«Ο κόσμος να γίνει εικόνα. Αυτή θα είναι η τελευταία ζωή των ανθρώπων να τους σκεπάσει μια εικόνα […] Αλλού οι τοίχοι εξογκώνονταν και εξείχαν σα να γεννούσαν αγάλματα κι άμορφα ακόμα που μόλις σχηματίζονταν, εκρέμονταν από τους τοίχους […]».
Γιώργος Χειμωνάς, «Οι χτίστες»
Τι είναι τελικά ένα μουσείο; Είναι τα αγάλματα και οι πίνακες, τα μικρά και μεγάλα εκθέματα που γεμίζουν τις γυάλινες προθήκες; Μήπως είναι οι κρύες αίθουσες με τα ψηλά ταβάνια και τις περίτεχνες ροζέτες; Μάλλον όχι. Κάθε μουσείο, είναι ένα μνημείο της μούσας∙ της αθάνατης κόρης που ο πολιτισμός τής φόρτωσε το έλλειμμα χάριτος που έφερε απ’ τα γεννοφάσκια του. Η κόρη όμως γέρασε. Αβάσταχτο το φορτίο του πολιτισμού, βλέπεις. Πολύς ο πόνος, μεγάλη η απάτη. Και σαν γριά ντυμένη την απόγνωση, κάνει πρόβα την κάθοδο στον Άδη. Ό,τι απατηλό όμως πεθαίνει∙ επαναλαμβάνει την έλλειψη της ουσίας του ως απουσία μνήμης. Και η μνήμη δεν έχει γεωμετρία. Ούτε αρχιτεκτονική. Σου καίει το πρόσωπο, αν την ευτελίσεις. Παίρνει την αξιοπρέπεια για υποδεκάμετρο και σου κοκκινίζει τα χέρια. Δροσίζεται μόνο από καθαρές πηγές σαν ελεύθερο άτι. Περπατά ευθυτενής και περήφανη μέσα απ’ τα συντρίμμια του πανδαμάτορα χρόνου. Ό,τι δεν χωρά στις καρδιές των ανθρώπων γίνεται ατσάλι και σκυρόδεμα. Γλιστρά απ’ την θέρμη της σάρκας για να χαθεί για πάντα στον θόρυβο. Το μνημείο δεν είναι μνήμη. Η ανεμπόδιστη θύμηση δεν χρειάζεται μυστρί και σαούλι για να συμβεί.
Στα μάτια των αγαλμάτων δεν υπάρχουν οι χοροί της πρώτης νιότης∙ αυτοί χάθηκαν για πάντα, γιατί το καλέμι δεν είναι παλλόμενες λέξεις. Το πεντελικό τους μάρμαρο είναι λευκό, όσο και τα κόκκαλα των εικονιζόμενων. Οι σκέψεις, η τρυφερότητα, το θάρρος και η αλήθεια τους δεν υπάρχει στις γραμμώσεις της κοιλιάς τους∙ αυτή παραμένει σκληρή και άκαμπτη όσο η εξουσία και ο πολιτισμός∙ οι δυο αυτοί απάνθρωποι γλύπτες, που η σμίλη τους φορμάρει πέτρα και σάρκες. Και το εργαστήρι τους έγινε μέσα απ’ τους αιώνες πορφυρό σφαγείο∙ απ’ τα τσιγκέλια του κρέμονται άνθρωποι και όνειρα, φύση και ελευθερία. Τ’ αγάλματα όμως είναι στ’ αλήθεια κόκκινα∙ από αίμα και ντροπή. Ο τρόπος που τα βλέπουμε είναι λευκός. Τα συναισθήματά μας για την παρουσία τους είναι λευκά. Έτσι και αλλιώς ο θαυμασμός δεν έχει χρώμα. Μόνο ένα άνοστο μεγαλείο, που ενδιαφέρει αποκλειστικά όσους τρέφονται απ’ αυτό∙ το κράτος και την εξουσία.
Θα είχε ωστόσο «ενδιαφέρον» ένα μουσείο διαφορετικό απ’ τα συνηθισμένα. Όχι με πίνακες και αγάλματα, αλλά με «αναπαραστάσεις» και «ομοιώματα» μιας απόκοσμης, avant-garde τεχνοτροπίας. Σε έναν αδρά εκμηχανισμένο και ψηφιοποιημένο κόσμο το σύνολο των ανθρωπίνων σχέσεων δεν θα έχει χώρο παρά μόνο στα μουσεία. Καλαίσθητοι, λοιπόν, ηθοποιοί σε ρόλους που θα αναδύουν άρωμα «αρχέτυπης ανθρωπιάς» θα υποδύονται ανθρώπους που αγαπιούνται, συμπονούν, ενδιαφέρονται, ερωτεύονται. Και ο/η ξεναγός, με ύφος κουρδιστής κούκλας, θα σουλατσάρει μαζί με τα γκρουπ τουριστών από αίθουσα σε αίθουσα και με στόμφο θα αναλύει τα δρώμενα: «Και εδώ, αγαπητοί μου φίλοι, βλέπουμε μια ανθρώπινη συντροφιά. Κοιτάξτε τους παρακαλώ με τι συναίσθημα μιλάνε, τι φυσικά που εκφράζονται και τι χρώμα στη φωνή ε; Δείτε με τι ειλικρίνεια χτυπάν ο ένας την πλάτη του άλλου φιλικά. Δεν είναι χάρμα οφθαλμών; Παρακαλώ μην αγγίζετε τα έργα και σας επαναλαμβάνω πως οι φωτογραφίες απαγορεύονται. Όποιος βέβαια το επιθυμεί μπορεί να αγοράσει αναμνηστικές καρτ-ποστάλ, καθώς και άλλα ενδιαφέροντα σουβενίρ εντός του μουσείου».
Αν η άνωθι περιγραφή δεν αποτελεί μια αν μη τι άλλο εκκεντρική εικαστική πρόταση, είναι το ξύπνημα σ’ έναν νοσηρό εφιάλτη. Ας κοιτάξουμε όμως για λίγο γύρω μας. Όλα αυτά που ζούμε δεν είναι ένα μικρό ή μεγαλύτερο λάφυρο από έναν τέτοιον εφιάλτη; Πόσα κινούμενα και ομιλούντα «αγάλματα» δεν συναντάμε καθημερινά, στους δρόμους, στην δουλειά, στον καθρέπτη μας; Πόση απ’ την ανθρώπινη ουσία δεν εξαϋλώνεται μπροστά στο ψέμμα της οθόνης; Απ’ ό,τι φαίνεται, όσα ετοιμάζεται να επιβάλει το κράτος στους εξουσιαζομένους θα κάνουν το 1984 να μοιάζει με παιδικό παραμύθι…
Γιώργος Χειμωνάς, «Οι χτίστες»
Τι είναι τελικά ένα μουσείο; Είναι τα αγάλματα και οι πίνακες, τα μικρά και μεγάλα εκθέματα που γεμίζουν τις γυάλινες προθήκες; Μήπως είναι οι κρύες αίθουσες με τα ψηλά ταβάνια και τις περίτεχνες ροζέτες; Μάλλον όχι. Κάθε μουσείο, είναι ένα μνημείο της μούσας∙ της αθάνατης κόρης που ο πολιτισμός τής φόρτωσε το έλλειμμα χάριτος που έφερε απ’ τα γεννοφάσκια του. Η κόρη όμως γέρασε. Αβάσταχτο το φορτίο του πολιτισμού, βλέπεις. Πολύς ο πόνος, μεγάλη η απάτη. Και σαν γριά ντυμένη την απόγνωση, κάνει πρόβα την κάθοδο στον Άδη. Ό,τι απατηλό όμως πεθαίνει∙ επαναλαμβάνει την έλλειψη της ουσίας του ως απουσία μνήμης. Και η μνήμη δεν έχει γεωμετρία. Ούτε αρχιτεκτονική. Σου καίει το πρόσωπο, αν την ευτελίσεις. Παίρνει την αξιοπρέπεια για υποδεκάμετρο και σου κοκκινίζει τα χέρια. Δροσίζεται μόνο από καθαρές πηγές σαν ελεύθερο άτι. Περπατά ευθυτενής και περήφανη μέσα απ’ τα συντρίμμια του πανδαμάτορα χρόνου. Ό,τι δεν χωρά στις καρδιές των ανθρώπων γίνεται ατσάλι και σκυρόδεμα. Γλιστρά απ’ την θέρμη της σάρκας για να χαθεί για πάντα στον θόρυβο. Το μνημείο δεν είναι μνήμη. Η ανεμπόδιστη θύμηση δεν χρειάζεται μυστρί και σαούλι για να συμβεί.
Στα μάτια των αγαλμάτων δεν υπάρχουν οι χοροί της πρώτης νιότης∙ αυτοί χάθηκαν για πάντα, γιατί το καλέμι δεν είναι παλλόμενες λέξεις. Το πεντελικό τους μάρμαρο είναι λευκό, όσο και τα κόκκαλα των εικονιζόμενων. Οι σκέψεις, η τρυφερότητα, το θάρρος και η αλήθεια τους δεν υπάρχει στις γραμμώσεις της κοιλιάς τους∙ αυτή παραμένει σκληρή και άκαμπτη όσο η εξουσία και ο πολιτισμός∙ οι δυο αυτοί απάνθρωποι γλύπτες, που η σμίλη τους φορμάρει πέτρα και σάρκες. Και το εργαστήρι τους έγινε μέσα απ’ τους αιώνες πορφυρό σφαγείο∙ απ’ τα τσιγκέλια του κρέμονται άνθρωποι και όνειρα, φύση και ελευθερία. Τ’ αγάλματα όμως είναι στ’ αλήθεια κόκκινα∙ από αίμα και ντροπή. Ο τρόπος που τα βλέπουμε είναι λευκός. Τα συναισθήματά μας για την παρουσία τους είναι λευκά. Έτσι και αλλιώς ο θαυμασμός δεν έχει χρώμα. Μόνο ένα άνοστο μεγαλείο, που ενδιαφέρει αποκλειστικά όσους τρέφονται απ’ αυτό∙ το κράτος και την εξουσία.
Θα είχε ωστόσο «ενδιαφέρον» ένα μουσείο διαφορετικό απ’ τα συνηθισμένα. Όχι με πίνακες και αγάλματα, αλλά με «αναπαραστάσεις» και «ομοιώματα» μιας απόκοσμης, avant-garde τεχνοτροπίας. Σε έναν αδρά εκμηχανισμένο και ψηφιοποιημένο κόσμο το σύνολο των ανθρωπίνων σχέσεων δεν θα έχει χώρο παρά μόνο στα μουσεία. Καλαίσθητοι, λοιπόν, ηθοποιοί σε ρόλους που θα αναδύουν άρωμα «αρχέτυπης ανθρωπιάς» θα υποδύονται ανθρώπους που αγαπιούνται, συμπονούν, ενδιαφέρονται, ερωτεύονται. Και ο/η ξεναγός, με ύφος κουρδιστής κούκλας, θα σουλατσάρει μαζί με τα γκρουπ τουριστών από αίθουσα σε αίθουσα και με στόμφο θα αναλύει τα δρώμενα: «Και εδώ, αγαπητοί μου φίλοι, βλέπουμε μια ανθρώπινη συντροφιά. Κοιτάξτε τους παρακαλώ με τι συναίσθημα μιλάνε, τι φυσικά που εκφράζονται και τι χρώμα στη φωνή ε; Δείτε με τι ειλικρίνεια χτυπάν ο ένας την πλάτη του άλλου φιλικά. Δεν είναι χάρμα οφθαλμών; Παρακαλώ μην αγγίζετε τα έργα και σας επαναλαμβάνω πως οι φωτογραφίες απαγορεύονται. Όποιος βέβαια το επιθυμεί μπορεί να αγοράσει αναμνηστικές καρτ-ποστάλ, καθώς και άλλα ενδιαφέροντα σουβενίρ εντός του μουσείου».
Αν η άνωθι περιγραφή δεν αποτελεί μια αν μη τι άλλο εκκεντρική εικαστική πρόταση, είναι το ξύπνημα σ’ έναν νοσηρό εφιάλτη. Ας κοιτάξουμε όμως για λίγο γύρω μας. Όλα αυτά που ζούμε δεν είναι ένα μικρό ή μεγαλύτερο λάφυρο από έναν τέτοιον εφιάλτη; Πόσα κινούμενα και ομιλούντα «αγάλματα» δεν συναντάμε καθημερινά, στους δρόμους, στην δουλειά, στον καθρέπτη μας; Πόση απ’ την ανθρώπινη ουσία δεν εξαϋλώνεται μπροστά στο ψέμμα της οθόνης; Απ’ ό,τι φαίνεται, όσα ετοιμάζεται να επιβάλει το κράτος στους εξουσιαζομένους θα κάνουν το 1984 να μοιάζει με παιδικό παραμύθι…
σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου