Ο πατέρας της Ιζαμπέλ Έμπερχαρντ (1877-1904) ήταν αναρχικός, και την ανέθρεψε ως αναρχική. Έζησε τη ζωή τού άσκοπα περιφερόμενου και αλήτη και πέθανε από ασθένεια πριν πατήσει τα 30. Άφησε πίσω της μερικά εμπνευσμένα γραπτά. Λίγο πριν το θάνατό της η Ιζαμπέλ Έμπερχαρντ έγραφε: “Κανείς δεν έζησε περισσότερο από μένα την κάθε μέρα, κανείς δεν εξαρτιόταν τόσο από την τύχη. Είναι η αναπόδραστη αλυσίδα των γεγονότων που μ’ έφερε σ’ αυτό το σημείο, παρά εγώ που προκάλεσα να συμβούν αυτά τα πράγματα”. Η ζωή της έγινε ταινία από τη Ματίλντα Μέι στην ομώνυμη ταινία του 1991 “Ιζαμπέλ Εμπερχαρτ” στην οποία συμπρωταγωνίστησε ο Πήτερ Ο’ Τουλ.
Ένα θέμα στο οποίο λίγοι διανοούμενοι έχουν ενίοτε κάνει μια σκέψη είναι το δικαίωμα του να είσαι αλήτης, η ελευθερία του να περιπλανιέσαι. Τελικά η αλητεία είναι λύτρωση, και η ζωή στον ανοιχτό δρόμο είναι η ουσία της ελευθερίας. Να έχεις το θάρρος να σπάσεις τις αλυσίδες με τις οποίες η σύγχρονη ζωή μας έχει βαρύνει (υπό το πρόσχημα ότι μας προσφέρει περισσότερη ελευθερία), έπειτα να σηκώσεις το εμβληματικό δισάκι και να πακετάρεις και να φύγεις!
Για εκείνον που καταλαβαίνει την αξία και την ελκυστική γεύση της μοναχικής ελευθερίας (επειδή κανείς δεν είναι ελεύθερος όταν δεν είναι μόνος) το να φύγεις είναι η γενναιότερη και αγνότερη πράξη από όλα.
Μια εγωιστική ευτυχία, πιθανώς. Αλλά για εκείνον που απολαμβάνει τη γεύση, ευτυχία.
Να είναι μόνος, να είναι φτωχός από ανάγκες, να είναι αγνοημένος, να είναι ένας παρείσακτος που είναι σαν στο σπίτι του παντού, και να περπατά, σπουδαία και από μόνος του, προς την κατάκτηση του κόσμου.
Ο υγιής οδοιπόρος που κάθεται πλάι στο δρόμο σαρώνοντας τον ορίζοντα ολάνοιχτο μπροστά του, δεν είναι ο απόλυτος κυρίαρχος της γης, των θαλασσών, ακόμη και του ουρανού; Με τι εξουσία και πλούτο μπορεί ο σπιτόγατος να τον ανταγωνιστεί; Η περιουσία του δεν έχει όρια, η αυτοκρατορία του κανένα νόμο. Καμιά δουλειά δεν τον σκύβει στο χώμα, επειδή η γενναιοδωρία και η ομορφιά της γης είναι ήδη δικιά του.
Στη σύγχρονη κοινωνία μας ο νομάδας είναι ο παρίας “της άνευ σταθερής διεύθυνσης.” Προσθέτοντας αυτές τις λίγες λέξεις στο όνομα του καθενός που την εμφάνιση θεωρούν αντικανονική, εκείνοι που φτιάχνουν και επιβάλουν τους νόμους μπορούν να αποφασίζουν τη μοίρα ενός ανθρώπου.
Να έχεις ένα σπίτι, μια οικογένεια, μια ιδιοκτησία ή ένα δημόσιο λειτούργημα, να έχεις συγκεκριμένα μέσα βιοπορισμού και να αποτελείς ένα χρήσιμο γρανάζι στη μηχανή της κοινωνίας, όλα αυτά τα πράγματα φαίνονται απαραίτητα, ακόμη και αναντικατάστατα, για τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένων των διανοουμένων, και συμπεριλαμβανομένων ακόμη και εκείνων που θεωρούν τους εαυτούς τους ως ολότελα απελευθερωμένους. Κι όμως τέτοια πράγματα είναι μόνο μια διαφορετική μορφή της δουλείας που προέρχεται από την επαφή με τους άλλους, ειδικά της κανονισμένης και συνεχούς επαφής.
Έχω πάντοτε ακούσει με θαυμασμό, αν όχι φθόνο, τις δηλώσεις πολιτών που λένε για το πώς έχουν ζήσει επί είκοσι ή τριάντα χρόνια στο ίδιο τμήμα της πόλης, ή ακόμα και στο ίδιο σπίτι, και που ποτέ δεν έχουν φύγει από τη μητρική τους πόλη.
Να μην αισθάνονται τη βασανιστική ανάγκη να γνωρίσουν και να δουν από μόνοι τους τι είναι εκεί, πέρα από το μυστηριώδες μπλε τοίχο του ορίζοντα, να μην βρίσκουν τις ρυθμίσεις της ζωής μονότονες και καταθλιπτικές, να βλέπουν το λευκό δρόμο που οδηγεί μακριά σε άγνωστη απόσταση δίχως να αισθάνονται την αυταρχική αναγκαιότητα τού να ενδώσουν σε αυτόν και να τον ακολουθήσουν υπάκουα μέσα απ’ τα βουνά και τις κοιλάδες! Η δειλή πεποίθηση πως ένας άνθρωπος πρέπει να μένει σε ένα μέρος θυμίζει πολύ την τυφλή παραίτηση των ζώων, υποζυγίων αποναρκωμένων από τη δουλεία και εν τούτοις πάντα πρόθυμα να δεχθούν το φόρεμα των χάμουρων.
Υπάρχουν όρια σε κάθε τομέα, και νόμοι που διέπουν κάθε οργανωμένη εξουσία. Αλλά ο αλήτης κατέχει ολάκερη την απέραντη γη που τελειώνει μονάχα στον ανύπαρκτο ορίζοντα, και η αυτοκρατορία του είναι μια άυλη αυτοκρατορία, επειδή η κυριαρχία του και η απόλαυσή της είναι πράγματα του πνεύματος.
[μεταφραση: Αιχμή]
Ένα θέμα στο οποίο λίγοι διανοούμενοι έχουν ενίοτε κάνει μια σκέψη είναι το δικαίωμα του να είσαι αλήτης, η ελευθερία του να περιπλανιέσαι. Τελικά η αλητεία είναι λύτρωση, και η ζωή στον ανοιχτό δρόμο είναι η ουσία της ελευθερίας. Να έχεις το θάρρος να σπάσεις τις αλυσίδες με τις οποίες η σύγχρονη ζωή μας έχει βαρύνει (υπό το πρόσχημα ότι μας προσφέρει περισσότερη ελευθερία), έπειτα να σηκώσεις το εμβληματικό δισάκι και να πακετάρεις και να φύγεις!
Για εκείνον που καταλαβαίνει την αξία και την ελκυστική γεύση της μοναχικής ελευθερίας (επειδή κανείς δεν είναι ελεύθερος όταν δεν είναι μόνος) το να φύγεις είναι η γενναιότερη και αγνότερη πράξη από όλα.
Μια εγωιστική ευτυχία, πιθανώς. Αλλά για εκείνον που απολαμβάνει τη γεύση, ευτυχία.
Να είναι μόνος, να είναι φτωχός από ανάγκες, να είναι αγνοημένος, να είναι ένας παρείσακτος που είναι σαν στο σπίτι του παντού, και να περπατά, σπουδαία και από μόνος του, προς την κατάκτηση του κόσμου.
Ο υγιής οδοιπόρος που κάθεται πλάι στο δρόμο σαρώνοντας τον ορίζοντα ολάνοιχτο μπροστά του, δεν είναι ο απόλυτος κυρίαρχος της γης, των θαλασσών, ακόμη και του ουρανού; Με τι εξουσία και πλούτο μπορεί ο σπιτόγατος να τον ανταγωνιστεί; Η περιουσία του δεν έχει όρια, η αυτοκρατορία του κανένα νόμο. Καμιά δουλειά δεν τον σκύβει στο χώμα, επειδή η γενναιοδωρία και η ομορφιά της γης είναι ήδη δικιά του.
Στη σύγχρονη κοινωνία μας ο νομάδας είναι ο παρίας “της άνευ σταθερής διεύθυνσης.” Προσθέτοντας αυτές τις λίγες λέξεις στο όνομα του καθενός που την εμφάνιση θεωρούν αντικανονική, εκείνοι που φτιάχνουν και επιβάλουν τους νόμους μπορούν να αποφασίζουν τη μοίρα ενός ανθρώπου.
Να έχεις ένα σπίτι, μια οικογένεια, μια ιδιοκτησία ή ένα δημόσιο λειτούργημα, να έχεις συγκεκριμένα μέσα βιοπορισμού και να αποτελείς ένα χρήσιμο γρανάζι στη μηχανή της κοινωνίας, όλα αυτά τα πράγματα φαίνονται απαραίτητα, ακόμη και αναντικατάστατα, για τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένων των διανοουμένων, και συμπεριλαμβανομένων ακόμη και εκείνων που θεωρούν τους εαυτούς τους ως ολότελα απελευθερωμένους. Κι όμως τέτοια πράγματα είναι μόνο μια διαφορετική μορφή της δουλείας που προέρχεται από την επαφή με τους άλλους, ειδικά της κανονισμένης και συνεχούς επαφής.
Έχω πάντοτε ακούσει με θαυμασμό, αν όχι φθόνο, τις δηλώσεις πολιτών που λένε για το πώς έχουν ζήσει επί είκοσι ή τριάντα χρόνια στο ίδιο τμήμα της πόλης, ή ακόμα και στο ίδιο σπίτι, και που ποτέ δεν έχουν φύγει από τη μητρική τους πόλη.
Να μην αισθάνονται τη βασανιστική ανάγκη να γνωρίσουν και να δουν από μόνοι τους τι είναι εκεί, πέρα από το μυστηριώδες μπλε τοίχο του ορίζοντα, να μην βρίσκουν τις ρυθμίσεις της ζωής μονότονες και καταθλιπτικές, να βλέπουν το λευκό δρόμο που οδηγεί μακριά σε άγνωστη απόσταση δίχως να αισθάνονται την αυταρχική αναγκαιότητα τού να ενδώσουν σε αυτόν και να τον ακολουθήσουν υπάκουα μέσα απ’ τα βουνά και τις κοιλάδες! Η δειλή πεποίθηση πως ένας άνθρωπος πρέπει να μένει σε ένα μέρος θυμίζει πολύ την τυφλή παραίτηση των ζώων, υποζυγίων αποναρκωμένων από τη δουλεία και εν τούτοις πάντα πρόθυμα να δεχθούν το φόρεμα των χάμουρων.
Υπάρχουν όρια σε κάθε τομέα, και νόμοι που διέπουν κάθε οργανωμένη εξουσία. Αλλά ο αλήτης κατέχει ολάκερη την απέραντη γη που τελειώνει μονάχα στον ανύπαρκτο ορίζοντα, και η αυτοκρατορία του είναι μια άυλη αυτοκρατορία, επειδή η κυριαρχία του και η απόλαυσή της είναι πράγματα του πνεύματος.
[μεταφραση: Αιχμή]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου