Οι περισσότεροι ωστόσο ξεχνούν, εσκεμμένα ή όχι, να αναφέρουν στις ιστορικές αναδρομές τους τα γεγονότα του Ουκρανικού Πολέμου της Ανεξαρτησίας (1917-1921), και ιδιαίτερα τον ρόλο που έπαιξαν οι εθνικιστικές δυνάμεις υπό τον Σιμόν Πετλιούρα, οι γερμανόφιλοι του «Χετμανάτου», ο σοβιετικός Κόκκινος Στρατός, και βέβαια ο αναρχικός «Μαύρος Στρατός» του Νέστορα Μάχνο, σε μια διεθνή αναμέτρηση που οδήγησε τελικά στον κατακερματισμό της Ουκρανίας μεταξύ της ΕΣΣΔ, της Πολωνίας, της Ρουμανίας και της Τσεχοσλοβακίας.
Ολα άρχισαν με την επανάσταση του Κερένσκι τον Φεβρουάριο 1917, που τερμάτισε το τσαρικό καθεστώς, ενώ οι μάχες με τους Γερμανούς και τους Αυστριακούς συνεχίζονταν επί ουκρανικού εδάφους. Μέσα σε έναν μόλις μήνα, ένα «κεντρικό συμβούλιο» («Τσεντράλνα Ράντα») ανακήρυξε την αυτονομία της Ουκρανίας: καθώς το μέτωπο κατέρρεε, χιλιάδες λιμοκτονούντες Ουκρανοί αξιωματικοί και στρατιώτες του τσαρικού στρατού εντάχθηκαν στις δυνάμεις της «Ράντα», ενώ άλλοι προτίμησαν τα παρτιζάνικα αναρχικά σώματα που εμφανίστηκαν στη νότια Ουκρανία, με οπλισμό που απαλλοτρίωναν από Ρώσους λιποτάκτες.
Ένας γοητευτικός επαναστάτης
Ο «μπατ’κο» («πατέρας»), όπως αποκαλούσαν τον Μάχνο οι οπαδοί του, παραμένει ακόμα και σήμερα -και παρά τη συστηματική του δαιμονοποίηση- μια από τις πιο γοητευτικές φιγούρες του παγκόσμιου αναρχικού κινήματος. Γεννημένος το 1888 στο Γεκατερίνοσλαβ της ανατολικής Ουκρανίας, έμεινε γρήγορα ορφανός από πατέρα και άφησε το σχολείο στα 12, για να πιάσει δουλειά σ’ ένα αγρόκτημα πλούσιων ευγενών. Στα 17 του, τη χρονιά της πρώτης αποτυχημένης επανάστασης, έπιασε δουλειά σε χυτήριο, όπου πρωτοήρθε σε επαφή με τις αναρχικές ιδέες. Εναν χρόνο αργότερα συνελήφθη και φυλακίστηκε για πρώτη φορά, ενώ το 1910 καταδικάστηκε σε θάνατο για την επαναστατική του δράση.
Το μπουντρούμι που μοιραζόταν στη Μόσχα με τον αναρχικό διανοούμενο Πιότρ Αρσινοφ, έγινε το σχολείο του: όταν ελευθερώθηκε, επέστρεψε στον τόπο του και άρχισε να οργανώνει τους πρώτους «Μαχνοβίτσκι», στρατολογώντας φτωχούς αγρότες, εργάτες, αλλά και στρατιώτες και αξιωματικούς που επέστρεφαν από τον πόλεμο. Γρήγορα χτίστηκε γύρω του ο μύθος του «Ρομπέν των Δασών» – του επαναστάτη που παίρνει τη γη από τους τσιφλικάδες και την επιστρέφει στους πάμφτωχους μουζίκους.
Τον Μάρτη του ’18, οι μπολσεβίκοι υπέγραψαν την συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ, παραδίδοντας στους Γερμανούς μεγάλα τμήματα της δυτικής Ουκρανίας. Εναν μήνα μετά η «Ράντα» κατέρρευσε και την εξουσία στο Κίεβο πήραν πρώην αξιωματούχοι του τσάρου, μαριονέτες των Γερμανών κατακτητών: αμέσως οι ένοπλες αγροτικές ομάδες ξεκίνησαν αντάρτικο αγώνα ενάντια στο ξενόδουλο καθεστώς, και μέχρι τα μέσα του 1919 έλεγχαν πια μεγάλο μέρος της χώρας. Οι Γερμανοί εκτέλεσαν τότε δύο αδέλφια του Μάχνο και εκατοντάδες ακόμη παρτιζάνους μαχητές.
Ομως στο Γεκατερίνοσλαβ και τις άλλες επαρχίες της νοτιοανατολικής Ουκρανίας, την «Ελεύθερη Περιοχή», όπως έγινε γνωστή, ο αναρχικός «Μαύρος Στρατός» του Μάχνο (γνωστός και ως «μαχνοφστσίνα», από τα ρωσικά) γιγαντώθηκε, φτάνοντας τους 15.000 μαχητές, μοιρασμένους σε ταξιαρχίες με ιππικό, πεζικό και πυροβολικό. Στις τάξεις του συνέρρευσαν και πολλοί Εβραίοι, Ελληνες και άλλοι μειονοτικοί, αλλά και αναρχικοί από άλλες ευρωπαϊκές χώρες: ορισμένες πηγές αναφέρουν ακόμη και 110.000 άνδρες να πολεμούν το 1919 κάτω από τη μαύρη σημαία. Το επίσημο κράτος καταλύθηκε, για να αντικατασταθεί από τοπικά συμβούλια (σοβιέτ) και κομούνες σε κάθε χωριό, που εκδίωξαν με τη βία τους τσιφλικάδες μοιράζοντας τη γη στους χωρικούς.
Το καπιταλιστικό σύστημα καταργήθηκε στην πράξη, με τα εργοστάσια και τα ορυχεία να περιέρχονται σε εργατικό έλεγχο: νέες δομές εκπαίδευσης δημιουργήθηκαν, βασισμένες στα γραφτά του αναρχικού Φρανσίσκο Φερέρ. Στην οικονομία, εφαρμόστηκαν οι ιδέες του Κροπότκιν για την ελεύθερη ανταλλαγή προϊόντων μεταξύ των αγροτικών και των αστικών κοινοτήτων. Και, στο πρώτο «Ναμπάτ», το Συνέδριο των αναρχικών σοβιέτ απέρριψε οριστικά τις έννοιες των πολιτικών κομμάτων, όλων των μορφών δικτατορίας (περιλαμβανομένης και εκείνης του προλεταριάτου) και της κεντρικής κυβέρνησης, ενώ διακήρυξε ως μοναδική αρχή την εργατική και αγροτική αυτοδιαχείριση. Ενα νέο κοινωνικό πρότυπο είχε εγκαθιδρυθεί, κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες: δεκαετίες αργότερα, οι Ισπανοί αναρχικοί θα αντέγραφαν πολλές από τις μαχνοφικές δομές στο δικό τους πείραμα για «Γη και Ελευθερία».
Ομως από την πρώτη στιγμή η αναρχική ουτοπία του Μάχνο βρέθηκε σε θανάσιμο κίνδυνο, αφού βρέθηκε το 1919 να πολεμά ταυτόχρονα τους Λευκούς αντεπαναστάτες του ναυάρχου Αντόν Ντενίκιν και τον τακτικό συμμαχικό στρατό της Αντάντ -μεταξύ των οποίων και ¨Ελληνες- που αποβιβάστηκε στη Σεβαστούπολη, αλλά και τον Κόκκινο Στρατό των μπολσεβίκων του Λένιν και του Τρότσκι, τους οποίους οι μαχνοφικοί αποκαλούσαν ανοιχτά «δικτάτορες». Μετά την αποστασία χιλιάδων μπολσεβίκων μαχητών της Κριμαίας, ο Λένιν χαρακτήρισε δημόσια «ληστές» και «αντεπαναστάτες» τους αναρχικούς αντάρτες της Ουκρανίας, και οι εχθροπραξίες μεταξύ Κόκκινων και Μαύρων ήταν αδιάκοπες.
Ενώ οι επαναστάτες αλληλοσφάζονταν, μεγάλα κομμάτια της Ελεύθερης Περιοχής καταλήφθηκαν από τους Λευκούς, που προέλαυναν προς τη Μόσχα: όμως την κρίσιμη στιγμή, με έναν εντυπωσιακό τακτικό ελιγμό, οι δυνάμεις του Μάχνο που υποχωρούσαν άτακτα εξαπέλυσαν μια δραματική νυχτερινή αντεπίθεση, τσακίζοντας τα μετόπισθεν του Ντενίκιν και ανακαταλαμβάνοντας όλη σχεδόν τη Νότια Ουκρανία. Πολλοί ιστορικοί εκτιμούν ότι η αντάρτικη ιδιοφυΐα του Μάχνο και η παλικαριά των αναρχικών μαχητών του, και ιδιαίτερα του άτακτου παρτιζάνικου ιππικού «έσωσε» τους μπολσεβίκους από τον αφανισμό. Σε «αντάλλαγμα», ο Τρότσκι –ως κομισάριος του Κόκκινου Στρατού- όχι μόνο αρνήθηκε να ανεφοδιάσει με όπλα και πυρομαχικά τους «συμμάχους» -το μόνιμο πρόβλημα των αναρχικών-, αλλά προσπάθησε δύο φορές να δολοφονήσει τον Μάχνο, ενώ το 1920 διέταξε 20.000 στρατιώτες να διαλύσουν τον Μαύρο Στρατό, που μαστιζόταν τότε από επιδημία τύφου.
Ανακωχή
Ο Μάχνο κατάφερε να γλιτώσει από το ύπουλο φονικό, αλλά το πλήγμα στον Μαύρο Στρατό δεν υπήρχε περίπτωση να γιατρευτεί: η Ελεύθερη Περιοχή πλημμύρισε από άνδρες του Κόκκινου Στρατού και από τις «Ειδικές Τιμωρητικές Ταξιαρχίες» της μυστικής αστυνομίας, της Τσεκά, που εκτέλεσαν, φυλάκισαν ή εξόρισαν χιλιάδες αναρχικούς και «συμπαθούντες». Τον Αύγουστο του 1921, όλα είχαν τελειώσει: ο Μάχνο, ύστερα από μια πραγματική οδύσσεια, κατέφυγε στο Παρίσι.
Ο «μπατ’κο» δούλεψε τα τελευταία χρόνια της ζωής του ως απλός εργάτης και πέθανε από φυματίωση στα 45 του μόλις χρόνια, αφού πρώτα πρόλαβε να δει το έργο της ζωής του να δαιμονοποιείται από τη σταλινική προπαγάνδα –αλλά και από ορισμένους διάσημους αναρχικούς, όπως ο Μαλατέστα και ο (πρώην υμνητής του) Βολιν- ως ενέργειες τυχοδιωκτών και «κατσαπλιάδων»… Όμως η κληρονομιά του επέζησε και η μαύρη σημαία των «Μαχνοβίτσκι» κυμάτισε ξανά στην Ισπανία, αλλά και στις παρτιζάνικες αντιφασιστικές ομάδες του Β΄Παγκοσμίου.
Γιώργος Τσιάρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου