Η φωνή του ποιητή ξεχωρίζει απ’ τη φλυαρία, που με τον θόρυβό της θέλει να επικρατήσει. Ξεπερνά την πεζότητα του λόγου και δίνει στις λέξεις φτερά. Όταν όμως ο ποιητής δίνει τον προσωπικό αγώνα του για την ελευθερία, τότε ακόμη και οι λέξεις του υποκλίνονται σ’ αυτόν που κοιτάζει με βλέμμα αγέρωχο τον ουρανό, όταν οι άλλοι έχουν τα μάτια καρφωμένα στη γη. Το κράτος πάντοτε έχει έτοιμο το ικρίωμα. Και οι ποιητές είναι αυτοί, που πρώτοι θα το περάσουν, όταν τολμήσουν να μιλήσουν για ελευθερία. Ο Καμύ στους «Δίκαιούς» του μιλάει για την ένοπλη ομάδα «Οργάνωση Μάχης», που ανάμεσα στα μέλη της είχε και τον ποιητή Γιάνεκ ή Ιβάν Καλιάγεφ. Είναι ο πρώτος απ’ την ομάδα που οδηγείται στην αγχόνη.
Με αφορμή την παράσταση που ανέβασε η ομάδα «Ubu art crew» στη Θεσσαλονίκη εμπνευστήκαμε αυτό το κείμενο. Τον ίδιο ακριβώς δρόμο προς την αγχόνη ακολούθησε, άλλωστε, και ο ποιητής Χασέμ Σααμπάνι, πριν λίγο καιρό, γιατί τόλμησε να σκεφτεί την ελευθερία και να πράξει, σε ένα κράτος που επιδίδεται μεθοδικά στον στραγγαλισμό της. Δεν είναι, βέβαια, μόνο το ιρανικό κράτος που δείχνει αμείλικτη στάση στους αποστάτες του ονείρου· όπου υπάρχουν κράτη, φυτρώνουν οι δηλητηριασμένοι καρποί της καταστολής. Θα υπάρχουν όμως παντού και εκείνοι οι ποιητές που δεν εξωραΐζουν τον εφιάλτη της εξουσίας, αλλά με τη ζωή τους κάνουν τις λέξεις τους ακόμη πιο επικίνδυνες.
Η νύχτα είναι παγωμένη· το χιόνι βρώμικο· ο Γιάνεκ απόδετος, βαδίζει προς την αγχόνη. Στην καρδιά του μίσος δεν χωρά, γιατί οι δίκαιοι πεθαίνουν μόνο για την αλήθεια. Οι πολιτισμένοι θεοί γελούν χαιρέκακα· κανείς τους δεν βάδισε την στράτα του ονείρου. Γιατί το όνειρο ξεκουράζεται μόνο στα χείλη των ποιητών, ακόμη και αν αυτοί δεν έχουν δει ποτέ τους φτερό και μελάνι. Η χαρά της δημιουργίας δεν χωρά σε τίτλους, όπως και η χαρά της καταστροφής δεν ανασαίνει σε μαύρες καρδιές. Ο Γιάνεκ είναι ποιητής. Η πένα του ζωντανεύει τον παγωμένο χρόνο. Ο Γιάνεκ είναι επικίνδυνος. Οι βόμβες του σκοτώνουν τυράννους. Το κράτος τον καταδικάζει εις θάνατον, για να κρύψει το χαμόγελό του απ’ τον κόσμο. Το χρώμα του γέλιου του αποτελεί πρόκληση για την κρατική διαστροφή. Ο Γιάνεκ δεν προσπαθεί να είναι κάτι· απλώς είναι. Φεύγει καθαρός και ελαφρύς.
Κάθε βήμα του προς την αγχόνη μάς φέρνει αντιμέτωπους με τα εκπολιτισμένα δεσμά μας. Όσο τα γυαλίζουμε, τόσο θα καθρεπτίζονται σε αυτά οι δολοφονημένες μέρες μας. Το ερυθρίασμα δεν προσφέρει παρά λίγες στιγμές υπεκφυγής. Ο Γιάνεκ περιφρονεί τον θάνατο. Οι σύντροφοί του βρίσκονται εκεί, σκαρφαλωμένοι γλυκά πάνω απ’ τον αριστερό του ώμο. Δεν τους βλέπει, αλλά τα μάτια της ψυχής του, τούς φανερώνουν σε κάθε ίνα του κορμιού του. Δεν υπάρχει όμως χρόνος για νανουρίσματα ούτε για όψιμες αυταπάτες. Η σιωπή λυτρώνει τους δίκαιους· γίνεται μια ανάπαυλα ξεκούρασης στου κόσμου την αιματοβαμμένη ραστώνη. Τα γέρικα σανίδια βλασταίνουν, όταν τα ακροδάχτυλα του ποιητή αγγίζουν την υφή τους. Τα άνθη τους δεν θα τα κόψει ποτέ το σκελετωμένο χέρι της πόλης. Η μνήμη τους είναι ισχυρότερη απ’ την θνητή ύλη.
Ο Γιάνεκ δεν πεθαίνει για να σώσει τον κόσμο απ’ τις αμαρτίες του. Έτσι και αλλιώς στην αγάπη του για τον άνθρωπο δεν χωρούν άσχημες σκέψεις· η κρεμάλα είναι το τίμημά του γι’ αυτό. Ο δήμιος περνά την θηλιά στον λαιμό του. Ο Γιάνεκ χαμογελά. Δεν έμαθε να μισεί και για αυτό του αξίζει να πεθάνει. Γιατί σκοτώνει το κράτος με βόμβες και χαμόγελα. Η αγάπη τον έκανε δολοφόνο. Δεν επιτρέπει σε κανέναν τύραννο να στραγγαλίσει την αθωότητα μέσα του. Γι’ αυτό ο βρόχος της αγχόνης μοιάζει με ελαφρύ φουλάρι στον λαιμό του. Είναι επιλογή του να είναι αθώος. Όχι για το κράτος, αλλά για τους ανθρώπους. Μυρίζει την ουσία της ζωής στον κρύο αέρα. Οσφραίνεται την πίκρα της σκλαβιάς στα χωματένια πρόσωπα των συνανθρώπων του. Γνωρίζει πως ακόμη και αν χορτάσουν μια μέρα ψωμί, θα ’ναι πάλι πεινασμένοι. Γιατί οι άνθρωποι χορταίνουν με ψωμί και αθωότητα. Και κανείς στο όνομα οποιασδήποτε επανάστασης δεν μπορεί να τους την αφαιρέσει. Αλλιώς, βρόχος γίνεται η ίδια η ελπίδα και το κράτος θριαμβεύει.
Οι ποιητές που πεθαίνουν για την δικαιοσύνη, το κάνουν με εντιμότητα και ανιδιοτέλεια. Με το σπαθί και το φιλί ξεχωρίζουν τον βόρβορο του μίσους απ’ την απελευθερωτική αγάπη. Περιγελούν τα ικριώματα, όταν οι Δημουλάδες διπλώνουν την λαστιχένια μέση τους στα μέγαρα και τις ακαδημίες. Περνούν την ζωή τους τεμαχίζοντας το σάβανο της σκλαβιάς σε μικρά ασήμαντα κομματάκια. Είναι ο δικός τους χαρτοπόλεμος για την εξέγερση που θα έρθει και δεν θα ’ναι ανθρώπινο καρναβάλι. Έρχονται απ’ το ανεξούσιο μέλλον, γιατί «δεν είναι απ’ αυτόν τον κόσμο. Είναι δίκαιοι».
Το παρακάτω ποίημα είναι αφιερωμένο στη μνήμη του ποιητή Χασέμ Σααμπάνι, ο οποίος απαγχονίστηκε στις 27 Ιανουαρίου απ’ τους κρατιστές του Ιράν με την κατηγορία πως ήταν «εχθρός του θεού»:
Μακάριοι όσοι ξενυχτούν, / κοιτώντας θλιμμένοι τον ουρανό. / Κι ο ήλιος πικρός, / κάρβουνο αναμμένο, / στα γαλάζια σου μάτια. / Το σώμα σου με βρύα / καλυμμένο, / αποχαιρετά την γη των ολίγων/ με παγωμένο το χέρι. / Μην κλαις / και ’μείς θα κάνουμε την αγχόνη σου / οδοφράγματα. / Μην κλαις / και θα κάνουμε τον πυρωμένο ήλιο / ανοιξιάτικη βροχή. / Μην κλαις / και το φως των αστεριών/ δεν μπαίνει στο ζύγι. / Εσύ, / που φίλεψες τον θάνατο/ με τους στίχους σου. / Εσύ, / που πέθανες, για να ζήσει τ’ όνειρο / άλλη μια νύχτα. / Εσύ, / που έκανες τον φόβο μαξιλάρι, / να κοιμηθεί ο κόσμος. / Η γεωγραφία των τυράννων/ θα πάψει απ’ τους χάρτες, / θα δεις. / Τα βρύα στο σώμα σου / θα γίνουν όμορφα κρίνα, / θα δεις. / Αγιόκλημα θα στεφανώνει / τις λέξεις μας, / θα δεις. / Και τότε / ο ήλιος της ελευθερίας / θα μας χαϊδεύει με τρυφερότητα. / Τα πάντα / θα γίνουν μια παιδική ζωγραφιά. / Κι οι άνθρωποι της αγάπης / θα χαμογελούν / με το είδωλο της ελευθερίας / στο νερό.
Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ φ.136, Μάρτιος 2014
Με αφορμή την παράσταση που ανέβασε η ομάδα «Ubu art crew» στη Θεσσαλονίκη εμπνευστήκαμε αυτό το κείμενο. Τον ίδιο ακριβώς δρόμο προς την αγχόνη ακολούθησε, άλλωστε, και ο ποιητής Χασέμ Σααμπάνι, πριν λίγο καιρό, γιατί τόλμησε να σκεφτεί την ελευθερία και να πράξει, σε ένα κράτος που επιδίδεται μεθοδικά στον στραγγαλισμό της. Δεν είναι, βέβαια, μόνο το ιρανικό κράτος που δείχνει αμείλικτη στάση στους αποστάτες του ονείρου· όπου υπάρχουν κράτη, φυτρώνουν οι δηλητηριασμένοι καρποί της καταστολής. Θα υπάρχουν όμως παντού και εκείνοι οι ποιητές που δεν εξωραΐζουν τον εφιάλτη της εξουσίας, αλλά με τη ζωή τους κάνουν τις λέξεις τους ακόμη πιο επικίνδυνες.
Η νύχτα είναι παγωμένη· το χιόνι βρώμικο· ο Γιάνεκ απόδετος, βαδίζει προς την αγχόνη. Στην καρδιά του μίσος δεν χωρά, γιατί οι δίκαιοι πεθαίνουν μόνο για την αλήθεια. Οι πολιτισμένοι θεοί γελούν χαιρέκακα· κανείς τους δεν βάδισε την στράτα του ονείρου. Γιατί το όνειρο ξεκουράζεται μόνο στα χείλη των ποιητών, ακόμη και αν αυτοί δεν έχουν δει ποτέ τους φτερό και μελάνι. Η χαρά της δημιουργίας δεν χωρά σε τίτλους, όπως και η χαρά της καταστροφής δεν ανασαίνει σε μαύρες καρδιές. Ο Γιάνεκ είναι ποιητής. Η πένα του ζωντανεύει τον παγωμένο χρόνο. Ο Γιάνεκ είναι επικίνδυνος. Οι βόμβες του σκοτώνουν τυράννους. Το κράτος τον καταδικάζει εις θάνατον, για να κρύψει το χαμόγελό του απ’ τον κόσμο. Το χρώμα του γέλιου του αποτελεί πρόκληση για την κρατική διαστροφή. Ο Γιάνεκ δεν προσπαθεί να είναι κάτι· απλώς είναι. Φεύγει καθαρός και ελαφρύς.
Κάθε βήμα του προς την αγχόνη μάς φέρνει αντιμέτωπους με τα εκπολιτισμένα δεσμά μας. Όσο τα γυαλίζουμε, τόσο θα καθρεπτίζονται σε αυτά οι δολοφονημένες μέρες μας. Το ερυθρίασμα δεν προσφέρει παρά λίγες στιγμές υπεκφυγής. Ο Γιάνεκ περιφρονεί τον θάνατο. Οι σύντροφοί του βρίσκονται εκεί, σκαρφαλωμένοι γλυκά πάνω απ’ τον αριστερό του ώμο. Δεν τους βλέπει, αλλά τα μάτια της ψυχής του, τούς φανερώνουν σε κάθε ίνα του κορμιού του. Δεν υπάρχει όμως χρόνος για νανουρίσματα ούτε για όψιμες αυταπάτες. Η σιωπή λυτρώνει τους δίκαιους· γίνεται μια ανάπαυλα ξεκούρασης στου κόσμου την αιματοβαμμένη ραστώνη. Τα γέρικα σανίδια βλασταίνουν, όταν τα ακροδάχτυλα του ποιητή αγγίζουν την υφή τους. Τα άνθη τους δεν θα τα κόψει ποτέ το σκελετωμένο χέρι της πόλης. Η μνήμη τους είναι ισχυρότερη απ’ την θνητή ύλη.
Ο Γιάνεκ δεν πεθαίνει για να σώσει τον κόσμο απ’ τις αμαρτίες του. Έτσι και αλλιώς στην αγάπη του για τον άνθρωπο δεν χωρούν άσχημες σκέψεις· η κρεμάλα είναι το τίμημά του γι’ αυτό. Ο δήμιος περνά την θηλιά στον λαιμό του. Ο Γιάνεκ χαμογελά. Δεν έμαθε να μισεί και για αυτό του αξίζει να πεθάνει. Γιατί σκοτώνει το κράτος με βόμβες και χαμόγελα. Η αγάπη τον έκανε δολοφόνο. Δεν επιτρέπει σε κανέναν τύραννο να στραγγαλίσει την αθωότητα μέσα του. Γι’ αυτό ο βρόχος της αγχόνης μοιάζει με ελαφρύ φουλάρι στον λαιμό του. Είναι επιλογή του να είναι αθώος. Όχι για το κράτος, αλλά για τους ανθρώπους. Μυρίζει την ουσία της ζωής στον κρύο αέρα. Οσφραίνεται την πίκρα της σκλαβιάς στα χωματένια πρόσωπα των συνανθρώπων του. Γνωρίζει πως ακόμη και αν χορτάσουν μια μέρα ψωμί, θα ’ναι πάλι πεινασμένοι. Γιατί οι άνθρωποι χορταίνουν με ψωμί και αθωότητα. Και κανείς στο όνομα οποιασδήποτε επανάστασης δεν μπορεί να τους την αφαιρέσει. Αλλιώς, βρόχος γίνεται η ίδια η ελπίδα και το κράτος θριαμβεύει.
Οι ποιητές που πεθαίνουν για την δικαιοσύνη, το κάνουν με εντιμότητα και ανιδιοτέλεια. Με το σπαθί και το φιλί ξεχωρίζουν τον βόρβορο του μίσους απ’ την απελευθερωτική αγάπη. Περιγελούν τα ικριώματα, όταν οι Δημουλάδες διπλώνουν την λαστιχένια μέση τους στα μέγαρα και τις ακαδημίες. Περνούν την ζωή τους τεμαχίζοντας το σάβανο της σκλαβιάς σε μικρά ασήμαντα κομματάκια. Είναι ο δικός τους χαρτοπόλεμος για την εξέγερση που θα έρθει και δεν θα ’ναι ανθρώπινο καρναβάλι. Έρχονται απ’ το ανεξούσιο μέλλον, γιατί «δεν είναι απ’ αυτόν τον κόσμο. Είναι δίκαιοι».
Το παρακάτω ποίημα είναι αφιερωμένο στη μνήμη του ποιητή Χασέμ Σααμπάνι, ο οποίος απαγχονίστηκε στις 27 Ιανουαρίου απ’ τους κρατιστές του Ιράν με την κατηγορία πως ήταν «εχθρός του θεού»:
Μακάριοι όσοι ξενυχτούν, / κοιτώντας θλιμμένοι τον ουρανό. / Κι ο ήλιος πικρός, / κάρβουνο αναμμένο, / στα γαλάζια σου μάτια. / Το σώμα σου με βρύα / καλυμμένο, / αποχαιρετά την γη των ολίγων/ με παγωμένο το χέρι. / Μην κλαις / και ’μείς θα κάνουμε την αγχόνη σου / οδοφράγματα. / Μην κλαις / και θα κάνουμε τον πυρωμένο ήλιο / ανοιξιάτικη βροχή. / Μην κλαις / και το φως των αστεριών/ δεν μπαίνει στο ζύγι. / Εσύ, / που φίλεψες τον θάνατο/ με τους στίχους σου. / Εσύ, / που πέθανες, για να ζήσει τ’ όνειρο / άλλη μια νύχτα. / Εσύ, / που έκανες τον φόβο μαξιλάρι, / να κοιμηθεί ο κόσμος. / Η γεωγραφία των τυράννων/ θα πάψει απ’ τους χάρτες, / θα δεις. / Τα βρύα στο σώμα σου / θα γίνουν όμορφα κρίνα, / θα δεις. / Αγιόκλημα θα στεφανώνει / τις λέξεις μας, / θα δεις. / Και τότε / ο ήλιος της ελευθερίας / θα μας χαϊδεύει με τρυφερότητα. / Τα πάντα / θα γίνουν μια παιδική ζωγραφιά. / Κι οι άνθρωποι της αγάπης / θα χαμογελούν / με το είδωλο της ελευθερίας / στο νερό.
σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση
Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ φ.136, Μάρτιος 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου