Ζούμε σε μια χρονική περίοδο στην οποία η εξουσιαστική δόμηση είναι διαφορετική απ’ ότι στις απαρχές της εκμηχάνισης της παραγωγής στην Ευρώπη και η σύνθεση των οικονομικών και κοινωνικών διαστρωματώσεων έχει αλλάξει σε τεράστιο βαθμό. Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι κοινωνικές και οικονομικές διαστρωματώσεις υφίστανται, όμως δεν μπορούν να ταυτιστούν ανενδοίαστα με την έννοια της «τάξης» πόσο μάλλον με την έννοια της «οργανωμένης τάξης». Αξίζει να καταπιαστούμε με το συγκεκριμένο ζήτημα, σε μια προσπάθεια να δούμε το κατά πόσο ευσταθούν οι απόψεις περί ύπαρξης της λεγόμενης «εργατικής τάξης» στο παγκόσμιο βιομηχανικό σύστημα των ανεπτυγμένων και των αναπτυσσόμενων κρατών.
Αν και δεν είναι στις προθέσεις του κειμένου αυτού να γίνει μια ανάλυση σε βάθος σε σχέση με τη συγκρότηση των οικονομικών και κοινωνικών διαστρωματώσεων, δεν μπορούμε παρ’ όλα αυτά να αποφύγουμε κάποιες αναφορές που έχουν ιδιαίτερη σημασία για τη σύνθεση της σύγχρονης κοινωνίας και του παγκόσμιου βιομηχανικού συστήματος. Για να γίνουμε πιο αποτελεσματικοί στον αγώνα ενάντια στο κράτος και συνολικά στο μίζερο κόσμο της κυριαρχίας, οφείλουμε να αναδεικνύουμε ή να απορρίπτουμε αντίστοιχα τις απόψεις εκείνες που κινούνται προς μια απελευθερωτική ή μη κατεύθυνση. Η συνεχής ανάλυση και συζήτηση σε σχέση με τη λειτουργία των δομών και των σχέσεων εξουσίας που διέπουν την διαρκώς μεταβαλλόμενη σύσταση της κυριαρχίας, είναι βασική προϋπόθεση για να είμαστε πραγματικά ενάντια σε αυτήν. Αλλά δεν αρκεί μονάχα αυτό, χρειάζεται και η αναγνώριση ότι η απελευθέρωση των ανθρώπων είναι ταυτόσημη με την απελευθέρωση του υπόλοιπου φυσικού κόσμου και όχι μια διαχωρισμένη υπόθεση.
Κόντρα στις θεοκρατικές ή επιστημονικές αντιλήψεις περί ανωτερότητας του ανθρώπινου είδους έναντι της υπόλοιπης φύσης, η Γη δεν είναι το κέντρο του σύμπαντος και ο άνθρωπος δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα κομμάτι της βιόσφαιρας, ένα κομμάτι της φυσικής χαοτικής ολότητας. Την εκμετάλλευση και την μόλυνση δεν την υφίσταται μονάχα το ανθρώπινο είδος, αλλά και κάθε έμβιο ον, κάθε σπιθαμή γης. Η όποια υλική φτώχεια των ανθρώπων είναι συνέπεια του εξουσιαστικού οικοδομήματος συνολικά και είναι αλληλένδετη με την διαδικασία εξημέρωσης και εξάρτησης από τις δομές του κρατικού μηχανισμού και της βιομηχανίας.
Η αναζήτηση του πώς συντάσσονται ο πολιτισμός, το κράτος και το βιομηχανικό σύστημα, είναι ένα σημαντικό βήμα για να δούμε πως δομούνται οι παγκόσμιες σχέσεις εξάρτησης και καταπίεσης. Οι λεγόμενες «ταξικές» αναλύσεις βασίζονται σε μια έντονη ιδεολογικοποίηση και εν τέλει αποδοχή του εξουσιαστικού οικοδομήματος που ονομάζεται πολιτισμός. Είναι προβληματικό να εξωραΐζεται η τεχνολογική πρόοδος και η εξημέρωση της φύσης και απ’ την άλλη να αναζητείται η απελευθέρωση μέσα σε αυτές τις κατασκευασμένες συνθήκες (όπως έκαναν για παράδειγμα κάποιοι θεωρητικοί του 19ου αιώνα). Οι λεγόμενες «ταξικές» αναλύσεις από τότε που πρώτο-διατυπώθηκαν αγκίστρωσαν τους ανθρώπους ακόμα πιο πολύ στο οικοδόμημα της κυριαρχίας κάνοντας τους να πιστεύουν ότι η αιτία της καταπίεσης είναι μόνο οι κεφαλαιοκράτες και όχι συνολικά το εξουσιαστικό σύστημα σε όλες του τις εκφάνσεις ανεξάρτητα από το ποιος κρατάει στο τιμόνι. Οι «ταξικές» αναλύσεις είναι μια ιδεολογική πλάνη σε ό,τι έχει να κάνει με την απελευθερωτική προοπτική. Ακριβώς επειδή η διαχείριση του εξουσιαστικού οικοδομήματος γίνεται αυτοσκοπός, υποβιβάζονται ο φυσικός κόσμος (συμπεριλαμβανομένων των ζώων και των απολίτιστων ανθρώπων) και η ελευθερία του κάθε πλάσματος να ζει όπως θέλει χωρίς έλεγχο και επιβολή. Η δόμηση του παγκόσμιου βιομηχανικού συστήματος είναι πολυσύνθετη και κυρίως είναι εξουσιαστική εξαρχής. Το να αναγάγεται η αιτία της εκμετάλλευσης και της ανελευθερίας ως ένας οικονομικός παράγοντας μεταξύ των λεγόμενων κοινωνικών «τάξεων» αποπροσανατολίζει την όποια προσπάθεια για συνολική αμφισβήτηση της κυριαρχίας. Ειδικά στις σημερινές συνθήκες της τεχνολογικής φρενίτιδας, της μεγάλης αστικοποίησης και του έντονου παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας δεν έχει να προσφέρει κάτι αυτή η ιδεολογική κατασκευή που εν τέλει προασπίζεται συμφέροντα (που είναι φτιαγμένα από την κυριαρχία) σε ένα περιβάλλον πλασματικών αναγκών και κοινωνικού ελέγχου. Κατά αυτόν τον τρόπο συγχέονται οι αναρχικές απόψεις με το διαφωτιστικό κίνημα για τη διεκδίκηση των αστικών δικαιωμάτων και την προάσπιση της δημοκρατίας, όπως επίσης με εναλλακτικά μοντέλα οργάνωσης και αυτό-διαχείρισης της βιομηχανικής κοινωνίας. Ας προχωρήσουμε τώρα παραπέρα.
Ο ξεριζωμός των ανθρώπων από την αρχέγονη συμβίωση τους με τη γη, δημιούργησε συνθήκες εξάρτησης από τις δομές του πολιτισμού διαμεσολαβώντας και αλλοτριώνοντας τις κατά βάση σχέσεις αμεσότητας και άγριας ελευθερίας που είχαν οι άνθρωποι μεταξύ τους, καθώς και με τα υπόλοιπα στοιχεία της φύσης. Σε συνθήκες ζωής, απολίτιστες και ακρατικές, οι ομάδες και οι κοινότητες ανθρώπων που βρίσκονταν ενταγμένες στο φυσικό κόσμο, είχαν μια ζωή αδιαίρετη και απλή, χωρίς να σημαίνει ότι αποτελούσε πάντα μια ειδυλλιακή κατάσταση ζωής ή κάποιο είδος επίγειου παραδείσου. Οι κοινωνικές και οικονομικές διαστρωματώσεις ήταν όχι μόνο απούσες αλλά και άγνωστες ως καταστάσεις και συνθήκες ζωής. Οι ελεύθερες ομαδοποιήσεις και μικρές κοινότητες λεηλατήθηκαν από την παρέμβαση των κρατικών δομών και μηχανισμών και μετατράπηκαν στις απρόσωπες μαζικές κοινωνίες της παραγωγής, οι οποίες χαρακτηρίζονται από οικονομικές σχέσεις και χρηματικές συναλλαγές. Τα κράτη συντηρώντας έναν ακόμα μηχανισμό καθυπόταξης, αυτόν της οικονομίας και συστηματοποιώντας την εργασία, κατάφεραν να εξαρτήσουν τους ανθρώπινους πληθυσμούς από τους μηχανισμούς αυτούς για να μπορούν να επιβιώσουν. Η συστηματοποιημένη εργασία αποτέλεσε τον καθοριστικό παράγοντα για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών των εκμεταλλευόμενων διαστρωματώσεων, συνεισφέροντας στη λειτουργία του μηχανισμού της οικονομίας και στον πλουτισμό των ιδιοκτητών της γης. Με την βιομηχανική εκμηχάνιση της παραγωγής οι άνθρωποι που εξαθλιώνονταν εργαζόμενοι στα χωράφια, στις βιοτεχνίες, στα ορυχεία και στα εργοστάσια αποτέλεσαν έναν ακόμα παραγωγικό συντελεστή του πολιτισμένου κόσμου. Με παρόμοιο τρόπο αντιμετωπίστηκαν τα δάση, η γη, το νερό και τα ζώα. Η πίστη στην πρόοδο, ως βασική ιδέα του διαφωτισμού, αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα για τη διαιώνιση, τον κατακερματισμό και την πραγμοποίηση των ανθρώπων και της φύσης συνολικά.
Η βιομηχανοποίηση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων μετασχημάτισε τις κοινωνικές συνθήκες και διαστρωματώσεις. Τα εργοστάσια επιζητούσαν εργατικά χέρια για να δουλέψουν τις μηχανές και να υποταχτούν στους ρυθμούς τους. Και αυτά τα χέρια που επιζητούσαν κάποιο μεροκάματο ήταν πολλά. Οι συνθήκες εξαθλίωσης που επέβαλε η εκβιομηχάνιση της παραγωγής, η αστικοποίηση και η μαζική παραγωγή ήταν το νέο πρόσωπο της εκμετάλλευσης. Οι δουλοπάροικοι της φεουδαρχικής εποχής μετεξελίχθησαν σε εργάτες και η υποτέλεια και η εξάρτηση τους από το κράτος και τις νεο-σχηματιζόμενες βιομηχανικές συνθήκες συνεχίστηκε και αμβλύνθηκε εντός και εκτός του εργοστασιακού περιβάλλοντος. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες αναπτύχθηκε το βιομηχανικό εργατικό δυναμικό, που αποτελούνταν από ανθρώπους που στελέχωναν τα εργοστάσια με αντάλλαγμα ένα μισθό επιβίωσης (πολλές φορές ούτε αυτόν). Προφανώς και πριν την περίοδο της βιομηχανικής επανάστασης, στην Ευρώπη, οι άνθρωποι υπάγονταν σε σκληρές συνθήκες εκμετάλλευσης, καταπίεσης και διαχωρισμών από τους φεουδάρχες και τις τοπικές εξουσίες. Αλλά σε πολλές περιπτώσεις ο αγροτικός κατά βάση χαρακτήρας των κοινωνιών, εξασφάλιζε κάποιου είδους αυτάρκεια για την επιβίωση τους. Κάτι που ο άνθρωπος της πόλης δεν είχε σαν δυνατότητα. Η γέννηση του βιομηχανικού εργατικού δυναμικού είναι το αποτέλεσμα των αναδιαρθρωμένων εξουσιαστικών συνθηκών της εποχής που ακολούθησε τη φεουδαρχία στον Ευρωπαϊκό χώρο και μετέπειτα σε κάθε αναπτυσσόμενο βιομηχανικά κράτος.
Κάπου στα μέσα του 19ου αιώνα επινοείται η μαρξιστική ερμηνεία που τοποθετεί τους εργάτες που κινούν τα μέσα παραγωγής να έχουν μόνο αντικρουόμενα συμφέροντα με αυτούς που τα κατέχουν και να ορίζονται ως το «επαναστατικό υποκείμενο» που θα οδηγήσει στην προλεταριακή επανάσταση. Η λεγόμενη «εργατική τάξη», καθοδηγούμενη από μια πρωτοπορία επαναστατών, απαλλοτριώνοντας τα παραγωγικά μέσα θα εκδίωκε τους κεφαλαιοκράτες εκπληρώνοντας με αυτό τον τρόπο τον «ιστορικό της ρόλο». Ως γνωστό το παραπάνω πλάνο δοκιμάστηκε και όχι μόνο απέτυχε ολοκληρωτικά να απελευθερώσει τους εργάτες (βλ Ρωσία, Κίνα κ.α.) όπως καυχιόταν αλλά δημιούργησε και μια νέα «επαναστατική» εξουσία στυγνής υποδούλωσης ανθρώπων και περαιτέρω εκμετάλλευσης του φυσικού κόσμου. Όπως ο μαρξισμός έτσι και κάθε άλλη εργατίστικη ερμηνεία περιορίζει το ζήτημα και τη συνθήκη της εκμετάλλευσης στο πεδίο των υλικών συμφερόντων και της δίκαιης κατανομής του «παραγόμενου πλούτου». Με το να αναγάγουν δηλαδή το ζήτημα της εκμετάλλευσης αποκλειστικά σ’ ένα οικονομικό ζήτημα, αδυνατώντας ή αδιαφορώντας να ασχοληθούν με την πληθώρα των εξουσιαστικών σχέσεων και μηχανισμών του κράτους, που δεν σχετίζονται άμεσα μόνο με την παραγωγική διαδικασία αλλά επεκτείνονται σε όλες τις πτυχές της ζωής, στην ουσία τα κομουνιστικά καθεστώτα αναζωογόνησαν την επεκτατική πορεία του πολιτισμού.
Είναι πασιφανές το ότι οι λεγόμενες «ταξικές» αναλύσεις του 19ου αιώνα αφορούν ιδιαίτερα τον βιομηχανικό πολιτισμό και είναι έντονα ευρωκεντρικές, με την έννοια ότι αποδέχονται την ευρωπαϊκή ιστορία ως νομοτελειακό μονόδρομο για τους ανθρώπους όλου του κόσμου. Η εκβιομηχάνιση και ο εκπολιτισμός για τους μονοδιάστατα ομιλούντες περί «τάξεων» παρουσιάζονται ως αναπόφευκτα γεγονότα της ανθρώπινης εξέλιξης.
Η εικόνα των σκληροτράχηλων εργατών με τραγιάσκες και ανασηκωμένα μανίκια έτοιμοι για το «πέρας της εφόδου στα ανάκτορα» έχει παρέλθει, αν υπήρξε βέβαια ως μια πιθανή διευρυμένη κατάσταση. Η κυριαρχία και η κοινωνική δόμηση είναι πολύ πιο σύνθετες και διαφορετικές σε παγκόσμιο επίπεδο. Ακόμα και αν ο οικονομισμός και οι εξουσιαστικοί στόχοι του αριστερισμού δεν επιθυμούν ή δεν «αφήνουν» περιθώρια διαφορετικής ερμηνείας, αυτή υπάρχει από την πλευρά της αναρχικής προοπτικής.
Η ύπαρξη οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων και διαστρωματώσεων αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό για κάθε πολιτισμό που αναπτύχθηκε, που χωρίς αυτό είναι αδύνατο να υπάρξει μαζική κοινωνία, κράτος και πόλη. Οι αυτοκρατορίες των Μάγιας, των Ίνκας, των Ρωμαίων, οι πόλεις κράτη της αρχαίας Ελλάδας και άλλοι πολιτισμοί, παρ’ όλες τις διαφορές τους, ήταν κοινωνίες που στο εσωτερικό τους αναπαρήγαγαν ένα σύνολο από διαχωρισμούς. Γι’ αυτό σε αυτές τις κοινωνίες δεν έλειπαν οι εξεγέρσεις των σκλάβων και των υποτελών των αυτοκρατοριών. Όλοι οι πολιτισμοί που αναπτύχθηκαν δημιούργησαν μαζικές κοινωνίες, οι οποίες βρίθουν από διαχωρισμούς, εκμετάλλευση και εξουσιαστικές σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους που τις στελέχωναν. Τα ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά στο εσωτερικό των κοινωνιών, είναι συνυφασμένα με τη συγκρότηση τους και τον τρόπο ζωής στον πολιτισμό. Σήμερα, παρόλο που υφίστανται οι κοινωνικοί διαχωρισμοί και ο κοινωνικός ανταγωνισμός (μάλιστα οι αναδιαρθρώσεις που συντελούνται στον παγκόσμιο εξουσιαστικό χάρτη προκαλούν την απότομη και βίαιη άμβλυνση τους), η «πυραμοειδής» κοινωνική συγκρότηση στις ανεπτυγμένες χώρες έχει αλλάξει ριζικά. Είναι φανερό ότι σήμερα το πλέγμα των εξουσιαστικών σχέσεων της κοινωνίας δεν ταυτίζεται με την εικόνα της διάρθρωσης των κοινωνιών της βιομηχανικής εποχής των Μαρξ και Μπακούνιν, όπως την ερμηνεύουν οι «ερωτευμένοι» με τον εργατισμό, ενώ οι παγκόσμιες ανακατατάξεις άλλαξαν επίσης.
Στις εξουσιαστικές συνθήκες που διαμορφώνονται, οι άνθρωποι διαχωρίζονται με διάφορους τρόπους ενσαρκώνοντας ένα σύνολο από ρόλους. Ασφαλώς όλη αυτή η διαπλοκή των ρόλων και η δόμηση του κράτους και των θεσμών του δεν είναι ένα φυσικό γεγονός όπως μπορεί να είναι ένας σεισμός, αλλά αποτελούν τις συνέπειες της πρακτικής εφαρμογής της κυριαρχίας και της επέλασης του πολιτισμού. Οι εξουσιαστικές σχέσεις και οι κοινωνικοί ρόλοι διαχέονται στο κοινωνικό σώμα διαμορφώνοντας ένα ανταγωνιστικό δίκτυο στο εσωτερικό του. Αυτοί οι ρόλοι δεν κινούνται πάντα σε ένα ξεκάθαρο δίπολο εξουσιαστή-εξουσιαζόμενου, αν και αδιαμφισβήτητα κινούνται σε μεγάλο βαθμό ξεκάθαρα σε αυτό. Μάλιστα το σύνηθες είναι κάποιος κοινωνικός ρόλος να ασκεί εξουσία αλλά και να δέχεται εξουσία.
Η ερμηνεία περί «επαναστατικής εργατικής τάξης» έχει τις ρίζες της στη μαρξιστική σκέψη και ανάλυση, η οποία αντιλαμβάνεται τον οικονομικό παράγοντα ως τον κεντρικό πυλώνα της αλλοτρίωσης και εκμετάλλευσης και την «πάλη των τάξεων» ως την κινητήριο δύναμη της ιστορίας. Επομένως αντιλαμβάνεται όσους εμπλέκονται άμεσα στην παραγωγή υπό τη θέση αυτού που πουλά την εργατική του δύναμη για ένα μισθό επιβίωσης, ως το υποκείμενο της επανάστασης. Ανεξάρτητα από το ποιού είδους επανάσταση και τι είδους κόσμο οραματίζονται οι μαρξιστές, γι’ αυτούς όλα είναι ζήτημα οικονομίας. Η γη, τα ποτάμια, τα βουνά, τα ζώα δεν αποτελούν τίποτα άλλο παρά πρώτες ύλες στις υπηρεσίες της παραγωγής και η φυσική υπόσταση των ανθρώπων τίποτα άλλο από μια αυτοματοποιημένη παραγωγική μηχανή που ζει για να παράγει. Η ντετερμινιστική λογική της μαρξιστικής σκέψης, υποστηρίζει το ιδεολόγημα της προόδου μέσω της ανάπτυξης των τεχνολογικών εφαρμογών και του επιστημονισμού. Έτσι, βρίσκει πρακτική εφαρμογή στη βιομηχανική παραγωγή και την καθυπόταξη της ζωής στο «συλλογικό εργοστάσιο» και τη λεηλασία της φύσης, για την πρόοδο του ανθρώπινου πολιτισμού. Κάτι τέτοιο όμως στέκεται εμπόδιο στη απελευθερωτική προοπτική.
Η κυριαρχία σήμερα στην εποχή της ψηφιοποίησης, της νανοτεχνολογίας και της ρομποτικής είναι διάχυτη σε παγκόσμιο επίπεδο και σε μεγάλο βαθμό αλληλοσυμπληρούμενη ως ένα ενιαίο σύστημα. Ο ρόλος των νέων τεχνολογιών για την ανάπτυξη της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και συνεπώς του καταμερισμού εργασίας είναι κομβικός, η χρήση τους έχει αλλάξει τις ανθρώπινες δραστηριότητες, αφού κατάφεραν να διαιωνίσουν την βιομηχανική παραγωγική διαδικασία και τον καταναλωτισμό. Η βαριά βιομηχανία έχει μεταφερθεί σε μεγάλο βαθμό σε χώρες του λεγόμενου τρίτου κόσμου, διαμορφώνοντας έτσι μια ιδιότυπη συνθήκη οικονομικής αποικιοκρατίας. Το πλήθος των καταναλωτικών προϊόντων εξαρτάται από το ξεζούμισμα της γης, το βασανισμό των ζώων και την εξαθλίωση ανθρώπινων πληθυσμών κυρίως σε περιοχές του τρίτου κόσμου. Η διαίρεση της εργασίας στις ανεπτυγμένες χώρες παίρνει τη μορφή κυρίως υπηρεσιών, αλλάζοντας την παραδοσιακή «εικόνα» του εργατικού δυναμικού. Οι μαζικές κοινωνίες των αστικών κέντρων κατακλύζονται από διαφημίσεις, καταναλωτισμό, πληθώρα εμπορευμάτων, ψευτοδιασκέδαση, ενώ ευδοκιμεί η δυνατότητα κοινωνικής και εργασιακής ανέλιξης, κατοχής και απόκτησης ιδιοκτησίας.
Η ανθρώπινη εκμετάλλευση που συντελείται στη γραμμή παραγωγής δεν αναπτύσσεται μονομερώς στη σφαίρα της οικονομίας αλλά αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του πολιτισμού και του τεχνολογικού-βιομηχανικού συστήματος. Είναι μια ακόμα στιγμή από τις πολλές στιγμές εξουσίας και κυριαρχίας και όχι η μοναδική. Οι σχέσεις και δομές εξουσίας επεκτείνονται πέρα από τον κατασκευασμένο μηχανισμό της οικονομίας, στην λεηλασία και τη καταστροφή του φυσικού κόσμου από τις μηχανές της προόδου, στην αποξένωση από τη φύση, τη μαζοποίηση στις πόλεις, στην εξουδετέρωση του άγριου ενστίκτου και τη φυλάκιση κάθε έμβιας ζωής στο μεγα-κελί του πολιτισμού. Με ποιά «ταξική» γλώσσα μπορούμε να μιλήσουμε για όλα αυτά; Εκτός, αν πιστεύουμε ότι είμαστε οι μόνοι καταπιεσμένοι πάνω στη γη, ότι οι εργάτες δεν είναι τίποτα άλλο παρά μόνο εκμεταλλευόμενοι και θύματα των αφεντικών, τη στιγμή που τα φανταχτερά εμπορεύματα του δυτικού πολιτισμού πατούν πάνω σε μολυσμένη γη, δολοφονημένα ανθρώπινα και μη ζώα, και τα οποία καταναλώνονται από όλους.
Για να καλυφθούν οι ανάγκες των ανθρώπων στο σύγχρονο δυτικό πολιτισμό, χρειάζεται να υπάρχει και να λειτουργεί ένα πλέγμα από μηχανισμούς και θεσμούς. Γενικότερα εντός της μαζικής κοινωνίας υπάρχουν υποχρεωτικά άτομα και κοινωνικές ομάδες με αντικρουόμενα οικονομικά και κοινωνικά συμφέροντα αλλά όχι μόνο αυτά. Η μαζική κοινωνία αποτελείται μεν από ανταγωνιστικές σχέσεις αλλά βασικό της στοιχείο για να υπάρχει ως τέτοια είναι δε και η συνύπαρξη με βάση το κοινό συμφέρον για την κάλυψη των ανθρώπινων αναγκών, επίπλαστων και μη. Η πραγματικότητα είναι ότι η ύπαρξη της κοινωνίας ως σύνολο βασίζεται σε κοινά συμφέροντα που είναι κατασκευασμένα και δομημένα πάνω σε αλλοτριωμένες συνθήκες από την κυριαρχία σε ένα βάθος χρόνου. Για παράδειγμα ένα οποιοδήποτε αφεντικό σε μια εργασία έχει πρωτίστως κοινά συμφέροντα με τους εργαζόμενους επειδή η ύπαρξη του ενός προϋποθέτει την ύπαρξη των άλλων μέσα στην παρούσα κοινωνική συγκυρία, ασχέτως αν ο πρώτος διατάζει τους άλλους. Από την άλλη τα κοινά συμφέροντα μεταξύ των εργατών έναντι των αυθαιρεσιών ή της στυγνότητας των αφεντικών δεν μπορούν να είναι μέρος κάποιου ουσιαστικού απελευθερωτικού αγώνα. Επειδή ακριβώς η όλη υπόθεση προϋποθέτει και παίζεται εντός του εξουσιαστικού σκηνικού, το οποίο δεν αμφισβητείται ως συνολική κατάσταση με αυτόν τον τρόπο. Ας είμαστε ξεκάθαροι στο ότι δεν θα υπάρξει ουσιαστική απελευθέρωση μέσα από την αποδοχή της ύπαρξης και της ανάπτυξης του πολιτισμού. Η μόνη απελευθέρωση που μπορεί να υπάρξει θα έρθει μέσα από την απόρριψη των θεσμών της κυριαρχίας, την διάλυση του κράτους και την αποδιοργάνωση της μαζικής κοινωνίας.
Η σύγχρονη οργανωτική δομή της κοινωνίας αλλά και η παγκόσμια συνθήκη, απέχει πολύ από μια απλουστευμένη ερμηνεία που μιλάει για την τάξη των «από πάνω» και την τάξη των «από κάτω». Οι εξουσιαστικές σχέσεις είναι πολύ πιο περίπλοκες και διάχυτες από μια τέτοια ερμηνεία, ειδικότερα στις σύγχρονες κοινωνίες. Η υιοθέτηση της λεγόμενης «ταξικής» ταυτότητας δεν μπορεί να εμπνεύσει την καταστροφή του συστήματος που αναπαράγει την κυριαρχία, ούτε να αποτελέσει το σημείο όπου είναι πιθανό να ξεκινήσει ένας εξεγερσιακός αγώνας απέναντι σε κάθε συνθήκη αιχμαλωσίας. Ο λεγόμενος «ταξικός αγώνας» δεν μπορεί να κινήσει την απελευθερωτική διεργασία επειδή βασίζεται πάνω σε αντιλήψεις που έχουν σχέση με τη διατήρηση του πολιτισμού και της κυριαρχίας ως συνολική συνθήκη και γι’ αυτό το λόγο δεν μπορεί να συμπαρασύρει μαζί του την κάθε στιγμή εκμετάλλευσης και αλλοτρίωσης που απλώνεται πάνω στη γη.
Τα φαντασιακά, ενίοτε επαναστατικά, συλλογικά υποκείμενα της εργατιάς ή της μαζικής κοινωνίας συνολικά, δεν έχουν εκ φύσεως κάποιου είδους ροπή προς την απελευθέρωση, αφού η σύσταση τους ως τέτοια βασίζεται στην ύπαρξη του κράτους. Η απελευθερωτική προοπτική βασίζεται στην επιλογή του οποιουδήποτε ανθρώπου να αρνείται και να μάχεται την κυριαρχία και τον τρόπο ζωής που διαμόρφωσε (εδώ είναι που πρέπει να συμβάλει ο απελευθερωτικός αγώνας των αναρχικών). Άρα χωρίς να περιφρονούμε και να υποτιμούμε κανένα εκμεταλλευόμενο, δεν μπορούμε επίσης να πλάθουμε «επαναστατικά υποκείμενα», ούτε να εξιδανικεύουμε κανένα σύνολο ανθρώπων. Ένας εργάτης μπορεί να ζητάει από το κράτος καλύτερους μισθούς και δουλειά «μόνο για έλληνες» και να υιοθετεί πλήρως τις αξίες και την ηθική της εξουσίας, αλλά μπορεί και να επιλέξει το δρόμο της άρνησης του ρόλου του στη μαζική κοινωνία και να εξεγερθεί ενάντια στις συνθήκες υποδούλωσης. Η άρνηση και η εξέγερση ενάντια στο μίζερο βιομηχανικό κόσμο, δεν γνωρίζει ούτε “τάξεις”, ούτε σύνορα, ούτε φύλο, ηλικία και φυλή. Η απελευθερωτική προσπάθεια δεν έχει σχέση με την υλική ένδεια ή ευμάρεια, αλλά με την ουσιαστική θέληση για την συνολική απαλλαγή από τα «δηλητηριώδη» δεσμά του πολιτισμού. Για αυτό και η θέση του εργάτη όπως και κάθε άλλη θέση που αναπαράγεται στη μαζική κοινωνία, δεν μπορεί να νοείται ως από τη φύση της επαναστατική ή άξια υπερηφάνειας, αλλά υποταγής από τα εξουσιαστικά δεσμά του πολιτισμού. Ένας φυλακισμένος που δεν έχει χάσει ακόμα το άγριο ένστικτο της ελευθερίας και της ζωής, δεν μπορεί να νιώσει ποτέ όμορφα για τη φυλακή του και τη συνθήκη αιχμαλωσίας του. Εξεγείρεται και καταστρέφει τη φυλακή του. Το ίδιο και κάθε ύπαρξη, ανθρώπινη ή μη που βρίσκεται σε αιχμαλωσία στη μεγάλη φυλακή του πολιτισμού. Αν συμβαίνει το αντίθετο, αν ο κάθε εργάτης, ο κάθε πολίτης/ υπήκοος, ο κάθε φυλακισμένος δεν αποστρέφεται το ρόλο που κατέχει στην κοινωνία αλλά τον αποδέχεται ως κάτι το φυσικό, τότε αυτό σηματοδοτεί ότι η μηχανή του πολιτισμού έχει εισχωρήσει βαθιά στον καθένα, καταστέλλοντας κάθε επιθυμία άγριας ελευθερίας και εξέγερσης.
Η επιλογή της εξέγερσης ενάντια στο κράτος βρίσκεται στα χέρια του καθενός. Η μηχανή του πολιτισμού για να πάψει να υπάρχει θα πρέπει όχι μόνο να σταματήσουμε να τη τρέφουμε (ιδεολογικά και πρακτικά) αλλά και να την καταστρέψουμε. Αρκεί να αναγνωρίσουμε ότι αποτελούμε κομμάτι του φυσικού κόσμου και όχι οι κυρίαρχοι του. Η συνειδητή άρνηση κάθε κοινωνικού ρόλου (εργάτη, ανέργου, πολίτη κ.α.) και κάθε θεσμού (εργασία, εκπαίδευση κ.α.) που έχει διαμορφώσει η κυριαρχία είναι ένα βήμα που αναγνωρίζει ότι: για να την καταστρέψουμε πρέπει πρώτα να την απορρίψουμε εξολοκλήρου. Η προοπτική της αναρχίας βασίζεται πάνω στη καθολική άρνηση του πολιτισμένου τρόπου ζωής και στην αποδόμηση κάθε θεσμού και εξουσιαστικής σχέσης.
Σε αυτό το σημείο μπορούμε να φέρουμε σαν παράδειγμα της μερικότητας που διέπει τους εργατικούς αγώνες, την κατάληψη μιας εργοστασιακής μονάδας, από εργαζόμενους σ΄ αυτήν, ως απάντηση στις απολύσεις συναδέλφων τους. Μια τέτοια κίνηση όπως και κάθε άλλη που γίνεται στα πλαίσια του διεκδικητικού και «αυτοματικού» αγώνα, εμπεριέχει όλες τις αντιφάσεις και τη μερικότητα των «ταξικών» και εργατίστικων ιδεών. Εκκινώντας με βάση την αποδοχή των ρόλων και όχι με βάση την αμφισβήτηση τους, καταλήγουν να τους αποδέχονται προασπίζοντας τους. Οι εργατικοί αγώνες προβάλλουν ως συνήθως οικονομικού περιεχομένου αιτήματα προς το κράτος ή την εργοδοσία, προσδοκώντας την (ξανα-)γέμιση της τσέπης. Ως ένα βαθμό μπορεί να είναι κατανοητοί ως προς την άμεση ανάγκη της επιβίωσης, αλλά με την μορφή που έχει το παραγωγικό σύστημα δεν συναντιούνται με την υπόθεση της καταστροφής της κυριαρχίας.
Το γεγονός ότι εργαζόμενοι μπορεί να αδικούνται και να ζημιώνονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο δεν σημαίνει ότι έχουν σαν σκοπό ή έχουν το λεγόμενο «ιστορικό ρόλο» για την απελευθέρωση, ούτε καν την αμφισβήτηση συνολικά των θεσμών. Είναι ξεκάθαρο, ότι η αναρχία δεν είναι μια πρόταση για τη διατήρηση των συνθηκών αιχμαλωσίας που προκαλεί ο πολιτισμός. Το μόνο που θα μπορούσε να προταθεί για κάθε παραγωγική μονάδα, δεν είναι η αυτοδιαχείριση που θα εξακολουθήσει να φυλακίζει για τις ανάγκες της «απελευθερωμένης» παραγωγής, αλλά η ολική καταστροφή τους.
Η συμμετοχή των αναρχικών στους διάφορους αγώνες που αναπτύσσονται έχει νόημα όταν δεν πραγματοποιούνται εκπτώσεις στις αναρχικές απόψεις και πρακτικές. Αποφεύγοντας τις ρεφορμιστικές επιδιώξεις, στο όνομα της μαζικότητας και του να γίνουμε «αρεστοί», θα επιμείνουμε στις επιδιώξεις και να όνειρα μας για συνολική ελευθερία.
Στο καλύτερο που μπορούν να οδηγήσουν οι λεγόμενες «ταξικές αναλύσεις» και οι «ταξικού» προσανατολισμού αγώνες είναι σε μια μεταρρύθμιση των υφιστάμενων εργασιακών ή άλλων νόμων ή ακόμα στον μετασχηματισμό της κυριαρχίας με επανάσταση. Για κάποιους μια τέτοια εξέλιξη μπορεί να είναι θεμιτή, όχι όμως γι’ αυτούς-ές που μάχονται για την καταστροφή κάθε μορφής εξουσίας και την αναρχία. Η εξέγερση ενάντια σε κάθε συνθήκη αιχμαλωσίας, αντιβαίνει κάθε αναμάσημα των θεσμών, των ρόλων και των δομών της κυριαρχίας και της μαζικής κοινωνίας. Η αναρχία διαχέεται εκεί που δημιουργούνται ρήγματα στους θεσμούς και στις επίπλαστες ανέσεις του πολιτισμού. Η δράση προς αυτή την κατεύθυνση, είναι η εξέγερση του άγριου ενστίκτου που δεν ενδιαφέρεται για την αναδιανομή του «παραγόμενου πλούτου» αλλά την καταστροφή της μαζικής παραγωγής αποτελώντας κομμάτι της αναζήτησης μιας πλήρους νοήματος ζωής. Η υπόθεση της απελευθέρωσης νοηματοδοτείται ουσιαστικά από την προσπάθεια για την ανάκτηση της αλλοιωμένης μας αγριότητας (φυσικής υπόστασης) και όχι μέσα από την θυματοποίηση και την εσωτερίκευση της θέσης του αιώνια «καταπιεσμένου», ζωντανεύοντας έτσι εν τέλει τη συνείδηση ότι αποτελούμε κομμάτι της φύσης που ακόμα και τώρα, μπορούμε να εξεγερθούμε με τρόπο λυσσαλέο ενάντια στην εξημέρωση από τον πολιτισμό.
Αν και δεν είναι στις προθέσεις του κειμένου αυτού να γίνει μια ανάλυση σε βάθος σε σχέση με τη συγκρότηση των οικονομικών και κοινωνικών διαστρωματώσεων, δεν μπορούμε παρ’ όλα αυτά να αποφύγουμε κάποιες αναφορές που έχουν ιδιαίτερη σημασία για τη σύνθεση της σύγχρονης κοινωνίας και του παγκόσμιου βιομηχανικού συστήματος. Για να γίνουμε πιο αποτελεσματικοί στον αγώνα ενάντια στο κράτος και συνολικά στο μίζερο κόσμο της κυριαρχίας, οφείλουμε να αναδεικνύουμε ή να απορρίπτουμε αντίστοιχα τις απόψεις εκείνες που κινούνται προς μια απελευθερωτική ή μη κατεύθυνση. Η συνεχής ανάλυση και συζήτηση σε σχέση με τη λειτουργία των δομών και των σχέσεων εξουσίας που διέπουν την διαρκώς μεταβαλλόμενη σύσταση της κυριαρχίας, είναι βασική προϋπόθεση για να είμαστε πραγματικά ενάντια σε αυτήν. Αλλά δεν αρκεί μονάχα αυτό, χρειάζεται και η αναγνώριση ότι η απελευθέρωση των ανθρώπων είναι ταυτόσημη με την απελευθέρωση του υπόλοιπου φυσικού κόσμου και όχι μια διαχωρισμένη υπόθεση.
Κόντρα στις θεοκρατικές ή επιστημονικές αντιλήψεις περί ανωτερότητας του ανθρώπινου είδους έναντι της υπόλοιπης φύσης, η Γη δεν είναι το κέντρο του σύμπαντος και ο άνθρωπος δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα κομμάτι της βιόσφαιρας, ένα κομμάτι της φυσικής χαοτικής ολότητας. Την εκμετάλλευση και την μόλυνση δεν την υφίσταται μονάχα το ανθρώπινο είδος, αλλά και κάθε έμβιο ον, κάθε σπιθαμή γης. Η όποια υλική φτώχεια των ανθρώπων είναι συνέπεια του εξουσιαστικού οικοδομήματος συνολικά και είναι αλληλένδετη με την διαδικασία εξημέρωσης και εξάρτησης από τις δομές του κρατικού μηχανισμού και της βιομηχανίας.
Η αναζήτηση του πώς συντάσσονται ο πολιτισμός, το κράτος και το βιομηχανικό σύστημα, είναι ένα σημαντικό βήμα για να δούμε πως δομούνται οι παγκόσμιες σχέσεις εξάρτησης και καταπίεσης. Οι λεγόμενες «ταξικές» αναλύσεις βασίζονται σε μια έντονη ιδεολογικοποίηση και εν τέλει αποδοχή του εξουσιαστικού οικοδομήματος που ονομάζεται πολιτισμός. Είναι προβληματικό να εξωραΐζεται η τεχνολογική πρόοδος και η εξημέρωση της φύσης και απ’ την άλλη να αναζητείται η απελευθέρωση μέσα σε αυτές τις κατασκευασμένες συνθήκες (όπως έκαναν για παράδειγμα κάποιοι θεωρητικοί του 19ου αιώνα). Οι λεγόμενες «ταξικές» αναλύσεις από τότε που πρώτο-διατυπώθηκαν αγκίστρωσαν τους ανθρώπους ακόμα πιο πολύ στο οικοδόμημα της κυριαρχίας κάνοντας τους να πιστεύουν ότι η αιτία της καταπίεσης είναι μόνο οι κεφαλαιοκράτες και όχι συνολικά το εξουσιαστικό σύστημα σε όλες του τις εκφάνσεις ανεξάρτητα από το ποιος κρατάει στο τιμόνι. Οι «ταξικές» αναλύσεις είναι μια ιδεολογική πλάνη σε ό,τι έχει να κάνει με την απελευθερωτική προοπτική. Ακριβώς επειδή η διαχείριση του εξουσιαστικού οικοδομήματος γίνεται αυτοσκοπός, υποβιβάζονται ο φυσικός κόσμος (συμπεριλαμβανομένων των ζώων και των απολίτιστων ανθρώπων) και η ελευθερία του κάθε πλάσματος να ζει όπως θέλει χωρίς έλεγχο και επιβολή. Η δόμηση του παγκόσμιου βιομηχανικού συστήματος είναι πολυσύνθετη και κυρίως είναι εξουσιαστική εξαρχής. Το να αναγάγεται η αιτία της εκμετάλλευσης και της ανελευθερίας ως ένας οικονομικός παράγοντας μεταξύ των λεγόμενων κοινωνικών «τάξεων» αποπροσανατολίζει την όποια προσπάθεια για συνολική αμφισβήτηση της κυριαρχίας. Ειδικά στις σημερινές συνθήκες της τεχνολογικής φρενίτιδας, της μεγάλης αστικοποίησης και του έντονου παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας δεν έχει να προσφέρει κάτι αυτή η ιδεολογική κατασκευή που εν τέλει προασπίζεται συμφέροντα (που είναι φτιαγμένα από την κυριαρχία) σε ένα περιβάλλον πλασματικών αναγκών και κοινωνικού ελέγχου. Κατά αυτόν τον τρόπο συγχέονται οι αναρχικές απόψεις με το διαφωτιστικό κίνημα για τη διεκδίκηση των αστικών δικαιωμάτων και την προάσπιση της δημοκρατίας, όπως επίσης με εναλλακτικά μοντέλα οργάνωσης και αυτό-διαχείρισης της βιομηχανικής κοινωνίας. Ας προχωρήσουμε τώρα παραπέρα.
Η εμφάνιση του βιομηχανικού εργατικού δυναμικού
Ο ξεριζωμός των ανθρώπων από την αρχέγονη συμβίωση τους με τη γη, δημιούργησε συνθήκες εξάρτησης από τις δομές του πολιτισμού διαμεσολαβώντας και αλλοτριώνοντας τις κατά βάση σχέσεις αμεσότητας και άγριας ελευθερίας που είχαν οι άνθρωποι μεταξύ τους, καθώς και με τα υπόλοιπα στοιχεία της φύσης. Σε συνθήκες ζωής, απολίτιστες και ακρατικές, οι ομάδες και οι κοινότητες ανθρώπων που βρίσκονταν ενταγμένες στο φυσικό κόσμο, είχαν μια ζωή αδιαίρετη και απλή, χωρίς να σημαίνει ότι αποτελούσε πάντα μια ειδυλλιακή κατάσταση ζωής ή κάποιο είδος επίγειου παραδείσου. Οι κοινωνικές και οικονομικές διαστρωματώσεις ήταν όχι μόνο απούσες αλλά και άγνωστες ως καταστάσεις και συνθήκες ζωής. Οι ελεύθερες ομαδοποιήσεις και μικρές κοινότητες λεηλατήθηκαν από την παρέμβαση των κρατικών δομών και μηχανισμών και μετατράπηκαν στις απρόσωπες μαζικές κοινωνίες της παραγωγής, οι οποίες χαρακτηρίζονται από οικονομικές σχέσεις και χρηματικές συναλλαγές. Τα κράτη συντηρώντας έναν ακόμα μηχανισμό καθυπόταξης, αυτόν της οικονομίας και συστηματοποιώντας την εργασία, κατάφεραν να εξαρτήσουν τους ανθρώπινους πληθυσμούς από τους μηχανισμούς αυτούς για να μπορούν να επιβιώσουν. Η συστηματοποιημένη εργασία αποτέλεσε τον καθοριστικό παράγοντα για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών των εκμεταλλευόμενων διαστρωματώσεων, συνεισφέροντας στη λειτουργία του μηχανισμού της οικονομίας και στον πλουτισμό των ιδιοκτητών της γης. Με την βιομηχανική εκμηχάνιση της παραγωγής οι άνθρωποι που εξαθλιώνονταν εργαζόμενοι στα χωράφια, στις βιοτεχνίες, στα ορυχεία και στα εργοστάσια αποτέλεσαν έναν ακόμα παραγωγικό συντελεστή του πολιτισμένου κόσμου. Με παρόμοιο τρόπο αντιμετωπίστηκαν τα δάση, η γη, το νερό και τα ζώα. Η πίστη στην πρόοδο, ως βασική ιδέα του διαφωτισμού, αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα για τη διαιώνιση, τον κατακερματισμό και την πραγμοποίηση των ανθρώπων και της φύσης συνολικά.
Η βιομηχανοποίηση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων μετασχημάτισε τις κοινωνικές συνθήκες και διαστρωματώσεις. Τα εργοστάσια επιζητούσαν εργατικά χέρια για να δουλέψουν τις μηχανές και να υποταχτούν στους ρυθμούς τους. Και αυτά τα χέρια που επιζητούσαν κάποιο μεροκάματο ήταν πολλά. Οι συνθήκες εξαθλίωσης που επέβαλε η εκβιομηχάνιση της παραγωγής, η αστικοποίηση και η μαζική παραγωγή ήταν το νέο πρόσωπο της εκμετάλλευσης. Οι δουλοπάροικοι της φεουδαρχικής εποχής μετεξελίχθησαν σε εργάτες και η υποτέλεια και η εξάρτηση τους από το κράτος και τις νεο-σχηματιζόμενες βιομηχανικές συνθήκες συνεχίστηκε και αμβλύνθηκε εντός και εκτός του εργοστασιακού περιβάλλοντος. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες αναπτύχθηκε το βιομηχανικό εργατικό δυναμικό, που αποτελούνταν από ανθρώπους που στελέχωναν τα εργοστάσια με αντάλλαγμα ένα μισθό επιβίωσης (πολλές φορές ούτε αυτόν). Προφανώς και πριν την περίοδο της βιομηχανικής επανάστασης, στην Ευρώπη, οι άνθρωποι υπάγονταν σε σκληρές συνθήκες εκμετάλλευσης, καταπίεσης και διαχωρισμών από τους φεουδάρχες και τις τοπικές εξουσίες. Αλλά σε πολλές περιπτώσεις ο αγροτικός κατά βάση χαρακτήρας των κοινωνιών, εξασφάλιζε κάποιου είδους αυτάρκεια για την επιβίωση τους. Κάτι που ο άνθρωπος της πόλης δεν είχε σαν δυνατότητα. Η γέννηση του βιομηχανικού εργατικού δυναμικού είναι το αποτέλεσμα των αναδιαρθρωμένων εξουσιαστικών συνθηκών της εποχής που ακολούθησε τη φεουδαρχία στον Ευρωπαϊκό χώρο και μετέπειτα σε κάθε αναπτυσσόμενο βιομηχανικά κράτος.
Κάπου στα μέσα του 19ου αιώνα επινοείται η μαρξιστική ερμηνεία που τοποθετεί τους εργάτες που κινούν τα μέσα παραγωγής να έχουν μόνο αντικρουόμενα συμφέροντα με αυτούς που τα κατέχουν και να ορίζονται ως το «επαναστατικό υποκείμενο» που θα οδηγήσει στην προλεταριακή επανάσταση. Η λεγόμενη «εργατική τάξη», καθοδηγούμενη από μια πρωτοπορία επαναστατών, απαλλοτριώνοντας τα παραγωγικά μέσα θα εκδίωκε τους κεφαλαιοκράτες εκπληρώνοντας με αυτό τον τρόπο τον «ιστορικό της ρόλο». Ως γνωστό το παραπάνω πλάνο δοκιμάστηκε και όχι μόνο απέτυχε ολοκληρωτικά να απελευθερώσει τους εργάτες (βλ Ρωσία, Κίνα κ.α.) όπως καυχιόταν αλλά δημιούργησε και μια νέα «επαναστατική» εξουσία στυγνής υποδούλωσης ανθρώπων και περαιτέρω εκμετάλλευσης του φυσικού κόσμου. Όπως ο μαρξισμός έτσι και κάθε άλλη εργατίστικη ερμηνεία περιορίζει το ζήτημα και τη συνθήκη της εκμετάλλευσης στο πεδίο των υλικών συμφερόντων και της δίκαιης κατανομής του «παραγόμενου πλούτου». Με το να αναγάγουν δηλαδή το ζήτημα της εκμετάλλευσης αποκλειστικά σ’ ένα οικονομικό ζήτημα, αδυνατώντας ή αδιαφορώντας να ασχοληθούν με την πληθώρα των εξουσιαστικών σχέσεων και μηχανισμών του κράτους, που δεν σχετίζονται άμεσα μόνο με την παραγωγική διαδικασία αλλά επεκτείνονται σε όλες τις πτυχές της ζωής, στην ουσία τα κομουνιστικά καθεστώτα αναζωογόνησαν την επεκτατική πορεία του πολιτισμού.
Είναι πασιφανές το ότι οι λεγόμενες «ταξικές» αναλύσεις του 19ου αιώνα αφορούν ιδιαίτερα τον βιομηχανικό πολιτισμό και είναι έντονα ευρωκεντρικές, με την έννοια ότι αποδέχονται την ευρωπαϊκή ιστορία ως νομοτελειακό μονόδρομο για τους ανθρώπους όλου του κόσμου. Η εκβιομηχάνιση και ο εκπολιτισμός για τους μονοδιάστατα ομιλούντες περί «τάξεων» παρουσιάζονται ως αναπόφευκτα γεγονότα της ανθρώπινης εξέλιξης.
Η εικόνα των σκληροτράχηλων εργατών με τραγιάσκες και ανασηκωμένα μανίκια έτοιμοι για το «πέρας της εφόδου στα ανάκτορα» έχει παρέλθει, αν υπήρξε βέβαια ως μια πιθανή διευρυμένη κατάσταση. Η κυριαρχία και η κοινωνική δόμηση είναι πολύ πιο σύνθετες και διαφορετικές σε παγκόσμιο επίπεδο. Ακόμα και αν ο οικονομισμός και οι εξουσιαστικοί στόχοι του αριστερισμού δεν επιθυμούν ή δεν «αφήνουν» περιθώρια διαφορετικής ερμηνείας, αυτή υπάρχει από την πλευρά της αναρχικής προοπτικής.
Κοινωνικός καταμερισμός στο παγκόσμιο τεχνοβιομηχανικό σύμπλεγμα
Η ύπαρξη οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων και διαστρωματώσεων αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό για κάθε πολιτισμό που αναπτύχθηκε, που χωρίς αυτό είναι αδύνατο να υπάρξει μαζική κοινωνία, κράτος και πόλη. Οι αυτοκρατορίες των Μάγιας, των Ίνκας, των Ρωμαίων, οι πόλεις κράτη της αρχαίας Ελλάδας και άλλοι πολιτισμοί, παρ’ όλες τις διαφορές τους, ήταν κοινωνίες που στο εσωτερικό τους αναπαρήγαγαν ένα σύνολο από διαχωρισμούς. Γι’ αυτό σε αυτές τις κοινωνίες δεν έλειπαν οι εξεγέρσεις των σκλάβων και των υποτελών των αυτοκρατοριών. Όλοι οι πολιτισμοί που αναπτύχθηκαν δημιούργησαν μαζικές κοινωνίες, οι οποίες βρίθουν από διαχωρισμούς, εκμετάλλευση και εξουσιαστικές σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους που τις στελέχωναν. Τα ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά στο εσωτερικό των κοινωνιών, είναι συνυφασμένα με τη συγκρότηση τους και τον τρόπο ζωής στον πολιτισμό. Σήμερα, παρόλο που υφίστανται οι κοινωνικοί διαχωρισμοί και ο κοινωνικός ανταγωνισμός (μάλιστα οι αναδιαρθρώσεις που συντελούνται στον παγκόσμιο εξουσιαστικό χάρτη προκαλούν την απότομη και βίαιη άμβλυνση τους), η «πυραμοειδής» κοινωνική συγκρότηση στις ανεπτυγμένες χώρες έχει αλλάξει ριζικά. Είναι φανερό ότι σήμερα το πλέγμα των εξουσιαστικών σχέσεων της κοινωνίας δεν ταυτίζεται με την εικόνα της διάρθρωσης των κοινωνιών της βιομηχανικής εποχής των Μαρξ και Μπακούνιν, όπως την ερμηνεύουν οι «ερωτευμένοι» με τον εργατισμό, ενώ οι παγκόσμιες ανακατατάξεις άλλαξαν επίσης.
Στις εξουσιαστικές συνθήκες που διαμορφώνονται, οι άνθρωποι διαχωρίζονται με διάφορους τρόπους ενσαρκώνοντας ένα σύνολο από ρόλους. Ασφαλώς όλη αυτή η διαπλοκή των ρόλων και η δόμηση του κράτους και των θεσμών του δεν είναι ένα φυσικό γεγονός όπως μπορεί να είναι ένας σεισμός, αλλά αποτελούν τις συνέπειες της πρακτικής εφαρμογής της κυριαρχίας και της επέλασης του πολιτισμού. Οι εξουσιαστικές σχέσεις και οι κοινωνικοί ρόλοι διαχέονται στο κοινωνικό σώμα διαμορφώνοντας ένα ανταγωνιστικό δίκτυο στο εσωτερικό του. Αυτοί οι ρόλοι δεν κινούνται πάντα σε ένα ξεκάθαρο δίπολο εξουσιαστή-εξουσιαζόμενου, αν και αδιαμφισβήτητα κινούνται σε μεγάλο βαθμό ξεκάθαρα σε αυτό. Μάλιστα το σύνηθες είναι κάποιος κοινωνικός ρόλος να ασκεί εξουσία αλλά και να δέχεται εξουσία.
Η ερμηνεία περί «επαναστατικής εργατικής τάξης» έχει τις ρίζες της στη μαρξιστική σκέψη και ανάλυση, η οποία αντιλαμβάνεται τον οικονομικό παράγοντα ως τον κεντρικό πυλώνα της αλλοτρίωσης και εκμετάλλευσης και την «πάλη των τάξεων» ως την κινητήριο δύναμη της ιστορίας. Επομένως αντιλαμβάνεται όσους εμπλέκονται άμεσα στην παραγωγή υπό τη θέση αυτού που πουλά την εργατική του δύναμη για ένα μισθό επιβίωσης, ως το υποκείμενο της επανάστασης. Ανεξάρτητα από το ποιού είδους επανάσταση και τι είδους κόσμο οραματίζονται οι μαρξιστές, γι’ αυτούς όλα είναι ζήτημα οικονομίας. Η γη, τα ποτάμια, τα βουνά, τα ζώα δεν αποτελούν τίποτα άλλο παρά πρώτες ύλες στις υπηρεσίες της παραγωγής και η φυσική υπόσταση των ανθρώπων τίποτα άλλο από μια αυτοματοποιημένη παραγωγική μηχανή που ζει για να παράγει. Η ντετερμινιστική λογική της μαρξιστικής σκέψης, υποστηρίζει το ιδεολόγημα της προόδου μέσω της ανάπτυξης των τεχνολογικών εφαρμογών και του επιστημονισμού. Έτσι, βρίσκει πρακτική εφαρμογή στη βιομηχανική παραγωγή και την καθυπόταξη της ζωής στο «συλλογικό εργοστάσιο» και τη λεηλασία της φύσης, για την πρόοδο του ανθρώπινου πολιτισμού. Κάτι τέτοιο όμως στέκεται εμπόδιο στη απελευθερωτική προοπτική.
Η αναδιάρθρωση του κοινωνικού εργοστασίου
Η κυριαρχία σήμερα στην εποχή της ψηφιοποίησης, της νανοτεχνολογίας και της ρομποτικής είναι διάχυτη σε παγκόσμιο επίπεδο και σε μεγάλο βαθμό αλληλοσυμπληρούμενη ως ένα ενιαίο σύστημα. Ο ρόλος των νέων τεχνολογιών για την ανάπτυξη της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και συνεπώς του καταμερισμού εργασίας είναι κομβικός, η χρήση τους έχει αλλάξει τις ανθρώπινες δραστηριότητες, αφού κατάφεραν να διαιωνίσουν την βιομηχανική παραγωγική διαδικασία και τον καταναλωτισμό. Η βαριά βιομηχανία έχει μεταφερθεί σε μεγάλο βαθμό σε χώρες του λεγόμενου τρίτου κόσμου, διαμορφώνοντας έτσι μια ιδιότυπη συνθήκη οικονομικής αποικιοκρατίας. Το πλήθος των καταναλωτικών προϊόντων εξαρτάται από το ξεζούμισμα της γης, το βασανισμό των ζώων και την εξαθλίωση ανθρώπινων πληθυσμών κυρίως σε περιοχές του τρίτου κόσμου. Η διαίρεση της εργασίας στις ανεπτυγμένες χώρες παίρνει τη μορφή κυρίως υπηρεσιών, αλλάζοντας την παραδοσιακή «εικόνα» του εργατικού δυναμικού. Οι μαζικές κοινωνίες των αστικών κέντρων κατακλύζονται από διαφημίσεις, καταναλωτισμό, πληθώρα εμπορευμάτων, ψευτοδιασκέδαση, ενώ ευδοκιμεί η δυνατότητα κοινωνικής και εργασιακής ανέλιξης, κατοχής και απόκτησης ιδιοκτησίας.
Η ανθρώπινη εκμετάλλευση που συντελείται στη γραμμή παραγωγής δεν αναπτύσσεται μονομερώς στη σφαίρα της οικονομίας αλλά αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του πολιτισμού και του τεχνολογικού-βιομηχανικού συστήματος. Είναι μια ακόμα στιγμή από τις πολλές στιγμές εξουσίας και κυριαρχίας και όχι η μοναδική. Οι σχέσεις και δομές εξουσίας επεκτείνονται πέρα από τον κατασκευασμένο μηχανισμό της οικονομίας, στην λεηλασία και τη καταστροφή του φυσικού κόσμου από τις μηχανές της προόδου, στην αποξένωση από τη φύση, τη μαζοποίηση στις πόλεις, στην εξουδετέρωση του άγριου ενστίκτου και τη φυλάκιση κάθε έμβιας ζωής στο μεγα-κελί του πολιτισμού. Με ποιά «ταξική» γλώσσα μπορούμε να μιλήσουμε για όλα αυτά; Εκτός, αν πιστεύουμε ότι είμαστε οι μόνοι καταπιεσμένοι πάνω στη γη, ότι οι εργάτες δεν είναι τίποτα άλλο παρά μόνο εκμεταλλευόμενοι και θύματα των αφεντικών, τη στιγμή που τα φανταχτερά εμπορεύματα του δυτικού πολιτισμού πατούν πάνω σε μολυσμένη γη, δολοφονημένα ανθρώπινα και μη ζώα, και τα οποία καταναλώνονται από όλους.
Η ανυπαρξία «επαναστατικού υποκειμένου» και η επιλογή της εξέγερσης
Για να καλυφθούν οι ανάγκες των ανθρώπων στο σύγχρονο δυτικό πολιτισμό, χρειάζεται να υπάρχει και να λειτουργεί ένα πλέγμα από μηχανισμούς και θεσμούς. Γενικότερα εντός της μαζικής κοινωνίας υπάρχουν υποχρεωτικά άτομα και κοινωνικές ομάδες με αντικρουόμενα οικονομικά και κοινωνικά συμφέροντα αλλά όχι μόνο αυτά. Η μαζική κοινωνία αποτελείται μεν από ανταγωνιστικές σχέσεις αλλά βασικό της στοιχείο για να υπάρχει ως τέτοια είναι δε και η συνύπαρξη με βάση το κοινό συμφέρον για την κάλυψη των ανθρώπινων αναγκών, επίπλαστων και μη. Η πραγματικότητα είναι ότι η ύπαρξη της κοινωνίας ως σύνολο βασίζεται σε κοινά συμφέροντα που είναι κατασκευασμένα και δομημένα πάνω σε αλλοτριωμένες συνθήκες από την κυριαρχία σε ένα βάθος χρόνου. Για παράδειγμα ένα οποιοδήποτε αφεντικό σε μια εργασία έχει πρωτίστως κοινά συμφέροντα με τους εργαζόμενους επειδή η ύπαρξη του ενός προϋποθέτει την ύπαρξη των άλλων μέσα στην παρούσα κοινωνική συγκυρία, ασχέτως αν ο πρώτος διατάζει τους άλλους. Από την άλλη τα κοινά συμφέροντα μεταξύ των εργατών έναντι των αυθαιρεσιών ή της στυγνότητας των αφεντικών δεν μπορούν να είναι μέρος κάποιου ουσιαστικού απελευθερωτικού αγώνα. Επειδή ακριβώς η όλη υπόθεση προϋποθέτει και παίζεται εντός του εξουσιαστικού σκηνικού, το οποίο δεν αμφισβητείται ως συνολική κατάσταση με αυτόν τον τρόπο. Ας είμαστε ξεκάθαροι στο ότι δεν θα υπάρξει ουσιαστική απελευθέρωση μέσα από την αποδοχή της ύπαρξης και της ανάπτυξης του πολιτισμού. Η μόνη απελευθέρωση που μπορεί να υπάρξει θα έρθει μέσα από την απόρριψη των θεσμών της κυριαρχίας, την διάλυση του κράτους και την αποδιοργάνωση της μαζικής κοινωνίας.
Η σύγχρονη οργανωτική δομή της κοινωνίας αλλά και η παγκόσμια συνθήκη, απέχει πολύ από μια απλουστευμένη ερμηνεία που μιλάει για την τάξη των «από πάνω» και την τάξη των «από κάτω». Οι εξουσιαστικές σχέσεις είναι πολύ πιο περίπλοκες και διάχυτες από μια τέτοια ερμηνεία, ειδικότερα στις σύγχρονες κοινωνίες. Η υιοθέτηση της λεγόμενης «ταξικής» ταυτότητας δεν μπορεί να εμπνεύσει την καταστροφή του συστήματος που αναπαράγει την κυριαρχία, ούτε να αποτελέσει το σημείο όπου είναι πιθανό να ξεκινήσει ένας εξεγερσιακός αγώνας απέναντι σε κάθε συνθήκη αιχμαλωσίας. Ο λεγόμενος «ταξικός αγώνας» δεν μπορεί να κινήσει την απελευθερωτική διεργασία επειδή βασίζεται πάνω σε αντιλήψεις που έχουν σχέση με τη διατήρηση του πολιτισμού και της κυριαρχίας ως συνολική συνθήκη και γι’ αυτό το λόγο δεν μπορεί να συμπαρασύρει μαζί του την κάθε στιγμή εκμετάλλευσης και αλλοτρίωσης που απλώνεται πάνω στη γη.
Τα φαντασιακά, ενίοτε επαναστατικά, συλλογικά υποκείμενα της εργατιάς ή της μαζικής κοινωνίας συνολικά, δεν έχουν εκ φύσεως κάποιου είδους ροπή προς την απελευθέρωση, αφού η σύσταση τους ως τέτοια βασίζεται στην ύπαρξη του κράτους. Η απελευθερωτική προοπτική βασίζεται στην επιλογή του οποιουδήποτε ανθρώπου να αρνείται και να μάχεται την κυριαρχία και τον τρόπο ζωής που διαμόρφωσε (εδώ είναι που πρέπει να συμβάλει ο απελευθερωτικός αγώνας των αναρχικών). Άρα χωρίς να περιφρονούμε και να υποτιμούμε κανένα εκμεταλλευόμενο, δεν μπορούμε επίσης να πλάθουμε «επαναστατικά υποκείμενα», ούτε να εξιδανικεύουμε κανένα σύνολο ανθρώπων. Ένας εργάτης μπορεί να ζητάει από το κράτος καλύτερους μισθούς και δουλειά «μόνο για έλληνες» και να υιοθετεί πλήρως τις αξίες και την ηθική της εξουσίας, αλλά μπορεί και να επιλέξει το δρόμο της άρνησης του ρόλου του στη μαζική κοινωνία και να εξεγερθεί ενάντια στις συνθήκες υποδούλωσης. Η άρνηση και η εξέγερση ενάντια στο μίζερο βιομηχανικό κόσμο, δεν γνωρίζει ούτε “τάξεις”, ούτε σύνορα, ούτε φύλο, ηλικία και φυλή. Η απελευθερωτική προσπάθεια δεν έχει σχέση με την υλική ένδεια ή ευμάρεια, αλλά με την ουσιαστική θέληση για την συνολική απαλλαγή από τα «δηλητηριώδη» δεσμά του πολιτισμού. Για αυτό και η θέση του εργάτη όπως και κάθε άλλη θέση που αναπαράγεται στη μαζική κοινωνία, δεν μπορεί να νοείται ως από τη φύση της επαναστατική ή άξια υπερηφάνειας, αλλά υποταγής από τα εξουσιαστικά δεσμά του πολιτισμού. Ένας φυλακισμένος που δεν έχει χάσει ακόμα το άγριο ένστικτο της ελευθερίας και της ζωής, δεν μπορεί να νιώσει ποτέ όμορφα για τη φυλακή του και τη συνθήκη αιχμαλωσίας του. Εξεγείρεται και καταστρέφει τη φυλακή του. Το ίδιο και κάθε ύπαρξη, ανθρώπινη ή μη που βρίσκεται σε αιχμαλωσία στη μεγάλη φυλακή του πολιτισμού. Αν συμβαίνει το αντίθετο, αν ο κάθε εργάτης, ο κάθε πολίτης/ υπήκοος, ο κάθε φυλακισμένος δεν αποστρέφεται το ρόλο που κατέχει στην κοινωνία αλλά τον αποδέχεται ως κάτι το φυσικό, τότε αυτό σηματοδοτεί ότι η μηχανή του πολιτισμού έχει εισχωρήσει βαθιά στον καθένα, καταστέλλοντας κάθε επιθυμία άγριας ελευθερίας και εξέγερσης.
Η επιλογή της εξέγερσης ενάντια στο κράτος βρίσκεται στα χέρια του καθενός. Η μηχανή του πολιτισμού για να πάψει να υπάρχει θα πρέπει όχι μόνο να σταματήσουμε να τη τρέφουμε (ιδεολογικά και πρακτικά) αλλά και να την καταστρέψουμε. Αρκεί να αναγνωρίσουμε ότι αποτελούμε κομμάτι του φυσικού κόσμου και όχι οι κυρίαρχοι του. Η συνειδητή άρνηση κάθε κοινωνικού ρόλου (εργάτη, ανέργου, πολίτη κ.α.) και κάθε θεσμού (εργασία, εκπαίδευση κ.α.) που έχει διαμορφώσει η κυριαρχία είναι ένα βήμα που αναγνωρίζει ότι: για να την καταστρέψουμε πρέπει πρώτα να την απορρίψουμε εξολοκλήρου. Η προοπτική της αναρχίας βασίζεται πάνω στη καθολική άρνηση του πολιτισμένου τρόπου ζωής και στην αποδόμηση κάθε θεσμού και εξουσιαστικής σχέσης.
Τα αδιέξοδα των εργατικών αγώνων
Σε αυτό το σημείο μπορούμε να φέρουμε σαν παράδειγμα της μερικότητας που διέπει τους εργατικούς αγώνες, την κατάληψη μιας εργοστασιακής μονάδας, από εργαζόμενους σ΄ αυτήν, ως απάντηση στις απολύσεις συναδέλφων τους. Μια τέτοια κίνηση όπως και κάθε άλλη που γίνεται στα πλαίσια του διεκδικητικού και «αυτοματικού» αγώνα, εμπεριέχει όλες τις αντιφάσεις και τη μερικότητα των «ταξικών» και εργατίστικων ιδεών. Εκκινώντας με βάση την αποδοχή των ρόλων και όχι με βάση την αμφισβήτηση τους, καταλήγουν να τους αποδέχονται προασπίζοντας τους. Οι εργατικοί αγώνες προβάλλουν ως συνήθως οικονομικού περιεχομένου αιτήματα προς το κράτος ή την εργοδοσία, προσδοκώντας την (ξανα-)γέμιση της τσέπης. Ως ένα βαθμό μπορεί να είναι κατανοητοί ως προς την άμεση ανάγκη της επιβίωσης, αλλά με την μορφή που έχει το παραγωγικό σύστημα δεν συναντιούνται με την υπόθεση της καταστροφής της κυριαρχίας.
Το γεγονός ότι εργαζόμενοι μπορεί να αδικούνται και να ζημιώνονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο δεν σημαίνει ότι έχουν σαν σκοπό ή έχουν το λεγόμενο «ιστορικό ρόλο» για την απελευθέρωση, ούτε καν την αμφισβήτηση συνολικά των θεσμών. Είναι ξεκάθαρο, ότι η αναρχία δεν είναι μια πρόταση για τη διατήρηση των συνθηκών αιχμαλωσίας που προκαλεί ο πολιτισμός. Το μόνο που θα μπορούσε να προταθεί για κάθε παραγωγική μονάδα, δεν είναι η αυτοδιαχείριση που θα εξακολουθήσει να φυλακίζει για τις ανάγκες της «απελευθερωμένης» παραγωγής, αλλά η ολική καταστροφή τους.
Η συμμετοχή των αναρχικών στους διάφορους αγώνες που αναπτύσσονται έχει νόημα όταν δεν πραγματοποιούνται εκπτώσεις στις αναρχικές απόψεις και πρακτικές. Αποφεύγοντας τις ρεφορμιστικές επιδιώξεις, στο όνομα της μαζικότητας και του να γίνουμε «αρεστοί», θα επιμείνουμε στις επιδιώξεις και να όνειρα μας για συνολική ελευθερία.
Κόβοντας τα δεσμά
Στο καλύτερο που μπορούν να οδηγήσουν οι λεγόμενες «ταξικές αναλύσεις» και οι «ταξικού» προσανατολισμού αγώνες είναι σε μια μεταρρύθμιση των υφιστάμενων εργασιακών ή άλλων νόμων ή ακόμα στον μετασχηματισμό της κυριαρχίας με επανάσταση. Για κάποιους μια τέτοια εξέλιξη μπορεί να είναι θεμιτή, όχι όμως γι’ αυτούς-ές που μάχονται για την καταστροφή κάθε μορφής εξουσίας και την αναρχία. Η εξέγερση ενάντια σε κάθε συνθήκη αιχμαλωσίας, αντιβαίνει κάθε αναμάσημα των θεσμών, των ρόλων και των δομών της κυριαρχίας και της μαζικής κοινωνίας. Η αναρχία διαχέεται εκεί που δημιουργούνται ρήγματα στους θεσμούς και στις επίπλαστες ανέσεις του πολιτισμού. Η δράση προς αυτή την κατεύθυνση, είναι η εξέγερση του άγριου ενστίκτου που δεν ενδιαφέρεται για την αναδιανομή του «παραγόμενου πλούτου» αλλά την καταστροφή της μαζικής παραγωγής αποτελώντας κομμάτι της αναζήτησης μιας πλήρους νοήματος ζωής. Η υπόθεση της απελευθέρωσης νοηματοδοτείται ουσιαστικά από την προσπάθεια για την ανάκτηση της αλλοιωμένης μας αγριότητας (φυσικής υπόστασης) και όχι μέσα από την θυματοποίηση και την εσωτερίκευση της θέσης του αιώνια «καταπιεσμένου», ζωντανεύοντας έτσι εν τέλει τη συνείδηση ότι αποτελούμε κομμάτι της φύσης που ακόμα και τώρα, μπορούμε να εξεγερθούμε με τρόπο λυσσαλέο ενάντια στην εξημέρωση από τον πολιτισμό.
Σύμπραξη για την αναρχία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου