Τέλη Ιούνη του «σωτήριου»[1] έτους 1700. Ο καπετάνιος Thomas Chamberlain διατάζει το πλήρωμα του Henrietta Marie να «ετοιμάσει» τους φυλακισμένους αφρικανούς –άντρες γυναίκες και παιδιά– για αποβίβαση. Τους οδηγούν με την βία στο κατάστρωμα και αφού τους «προσφέρουν» τα αποφάγια τους για γεύμα, τους «καλλωπίζουν» προς τέρψιν των επίδοξων αγοραστών τους. Τα θύματα των δουλεμπόρων πιθανότατα άνηκαν στην φυλή Ίμπο, από την σημερινή ανατολική Νιγηρία. Οι Ίμπο δεν είχαν αρχηγούς και βασιλιάδες∙ μόνον κοινά αποδεκτούς συμβούλους∙ κάθε μέλος της φυλής ήταν σύμφωνα με την παράδοση κύριος του εαυτού του. Στο Πορτ Ρόγιαλ της Τζαμάικα, γυμνοί και αλυσοδεμένοι, οι σκλάβοι ανεβαίνουν στην εξέδρα του πλειστηριασμού. Τα ανθρωπόμορφα τέρατα με την «ιδιότητα» του επίδοξου αγοραστή, πιέζουν την κοιλιά τους, χώνουν τα δάχτυλα στο στόμα τους για να ελέγξουν τα δόντια τους, δοκιμάζουν ακόμη και τον ιδρώτα τους, γιατί, όπως πίστευαν, φανέρωνε την κατάσταση της υγείας τους.
Ο καπετάνιος γεμίζει τις τσέπες του με χρυσά και ασημένια νομίσματα. Το άδειο πλέον από δυστυχία αμπάρι είναι τώρα φορτωμένο με ζάχαρη, βαμβάκι, ξυλεία και λουλάκι από το «νέο» κόσμο. Εξ αιτίας της κακοκαιρίας, ωστόσο, το Henrietta Marie πέφτει στον ύφαλο Νιου Γκράουν, τριάντα μίλια ανοιχτά του Κι Γουέστ της Φλόριντα και χάνεται αύτανδρο. Νηπίοισιν οὐ λόγος, ἀλλά ξυμφορή γίνεται διδάσκαλος…[2]
Τριακόσια περίπου χρόνια αργότερα, μια ομάδα αμερικανών τυχοδιωκτών που αναζητά χρυσό ανασύρει τα πρώτα ευρήματα από το ναυάγιο. Εν τούτοις, δεν δίνουν ιδιαίτερη σημασία, μιας και το περιεχόμενο της δικής τους αναζήτησης μετριέται κυρίως σε ουγγιές. Έτσι πέρασαν περίπου δυο δεκαετίες μέχρι μια άλλη ομάδα, ενάλιων αρχαιολόγων αυτή την φορά, να ασχοληθεί με την ταυτότητα, αλλά και το περιεχόμενο του ναυαγίου. Τα όσα ανέσυραν από τον βυθό, όπως επίσης και τα ασφαλή συμπεράσματα που εξήγαν για την διάρθρωση τού πλέον άρτιου δουλεμπορικού που βρέθηκε ποτέ, έρχονται να επιβεβαιώσουν όλα όσα γνωρίζαμε ήδη για την αρπαγή και πώληση ανθρώπων κυρίως από τις δυτικές ακτές της Αφρικής.
Γνωρίζουμε ήδη ότι μέχρι το 1619, έτος της πρώτης «επίσημης» εισόδου δουλεμπορικού στην βρετανική αποικία της Βιρτζίνια, περισσότεροι από ένα εκατομμύριο αφρικανοί είχαν μεταφερθεί από τις ακτές της δυτικής Αφρικής για να «δουλέψουν» ως σκλάβοι στην Νότια Αμερική, στην Καραϊβική, στις πορτογαλικές και ισπανικές αποικίες. Οι πορείες των σκλάβων προς την ακτή πολλές φορές διαρκούσαν ακόμη και χίλια μίλια, με μόνη «συντροφιά» το μαστίγιο τους αποικιοκράτη∙ ήταν πορείες θανάτου, στις οποίες δύο στους πέντε αφρικανούς πέθαιναν. Ουκ ολίγες είναι οι φορές που μέλη φυλών, όντας τυφλωμένοι από τα χαλεπά θέλγητρα του πολιτισμού,[3] παρείχαν αδρά και συστηματική βοήθεια στους λευκούς δουλεμπόρους για την αιχμαλώτιση άλλων αφρικανών.
Άμα τη σύλληψή τους, οι αιχμάλωτοι μεταφέρονταν σε φυλακές κοντά στην παραλία. Όταν ερχόταν η ώρα να τους παραλάβουν, οι ευρωπαίοι δουλέμποροι τους οδηγούσαν σε ένα ξέφωτο. Εκεί οι γιατροί του πλοίου εξέταζαν σχολαστικά κάθε μέρος του σώματός τους. Όσους έκριναν γερούς και αρτιμελείς, τους χώριζαν από τους άλλους και τους σημάδευαν στο στήθος με ένα πυρωμένο σίδερο, στο οποίο ήταν αποτυπωμένο το σημάδι των αγγλικών, γαλλικών ή ολλανδικών εταιριών. Εν συνεχεία φορτώνονταν στα πλοία με την βία, σε χώρους όχι πολύ μεγαλύτερους από ένα φέρετρο, δεμένοι με αλυσίδες μεταξύ τους στα σκοτεινά και δυσώδη αμπάρια, ασφυκτιώντας από τη βρώμα των ίδιων τους των περιττωμάτων. Ακινητοποιημένοι λοιπόν από το λαιμό μέχρι τα πόδια και σε συνθήκες που θα έκανε κάθε πλάσμα να καταρρακωθεί, η αίσθηση της δυστυχίας και της ασφυξίας ήταν τόσο έντονες που πολλοί εξ αυτών –όσοι κατάφερναν να επιβιώσουν– οδηγούνταν στην τρέλα. Οι σκλάβοι συχνότατα επέλεγαν την αυτοκτονία και πηδούσαν στην θάλασσα για να πνιγούν, εάν έβρισκαν ποτέ βεβαίως την ευκαιρία. Το ποσοστό θνησιμότητας των αφρικανών σκλάβων στα ευρωπαϊκά δουλεμπορικά άγγιζε το 35%.
Στο δουλεμπόριο κυριάρχησαν πρώτα οι Ολλανδοί και έπειτα οι Άγγλοι. Αργότερα κάποιοι αμερικανοί της Νέας Αγγλίας ασχολήθηκαν επίσης με το «ευαγές» αυτό «επάγγελμα» και έτσι το 1637 το πρώτο αμερικανικό δουλεμπορικό, το Ντιζάιρ, απέπλευσε από το λιμάνι του Μαρμπλχεντ. Ως τις αρχές του 1800 υπολογίζεται πως δέκα με δεκαπέντε εκατομμύρια αφρικανοί είχαν απαχθεί και μεταφερθεί ως σκλάβοι στην Αμερική. Αξίζει να αναφερθεί πως ο αριθμός αυτός φυσικά αφορά το ένα τρίτο όσων είχαν αρχικά αιχμαλωτιστεί στην Αφρική. Ο συνολικός αριθμός, τόσο αυτών που δολοφονήθηκαν κατ’ ουσίαν από τις κακουχίες των επίγειων αναγκαστικών πορειών και του θαλάσσιου ταξιδιού, όσο και αυτών που κατέληξαν στα χέρια δουλεμπόρων και κτηματιών στη δυτική Ευρώπη και την Αμερική, αγγίζει τα πενήντα εκατομμύρια.
Καθοριστικό ρόλο βεβαίως διαδραμάτισε η εκπαίδευση των υπηκόων του Ολλανδικού και Βρετανικού στέμματος σε θεωρίες που παρουσίαζαν τους αφρικανούς ως μιάσματα και υπανθρώπους, οπότε και άξιους κάθε περιφρόνησης, εκμετάλλευσης και ταπείνωσης. Θα αναφέρουμε ενδεικτικά, πως πριν το 1600 μαύρος σήμαινε, σύμφωνα με το «έγκριτο» Oxford English Dictionary: Ο βαθιά ποτισμένος με βρωμιά, ο λερωμένος, βρώμικος, ακάθαρτος. Αυτός που έχει σκοτεινούς ή δολοφονικούς σκοπούς, ο κακοήθης. Αναφερόμενος σε ή σχετικός με τον θάνατο, θανάσιμος. Ολέθριος, καταστροφικός, καταχθόνιος. Αχρείος, άδικος, ειδεχθής, φοβερά αμαρτωλός. Αυτός που υποδηλώνει ατίμωση, επίκριση, προδιάθεση στην τιμωρία, κλπ. Το δουλεμπόριο βεβαίως ευλογήθηκε και από την ηγεσία της καθολικής εκκλησίας, που με ζηλευτές ακροβασίες επί της αγίας γραφής άντλησε εξόχως απίθανα και εξοργιστικά «επιχειρήματα» υπέρ της συνέχισης και μακροημέρευσης του. Ας μην ξεχνούμε και τον φοβερό και τρομερό άγγλο καθηγητή της πολιτικής φιλοσοφίας Τζον Λοκ, που όταν δεν συνέγραφε τα «θέσφατά» του, ασχολούνταν με το επικερδέστατο δουλεμπόριο αφρικανών∙ έτσι για να ξεμουδιάζει λίγο από την χαρτοδουλειά του εβένινου γραφείου του.
Οι αφρικανοί ένιωθαν ιδιαίτερα αβοήθητοι μακριά από την κουλτούρα των ελεύθερων φυλών τους, που οι ίδιοι και οι πρόγονοι τους εμπλούτιζαν ανεμπόδιστα για γενιές και γενιές∙ μια κοινοτική ζωή με θεμελιώδες το κοινοβιακό στοιχείο, την ουσία της αλληλεγγύης, την απλότητα, τη χαρά της ανόθευτης ύπαρξης. Ο πολιτισμός τούς τσάκισε εκτός από το κορμί και το πνεύμα∙ η ψυχή τους αρρώσταινε μέσα στον πολιτισμό και μάλιστα στον πλέον απάνθρωπο θεσμό του∙ αυτόν της δουλείας. Καίτοι, πολλοί από τους νεοαφιχθέντες σκλάβους, οι οποίοι είχαν ακόμη μέσα τους την κληρονομιά της κοινοβιακής ζωής, δραπέτευαν κατά ομάδες και προσπαθούσαν να ιδρύσουν χωριά φυγάδων στην ερημιά, κοντά στα σύνορα. Στους αιώνες που ακολούθησαν, ο βίαιος απελευθερωτικός αγώνας των αφρικανών σκλάβων συνέθεσε πάμπολλες εξεγέρσεις σε όλη την επικράτεια των αποικιών, αλλά συνεχίστηκε με εξ ίσου αμείωτη ένταση, όταν οι άγγλοι και οι γάλλοι κατακτητές έδωσαν τα σκήπτρα τους στους «Πατέρες» τους αμερικανικού έθνους.
Στα αμπάρια του Henrietta Marie, του κάθε Henrietta Marie αυτού του κόσμου, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια των εκμεταλλευτών και ιδίως φυσικά των εκμεταλλευομένων κουρελιάστηκε∙ τα ξέφτια της πλέουν ακόμη στις θάλασσες του Ατλαντικού, ως μηνύματα σε σκούρα μπουκάλια για να μας διδάσκουν την αξία της μνήμης. Τα κρεματόρια ήρθαν, διότι η ανθρωπότητα λησμόνησε τα αμπάρια των δουλεμπορικών. Στους αιώνες που ακολούθησαν, με αποκορύφωμα τις τελευταίες δεκαετίες, τα βρετανικά, ισπανικά, ολλανδικά, γαλλικά και πορτογαλικά κουρελόπανα «ξεπλύθηκαν» από την ντροπή του εγκλήματος, στην «κολυμπήθρα» της λήθης και ενός, αν μη τι άλλο, μιαρού lifestyle.
Το κείμενο αυτό αφιερώνεται στη μνήμη όλων όσων σήμερα εξακολουθούν να βυθίζονται ανώνυμοι στις σκοτεινές θάλασσες, σα σύγχρονοι δούλοι, αλλά με τη ρετσινιά του λαθρομετανάστη. Ούτε η γη ούτε τα ύδατα αυτού του κόσμου ανήκουν σε κανέναν.
Σχετικά βιβλία και έντυπα:
NationalGeographic, τεύχος Αυγούστου 2002
HowardZinn, Ιστορία του λαού των Ηνωμένων Πολιτειών
EduardoGaleano, Οι ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής
[1]Για τους καθολικούς κάθε «AnnoDomini» (Έτος Κυρίου) ήταν εν δυνάμει και «σωτήριον», ένεκα του ενδεχομένου να συμβεί την δεδομένη χρονιά η δευτέρα παρουσία. Οι αγαθοί ευαπάτητοι, έλεγε ο Βίας ο Πριηνεύς και ως συνήθως έτσι συμβαίνει.
[2]Για τους ανόητους, δάσκαλος δεν είναι η λογική, αλλά η συμφορά (Δημόκριτος)
[3]Με ολίγες ράβδους μετάλλων και δυο-τρεις χούφτες πολύχρωμες γυάλινες χάντρες, πολλοί αφρικανοί απαρνήθηκαν στην πράξη την ανθρωπινότητα τους και συνεργάστηκαν με τους δουλεμπόρους. Δίχως την δική τους βοήθεια, ουδέποτε οι λευκοί εγκληματίες θα τα κατάφερναν μόνοι τους. Δυστυχώς, λακέδες πρόθυμοι να υπηρετήσουν τα τερτίπια της εξουσίας υπήρχαν και θα υπάρχουν εις το διηνεκές.
Ο καπετάνιος γεμίζει τις τσέπες του με χρυσά και ασημένια νομίσματα. Το άδειο πλέον από δυστυχία αμπάρι είναι τώρα φορτωμένο με ζάχαρη, βαμβάκι, ξυλεία και λουλάκι από το «νέο» κόσμο. Εξ αιτίας της κακοκαιρίας, ωστόσο, το Henrietta Marie πέφτει στον ύφαλο Νιου Γκράουν, τριάντα μίλια ανοιχτά του Κι Γουέστ της Φλόριντα και χάνεται αύτανδρο. Νηπίοισιν οὐ λόγος, ἀλλά ξυμφορή γίνεται διδάσκαλος…[2]
Τριακόσια περίπου χρόνια αργότερα, μια ομάδα αμερικανών τυχοδιωκτών που αναζητά χρυσό ανασύρει τα πρώτα ευρήματα από το ναυάγιο. Εν τούτοις, δεν δίνουν ιδιαίτερη σημασία, μιας και το περιεχόμενο της δικής τους αναζήτησης μετριέται κυρίως σε ουγγιές. Έτσι πέρασαν περίπου δυο δεκαετίες μέχρι μια άλλη ομάδα, ενάλιων αρχαιολόγων αυτή την φορά, να ασχοληθεί με την ταυτότητα, αλλά και το περιεχόμενο του ναυαγίου. Τα όσα ανέσυραν από τον βυθό, όπως επίσης και τα ασφαλή συμπεράσματα που εξήγαν για την διάρθρωση τού πλέον άρτιου δουλεμπορικού που βρέθηκε ποτέ, έρχονται να επιβεβαιώσουν όλα όσα γνωρίζαμε ήδη για την αρπαγή και πώληση ανθρώπων κυρίως από τις δυτικές ακτές της Αφρικής.
Γνωρίζουμε ήδη ότι μέχρι το 1619, έτος της πρώτης «επίσημης» εισόδου δουλεμπορικού στην βρετανική αποικία της Βιρτζίνια, περισσότεροι από ένα εκατομμύριο αφρικανοί είχαν μεταφερθεί από τις ακτές της δυτικής Αφρικής για να «δουλέψουν» ως σκλάβοι στην Νότια Αμερική, στην Καραϊβική, στις πορτογαλικές και ισπανικές αποικίες. Οι πορείες των σκλάβων προς την ακτή πολλές φορές διαρκούσαν ακόμη και χίλια μίλια, με μόνη «συντροφιά» το μαστίγιο τους αποικιοκράτη∙ ήταν πορείες θανάτου, στις οποίες δύο στους πέντε αφρικανούς πέθαιναν. Ουκ ολίγες είναι οι φορές που μέλη φυλών, όντας τυφλωμένοι από τα χαλεπά θέλγητρα του πολιτισμού,[3] παρείχαν αδρά και συστηματική βοήθεια στους λευκούς δουλεμπόρους για την αιχμαλώτιση άλλων αφρικανών.
Άμα τη σύλληψή τους, οι αιχμάλωτοι μεταφέρονταν σε φυλακές κοντά στην παραλία. Όταν ερχόταν η ώρα να τους παραλάβουν, οι ευρωπαίοι δουλέμποροι τους οδηγούσαν σε ένα ξέφωτο. Εκεί οι γιατροί του πλοίου εξέταζαν σχολαστικά κάθε μέρος του σώματός τους. Όσους έκριναν γερούς και αρτιμελείς, τους χώριζαν από τους άλλους και τους σημάδευαν στο στήθος με ένα πυρωμένο σίδερο, στο οποίο ήταν αποτυπωμένο το σημάδι των αγγλικών, γαλλικών ή ολλανδικών εταιριών. Εν συνεχεία φορτώνονταν στα πλοία με την βία, σε χώρους όχι πολύ μεγαλύτερους από ένα φέρετρο, δεμένοι με αλυσίδες μεταξύ τους στα σκοτεινά και δυσώδη αμπάρια, ασφυκτιώντας από τη βρώμα των ίδιων τους των περιττωμάτων. Ακινητοποιημένοι λοιπόν από το λαιμό μέχρι τα πόδια και σε συνθήκες που θα έκανε κάθε πλάσμα να καταρρακωθεί, η αίσθηση της δυστυχίας και της ασφυξίας ήταν τόσο έντονες που πολλοί εξ αυτών –όσοι κατάφερναν να επιβιώσουν– οδηγούνταν στην τρέλα. Οι σκλάβοι συχνότατα επέλεγαν την αυτοκτονία και πηδούσαν στην θάλασσα για να πνιγούν, εάν έβρισκαν ποτέ βεβαίως την ευκαιρία. Το ποσοστό θνησιμότητας των αφρικανών σκλάβων στα ευρωπαϊκά δουλεμπορικά άγγιζε το 35%.
Στο δουλεμπόριο κυριάρχησαν πρώτα οι Ολλανδοί και έπειτα οι Άγγλοι. Αργότερα κάποιοι αμερικανοί της Νέας Αγγλίας ασχολήθηκαν επίσης με το «ευαγές» αυτό «επάγγελμα» και έτσι το 1637 το πρώτο αμερικανικό δουλεμπορικό, το Ντιζάιρ, απέπλευσε από το λιμάνι του Μαρμπλχεντ. Ως τις αρχές του 1800 υπολογίζεται πως δέκα με δεκαπέντε εκατομμύρια αφρικανοί είχαν απαχθεί και μεταφερθεί ως σκλάβοι στην Αμερική. Αξίζει να αναφερθεί πως ο αριθμός αυτός φυσικά αφορά το ένα τρίτο όσων είχαν αρχικά αιχμαλωτιστεί στην Αφρική. Ο συνολικός αριθμός, τόσο αυτών που δολοφονήθηκαν κατ’ ουσίαν από τις κακουχίες των επίγειων αναγκαστικών πορειών και του θαλάσσιου ταξιδιού, όσο και αυτών που κατέληξαν στα χέρια δουλεμπόρων και κτηματιών στη δυτική Ευρώπη και την Αμερική, αγγίζει τα πενήντα εκατομμύρια.
Καθοριστικό ρόλο βεβαίως διαδραμάτισε η εκπαίδευση των υπηκόων του Ολλανδικού και Βρετανικού στέμματος σε θεωρίες που παρουσίαζαν τους αφρικανούς ως μιάσματα και υπανθρώπους, οπότε και άξιους κάθε περιφρόνησης, εκμετάλλευσης και ταπείνωσης. Θα αναφέρουμε ενδεικτικά, πως πριν το 1600 μαύρος σήμαινε, σύμφωνα με το «έγκριτο» Oxford English Dictionary: Ο βαθιά ποτισμένος με βρωμιά, ο λερωμένος, βρώμικος, ακάθαρτος. Αυτός που έχει σκοτεινούς ή δολοφονικούς σκοπούς, ο κακοήθης. Αναφερόμενος σε ή σχετικός με τον θάνατο, θανάσιμος. Ολέθριος, καταστροφικός, καταχθόνιος. Αχρείος, άδικος, ειδεχθής, φοβερά αμαρτωλός. Αυτός που υποδηλώνει ατίμωση, επίκριση, προδιάθεση στην τιμωρία, κλπ. Το δουλεμπόριο βεβαίως ευλογήθηκε και από την ηγεσία της καθολικής εκκλησίας, που με ζηλευτές ακροβασίες επί της αγίας γραφής άντλησε εξόχως απίθανα και εξοργιστικά «επιχειρήματα» υπέρ της συνέχισης και μακροημέρευσης του. Ας μην ξεχνούμε και τον φοβερό και τρομερό άγγλο καθηγητή της πολιτικής φιλοσοφίας Τζον Λοκ, που όταν δεν συνέγραφε τα «θέσφατά» του, ασχολούνταν με το επικερδέστατο δουλεμπόριο αφρικανών∙ έτσι για να ξεμουδιάζει λίγο από την χαρτοδουλειά του εβένινου γραφείου του.
Οι αφρικανοί ένιωθαν ιδιαίτερα αβοήθητοι μακριά από την κουλτούρα των ελεύθερων φυλών τους, που οι ίδιοι και οι πρόγονοι τους εμπλούτιζαν ανεμπόδιστα για γενιές και γενιές∙ μια κοινοτική ζωή με θεμελιώδες το κοινοβιακό στοιχείο, την ουσία της αλληλεγγύης, την απλότητα, τη χαρά της ανόθευτης ύπαρξης. Ο πολιτισμός τούς τσάκισε εκτός από το κορμί και το πνεύμα∙ η ψυχή τους αρρώσταινε μέσα στον πολιτισμό και μάλιστα στον πλέον απάνθρωπο θεσμό του∙ αυτόν της δουλείας. Καίτοι, πολλοί από τους νεοαφιχθέντες σκλάβους, οι οποίοι είχαν ακόμη μέσα τους την κληρονομιά της κοινοβιακής ζωής, δραπέτευαν κατά ομάδες και προσπαθούσαν να ιδρύσουν χωριά φυγάδων στην ερημιά, κοντά στα σύνορα. Στους αιώνες που ακολούθησαν, ο βίαιος απελευθερωτικός αγώνας των αφρικανών σκλάβων συνέθεσε πάμπολλες εξεγέρσεις σε όλη την επικράτεια των αποικιών, αλλά συνεχίστηκε με εξ ίσου αμείωτη ένταση, όταν οι άγγλοι και οι γάλλοι κατακτητές έδωσαν τα σκήπτρα τους στους «Πατέρες» τους αμερικανικού έθνους.
Στα αμπάρια του Henrietta Marie, του κάθε Henrietta Marie αυτού του κόσμου, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια των εκμεταλλευτών και ιδίως φυσικά των εκμεταλλευομένων κουρελιάστηκε∙ τα ξέφτια της πλέουν ακόμη στις θάλασσες του Ατλαντικού, ως μηνύματα σε σκούρα μπουκάλια για να μας διδάσκουν την αξία της μνήμης. Τα κρεματόρια ήρθαν, διότι η ανθρωπότητα λησμόνησε τα αμπάρια των δουλεμπορικών. Στους αιώνες που ακολούθησαν, με αποκορύφωμα τις τελευταίες δεκαετίες, τα βρετανικά, ισπανικά, ολλανδικά, γαλλικά και πορτογαλικά κουρελόπανα «ξεπλύθηκαν» από την ντροπή του εγκλήματος, στην «κολυμπήθρα» της λήθης και ενός, αν μη τι άλλο, μιαρού lifestyle.
Το κείμενο αυτό αφιερώνεται στη μνήμη όλων όσων σήμερα εξακολουθούν να βυθίζονται ανώνυμοι στις σκοτεινές θάλασσες, σα σύγχρονοι δούλοι, αλλά με τη ρετσινιά του λαθρομετανάστη. Ούτε η γη ούτε τα ύδατα αυτού του κόσμου ανήκουν σε κανέναν.
σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση
Σχετικά βιβλία και έντυπα:
NationalGeographic, τεύχος Αυγούστου 2002
HowardZinn, Ιστορία του λαού των Ηνωμένων Πολιτειών
EduardoGaleano, Οι ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής
[1]Για τους καθολικούς κάθε «AnnoDomini» (Έτος Κυρίου) ήταν εν δυνάμει και «σωτήριον», ένεκα του ενδεχομένου να συμβεί την δεδομένη χρονιά η δευτέρα παρουσία. Οι αγαθοί ευαπάτητοι, έλεγε ο Βίας ο Πριηνεύς και ως συνήθως έτσι συμβαίνει.
[2]Για τους ανόητους, δάσκαλος δεν είναι η λογική, αλλά η συμφορά (Δημόκριτος)
[3]Με ολίγες ράβδους μετάλλων και δυο-τρεις χούφτες πολύχρωμες γυάλινες χάντρες, πολλοί αφρικανοί απαρνήθηκαν στην πράξη την ανθρωπινότητα τους και συνεργάστηκαν με τους δουλεμπόρους. Δίχως την δική τους βοήθεια, ουδέποτε οι λευκοί εγκληματίες θα τα κατάφερναν μόνοι τους. Δυστυχώς, λακέδες πρόθυμοι να υπηρετήσουν τα τερτίπια της εξουσίας υπήρχαν και θα υπάρχουν εις το διηνεκές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου