Και φτάνοντας στο σπίτι του, ο Νικολάι Ιβάνοβιτς είπε στη γυναίκα του: «Μην ανησυχήσεις, Γιεκατερίνα Πέτροβνα· µην τροµάξεις. Απλά, δεν υπάρχει ισορροπία στον κόσµο. Ένα-ενάµισι κιλό λάθος έγινε σ’ ολόκληρο το σύµπαν, αλλά είναι πραγματικά εντυπωσιακό, Γιεκατερίνα Πέτροβνα, πέρα για πέρα εντυπωσιακό!»
Αυτό ήταν όλο.
Daniil Kharms, Περί Ισορροπίας.
Η γλώσσα, με την έννοια του λόγου, δηλαδή του λεξιλογίου, είναι η έκφραση σκέψεων. Το αν ταυτίζεται η γλώσσα με τη σκέψη και όλα τα συναφή φιλοσοφικά ερωτήματα θα τα αφήσουμε, τουλάχιστον προς το παρόν. Σημασία έχει ότι με την γλώσσα αποκωδικοποιούμε τη σκέψη μας, ώστε να την επικοινωνήσουμε με τους γύρω μας. Γι’ αυτό και άνθρωποι που αναγκάζονται να στερηθούν τη μητρική τους γλώσσα πολλές φορές μοιάζουν ανόητοι (με την διττή σημασία της λέξης: ακατανόητοι αλλά και ηλίθιοι). Σπάει ένας δεσμός τους πνεύματος με τον έξω κόσμο. Τις περισσότερες φορές αυτό συμβαίνει, εξ αιτίας βίαιης επιβολής. Είτε γιατί ο άνθρωπος αυτός αναγκάστηκε να μεταναστεύσει, είτε γιατί μία «γλωσσική μεταρρύθμιση» του αφαίρεσε αυτό το δικαίωμα. Υπάρχει όμως και η περίπτωση, όπως συμβαίνει σήμερα με την ελληνική και άλλες γλώσσες, ο ίδιος ο χρήστης της γλώσσας να την «ξεχνάει» με τη θέλησή του σταδιακά.
Παλαιότερα, ο πιο συνηθισμένος τρόπος να επιβληθεί μια γλώσσα σε άλλη ήταν η αποικιοκρατία. Ο κυρίαρχος επέβαλλε την γλώσσα του στους ιθαγενείς, ενώ τους απαγόρευε να μιλούν τη δική τους. Πολλές φορές οι κυρίαρχοι αφάνιζαν ολόκληρους πληθυσμούς και τους αντικαθιστούσαν με τελείως διαφορετικής κουλτούρας εποίκους. Δυστυχώς, η Λατινική Αμερική και η Αφρική βρίθουν τέτοιων παραδειγμάτων. Σήμερα, όμως, η γλώσσα που επιδιώκει να επιβληθεί σε όλες τις άλλες είναι η γλώσσα της μηχανής, η ορολογία και τα εργαλεία των γλωσσών προγραμματισμού.
Ξέρουμε ότι όλες οι γλώσσες από φυσικού τους σταδιακά χάνουν λέξεις, που πολλές φορές αντικαθίστανται από νέες. Είναι η φυσική τους ροή. Ο φυσικός θάνατος μιας ολόκληρης γλώσσας ίσως να μην ξέρουμε ακριβώς πώς συμβαίνει, καθώς όλες μάλλον οι νεκρές σήμερα γλώσσες οφείλουν το θάνατό τους σε μια βίαιη επιβολή. Εμείς σε αυτό το σύντομο κείμενο θα περιοριστούμε στην ελληνική γλώσσα, αλλά επιφυλασσόμαστε για ένα ευρύτερο κείμενο, που θα θέσει τις πολλαπλές παραμέτρους της.
Ξεκινάμε πρώτα απ’ όλα με τον συλλογισμό ότι η ελληνική γλώσσα είναι ένα καλό παράδειγμα μελέτης, καθώς την γνωρίζουμε ως μητρική και έχει βαθύτερες ρίζες στον χρόνο, ώστε να μας επιτρέψει πιο σύνθετους συλλογισμούς. Ακριβώς επειδή οι γράφοντες αλλά και οι αναγνώστες του κειμένου αυτού γνωρίζουν την ελληνική, ξέρουν πολύ καλά ότι τα τελευταία χρόνια αυτή κατακερματίζεται. Πολλοί μιλούν για απλοποίησή της, εννοώντας όμως τον κατακερματισμό της.
Εδώ θέλουμε να θέσουμε και μια άλλη παράμετρο. Η ελληνική γλώσσα μέσα από την ορθογραφία της διασώζει την προφορά των λέξεων και την ρίζα τους, όπως διατηρήθηκαν εδώ και αιώνες. Για παράδειγμα, η λέξη τηλεπικοινωνίες, που τόσο απαραίτητη μοιάζει σήμερα ως έννοια και χρησιμοποιείται ακόμη και από άλλες γλώσσες (telecommunications στα αγγλικά, telecomunicaciones στα ισπανικά, Telekommunikation στα γερμανικά, telekommunikasjon στα νορβηγικά, телекомуникации στα βουλγαρικά, telekommunikatsioon στα εσθονικά και πάει λέγοντας) περιέχει το τηλέ, που συναντάμε στα ομηρικά κείμενα με την έννοια «μακριά». Το η στα αρχαία ελληνικά ισοδυναμούσε με δύο ε. Αυτή η ουσία της γλώσσας διατηρήθηκε ακόμη και από όσους το χρησιμοποιούν χωρίς να το ξέρουν. Σαν ένας καρπός που διαπέρασε τον χρόνο και έμεινε ανέπαφος ως σήμερα. Μπορούμε να τον καλλιεργήσουμε και να περιμένουμε να δούμε τις νέες λέξεις που θα γεννηθούν απ’ αυτόν. Αν όμως το «τηλέ» γίνει «τιλέ», τότε θα χάσει τον σπόρο, θα απανθρακωθεί, θα γίνει απολίθωμα. Μόνο σε μουσείο θα μπορούμε να την βλέπουμε τότε. Τα παραδείγματα είναι πολλά και χρησιμοποιούνται, βέβαια, εξ ίσου και από όσους επιδιώκουν να μετατρέψουν την ελληνική σε κυρίαρχη γλώσσα εις βάρος άλλων.[2]
Εμείς, βεβαίως, δεν σκεφτόμαστε με όρους «μεγάλης ιδέας» την ελληνική. Απλώς θέλουμε να σπάσουμε την αντίληψη περί προόδου. Υποτίθεται ότι στο όνομα του διεθνισμού, της «ανοιχτής κοινωνίας» και της εξέλιξης είναι συντηρητικοί όσοι επιδιώκουν την ολοκληρωμένη χρήση της ελληνικής, μένουν πιστοί στην ορθογραφία, προτιμούν τις πλήρεις λέξεις και την κατάλληλη γραμματική και σύνταξη. Προτιμούμε να θεωρηθούμε συντηρητικοί, παρά ανόητοι. Και με τις δύο σημασίες βέβαια της λέξης. Η σκέψη, όταν βρίσκει κάπου να πατήσει, μπορεί να ξετυλιχθεί, να τραφεί και να προχωρήσει. Η σκέψη απορροφά τις λέξεις, όπως το σφουγγάρι το νερό. Έτσι παίρνει νέο σχήμα. Αν της αφαιρέσεις τις λέξεις, στεγνώνει και συρρικνώνεται. Θρυμματίζεται. Θεωρούμε, λοιπόν, ότι όσοι, λόγω μόδας, επιλέγουν σήμερα να μιλούν με αποσπάσματα και να γράφουν –το ελάχιστο που γράφουν– ανακατεύοντας σύμβολα και φράσεις, τότε ουσιαστικά δεν φτιάχνουν μια νέα γλώσσα ή διάλεκτο, δεν μεταμορφώνουν τη γλώσσα, αλλά την παραμορφώνουν.
Παραμορφωμένες γλώσσες δίνουν το βήμα σε παραμορφωμένες σκέψεις. Παραμορφωμένες σκέψεις κάνουν τους ανθρώπους ανδρείκελα, δηλαδή ομοιώματα ανθρώπου (άλλη αρχαία λέξη). Σε όσους επιλέγουν μία τέτοια στάση απέναντι στην γλώσσα που μιλούν θα θέλαμε να αφιερώσουμε το ποίημα του Καρυωτάκη «Ανδρείκελα»:
Σα να μην ήρθαμε ποτέ σ’ αυτήν εδώ τη γη,
σα να μένουμε ακόμη στην ανυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω δίχως μια μαρμαρυγή.
Άνθρωποι στων άλλων μόνο τη φαντασία.
Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό,
ανδρείκελα, στης Μοίρας τα τυφλά δυο χέρια,
χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,
άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ’ αστέρια.
Μακρινή χώρα είναι για μας κάθε χαρά,
η ελπίδα κι η νεότης έννοια αφηρημένη.
Άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε, παρά
όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.
Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός.
Ω! κι αν δεν ήταν η βαθιά λύπη στο σώμα,
ω! κι αν δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός
πόνος μας, για να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα…
Η γλώσσα δεν είναι αυτό που μαθαίνουμε στο σχολείο, είναι οι λέξεις που μας απελευθερώνουν, που μας βοηθούν να καταλάβουμε τι συμβαίνει μέσα μας και γύρω μας. Μπορούμε να την βιώνουμε και να την εμπλουτίζουμε διαρκώς. Αυτό ζητάει από εμάς, για να τραφεί. Για μας ένας βοσκός γλωσσοπλάστης, που φτιάχνει στιχάκια και τραγούδια μπορεί να προσφέρει περισσότερα και από μια ακαδημαϊκό ποιήτρια που απλώς γυμνάζει τις φιλολογικές τις γνώσεις, όταν γράφει. Οι λέξεις μας βγάζουν εξ ύπνου, μας κάνουν δηλαδή έξυπνους (και όχι έξηπνους, ούτε xypnus). Οι λέξεις βγαίνουν απ’ το στόμα μας, όχι απ’ τις μηχανές μας. Καταγράφονται απ’ το χέρι μας και όχι απ’ το πληκτρολόγιό μας. Για παράδειγμα, δε βάλαμε καμιά μηχανή να γράψει αυτό το κείμενο για μας. Δε μας ενδιαφέρει να λατρέψουμε κανέναν καινούριο θεό ή κανέναν γερασμένο με καινούρια ρούχα, όπως η τεχνολογία.
Δεν είναι μόνο κρίμα, είναι επικίνδυνο για πολλούς ανθρώπους να είναι τόσο συντηρητικοί, που να εμπιστεύονται στους τεχνοκράτες το μυαλό τους. Είναι ανησυχητικό που τα περισσότερα «φρέσκα» μυαλά παντού στον κόσμο δείχνουν να αδιαφορούν απέναντι σε όσους θέλουν μόνοι τους να περιορίσουν τις ελευθερίες τους. Είναι αδιανόητο για μας ο οποιοσδήποτε, μόνο και μόνο από τεμπελιά, να καταντήσει δούλος οποιασδήποτε μηχανής. Σε λίγο θα πιστεύουμε ότι, αφού υπάρχει η τεχνητή νοημοσύνη, δεν χρειάζεται να κουράζουμε τη δική μας. Όταν δεν χρησιμοποιούμε κάτι όμως, παύει κάποτε να υπάρχει. Αφήνοντας τις λέξεις, μένει έξω απ’ το μυαλό μας η ποίηση, το τραγούδι, η ευαισθησία μας, η συγκίνηση, ο προβληματισμός, ο πόνος, η πίστη, η αμφιβολία, η άποψη, το παιχνίδι, δηλαδή εμείς οι ίδιοι. Η γλώσσα είναι απόλαυση και όσοι περνούν τη ζωή τους χωρίς να το μάθουν μάλλον δεν γνώρισαν τον ίδιο τον άνθρωπο.
Πῶς δοκιμάζουν τὰ ὄργανα οἱ μουσικοὶ πρὶν ἀπὸ ἔναρξη συναυλίας
ἔτσι κι ἐγὼ τώρα χειριζόμενος λέξεις
εὐαισθητισμὸς εὐαισθησία αἰσθητισμὸς
εὐαισθησία καὶ αἰσθητῆς τὸ εὐαίσθητον
εὐαισθησιακὸς εὐαισθησιάζομαι εὐαισθησιασμὸς
εὖ καὶ αἰσθητικὸς καὶ αἰσθησιακὸς
αἰσθαντικὸς ἴσως
αἰσθ-ἴσως αἰσθαν-ἴσως
αἰσθ-ἀδελφέ μου καὶ Ἐσθὴρ ἀπ᾿ τὴ Βίβλο
ἀρχίζει μὲ χειροκροτήματα τὸ ποίημα.
Νίκος Καρούζος, Εἰκόνα
[1] Έρμα: η «σαβούρα», το σύνολο των βαρών που τοποθετούνται στα πλοία προκειμένου να αυξηθεί η ευστάθειά τους. Στην αρχαιότητα σήμαινε σωρό λίθων που δημιουργούσαν μικρό λόφο. Σημαίνει ακόμη το υποστήριγμα, το βάθρο, καθώς και τη θεμελίωση, ως θεμελιοδομή.
[2]Σχετικά με το θέμα αυτό, έχει προηγηθεί και το ιδιαίτερα ενδιαφέρον και πλήρες κείμενο Η τροποποίηση της ελληνικής ορθογραφίας, που δημοσιεύτηκε στην αναρχική εφημερίδα ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, Φ. 129, Ιούλιος-Αύγουστος 2013 και είναι διαθέσιμο εδώ:
http://eleutheriparos.blogspot.gr/2014/03/blog-post_16.html
Αυτό ήταν όλο.
Daniil Kharms, Περί Ισορροπίας.
Η γλώσσα, με την έννοια του λόγου, δηλαδή του λεξιλογίου, είναι η έκφραση σκέψεων. Το αν ταυτίζεται η γλώσσα με τη σκέψη και όλα τα συναφή φιλοσοφικά ερωτήματα θα τα αφήσουμε, τουλάχιστον προς το παρόν. Σημασία έχει ότι με την γλώσσα αποκωδικοποιούμε τη σκέψη μας, ώστε να την επικοινωνήσουμε με τους γύρω μας. Γι’ αυτό και άνθρωποι που αναγκάζονται να στερηθούν τη μητρική τους γλώσσα πολλές φορές μοιάζουν ανόητοι (με την διττή σημασία της λέξης: ακατανόητοι αλλά και ηλίθιοι). Σπάει ένας δεσμός τους πνεύματος με τον έξω κόσμο. Τις περισσότερες φορές αυτό συμβαίνει, εξ αιτίας βίαιης επιβολής. Είτε γιατί ο άνθρωπος αυτός αναγκάστηκε να μεταναστεύσει, είτε γιατί μία «γλωσσική μεταρρύθμιση» του αφαίρεσε αυτό το δικαίωμα. Υπάρχει όμως και η περίπτωση, όπως συμβαίνει σήμερα με την ελληνική και άλλες γλώσσες, ο ίδιος ο χρήστης της γλώσσας να την «ξεχνάει» με τη θέλησή του σταδιακά.
Παλαιότερα, ο πιο συνηθισμένος τρόπος να επιβληθεί μια γλώσσα σε άλλη ήταν η αποικιοκρατία. Ο κυρίαρχος επέβαλλε την γλώσσα του στους ιθαγενείς, ενώ τους απαγόρευε να μιλούν τη δική τους. Πολλές φορές οι κυρίαρχοι αφάνιζαν ολόκληρους πληθυσμούς και τους αντικαθιστούσαν με τελείως διαφορετικής κουλτούρας εποίκους. Δυστυχώς, η Λατινική Αμερική και η Αφρική βρίθουν τέτοιων παραδειγμάτων. Σήμερα, όμως, η γλώσσα που επιδιώκει να επιβληθεί σε όλες τις άλλες είναι η γλώσσα της μηχανής, η ορολογία και τα εργαλεία των γλωσσών προγραμματισμού.
Ξέρουμε ότι όλες οι γλώσσες από φυσικού τους σταδιακά χάνουν λέξεις, που πολλές φορές αντικαθίστανται από νέες. Είναι η φυσική τους ροή. Ο φυσικός θάνατος μιας ολόκληρης γλώσσας ίσως να μην ξέρουμε ακριβώς πώς συμβαίνει, καθώς όλες μάλλον οι νεκρές σήμερα γλώσσες οφείλουν το θάνατό τους σε μια βίαιη επιβολή. Εμείς σε αυτό το σύντομο κείμενο θα περιοριστούμε στην ελληνική γλώσσα, αλλά επιφυλασσόμαστε για ένα ευρύτερο κείμενο, που θα θέσει τις πολλαπλές παραμέτρους της.
Ξεκινάμε πρώτα απ’ όλα με τον συλλογισμό ότι η ελληνική γλώσσα είναι ένα καλό παράδειγμα μελέτης, καθώς την γνωρίζουμε ως μητρική και έχει βαθύτερες ρίζες στον χρόνο, ώστε να μας επιτρέψει πιο σύνθετους συλλογισμούς. Ακριβώς επειδή οι γράφοντες αλλά και οι αναγνώστες του κειμένου αυτού γνωρίζουν την ελληνική, ξέρουν πολύ καλά ότι τα τελευταία χρόνια αυτή κατακερματίζεται. Πολλοί μιλούν για απλοποίησή της, εννοώντας όμως τον κατακερματισμό της.
Εδώ θέλουμε να θέσουμε και μια άλλη παράμετρο. Η ελληνική γλώσσα μέσα από την ορθογραφία της διασώζει την προφορά των λέξεων και την ρίζα τους, όπως διατηρήθηκαν εδώ και αιώνες. Για παράδειγμα, η λέξη τηλεπικοινωνίες, που τόσο απαραίτητη μοιάζει σήμερα ως έννοια και χρησιμοποιείται ακόμη και από άλλες γλώσσες (telecommunications στα αγγλικά, telecomunicaciones στα ισπανικά, Telekommunikation στα γερμανικά, telekommunikasjon στα νορβηγικά, телекомуникации στα βουλγαρικά, telekommunikatsioon στα εσθονικά και πάει λέγοντας) περιέχει το τηλέ, που συναντάμε στα ομηρικά κείμενα με την έννοια «μακριά». Το η στα αρχαία ελληνικά ισοδυναμούσε με δύο ε. Αυτή η ουσία της γλώσσας διατηρήθηκε ακόμη και από όσους το χρησιμοποιούν χωρίς να το ξέρουν. Σαν ένας καρπός που διαπέρασε τον χρόνο και έμεινε ανέπαφος ως σήμερα. Μπορούμε να τον καλλιεργήσουμε και να περιμένουμε να δούμε τις νέες λέξεις που θα γεννηθούν απ’ αυτόν. Αν όμως το «τηλέ» γίνει «τιλέ», τότε θα χάσει τον σπόρο, θα απανθρακωθεί, θα γίνει απολίθωμα. Μόνο σε μουσείο θα μπορούμε να την βλέπουμε τότε. Τα παραδείγματα είναι πολλά και χρησιμοποιούνται, βέβαια, εξ ίσου και από όσους επιδιώκουν να μετατρέψουν την ελληνική σε κυρίαρχη γλώσσα εις βάρος άλλων.[2]
Εμείς, βεβαίως, δεν σκεφτόμαστε με όρους «μεγάλης ιδέας» την ελληνική. Απλώς θέλουμε να σπάσουμε την αντίληψη περί προόδου. Υποτίθεται ότι στο όνομα του διεθνισμού, της «ανοιχτής κοινωνίας» και της εξέλιξης είναι συντηρητικοί όσοι επιδιώκουν την ολοκληρωμένη χρήση της ελληνικής, μένουν πιστοί στην ορθογραφία, προτιμούν τις πλήρεις λέξεις και την κατάλληλη γραμματική και σύνταξη. Προτιμούμε να θεωρηθούμε συντηρητικοί, παρά ανόητοι. Και με τις δύο σημασίες βέβαια της λέξης. Η σκέψη, όταν βρίσκει κάπου να πατήσει, μπορεί να ξετυλιχθεί, να τραφεί και να προχωρήσει. Η σκέψη απορροφά τις λέξεις, όπως το σφουγγάρι το νερό. Έτσι παίρνει νέο σχήμα. Αν της αφαιρέσεις τις λέξεις, στεγνώνει και συρρικνώνεται. Θρυμματίζεται. Θεωρούμε, λοιπόν, ότι όσοι, λόγω μόδας, επιλέγουν σήμερα να μιλούν με αποσπάσματα και να γράφουν –το ελάχιστο που γράφουν– ανακατεύοντας σύμβολα και φράσεις, τότε ουσιαστικά δεν φτιάχνουν μια νέα γλώσσα ή διάλεκτο, δεν μεταμορφώνουν τη γλώσσα, αλλά την παραμορφώνουν.
Παραμορφωμένες γλώσσες δίνουν το βήμα σε παραμορφωμένες σκέψεις. Παραμορφωμένες σκέψεις κάνουν τους ανθρώπους ανδρείκελα, δηλαδή ομοιώματα ανθρώπου (άλλη αρχαία λέξη). Σε όσους επιλέγουν μία τέτοια στάση απέναντι στην γλώσσα που μιλούν θα θέλαμε να αφιερώσουμε το ποίημα του Καρυωτάκη «Ανδρείκελα»:
Σα να μην ήρθαμε ποτέ σ’ αυτήν εδώ τη γη,
σα να μένουμε ακόμη στην ανυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω δίχως μια μαρμαρυγή.
Άνθρωποι στων άλλων μόνο τη φαντασία.
Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό,
ανδρείκελα, στης Μοίρας τα τυφλά δυο χέρια,
χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,
άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ’ αστέρια.
Μακρινή χώρα είναι για μας κάθε χαρά,
η ελπίδα κι η νεότης έννοια αφηρημένη.
Άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε, παρά
όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.
Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός.
Ω! κι αν δεν ήταν η βαθιά λύπη στο σώμα,
ω! κι αν δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός
πόνος μας, για να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα…
Η γλώσσα δεν είναι αυτό που μαθαίνουμε στο σχολείο, είναι οι λέξεις που μας απελευθερώνουν, που μας βοηθούν να καταλάβουμε τι συμβαίνει μέσα μας και γύρω μας. Μπορούμε να την βιώνουμε και να την εμπλουτίζουμε διαρκώς. Αυτό ζητάει από εμάς, για να τραφεί. Για μας ένας βοσκός γλωσσοπλάστης, που φτιάχνει στιχάκια και τραγούδια μπορεί να προσφέρει περισσότερα και από μια ακαδημαϊκό ποιήτρια που απλώς γυμνάζει τις φιλολογικές τις γνώσεις, όταν γράφει. Οι λέξεις μας βγάζουν εξ ύπνου, μας κάνουν δηλαδή έξυπνους (και όχι έξηπνους, ούτε xypnus). Οι λέξεις βγαίνουν απ’ το στόμα μας, όχι απ’ τις μηχανές μας. Καταγράφονται απ’ το χέρι μας και όχι απ’ το πληκτρολόγιό μας. Για παράδειγμα, δε βάλαμε καμιά μηχανή να γράψει αυτό το κείμενο για μας. Δε μας ενδιαφέρει να λατρέψουμε κανέναν καινούριο θεό ή κανέναν γερασμένο με καινούρια ρούχα, όπως η τεχνολογία.
Δεν είναι μόνο κρίμα, είναι επικίνδυνο για πολλούς ανθρώπους να είναι τόσο συντηρητικοί, που να εμπιστεύονται στους τεχνοκράτες το μυαλό τους. Είναι ανησυχητικό που τα περισσότερα «φρέσκα» μυαλά παντού στον κόσμο δείχνουν να αδιαφορούν απέναντι σε όσους θέλουν μόνοι τους να περιορίσουν τις ελευθερίες τους. Είναι αδιανόητο για μας ο οποιοσδήποτε, μόνο και μόνο από τεμπελιά, να καταντήσει δούλος οποιασδήποτε μηχανής. Σε λίγο θα πιστεύουμε ότι, αφού υπάρχει η τεχνητή νοημοσύνη, δεν χρειάζεται να κουράζουμε τη δική μας. Όταν δεν χρησιμοποιούμε κάτι όμως, παύει κάποτε να υπάρχει. Αφήνοντας τις λέξεις, μένει έξω απ’ το μυαλό μας η ποίηση, το τραγούδι, η ευαισθησία μας, η συγκίνηση, ο προβληματισμός, ο πόνος, η πίστη, η αμφιβολία, η άποψη, το παιχνίδι, δηλαδή εμείς οι ίδιοι. Η γλώσσα είναι απόλαυση και όσοι περνούν τη ζωή τους χωρίς να το μάθουν μάλλον δεν γνώρισαν τον ίδιο τον άνθρωπο.
Πῶς δοκιμάζουν τὰ ὄργανα οἱ μουσικοὶ πρὶν ἀπὸ ἔναρξη συναυλίας
ἔτσι κι ἐγὼ τώρα χειριζόμενος λέξεις
εὐαισθητισμὸς εὐαισθησία αἰσθητισμὸς
εὐαισθησία καὶ αἰσθητῆς τὸ εὐαίσθητον
εὐαισθησιακὸς εὐαισθησιάζομαι εὐαισθησιασμὸς
εὖ καὶ αἰσθητικὸς καὶ αἰσθησιακὸς
αἰσθαντικὸς ἴσως
αἰσθ-ἴσως αἰσθαν-ἴσως
αἰσθ-ἀδελφέ μου καὶ Ἐσθὴρ ἀπ᾿ τὴ Βίβλο
ἀρχίζει μὲ χειροκροτήματα τὸ ποίημα.
Νίκος Καρούζος, Εἰκόνα
σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση
[1] Έρμα: η «σαβούρα», το σύνολο των βαρών που τοποθετούνται στα πλοία προκειμένου να αυξηθεί η ευστάθειά τους. Στην αρχαιότητα σήμαινε σωρό λίθων που δημιουργούσαν μικρό λόφο. Σημαίνει ακόμη το υποστήριγμα, το βάθρο, καθώς και τη θεμελίωση, ως θεμελιοδομή.
[2]Σχετικά με το θέμα αυτό, έχει προηγηθεί και το ιδιαίτερα ενδιαφέρον και πλήρες κείμενο Η τροποποίηση της ελληνικής ορθογραφίας, που δημοσιεύτηκε στην αναρχική εφημερίδα ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, Φ. 129, Ιούλιος-Αύγουστος 2013 και είναι διαθέσιμο εδώ:
http://eleutheriparos.blogspot.gr/2014/03/blog-post_16.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου