο­η­τευ­τι­κά και ε­λεύ­θε­ρα πλά­σμα­τα. Χαί­ρο­μαι, λοι­πόν, να α­πο­λαμ­βά­νω με την καρ­διά μου, τα έρ­γα της ψυ­χής και των χε­ριών τους, ό­που γης.
Νά ’ναι πά­ντα κα­λά!...

Πηγή epohi.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου