Φαίνεται ότι οι ευρωπαίοι έχουν περάσει προ πολλού απ’ το γνωστό σύνθημα του Μάη του ’68, που επιθυμούσε να άρει κάθε απαγόρευση απ’ την καθημερινή ζωή (απαγορεύεται το απαγορεύεται), στο απαγορεύονται τα πάντα. Έτσι, σε διάφορα ευρωπαϊκά κράτη κάνουν την εμφάνισή τους μια σειρά νόμων, που ενώ φαίνονται υπερβολικοί και παράλογοι, αποτελούν και μια δοκιμή για το ποια είναι τα όρια της λογικής των υπηκόων της ευρωπαϊκής αυτοκρατορίας.
Έτσι, προσφάτως ξεμύτισε στη Βρετανία ένας τέτοιος νόμος-πείραμα. Η βρετανική ιατρική ένωση σε συνέδριό της αποφάσισε να προτείνει έναν άλλου τύπου αντικαπνιστικό νόμο, που θα απαγορεύει σε όσους γεννήθηκαν μετά το 2000 να αγοράσουν τσιγάρα και εφ’ όρου ζωής να καπνίσουν. Σκοπός του νόμου αυτού υποτίθεται πως είναι, όπως δηλώνουν, να δημιουργηθεί η πρώτη γενιά που δε θα έχει καπνίσει ποτέ στη ζωή της. Αν ξεκινήσει τώρα, αυτή θα έχει προκύψει γύρω στο 2035, σύμφωνα με τους ακριβείς εξουσιαστικούς υπολογισμούς. Με εφαλτήριο την πρόταση αυτή, προκύπτουν μια σειρά ερωτημάτων, βγαλμένων απ’ την «πραγματική ζωή»: μπορεί ο οποιοσδήποτε νόμος που απαγορεύει το κάπνισμα να κατορθώσει να αποτρέψει έναν έφηβο απ’ το να έρθει σε επαφή με το τσιγάρο, ώστε να διατηρήσει κατόπιν τις αντικαπνιστικές του συνήθειες; Οι αντίστοιχες απαγορεύσεις για το αλκοόλ μπορούν να δώσουν ήδη την απάντηση. Μπορεί οποιαδήποτε τέτοια απαγόρευση να υπερνικήσει το στυλ και τους μύθους που έχουν καλλιεργηθεί γύρω απ’ το κάπνισμα; Δεν ομιλούμε προφανώς για την αποτελεσματικότητα ή μη οποιουδήποτε νόμου∙ αυτοί αποτελούν, έτσι και αλλιώς, φόρμες καταπίεσης και τίποτε παραπάνω. Αυτό όμως που έχει σημασία είναι το οφθαλμοφανές της εξουσιομανίας, που σπρώχνει τους κρατιστές σε αυστηρότερες νομοθεσίες, ακόμη κι αν η στοιχειώδης λογική και τα ήδη δεδομένα προεξοφλούν την αποτυχία ανάλογων εξουσιαστικών εγχειρημάτων.
Η πιο ουσιώδης παράμετρος, όμως, του ζητήματος έγκειται στο ερώτημα για ποιο λόγο βγαίνουν διαρκώς νέοι αντικαπνιστικοί νόμοι, απ’ τη στιγμή που οι καπνοβιομηχανίες συνεχίζουν να ανθούν. Το τσιγάρο είναι μια σοβαρή εξάρτηση, που οι βλαβερές του συνέπειες στην υγεία έχουν επιβεβαιωθεί πικρά. Ωστόσο, όταν κανείς νιώθει ότι η ζωή του βάλλεται από παντού, ότι η ύπαρξη του μοιάζει να χάνει την αξία της, τότε ακολουθεί η αίσθηση της παραίτησης, ακόμη κι απ’ την προστασία του πολυτιμότερου που έχει ο καθένας∙ της υγείας του. Όταν η ίδια μας η φύση αλλοιώνεται και η διάθεσή για ζωή ατονεί, τότε καμιά απαγόρευση δε θα μας πείσει «για το καλό μας». Το ίδιο το κράτος που μας καταστρέφει, με τον πιο ειρωνικό τρόπο έρχεται να μας «προστατεύσει», ενώ στην πραγματικότητα αυτοπροστατεύεται απ’ τα ποσά που θα πρέπει να πληρώσει στους ασφαλισμένους του, για τις ολοένα αυξανόμενες βλάβες που προκαλούν οι συνήθειες του πολιτισμού (αλκοόλ, κάπνισμα, παραισθησιογόνες ουσίες, αποβλάκωση κλπ.).
Η Γερμανία έχει απ’ την πλευρά της άλλες διαθέσεις. Σε μια συνοικία του Βερολίνου, τη Νόικολν, απαγορεύονταν οι πανηγυρισμοί για το μουντιάλ μετά τις δέκα το βράδυ. Δικαίωμα για την έκφραση ομαδικών συνθημάτων ή πανηγυρισμών σε γκολ υπήρχε μόνο μέσα στα σπίτια –κι αυτό μόνον με κλειστές τις πόρτες και τα παράθυρα. Η απαγόρευση αυτή ίσχυσε μέχρι το τέλος του Μουντιάλ. Ας μη μιλήσουμε για το τι είναι ο οργανωμένος από το κράτος επαγγελματικός αθλητισμός και πώς αυτός συμβάλει στο θέαμα ως εργαλείο κρατικής καταστολής. Ας μη μιλήσουμε για την βία και την εκμετάλλευση, τους θανάτους και τους τραυματισμούς, που απαιτεί η διοργάνωση τέτοιου μεγέθους αθλητικών υπέρ-θεαμάτων. Ας μείνουμε, λοιπόν, σε αυτό καθαυτό το «δικαίωμα» της έκφρασης συναισθημάτων. Η είδηση δεν ανέφερε τυχόν αντιδράσεις στην απαγόρευση. Μπορεί ένας νόμος να καλουπώσει τον τρόπο που θα εκφραζόμαστε; Με την σιωπηρή αποδοχή, την καθιέρωση μιας «κοινής λογικής» και βέβαια μπορεί.
Ούτε η Γαλλία μένει έξω από τον διαγωνισμό της πιο παράλογης απαγόρευσης. Μια απ’ τις άρτι εκλεγείσες δημοτικές αρχές και συγκεκριμένα ο νέος δήμαρχος Ρομπέρ Μενάρ, πρώην ηγέτης της ΜΚΟ «Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα»,[1] που εκλέχθηκε στο δήμο του Μπεζιέ στη Ν. Γαλλία (η μεγαλύτερη πόλη που κέρδισε το Εθνικό Μέτωπο της Μαρί Λεπαίν), αμέσως-αμέσως πήρε τις εξής τρεις αποφάσεις: να οπλίσει τη δημοτική αστυνομία (ευσεβής πόθος των απανταχού δημοτόμπατσων), να απαγορεύσει την κυκλοφορία νέων κάτω των 13 ετών μετά τη δύση του ηλίου και –βέβαια!- να απαγορεύσει το άπλωμα των ρούχων και το άπλωμα των χαλιών.
Η δεύτερη απαγόρευση προβάλλει την πρόφαση ότι έτσι τα παιδιά θα αποφύγουν τις κακοτοπιές και τις «κακές παρέες». Ας το σκεφτούν αυτό, όσοι εν Ελλάδι πιτσιρικάδες έλκονται, δυστυχώς, από τον χρυσαυγιτισμό∙ το πολιτικό «τζίνι» του Μιχαλολιάκου και των συν αυτόν είναι εις θέσιν να πραγματώσει μόνον ακραία εξουσιαστικές επιθυμίες∙ προσέξτε λοιπόν τι εύχεστε. Η τρίτη απαγόρευση υποτίθεται ότι έχει ως στόχο να περισώσει την καλή εικόνα της πόλης, καθώς το δημόσιο άπλωμα ρούχων και χαλιών συνδέονται με την φτώχεια και την ένδειξη ύπαρξης «κατώτερων πληθυσμών». Ένας τέτοιος νόμος μας κάνει αυτομάτως να αναρωτηθούμε ποιο θα είναι το μέλλον των αστέγων και των φτωχών αυτής της ακροδεξιά «καλαίσθητης» πόλης. Στις Η.Π.Α τέτοιοι νόμοι ισχύουν εδώ και χρόνια. Μάλιστα, για να… στεγνώσουν την ντροπή τους, χρησιμοποιούν τα ενεργοβόρα στεγνωτήρια ρούχων. Τέτοιου τύπου παραλογισμοί το μόνο που καταφέρνουν, πέρα απ’ την παγίωση ρατσιστικών συμπεριφορών, είναι να επιβάλουν μία ακόμη περιττή συσκευή, που σε λίγο καιρό θα μοιάζει απαραίτητη, όπως τόσες και τόσες άλλες.
Αυτές οι απαγορεύσεις δεν είναι οι μόνες ούτε είναι πρωτοφανείς. Δεν εξαντλούν τα όρια της νοσηρότητας των εξουσιαστών. Ωστόσο, αποτελούν ένα καλό δείγμα του πού μπορεί να φτάσει η αρρωστημένη ανοχή της λεγόμενης κοινής λογικής, όταν αποφασίζει να αποδεχτεί τέτοιους νόμους. Τα όρια της αντοχής των υπηκόων δοκιμάζονται καθημερινώς, με σκοπό να επεκτείνονται λίγο-λίγο. Έτσι, επιδιώκουν να μας εξοικειώνουν βαθμηδόν με το απάνθρωπο και το αποτρόπαιο, ώστε να το συνηθίζουμε και να προλαβαίνουμε να το εγγράφουμε στη σφαίρα της λογικής. Απάντηση στην κρατική «λογική» είναι η «τρέλα» της αναρχικής προοπτικής, της αληθινά φυσικής ελευθερίας.
[1] Η συγκεκριμένη, μάλιστα, ΜΚΟ –πέραν του ό,τι πληροί όλα τα χαρακτηριστικά του είδους της: προκάλυψη και δικαιολογία για να κερδίζει χρήματα, εκμεταλλευόμενη τις καλές διαθέσεις των ανθρώπων– ξεχώρισε για την στήριξη της δυτικής προπαγάνδας, κλείνοντας ταυτοχρόνως συμφωνίες με απολυταρχικά αραβικά καθεστώτα. Αυτό θα πει «Ρεπόρτερ χωρίς σύνορα»! Δεν άφησε παραπονεμένο κανέναν εξουσιαστή!
Έτσι, προσφάτως ξεμύτισε στη Βρετανία ένας τέτοιος νόμος-πείραμα. Η βρετανική ιατρική ένωση σε συνέδριό της αποφάσισε να προτείνει έναν άλλου τύπου αντικαπνιστικό νόμο, που θα απαγορεύει σε όσους γεννήθηκαν μετά το 2000 να αγοράσουν τσιγάρα και εφ’ όρου ζωής να καπνίσουν. Σκοπός του νόμου αυτού υποτίθεται πως είναι, όπως δηλώνουν, να δημιουργηθεί η πρώτη γενιά που δε θα έχει καπνίσει ποτέ στη ζωή της. Αν ξεκινήσει τώρα, αυτή θα έχει προκύψει γύρω στο 2035, σύμφωνα με τους ακριβείς εξουσιαστικούς υπολογισμούς. Με εφαλτήριο την πρόταση αυτή, προκύπτουν μια σειρά ερωτημάτων, βγαλμένων απ’ την «πραγματική ζωή»: μπορεί ο οποιοσδήποτε νόμος που απαγορεύει το κάπνισμα να κατορθώσει να αποτρέψει έναν έφηβο απ’ το να έρθει σε επαφή με το τσιγάρο, ώστε να διατηρήσει κατόπιν τις αντικαπνιστικές του συνήθειες; Οι αντίστοιχες απαγορεύσεις για το αλκοόλ μπορούν να δώσουν ήδη την απάντηση. Μπορεί οποιαδήποτε τέτοια απαγόρευση να υπερνικήσει το στυλ και τους μύθους που έχουν καλλιεργηθεί γύρω απ’ το κάπνισμα; Δεν ομιλούμε προφανώς για την αποτελεσματικότητα ή μη οποιουδήποτε νόμου∙ αυτοί αποτελούν, έτσι και αλλιώς, φόρμες καταπίεσης και τίποτε παραπάνω. Αυτό όμως που έχει σημασία είναι το οφθαλμοφανές της εξουσιομανίας, που σπρώχνει τους κρατιστές σε αυστηρότερες νομοθεσίες, ακόμη κι αν η στοιχειώδης λογική και τα ήδη δεδομένα προεξοφλούν την αποτυχία ανάλογων εξουσιαστικών εγχειρημάτων.
Η πιο ουσιώδης παράμετρος, όμως, του ζητήματος έγκειται στο ερώτημα για ποιο λόγο βγαίνουν διαρκώς νέοι αντικαπνιστικοί νόμοι, απ’ τη στιγμή που οι καπνοβιομηχανίες συνεχίζουν να ανθούν. Το τσιγάρο είναι μια σοβαρή εξάρτηση, που οι βλαβερές του συνέπειες στην υγεία έχουν επιβεβαιωθεί πικρά. Ωστόσο, όταν κανείς νιώθει ότι η ζωή του βάλλεται από παντού, ότι η ύπαρξη του μοιάζει να χάνει την αξία της, τότε ακολουθεί η αίσθηση της παραίτησης, ακόμη κι απ’ την προστασία του πολυτιμότερου που έχει ο καθένας∙ της υγείας του. Όταν η ίδια μας η φύση αλλοιώνεται και η διάθεσή για ζωή ατονεί, τότε καμιά απαγόρευση δε θα μας πείσει «για το καλό μας». Το ίδιο το κράτος που μας καταστρέφει, με τον πιο ειρωνικό τρόπο έρχεται να μας «προστατεύσει», ενώ στην πραγματικότητα αυτοπροστατεύεται απ’ τα ποσά που θα πρέπει να πληρώσει στους ασφαλισμένους του, για τις ολοένα αυξανόμενες βλάβες που προκαλούν οι συνήθειες του πολιτισμού (αλκοόλ, κάπνισμα, παραισθησιογόνες ουσίες, αποβλάκωση κλπ.).
Η Γερμανία έχει απ’ την πλευρά της άλλες διαθέσεις. Σε μια συνοικία του Βερολίνου, τη Νόικολν, απαγορεύονταν οι πανηγυρισμοί για το μουντιάλ μετά τις δέκα το βράδυ. Δικαίωμα για την έκφραση ομαδικών συνθημάτων ή πανηγυρισμών σε γκολ υπήρχε μόνο μέσα στα σπίτια –κι αυτό μόνον με κλειστές τις πόρτες και τα παράθυρα. Η απαγόρευση αυτή ίσχυσε μέχρι το τέλος του Μουντιάλ. Ας μη μιλήσουμε για το τι είναι ο οργανωμένος από το κράτος επαγγελματικός αθλητισμός και πώς αυτός συμβάλει στο θέαμα ως εργαλείο κρατικής καταστολής. Ας μη μιλήσουμε για την βία και την εκμετάλλευση, τους θανάτους και τους τραυματισμούς, που απαιτεί η διοργάνωση τέτοιου μεγέθους αθλητικών υπέρ-θεαμάτων. Ας μείνουμε, λοιπόν, σε αυτό καθαυτό το «δικαίωμα» της έκφρασης συναισθημάτων. Η είδηση δεν ανέφερε τυχόν αντιδράσεις στην απαγόρευση. Μπορεί ένας νόμος να καλουπώσει τον τρόπο που θα εκφραζόμαστε; Με την σιωπηρή αποδοχή, την καθιέρωση μιας «κοινής λογικής» και βέβαια μπορεί.
Ούτε η Γαλλία μένει έξω από τον διαγωνισμό της πιο παράλογης απαγόρευσης. Μια απ’ τις άρτι εκλεγείσες δημοτικές αρχές και συγκεκριμένα ο νέος δήμαρχος Ρομπέρ Μενάρ, πρώην ηγέτης της ΜΚΟ «Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα»,[1] που εκλέχθηκε στο δήμο του Μπεζιέ στη Ν. Γαλλία (η μεγαλύτερη πόλη που κέρδισε το Εθνικό Μέτωπο της Μαρί Λεπαίν), αμέσως-αμέσως πήρε τις εξής τρεις αποφάσεις: να οπλίσει τη δημοτική αστυνομία (ευσεβής πόθος των απανταχού δημοτόμπατσων), να απαγορεύσει την κυκλοφορία νέων κάτω των 13 ετών μετά τη δύση του ηλίου και –βέβαια!- να απαγορεύσει το άπλωμα των ρούχων και το άπλωμα των χαλιών.
Η δεύτερη απαγόρευση προβάλλει την πρόφαση ότι έτσι τα παιδιά θα αποφύγουν τις κακοτοπιές και τις «κακές παρέες». Ας το σκεφτούν αυτό, όσοι εν Ελλάδι πιτσιρικάδες έλκονται, δυστυχώς, από τον χρυσαυγιτισμό∙ το πολιτικό «τζίνι» του Μιχαλολιάκου και των συν αυτόν είναι εις θέσιν να πραγματώσει μόνον ακραία εξουσιαστικές επιθυμίες∙ προσέξτε λοιπόν τι εύχεστε. Η τρίτη απαγόρευση υποτίθεται ότι έχει ως στόχο να περισώσει την καλή εικόνα της πόλης, καθώς το δημόσιο άπλωμα ρούχων και χαλιών συνδέονται με την φτώχεια και την ένδειξη ύπαρξης «κατώτερων πληθυσμών». Ένας τέτοιος νόμος μας κάνει αυτομάτως να αναρωτηθούμε ποιο θα είναι το μέλλον των αστέγων και των φτωχών αυτής της ακροδεξιά «καλαίσθητης» πόλης. Στις Η.Π.Α τέτοιοι νόμοι ισχύουν εδώ και χρόνια. Μάλιστα, για να… στεγνώσουν την ντροπή τους, χρησιμοποιούν τα ενεργοβόρα στεγνωτήρια ρούχων. Τέτοιου τύπου παραλογισμοί το μόνο που καταφέρνουν, πέρα απ’ την παγίωση ρατσιστικών συμπεριφορών, είναι να επιβάλουν μία ακόμη περιττή συσκευή, που σε λίγο καιρό θα μοιάζει απαραίτητη, όπως τόσες και τόσες άλλες.
Αυτές οι απαγορεύσεις δεν είναι οι μόνες ούτε είναι πρωτοφανείς. Δεν εξαντλούν τα όρια της νοσηρότητας των εξουσιαστών. Ωστόσο, αποτελούν ένα καλό δείγμα του πού μπορεί να φτάσει η αρρωστημένη ανοχή της λεγόμενης κοινής λογικής, όταν αποφασίζει να αποδεχτεί τέτοιους νόμους. Τα όρια της αντοχής των υπηκόων δοκιμάζονται καθημερινώς, με σκοπό να επεκτείνονται λίγο-λίγο. Έτσι, επιδιώκουν να μας εξοικειώνουν βαθμηδόν με το απάνθρωπο και το αποτρόπαιο, ώστε να το συνηθίζουμε και να προλαβαίνουμε να το εγγράφουμε στη σφαίρα της λογικής. Απάντηση στην κρατική «λογική» είναι η «τρέλα» της αναρχικής προοπτικής, της αληθινά φυσικής ελευθερίας.
σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση
[1] Η συγκεκριμένη, μάλιστα, ΜΚΟ –πέραν του ό,τι πληροί όλα τα χαρακτηριστικά του είδους της: προκάλυψη και δικαιολογία για να κερδίζει χρήματα, εκμεταλλευόμενη τις καλές διαθέσεις των ανθρώπων– ξεχώρισε για την στήριξη της δυτικής προπαγάνδας, κλείνοντας ταυτοχρόνως συμφωνίες με απολυταρχικά αραβικά καθεστώτα. Αυτό θα πει «Ρεπόρτερ χωρίς σύνορα»! Δεν άφησε παραπονεμένο κανέναν εξουσιαστή!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου