Υπήρξε ο Ιησούς ιστορικό πρόσωπο; Είναι τα τέσσερα γνωστά Ευαγγέλια των σχολαστικών χριστιανών κίβδηλα ή τα υπόλοιπα που αφόρισε ως αιρετικά η σύνοδος της Νίκαιας το 325 Ν.χ; Μήπως η «νέα» θρησκεία που κατέστρεψε deprofundis τον αρχαίο κόσμο, θα έπρεπε να ονομάζεται, κατά το ορθότερον, παυλικιανισμός[1]; Όχι, δεν δύναται ν’ αναλυθούν τόσο σημαντικά ζητήματα σε λίγες μόνον σελίδες∙ αλοίμονο αν πιστεύαμε κάτι τέτοιο. Ωστόσο, θεωρούμε σημαίνουσα κάθε μικρή ή μεγάλη προσπάθεια να ειδωθεί το σύνολο των αμφιλεγόμενων ζητημάτων απροκατάληπτα και με γνώμονα, βεβαίως, την αναζήτηση της αλήθειας∙ διότι, σε πείσμα της πολιτικής και των εργολάβων της, η αλήθεια πάντοτε θα λειτουργεί απελευθερωτικά.
Απ’ την στιγμή, λοιπόν, που η «νέα» θρησκεία, μεταλλάχθηκε βαθμηδόν σε αυστηρό δόγμα, κατόρθωσε να καθιερώσει έναν συγκεκριμένο κώδικα συμπεριφοράς και έναν τρόπο ζωής όχι μόνο στην τότε ρωμαϊκή αυτοκρατορία (κατόπιν μετονομαζόμενη σε βυζαντινή εν μέρει αυθαίρετα απ’ τους μελετητές), αλλά και στις σύγχρονες κοινωνίες. Αποτέλεσε και αποτελεί ένα ρυθμιστικό σύστημα εξουσίας. Όλο αυτό το δόγμα, όμως, ξεπέρασε τον ίδιο τον Χριστό ως φυσική παρουσία. Η ζωή του μοιάζει να αποτέλεσε τη συνέχεια σε ένα πνευματικό μονοπάτι που άνοιξαν κι άλλοι πριν από αυτόν, όπως ο Βούδας και ο Σωκράτης και συνέχισαν άλλοι άμα το πέρας του βίου του. Οι αλήθειες που ο ίδιος με συνέπεια υπηρέτησε διαστρεβλώθηκαν, προκειμένου να μετατραπεί η διδασκαλία του σε αυτό που θα λειτουργούσε συμβιβαστικά με την εξουσία. Η φυσική του παρουσία έπρεπε να εξοντωθεί το συντομότερο, προκειμένου οι «πατέρες της εκκλησίας» να προλάβουν να κάνουν μια ακίνδυνη αφήγηση όσα κήρυσσε, πριν να είναι αργά για τη ρωμαϊκή εξουσία.
Ωστόσο, ο Χριστός ακολούθησε το πνευματικό μονοπάτι πολλών εκ των παλαιότερων θρησκειών, που είχαν εμφανιστεί πριν από αυτόν, ενσωματώνοντας μια γνώση που ζητούσε απ’ τον άνθρωπο όχι να απαρνηθεί τα εγκόσμια, όχι να λατρέψει το πνεύμα και να αμελήσει το σώμα, όχι απλώς να νηστεύει και να προσεύχεται, μουρμουρίζοντας λόγια που δεν κατανοεί, αλλά να νιώσει κομμάτι του σύμπαντος, να ενώσει το ένα με το όλον, να πάθει και να μοιραστεί, να αγαπήσει και να αγαπηθεί ψυχή και σώματι. Με άλλα λόγια να βιώσει τη ζωή πνευματικά και σωματικά, χωρίς τύψεις, ελεύθερα. Η ενοχή προστέθηκε κατόπιν και λειτούργησε κατασταλτικά για τα βαθύτερα και εσώτερα ιερά της ανθρώπινης φύσης, γεννώντας διαστρεβλώσεις και ηθικισμούς του υπερ-εγώ.
Οι Peter Gandy και Timothy Freke, στο έργο τους «Τα μυστήρια του Ιησού»(ιστορικό δοκίμιο) αναφέρουν τα παρακάτω:
Ο Ιάμβλιχος στο έργο του «Πυθαγόρου βίος» ισχυρίζεται πως τ’ αναρίθμητα θαύματα του Πυθαγόρα περιελάμβαναν «το καταλάγιασμα των κυμάτων των ποταμών και των θαλασσών, για να μπορούν να περνούν οι μαθητές του εύκολα πάνω από αυτά». Κατά το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, ο Ιησούς έκανε το ίδιο θαύμα για χάρη των μαθητών του στη θάλασσα της Γαλιλαίας. Αυτό το θαύμα ήταν σαφώς μέρος των θρυλικών βιογραφιών πολλών παγανιστών θαυματοποιών, γιατί ο Ιάμβλιχος προσθέτει: «Τη δύναμη να πραγματοποιούν τέτοιου είδους θαύματα την κατείχαν ο Εμπεδοκλής απ’ τον Ακράγαντα, ο Επιμενίδης από την Κρήτη κι ο Άβαρις ο Υπερβόρειος και τα πραγματοποιούσαν σε πολλά μέρη». […]
Σε αναπαραστάσεις αγγείων ο Διόνυσος απεικονίζεται επίσης εποχούμενος όνου, ο οποίος τον οδηγεί στα πάθη του. Ο Αριστοφάνης γράφει για τον «γάιδαρο που κουβαλούσε τα Μυστήρια». Όταν το πλήθος των προσκυνητών, στην Αθήνα, βάδιζε στην Ιερά Οδό με κατεύθυνση προς την Ελευσίνα για τον εορτασμό των Μυστηρίων, ένας γάιδαρος κουβαλούσε ένα πανέρι με τα ιερά σύνεργα, με τα οποία συνήθιζαν να κατασκευάζουν το είδωλο του Διονύσου, ενώ το πλήθος επαινούσε με ιαχές τον Διόνυσο και κουνούσε κλαδιά. […]
Όπως ο Ιησούς, αρνούμενος να συμβιβαστεί με τους διώκτες του και δείχνοντας να επιζητεί τον θάνατό του, έτσι και ο Σωκράτης προσφέρεται να πληρώσει μια μνα, ποσό εξευτελιστικό, αναγκάζοντας έτσι τις Αρχές να του επιβάλλουν την ποινή του θανάτου.
Κάποιοι από τους μαθητές του Σωκράτη προθυμοποιήθηκαν να πληρώσουν «τριάντα ασημένια νομίσματα» γι’ αυτόν, αλλά αυτό θα σήμαινε προδοσία για τον Σωκράτη, που επιθυμούσε να μείνει πιστός στις αρχές του. Αυτό το θέμα παρουσιάζεται στα Ευαγγέλια ως «τα τριάντα αργύρια» που έλαβε ο Ιούδας, για να προδώσει τον Ιησού. Ο Σωκράτης θανατώνεται, πίνοντας κώνειο. Στον κήπο της Γεσθημανή, όταν αναλογίζεται την επικείμενη θανάτωσή του, ο Ιησούς προσεύχεται: «Πάτερ μου, εἰ δυνατό ἐστί ἀπελθέτω ἀπ’ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο». Ο Σωκράτης ήταν άφοβος μπροστά στον θάνατο, γιατί του είχαν πει στο όνειρό του πως θα αναγεννιόταν τρεις μέρες μετά το θάνατό του.[2] Το ίδιο και ο Ιησούς, πάει στο θάνατο μ’ εμπιστοσύνη και προλέγει πως σε τρεις μέρες θ’ αναστηθεί. […]
Όπως και στον χριστιανισμό, έτσι και στα Μυστήρια του Μίθρα, οι συμμετέχοντες έπρεπε να διανύσουν μια μακρά περίοδο προετοιμασίας, για να τους επιτραπεί να λάβουν μέρος στην «αγία κοινωνία». Κι αυτό που τους προσφερόταν ήταν ένα μείγμα νερού, οίνου και άρτου ή συμπυκνωμένες όστιες, που έφεραν το σημείο του σταυρού! Δεν είναι ν’ απορεί κανείς που ο καημένος ο Ιουστίνος βρήκε αυτήν την παγανιστική αγία κοινωνία τόσο ενοχλητική. Σε μια επιγραφή αναφέρεται: «Όποιος δε φάει το σώμα και δεν πιει το αίμα μου, ώστε να γίνει ένα μαζί μου κι εγώ μ’ αυτόν, δεν θα γνωρίσει την σωτηρία».
Αυτό μπορεί ν’ ακούγεται βιβλικό, σαν λόγια που ειπώθηκαν από τον ίδιο τον Ιησού, αλλά στην πραγματικότητα είναι ο Μίθρας που μιλάει! Κι όμως είναι παρόμοια με την περικοπή του Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, όπου ο Ιησούς αναγγέλλει ομοίως: «Ἁμήν λέγω ὑμῖν, ἐάν μὴ φἀγητε τὴν σάρκα τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωήν ἐν ἑαυτοῖς. Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει κἀγώ ἐν αὐτῷ». […]
Ο Βίλχεμ Ράιχ, στο έργο του «Η δολοφονία του Χριστού» τον παρουσιάζει κατά μία έννοια ως έναν σαμάνο, ως ένα πνεύμα που ενώθηκε με το σύμπαν, ως έναν άνθρωπο, που νίκησε κάθε κοινωνική σύμβαση, που δεν ήταν αιχμάλωτος του πολιτισμικού υπερ-εγώ, δίχως καμία προσποιητή μάσκα, για να επικοινωνεί με τους ανθρώπους. Σαν ένας σοφός ινδιάνος, βιώνει τη ζωή και νικά τον θάνατο, όχι με θεαματικές αναλήψεις, αλλά με την ενσωμάτωση στο φυσικό σύμπαν. Από αυτή την άποψη, όπως υποστήριζαν και οι ινδιάνοι, ο θεός βρίσκεται παντού. Ο Βίλχεμ Ράιχ, λοιπόν, λέει τα εξής:
Ο Χριστός δεν παριστάνει τον άγιο. Απλώς ζούσε μ’ έναν τρόπο, που οι συνάνθρωποί του νόμιζαν ότι ήταν πραγματικά τρόπος ζωής αγίου. Μήπως τα λουλούδια «παριστάνουν» ότι είναι λουλούδια, μήπως τα ελάφια παριστάνουν ότι είναι ελάφια; Μήπως τα λουλούδια ή τα ελάφια διακηρύσσουν πως είναι λουλούδια ή ελάφια; Είναι ό,τι είναι. Ζουν και λειτουργούν όπως είναι φτιαγμένα. Υπάρχουν, υφίστανται συνέχεια, χωρίς καμία επιπλέον σκέψη ή απορία. Αν κάποιος έλεγε σ’ ένα λουλούδι ή σ’ ένα ελάφι: «Είσαι τόσο ωραίο, τόσο όμορφο, είσαι λουλούδι ή ελάφι», τότε αυτό θα τον κοίταζε με μεγάλη απορία: «τι θέλεις να πεις; Δεν καταλαβαίνω. Φυσικά είμαι λουλούδι ή ελάφι. Το άλλο μπορούσα να ’μαι;
Και οι κρυφοί θαυμαστές δεν θα καταλάβαιναν αυτό που θα προσπαθούσε να τους πει το ελάφι ή το λουλούδι. Θα συνέχιζαν ν’ απορούν για το θαύμα. Θα συνέχιζαν να θέλουν να γίνουν σαν το λουλούδι ή το ελάφι. Τελικά θα ’κοβαν το λουλούδι και θα σκότωναν το ελάφι. Αυτό είναι αναπόφευκτη συνέπεια της όλης διευθέτησης των πραγμάτων, όπως έχουν στην πραγματικότητα. […]
Ο Χριστός αγαπάει τους ανθρώπους, ζει μόνος. Αυτοί που μισούν τους εαυτούς τους και τους άλλους, ζουν μόνοι και ξεχασμένοι ανάμεσα σε μεγάλες παρέες. […]
Σε συμφωνία με όλη την οργανισμική του αρμονία, ο Χριστός διαθέτει τη δύναμη της ΠΙΣΤΗΣ: Βασίζεται στις αισθήσεις του. Είναι σ’ επαφή μ’ ό,τι συμβαίνει γύρω του. Γνωρίζει το σώμα του στην εντέλεια και δεν έχει επάνω του ούτε ίχνος ανικανοποίητης, μοχθηρής σάρκας, που να την κουβαλάει μαζί του, καμουφλαρισμένη. Δεν «προσπαθεί» να κάνει πράγματα: τα ΚΑΝΕΙ. Διαθέτει όλη τη δύναμη της θεϊκής ζωικής ενέργειας. Καταλαβαίνει τα πουλιά και ξέρει πώς να ξεχωρίζει έναν κόκκο σίκαλης από έναν κόκκο σιταριού. […]
Για κάποιον που δεν βλέπει παρά μόνο τα φαινόμενα, θα ήταν απορίας άξιον πώς είναι δυνατόν ο χριστιανισμός, μια τόσο απαρχαιωμένη θρησκεία[3], σε μια μηχανικά και τεχνολογικά προσανατολισμένη κοινωνία να συνεχίζει να αποτελεί ρυθμιστικό κοινωνικό παράγοντα. Όχι απλώς δεν υπάρχει αντίφαση σε αυτή την πραγματικότητα, αλλά ίσα-ίσα λειτουργεί λογικά. Αφ’ ενός, στη μάχη μεταξύ επιστήμης και θρησκείας, όσο κι αν φαίνεται ότι επικράτησε η επιστήμη, επικράτησε η θρησκεία με νέο πρόσωπο. Αφ’ ετέρου, ο χριστιανισμός ως επίσημη κρατική θρησκεία ουδεμία σχέση έχει με τον Χριστό και την πνευματική του πορεία, όπως την περιγράψαμε παραπάνω. Στο παρόν κείμενο το ζητούμενο δεν ήταν να διερευνήσουμε αν ο Χριστός ήταν ή όχι άνθρωπος ή θεός, ιστορικό πρόσωπο ή όχι. Για μας σημασία έχει το μονοπάτι της ελευθερίας και η διάσωση στη μνήμη όσων τόλμησαν με τον τρόπο τους να το βαδίσουν.
[1] Στο έργο του Ο Αντίχριστος, Φρίντριχ Νίτσε χαρακτηρίζει τον επικρατούντα γνωστικό χριστιανισμό ως «χριστιανισμό του Παύλου».
[2]Ο Σωκράτης λέει στον Κρίτωνα, στον ομώνυμο διάλογο (Κρίτων, 44, 10b), ότι είδε ένα όνειρο: μια γυναίκα πολύ όμορφη με λευκά ρούχα τον πλησίασε και του είπε ότι φτάνουν σε τρεις μέρες στην εύφορη Φθία. Η αναφορά στη Φθία παραπέμπει στην Ιλιάδα (Ι 363-64), καθώς ο Σωκράτης ταυτίζει έτσι τον εαυτό του με τον Αχιλλέα. Υπαινίσσεται μια ορφική αντίληψη για τον θάνατο, όπου υπάρχει ένας άλλος κόσμος, απαλλαγμένος από τις δυστυχίες της ζωής.
[3]«Δύο χιλιετίες σχεδόν και ούτε ένας νέος Θεός!» γράφει ο οργισμένος ο Νίτσε στον Αντίχριστο, περιπαίζοντας με σαρκασμό το χριστιανικό δόγμα.
Απ’ την στιγμή, λοιπόν, που η «νέα» θρησκεία, μεταλλάχθηκε βαθμηδόν σε αυστηρό δόγμα, κατόρθωσε να καθιερώσει έναν συγκεκριμένο κώδικα συμπεριφοράς και έναν τρόπο ζωής όχι μόνο στην τότε ρωμαϊκή αυτοκρατορία (κατόπιν μετονομαζόμενη σε βυζαντινή εν μέρει αυθαίρετα απ’ τους μελετητές), αλλά και στις σύγχρονες κοινωνίες. Αποτέλεσε και αποτελεί ένα ρυθμιστικό σύστημα εξουσίας. Όλο αυτό το δόγμα, όμως, ξεπέρασε τον ίδιο τον Χριστό ως φυσική παρουσία. Η ζωή του μοιάζει να αποτέλεσε τη συνέχεια σε ένα πνευματικό μονοπάτι που άνοιξαν κι άλλοι πριν από αυτόν, όπως ο Βούδας και ο Σωκράτης και συνέχισαν άλλοι άμα το πέρας του βίου του. Οι αλήθειες που ο ίδιος με συνέπεια υπηρέτησε διαστρεβλώθηκαν, προκειμένου να μετατραπεί η διδασκαλία του σε αυτό που θα λειτουργούσε συμβιβαστικά με την εξουσία. Η φυσική του παρουσία έπρεπε να εξοντωθεί το συντομότερο, προκειμένου οι «πατέρες της εκκλησίας» να προλάβουν να κάνουν μια ακίνδυνη αφήγηση όσα κήρυσσε, πριν να είναι αργά για τη ρωμαϊκή εξουσία.
Ωστόσο, ο Χριστός ακολούθησε το πνευματικό μονοπάτι πολλών εκ των παλαιότερων θρησκειών, που είχαν εμφανιστεί πριν από αυτόν, ενσωματώνοντας μια γνώση που ζητούσε απ’ τον άνθρωπο όχι να απαρνηθεί τα εγκόσμια, όχι να λατρέψει το πνεύμα και να αμελήσει το σώμα, όχι απλώς να νηστεύει και να προσεύχεται, μουρμουρίζοντας λόγια που δεν κατανοεί, αλλά να νιώσει κομμάτι του σύμπαντος, να ενώσει το ένα με το όλον, να πάθει και να μοιραστεί, να αγαπήσει και να αγαπηθεί ψυχή και σώματι. Με άλλα λόγια να βιώσει τη ζωή πνευματικά και σωματικά, χωρίς τύψεις, ελεύθερα. Η ενοχή προστέθηκε κατόπιν και λειτούργησε κατασταλτικά για τα βαθύτερα και εσώτερα ιερά της ανθρώπινης φύσης, γεννώντας διαστρεβλώσεις και ηθικισμούς του υπερ-εγώ.
Οι Peter Gandy και Timothy Freke, στο έργο τους «Τα μυστήρια του Ιησού»(ιστορικό δοκίμιο) αναφέρουν τα παρακάτω:
Ο Ιάμβλιχος στο έργο του «Πυθαγόρου βίος» ισχυρίζεται πως τ’ αναρίθμητα θαύματα του Πυθαγόρα περιελάμβαναν «το καταλάγιασμα των κυμάτων των ποταμών και των θαλασσών, για να μπορούν να περνούν οι μαθητές του εύκολα πάνω από αυτά». Κατά το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, ο Ιησούς έκανε το ίδιο θαύμα για χάρη των μαθητών του στη θάλασσα της Γαλιλαίας. Αυτό το θαύμα ήταν σαφώς μέρος των θρυλικών βιογραφιών πολλών παγανιστών θαυματοποιών, γιατί ο Ιάμβλιχος προσθέτει: «Τη δύναμη να πραγματοποιούν τέτοιου είδους θαύματα την κατείχαν ο Εμπεδοκλής απ’ τον Ακράγαντα, ο Επιμενίδης από την Κρήτη κι ο Άβαρις ο Υπερβόρειος και τα πραγματοποιούσαν σε πολλά μέρη». […]
Σε αναπαραστάσεις αγγείων ο Διόνυσος απεικονίζεται επίσης εποχούμενος όνου, ο οποίος τον οδηγεί στα πάθη του. Ο Αριστοφάνης γράφει για τον «γάιδαρο που κουβαλούσε τα Μυστήρια». Όταν το πλήθος των προσκυνητών, στην Αθήνα, βάδιζε στην Ιερά Οδό με κατεύθυνση προς την Ελευσίνα για τον εορτασμό των Μυστηρίων, ένας γάιδαρος κουβαλούσε ένα πανέρι με τα ιερά σύνεργα, με τα οποία συνήθιζαν να κατασκευάζουν το είδωλο του Διονύσου, ενώ το πλήθος επαινούσε με ιαχές τον Διόνυσο και κουνούσε κλαδιά. […]
Όπως ο Ιησούς, αρνούμενος να συμβιβαστεί με τους διώκτες του και δείχνοντας να επιζητεί τον θάνατό του, έτσι και ο Σωκράτης προσφέρεται να πληρώσει μια μνα, ποσό εξευτελιστικό, αναγκάζοντας έτσι τις Αρχές να του επιβάλλουν την ποινή του θανάτου.
Κάποιοι από τους μαθητές του Σωκράτη προθυμοποιήθηκαν να πληρώσουν «τριάντα ασημένια νομίσματα» γι’ αυτόν, αλλά αυτό θα σήμαινε προδοσία για τον Σωκράτη, που επιθυμούσε να μείνει πιστός στις αρχές του. Αυτό το θέμα παρουσιάζεται στα Ευαγγέλια ως «τα τριάντα αργύρια» που έλαβε ο Ιούδας, για να προδώσει τον Ιησού. Ο Σωκράτης θανατώνεται, πίνοντας κώνειο. Στον κήπο της Γεσθημανή, όταν αναλογίζεται την επικείμενη θανάτωσή του, ο Ιησούς προσεύχεται: «Πάτερ μου, εἰ δυνατό ἐστί ἀπελθέτω ἀπ’ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο». Ο Σωκράτης ήταν άφοβος μπροστά στον θάνατο, γιατί του είχαν πει στο όνειρό του πως θα αναγεννιόταν τρεις μέρες μετά το θάνατό του.[2] Το ίδιο και ο Ιησούς, πάει στο θάνατο μ’ εμπιστοσύνη και προλέγει πως σε τρεις μέρες θ’ αναστηθεί. […]
Όπως και στον χριστιανισμό, έτσι και στα Μυστήρια του Μίθρα, οι συμμετέχοντες έπρεπε να διανύσουν μια μακρά περίοδο προετοιμασίας, για να τους επιτραπεί να λάβουν μέρος στην «αγία κοινωνία». Κι αυτό που τους προσφερόταν ήταν ένα μείγμα νερού, οίνου και άρτου ή συμπυκνωμένες όστιες, που έφεραν το σημείο του σταυρού! Δεν είναι ν’ απορεί κανείς που ο καημένος ο Ιουστίνος βρήκε αυτήν την παγανιστική αγία κοινωνία τόσο ενοχλητική. Σε μια επιγραφή αναφέρεται: «Όποιος δε φάει το σώμα και δεν πιει το αίμα μου, ώστε να γίνει ένα μαζί μου κι εγώ μ’ αυτόν, δεν θα γνωρίσει την σωτηρία».
Αυτό μπορεί ν’ ακούγεται βιβλικό, σαν λόγια που ειπώθηκαν από τον ίδιο τον Ιησού, αλλά στην πραγματικότητα είναι ο Μίθρας που μιλάει! Κι όμως είναι παρόμοια με την περικοπή του Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, όπου ο Ιησούς αναγγέλλει ομοίως: «Ἁμήν λέγω ὑμῖν, ἐάν μὴ φἀγητε τὴν σάρκα τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωήν ἐν ἑαυτοῖς. Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει κἀγώ ἐν αὐτῷ». […]
Ο Βίλχεμ Ράιχ, στο έργο του «Η δολοφονία του Χριστού» τον παρουσιάζει κατά μία έννοια ως έναν σαμάνο, ως ένα πνεύμα που ενώθηκε με το σύμπαν, ως έναν άνθρωπο, που νίκησε κάθε κοινωνική σύμβαση, που δεν ήταν αιχμάλωτος του πολιτισμικού υπερ-εγώ, δίχως καμία προσποιητή μάσκα, για να επικοινωνεί με τους ανθρώπους. Σαν ένας σοφός ινδιάνος, βιώνει τη ζωή και νικά τον θάνατο, όχι με θεαματικές αναλήψεις, αλλά με την ενσωμάτωση στο φυσικό σύμπαν. Από αυτή την άποψη, όπως υποστήριζαν και οι ινδιάνοι, ο θεός βρίσκεται παντού. Ο Βίλχεμ Ράιχ, λοιπόν, λέει τα εξής:
Ο Χριστός δεν παριστάνει τον άγιο. Απλώς ζούσε μ’ έναν τρόπο, που οι συνάνθρωποί του νόμιζαν ότι ήταν πραγματικά τρόπος ζωής αγίου. Μήπως τα λουλούδια «παριστάνουν» ότι είναι λουλούδια, μήπως τα ελάφια παριστάνουν ότι είναι ελάφια; Μήπως τα λουλούδια ή τα ελάφια διακηρύσσουν πως είναι λουλούδια ή ελάφια; Είναι ό,τι είναι. Ζουν και λειτουργούν όπως είναι φτιαγμένα. Υπάρχουν, υφίστανται συνέχεια, χωρίς καμία επιπλέον σκέψη ή απορία. Αν κάποιος έλεγε σ’ ένα λουλούδι ή σ’ ένα ελάφι: «Είσαι τόσο ωραίο, τόσο όμορφο, είσαι λουλούδι ή ελάφι», τότε αυτό θα τον κοίταζε με μεγάλη απορία: «τι θέλεις να πεις; Δεν καταλαβαίνω. Φυσικά είμαι λουλούδι ή ελάφι. Το άλλο μπορούσα να ’μαι;
Και οι κρυφοί θαυμαστές δεν θα καταλάβαιναν αυτό που θα προσπαθούσε να τους πει το ελάφι ή το λουλούδι. Θα συνέχιζαν ν’ απορούν για το θαύμα. Θα συνέχιζαν να θέλουν να γίνουν σαν το λουλούδι ή το ελάφι. Τελικά θα ’κοβαν το λουλούδι και θα σκότωναν το ελάφι. Αυτό είναι αναπόφευκτη συνέπεια της όλης διευθέτησης των πραγμάτων, όπως έχουν στην πραγματικότητα. […]
Ο Χριστός αγαπάει τους ανθρώπους, ζει μόνος. Αυτοί που μισούν τους εαυτούς τους και τους άλλους, ζουν μόνοι και ξεχασμένοι ανάμεσα σε μεγάλες παρέες. […]
Σε συμφωνία με όλη την οργανισμική του αρμονία, ο Χριστός διαθέτει τη δύναμη της ΠΙΣΤΗΣ: Βασίζεται στις αισθήσεις του. Είναι σ’ επαφή μ’ ό,τι συμβαίνει γύρω του. Γνωρίζει το σώμα του στην εντέλεια και δεν έχει επάνω του ούτε ίχνος ανικανοποίητης, μοχθηρής σάρκας, που να την κουβαλάει μαζί του, καμουφλαρισμένη. Δεν «προσπαθεί» να κάνει πράγματα: τα ΚΑΝΕΙ. Διαθέτει όλη τη δύναμη της θεϊκής ζωικής ενέργειας. Καταλαβαίνει τα πουλιά και ξέρει πώς να ξεχωρίζει έναν κόκκο σίκαλης από έναν κόκκο σιταριού. […]
Για κάποιον που δεν βλέπει παρά μόνο τα φαινόμενα, θα ήταν απορίας άξιον πώς είναι δυνατόν ο χριστιανισμός, μια τόσο απαρχαιωμένη θρησκεία[3], σε μια μηχανικά και τεχνολογικά προσανατολισμένη κοινωνία να συνεχίζει να αποτελεί ρυθμιστικό κοινωνικό παράγοντα. Όχι απλώς δεν υπάρχει αντίφαση σε αυτή την πραγματικότητα, αλλά ίσα-ίσα λειτουργεί λογικά. Αφ’ ενός, στη μάχη μεταξύ επιστήμης και θρησκείας, όσο κι αν φαίνεται ότι επικράτησε η επιστήμη, επικράτησε η θρησκεία με νέο πρόσωπο. Αφ’ ετέρου, ο χριστιανισμός ως επίσημη κρατική θρησκεία ουδεμία σχέση έχει με τον Χριστό και την πνευματική του πορεία, όπως την περιγράψαμε παραπάνω. Στο παρόν κείμενο το ζητούμενο δεν ήταν να διερευνήσουμε αν ο Χριστός ήταν ή όχι άνθρωπος ή θεός, ιστορικό πρόσωπο ή όχι. Για μας σημασία έχει το μονοπάτι της ελευθερίας και η διάσωση στη μνήμη όσων τόλμησαν με τον τρόπο τους να το βαδίσουν.
σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση
[1] Στο έργο του Ο Αντίχριστος, Φρίντριχ Νίτσε χαρακτηρίζει τον επικρατούντα γνωστικό χριστιανισμό ως «χριστιανισμό του Παύλου».
[2]Ο Σωκράτης λέει στον Κρίτωνα, στον ομώνυμο διάλογο (Κρίτων, 44, 10b), ότι είδε ένα όνειρο: μια γυναίκα πολύ όμορφη με λευκά ρούχα τον πλησίασε και του είπε ότι φτάνουν σε τρεις μέρες στην εύφορη Φθία. Η αναφορά στη Φθία παραπέμπει στην Ιλιάδα (Ι 363-64), καθώς ο Σωκράτης ταυτίζει έτσι τον εαυτό του με τον Αχιλλέα. Υπαινίσσεται μια ορφική αντίληψη για τον θάνατο, όπου υπάρχει ένας άλλος κόσμος, απαλλαγμένος από τις δυστυχίες της ζωής.
[3]«Δύο χιλιετίες σχεδόν και ούτε ένας νέος Θεός!» γράφει ο οργισμένος ο Νίτσε στον Αντίχριστο, περιπαίζοντας με σαρκασμό το χριστιανικό δόγμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου