Τετάρτη 30 Ιουλίου 2014

Οι «προλετάριοι» του Παβλώφ

Το ρολόι δείχνει στον τοίχο πέντε παρά τέταρτο. Δεν του είπαν τίποτε περί υπερωρίας σήμερα. Βαδίζει λοιπόν αργά, κατευθυνόμενος προς τον σταθερό λειαντήρα. Ανοίγει τον διακόπτη και βάζει την γεμάτη ξερούς στόκους σπάτουλα στην βούρτσα, για να καθαρίσει. Τα μάτια δεν συναντούν τα χέρια του∙ η κίνηση συμβαίνει αυτόματα, όπως και η περιστροφή της βούρτσας. Κοιτάζει τους δείκτες του φθηνού κινέζικου ρολογιού, που χαράσσουν επίμονα το ακριβές του χρόνου. Η σπάτουλα είναι τώρα πεντακάθαρη∙ σαν καινούρια, που λένε. Δεν χρειάστηκε καν να την κοιτάξει∙ τόσες και τόσες φορές που έχει επαναλάβει την ίδια κίνηση, υπολογίζει πλέον άριστα τον απαιτούμενο χρόνο∙ πέντε λεπτά. Την βάζει στην τσέπη και κατηφορίζει…

Ας φανταστούμε λοιπόν αυτόν τον άνθρωπο, όχι σε μια συνηθισμένη μέρα στην μισθωτή σκλαβιά, μα σε κάποια από τις «ξεχωριστές», που, όταν λάβουν τέλος, το μόνο που χαρίζει στιγμές «ευτυχίας» είναι ένα καλό ποδόλουτρο. Στις δύο το μεσημέρι, για παράδειγμα, η ανωτέρω σκέψη δεν θα του πρόσφερε λίγη ανακούφιση; Λίγη έστω παρηγοριά για τις υπόλοιπες ώρες (που ενδεχομένως δεν θα είναι τρεις, αλλά πολύ περισσότερες) στην σκόνη, την ζέστη και τον θόρυβο; Προφανώς. Ουσιαστικά, αυτό που συμβαίνει στο νου του είναι η σύνδεση ενός συγκεκριμένου κινησιολογικού μοτίβου με μια ευχάριστη στιγμή, όπως το «σχόλασμα» από την δουλειά∙ αυτό που ονομάζει και η «πάνσοφη» επιστήμη ως εξαρτημένα αντανακλαστικά. Αν θεωρήσουμε λοιπόν ότι ο ίδιος αυτός άνθρωπος θα ολοκληρώνει το «παραγωγικό» κομμάτι της ημέρας του, καθαρίζοντας την ίδια σπάτουλα για δυο-τρεις δεκαετίες, θα είναι εντελώς φυσιολογικό (και επ’ ουδενί φυσικό) ότι η σκέψη και μόνον ενός σταθερού λειαντήρα, που απομακρύνει τον στόκο από την επιφάνεια της σπάτουλας, να είναι κάτι ιδιαίτερο ευχάριστο γι’ αυτόν. Και οι ιπποπόταμοι βράσανε μέσα στις δεξαμενές τους.[1]

Ο φίλος μας έχει την σπάτουλα του. Κι οι εξουσιαστές τα «κουδουνάκια» τους∙ τα κρούουν και κατασκευάζουν ανάγκες και «συναισθήματα» εκ των ων ουκ άνευ. Χειραγωγούν την σκέψη προς την επιθυμητή για αυτούς κατεύθυνση, στιλβώνουν τις αλυσίδες, επιχρυσώνουν το κλουβί. Χτυπούν, ως άλλοι Παβλώφ τους πολιτισμικούς τους κώδωνες, προκαλώντας κάθε λογής «πείνα». Δεν τους αρκεί να σε τσακίσουν στην δουλειά∙ δεν τους αρκεί να γονατίσουν το κορμί σου∙ γνωρίζουν καλά πως, όσο και αν τσακίσουν το σώμα, δεν θα μπορούν να κοιμούνται ποτέ ήσυχοι, όσο το πνεύμα παραμένει σε ανάταση. Γι’ αυτό και οι πάσης φύσεως «κωδωνοποιοί» θα χαίρουν πάντοτε της θερμής αγκάλης των κρατιστών, είτε φέρουν το όνομα του αρχικατασκευαστή των ζιγκουράτ, είτε αυτό του επινοητή της νανοτεχνολογίας. Εξ άλλου, η συνάφεια –στον χώρο και τον χρόνο–, που παρουσιάζει η μεθοδολογία των κρατιστών για τον έλεγχο της κοινωνίας, είναι κάτι περισσότερο από εμφανής. Αυτό που κυρίως εξελίσσει τα εργαλεία ελέγχου της κυριαρχίας είναι η τεχνολογική «πρόοδος». Κατ’ ουσίαν, ωστόσο, οι βασιλικές τοιχογραφίες του παλατιού της Νινευή δεν παρουσιάζουν καμία διαφορά –όσον αφορά την στόχευση τους– με ένα, επί παραδείγματι, τηλεοπτικό σποτ, που εξαίρει το «μεγαλείον» του Σαμαρά. Έξι χιλιάδες και πλέον χρόνια συνέχειας και συνέπειας των κρατιστών στις μεθόδους πνευματικής χειραγώγησης. Είπε μήπως κανείς πως η εξουσία έχει μνήμη χρυσόψαρου;

Όχι, δεν θα ζητήσουμε από τον φίλο μας να προσχωρήσει σε σωματείο βάσης, να «ασπαστεί» τον αναρχισμό, να αυτοδιαχειριστεί την πνευμονοκονίαση, τα εκζέματα και –φευ!- τον καρκίνο. Αυτά είναι «άσματα ασμάτων» των αναρχιστών∙ δεν γοητεύουν ούτε στάλα τους αναρχικούς. Ας τον αφήσουμε, λοιπόν, στην ησυχία του. Ούτως ή άλλως, τον δρόμο προς την απόλυτη ελευθερία τον «διδάσκεται» καλύτερα από τα χελιδόνια, που τις μέρες του θέρους σβήνουν την άκαμπτη εικόνα του χρόνου, κουτσουλώντας το ρολόι με έκδηλη ευχαρίστηση.

σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση

[1]Ο Γουίλιαμ Μπάροουζ και ο Τζακ Κέρουακ βρίσκονται σε ένα μπαρ. Στην τηλεόραση, το βαριεστημένο πρόσωπο του εκφωνητή ειδήσεων αναφέρει λίγο πριν το κλείσιμο του δελτίου και με περίσσεμα κυνισμού πως σε έναν ζωολογικό κήπο έπιασε πυρκαγιά «και οι ιπποπόταμοι έβρασαν μέσα στις δεξαμενές τους». Η φράση αυτή αποτέλεσε και τον τίτλο του πρώτου beatnik μυθιστορήματος, αν και αυτό εκδόθηκε ουσιαστικά τελευταίο, εν έτει 2008, μολονότι η πρώτη του μορφή ήταν ήδη καταγεγραμμένη από το 1945. Στο παρόν κείμενο η φράση χρησιμοποιείται για να εκφράσει τον ακραίο παραλογισμό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου