Πόσες αμφισημίες χωράνε άραγε σε μια πρόταση; Η βαθιά κατανόηση του Είναι και του Εγώ, απελευθερώνει; Είσαι ένας αγροίκος αν δεν καταλαβαίνεις γρι απ’ την Φαινομενολογία του Πνεύματος[1]; Μήπως τελικά αν διαβάσω την Κριτική της Κριτικής Δύναμης[2] για τέταρτη φορά να βγάλω μιαν άκρη; Μήπως όλες οι απαντήσεις για το σύμπαν, την αλήθεια και τα πάντα μου φωνάζουν μέσα απ’ τις σελίδες της και εγώ κωφεύω; Αν κατανοήσω τους χρησμούς της εγελιανής αριστεράς, κλείνω v.i.p. θέση για τον μαρξιστικό παράδεισο; Εκεί που το κράτος μαραίνεται, γίνεται ένας μικρό τόπι και μ’ αυτό αθλοπαιδειούν οι ψυχές των προλετάριων. Τα ερωτήματα έρχονται αμείλικτα να διαταράξουν και την ελαφρότερη των συνειδήσεων. Στριφογυρίζεις στα σεντόνια σου, αναζητώντας την έρμη την απάντηση, αλλά αυτή έχει βάλει πλώρη για αλλού.
Ησυχάστε. Κατ’ αρχάς, αν όλος αυτός ο κυκεώνας βερμπαλισμού ήταν απελευθερωτικός, αν έδινε ουσιαστικές απαντήσεις σε θεμελιώδη ερωτήματα, πρώτα απ’ όλα θα οδηγούσε σε μια αξιοπρεπέστερη στάση ζωής αυτούς που τα έγραψαν. Επί παραδείγματι, η σχέση του Χέγκελ με το κράτος και την εξουσία είναι γνωστή∙ τόσο του Φίχτε, αλλά και άλλων «ευπρεπών» εκφραστών του γερμανικού Ιδεαλισμού[3]. Αν πάλι ρίξουμε μια ματιά στο σήμερα και στο καθ’ ημάς ακαδημαϊκό conclave της φιλοσοφίας, συνήθως ανακαλύπτουμε ανθρώπους που τόσο η σχέση τους με την ύλη, όσο και αυτές με την πολιτική και την εξουσία μόνο αξιοπρεπείς δεν θα τις ονομάτιζες. Δεν περιμέναμε βέβαια να ζούνε σε πιθάρια, όπως ο Διογένης, ούτε να σιτίζονται απ’ την αγαθοεργία των συνανθρώπων τους, όπως ο Σωκράτης. Απ’ τα πιθάρια, όμως, μέχρι τους ακαδημαϊκούς θώκους και τα ψηφοδέλτια επικρατείας, μεσολαβεί μια κάποια απόσταση. Φυσικά, υπάρχουν και εξαιρέσεις, οι οποίες ως γνωστόν επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Τι σημασία όμως έχει να απεραντολογείς για τούτο ή για τ’ άλλο, όταν στην ουσία δεν μιλάς για τίποτα, αλλά το μόνο που κάνεις είναι να φιλοτεχνείς μέσα απ’ τις λέξεις ένα κακόγουστο γλυπτό δίχως συναισθήματα; Η ελευθερία βρίσκεται στην απλότητα. Όχι στην απλοϊκότητα γιατί και αυτή είναι απότοκο της εκπαίδευσης∙ όχι της αυτομόρφωσης.[4] Από ένα χρονικό σημείο και έπειτα, η φιλοσοφία παύει να δίνει απαντήσεις και σχηματοποιεί μόνο ερωτήσεις που δεν αφορούν στην ουσία κανέναν. Μοιάζει με το μουρμούρισμα μιας προσευχής από στόματα ανθρώπων, που απλώς επαναλαμβάνουν τα λόγια, χωρίς να έχουν ιδέα από το περιεχόμενό τους. Αναζητά το «καθαρό πνεύμα». Δεν σκύβει πλέον στην αμόλυντη πηγή για δροσερό νερό. Δεν πλέκει άγρια στάχυα στα μαλλιά της μετά το θέρος. Δεν σβαρνίζουν τα πέλματα της το ξερό χώμα. Αντιθέτως, ως άλλος Νάρκισσος, προβάρει μοντέρνα υποδήματα μπρος στον παραμορφωτικό καθρέπτη του κράτους για να κολακευτεί.
Η φιλοσοφία μιλούσε στις καρδιές των ανθρώπων όσο αυτή –αν και εγγενές στοιχείο του πολιτισμού– διατηρούσε εν ζωή τις αισθήσεις του ελεύθερου ανθρώπου. Βρισκόταν έξω∙ στους αγρούς, στις λίμνες, στο δάσος, στο μίσχο μιας τριανταφυλλιάς. Παρατηρούσε με αθώα λαιμαργία τα ίδια ουράνια σώματα που παρατηρούσε και ο απολίτιστος σαμάνος. Ζούσε στα σχήματα, στα χρώματα και στις διαστάσεις του ωραίου. Εμπνεόταν απ’ την απλότητα για να αποδώσει το νόημα της ζωής και κουβέντιαζε για την αφαίρεση και το κενό κάτω απ’ την σκιά του πλατάνου. Στοχαζόταν το ά-τομο, ενώ ξεκαρδιζόταν στα γέλια απ’ το αστείο ενός χωρικού. Ανέπνεε τον θαλασσινό αέρα και γεωμετρούσε με τους σχηματισμούς των γλάρων στον ουρανό. Η φιλοσοφία διατηρούσε, κυρίως εν αγνοία της, τις απολίτιστες ρίζες της ανθρώπινης φυλής, ακόμη και αν στο μεγαλύτερο βαθμό της προσπάθησε να υπερασπιστεί την πόλη.
Η οργανωμένη σκέψη που δεν ζητιανεύει τα συχαρίκια της εξουσίας, αλλά ξεδιψά το πνεύμα των ανθρώπων και τους βοηθά να απελευθερωθούν απ’ τα κρατικά δεσμά, γίνεται το κάλεσμα του σαμάνου στην Γη της ελευθερίας. Οι φιλόσοφοι, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν είχαν άμεση σχέση με τους κοινωνικούς αγώνες. Ωστόσο, πολλοί από αυτούς υπηρέτησαν την σκέψη με πάθος και ζήλο και ως γνήσιοι καλλιτέχνες της ζωής εξέφρασαν την πολυπλοκότητα της συμπαντικής διεργασίας με απλό και κατανοητό τρόπο. Η γνώση που δεν είναι ένας σωρός από λεκτικές φιοριτούρες, μπορεί να λειτουργήσει απελευθερωτικά.
Η φιλοσοφία, λοιπόν, μούχλιασε σε μπαρόκ αμφιθέατρα, έκοψε το νήμα που την συνδέει με την φύση, απαρνήθηκε την άρρηκτη σχέση της με την αληθινή ζωή. Γιατί άραγε συνέβησαν όλα αυτά; Μα διότι το προχώρημα της εξουσίας, ο εκσυγχρονισμός της τυραννίας και των αλυσίδων μας, προϋπέθεταν την περαιτέρω ενσωμάτωση της οργανωμένης σκέψης στην κρατική μηχανή. Έτσι απ’ τον Αρχύτα και τον Δημόκριτο, φθάσαμε στον Χέγκελ και τον Χάιντεγκερ. Απ’ την ελεύθερη παρατήρηση και τον φυσικό πειραματισμό, οδηγηθήκαμε στην ατελέσφορη ανατομία του υπερβατικού με γλώσσα ψυχρή και ακατανόητη. Οι υπήκοοι οφείλουν να μην καταλαβαίνουν και πολλά-πολλά. Η «γνώση» πρέπει να κατέχεται απ’ το κρατικό ιερατείο, να εξυπηρετεί την διαιώνιση της κυριαρχίας. Ουσιαστικά, ο πολιτισμός, αν και τεχνολογικά έχει ανέλθει στα ψηφιακά σύννεφα, επιστρέφει πνευματικά στο έρεβος των ταρτάρων. Το ιερατείο κρατά φυλαγμένη την «γνώση» και οι άνθρωποι νομίζουν είτε πως οι ιερείς είναι τόσο σπουδαίοι και τους σέβονται, είτε τόσο δυνατοί και τους φοβούνται. Με άλλα λόγια, οι λίγοι και εκλεκτοί ανταλλάσουν ακαδημαϊκά συγγράμματα για το Είναι και το Εγώ, ενώ η υπόλοιπη ανθρωπότητα οφείλει ν’ αποβλακώνεται στην τηλεόραση και το διαδίκτυο. Δεν μπορεί να προχωρήσει αλλιώς το σχέδιο της παγκόσμιας κυριαρχίας. Εξ άλλου, μπορούμε εύκολα να παρατηρήσουμε πως αφ’ ενός οι κρατιστές με την βοήθεια της τεχνολογίας εξελίσσουν συνεχώς το οπλοστάσιο της άμεσης καταστολής, αφ’ ετέρου δεν φείδονται διόλου προσπθειών και στο προχώρημα των δεσμών στο πνεύμα της ανθρωπότητας.
Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι η χριστιανική ηθική, μετουσιώνοντας το αριστοτελικό πνεύμα, συνέλαβε μια μανιχαϊστική εικόνα του κόσμου. Δηλαδή, διχοτόμησε και απομάκρυνε το καλό από το κακό, το σώμα από το πνεύμα, το φως απ’ το σκοτάδι. Έμπλεξε την ιστορία του πνεύματος σε ένα ατέρμονο αδιέξοδο, αφού ήταν υποχρεωμένο να διαλέξει το ένα απ’ τα δυο αντίθετα, που με τόση σοφία ένωσε η φύση. Οι αρχαίες φιλοσοφίες το κατανόησαν βαθειά αυτό και στήριξαν τον τρόπο ζωής τους στην ενότητα, που δημιουργεί η αλληλοσυμπλήρωση των αντιθέτων. Ο ιδεαλισμός είναι τόσο περιοριστικός σα να έχεις σε όλη σου τη ζωή στραμμένο το βλέμμα μόνο στον ουρανό, αγνοώντας τη γη, που τον καθρεφτίζει, σα να θέλεις να ζεις μόνο στα σκοτεινά, ενώ ξέρεις ότι υπάρχει και η μέρα. Η λατρεία του πνεύματος σε βάρος του σώματος, όπως και η σημερινή υλιστική αντιστροφή του δίπολου (δηλαδή η λατρεία του σώματος, που αντί να διατηρείται σε μια ισορροπία, γίνεται υπερτροφικό –με τεχνητούς και αρρωστημένους, μάλιστα τρόπους, καθώς τα κάθε είδους αναβολικά κάνουν θραύση– σε βάρος του πνεύματος, που τις περισσότερες φορές ατροφεί ή νοσεί) θα συνεχίζουν να γεννούν σκλαβωμένους ανθρώπους, εγκλωβισμένους σε έναν θρυμματισμένο κόσμο.
Οι κρατιστές φοβούνται. Γι’ αυτό δεν χωρά αμφισβήτηση. Για να πετύχουν όμως την πλήρη υποδούλωση του ανθρώπινου γένους κάνουν παν το δυνατόν για να το απεκδύσουν απ’ την ανθρωπινότητά του. Δεν νοείται φιλοσοφία έξω απ’ τα αυστηρά όρια του ακαδημαϊσμού. Και εκεί μέσα δεν υπάρχει ελεύθερος συλλογισμός. Τα πάντα πρέπει να προοικονομούν, να εξυπηρετούν και να προωθούν τον τάδε ή τον δείνα εξουσιαστικό σχεδιασμό. Μόνον όσοι ρισκάρουν να χάσουν έδρες, δόξα και παχυλούς μισθούς, βρίσκουν το σθένος να μιλήσουν την γλώσσα της αλήθειας. Δυστυχώς, αυτοί είναι ελάχιστοι.
Το ανθρώπινο, όμως, δεν χωρά στην σκλαβιά∙ εξεγείρεται. Διότι, η ελευθερία, όπως έχουμε ξαναπεί, είναι σύμφυτη της ανθρώπινης ύπαρξης. Και ο άνθρωπος γεννήθηκε για να είναι αναπόσπαστο στοιχείο της Φύσης. Καμία υπέρτατη πνευματική ιδέα δεν είναι σε θέση να απελευθερώσει τον άνθρωπο, όταν αυτή γίνεται αιτία, για να τον αποσπάσει από τον φυσικό κόσμο, στο όνομα μιας τελειότητας. Η ολοκλήρωση, όταν μπορούμε να νοιώσουμε ελεύθεροι στη φύση, δεν οφείλεται στις ακαδημαϊκές περγαμηνές, αλλά στην διαρκή μας προσπάθεια να ζήσουμε ελεύθεροι μέσα στον κόσμο, ψυχή τε και σώματι.
[1] Φιλοσοφικό έργο του Georg Wilhelm Friedrich Hegel.
[2] Φιλοσοφικό έργο του ImmanuelKant.
[3] ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φύλλο 122, Δεκ ’12, «Ο Ιδεαλισμός που κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει!».
[4] Η λέξη αυτομόρφωση συχνά χρησιμοποιείται από διάφορα κινηματικά εγχειρήματα και έχει πάρει με τον καιρό μια τυποποιημένη σημασία, όπως συμβαίνει συχνά με λέξεις, που επαναλαμβάνονται από στόματα, που δεν κατανοούν (πλήρως) το νόημά της. Την θεωρούμε όμως πλήρη ουσίας και νοήματος. Μορφώνω σημαίνει δίνω μορφή. Μορφώνομαι, λοιπόν, σημαίνει παίρνω μορφή, μέσα από την γνώση. Και βέβαια το πρόθεμα αυτό- δίνει στη λέξη τη σημασία της αυτενέργειας, της προσωπικής πρωτοβουλίας που αναλαμβάνω, της επιλογής να μορφοποιήσω το πνεύμα μου. Γι’ αυτό και είναι διαφορετική απ’ την εκπαίδευση ή την παιδεία, που προϋποθέτει έναν που παιδεύει και κάποιον άλλον, που παιδεύεται.
Ησυχάστε. Κατ’ αρχάς, αν όλος αυτός ο κυκεώνας βερμπαλισμού ήταν απελευθερωτικός, αν έδινε ουσιαστικές απαντήσεις σε θεμελιώδη ερωτήματα, πρώτα απ’ όλα θα οδηγούσε σε μια αξιοπρεπέστερη στάση ζωής αυτούς που τα έγραψαν. Επί παραδείγματι, η σχέση του Χέγκελ με το κράτος και την εξουσία είναι γνωστή∙ τόσο του Φίχτε, αλλά και άλλων «ευπρεπών» εκφραστών του γερμανικού Ιδεαλισμού[3]. Αν πάλι ρίξουμε μια ματιά στο σήμερα και στο καθ’ ημάς ακαδημαϊκό conclave της φιλοσοφίας, συνήθως ανακαλύπτουμε ανθρώπους που τόσο η σχέση τους με την ύλη, όσο και αυτές με την πολιτική και την εξουσία μόνο αξιοπρεπείς δεν θα τις ονομάτιζες. Δεν περιμέναμε βέβαια να ζούνε σε πιθάρια, όπως ο Διογένης, ούτε να σιτίζονται απ’ την αγαθοεργία των συνανθρώπων τους, όπως ο Σωκράτης. Απ’ τα πιθάρια, όμως, μέχρι τους ακαδημαϊκούς θώκους και τα ψηφοδέλτια επικρατείας, μεσολαβεί μια κάποια απόσταση. Φυσικά, υπάρχουν και εξαιρέσεις, οι οποίες ως γνωστόν επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Τι σημασία όμως έχει να απεραντολογείς για τούτο ή για τ’ άλλο, όταν στην ουσία δεν μιλάς για τίποτα, αλλά το μόνο που κάνεις είναι να φιλοτεχνείς μέσα απ’ τις λέξεις ένα κακόγουστο γλυπτό δίχως συναισθήματα; Η ελευθερία βρίσκεται στην απλότητα. Όχι στην απλοϊκότητα γιατί και αυτή είναι απότοκο της εκπαίδευσης∙ όχι της αυτομόρφωσης.[4] Από ένα χρονικό σημείο και έπειτα, η φιλοσοφία παύει να δίνει απαντήσεις και σχηματοποιεί μόνο ερωτήσεις που δεν αφορούν στην ουσία κανέναν. Μοιάζει με το μουρμούρισμα μιας προσευχής από στόματα ανθρώπων, που απλώς επαναλαμβάνουν τα λόγια, χωρίς να έχουν ιδέα από το περιεχόμενό τους. Αναζητά το «καθαρό πνεύμα». Δεν σκύβει πλέον στην αμόλυντη πηγή για δροσερό νερό. Δεν πλέκει άγρια στάχυα στα μαλλιά της μετά το θέρος. Δεν σβαρνίζουν τα πέλματα της το ξερό χώμα. Αντιθέτως, ως άλλος Νάρκισσος, προβάρει μοντέρνα υποδήματα μπρος στον παραμορφωτικό καθρέπτη του κράτους για να κολακευτεί.
Η φιλοσοφία μιλούσε στις καρδιές των ανθρώπων όσο αυτή –αν και εγγενές στοιχείο του πολιτισμού– διατηρούσε εν ζωή τις αισθήσεις του ελεύθερου ανθρώπου. Βρισκόταν έξω∙ στους αγρούς, στις λίμνες, στο δάσος, στο μίσχο μιας τριανταφυλλιάς. Παρατηρούσε με αθώα λαιμαργία τα ίδια ουράνια σώματα που παρατηρούσε και ο απολίτιστος σαμάνος. Ζούσε στα σχήματα, στα χρώματα και στις διαστάσεις του ωραίου. Εμπνεόταν απ’ την απλότητα για να αποδώσει το νόημα της ζωής και κουβέντιαζε για την αφαίρεση και το κενό κάτω απ’ την σκιά του πλατάνου. Στοχαζόταν το ά-τομο, ενώ ξεκαρδιζόταν στα γέλια απ’ το αστείο ενός χωρικού. Ανέπνεε τον θαλασσινό αέρα και γεωμετρούσε με τους σχηματισμούς των γλάρων στον ουρανό. Η φιλοσοφία διατηρούσε, κυρίως εν αγνοία της, τις απολίτιστες ρίζες της ανθρώπινης φυλής, ακόμη και αν στο μεγαλύτερο βαθμό της προσπάθησε να υπερασπιστεί την πόλη.
Η οργανωμένη σκέψη που δεν ζητιανεύει τα συχαρίκια της εξουσίας, αλλά ξεδιψά το πνεύμα των ανθρώπων και τους βοηθά να απελευθερωθούν απ’ τα κρατικά δεσμά, γίνεται το κάλεσμα του σαμάνου στην Γη της ελευθερίας. Οι φιλόσοφοι, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν είχαν άμεση σχέση με τους κοινωνικούς αγώνες. Ωστόσο, πολλοί από αυτούς υπηρέτησαν την σκέψη με πάθος και ζήλο και ως γνήσιοι καλλιτέχνες της ζωής εξέφρασαν την πολυπλοκότητα της συμπαντικής διεργασίας με απλό και κατανοητό τρόπο. Η γνώση που δεν είναι ένας σωρός από λεκτικές φιοριτούρες, μπορεί να λειτουργήσει απελευθερωτικά.
Η φιλοσοφία, λοιπόν, μούχλιασε σε μπαρόκ αμφιθέατρα, έκοψε το νήμα που την συνδέει με την φύση, απαρνήθηκε την άρρηκτη σχέση της με την αληθινή ζωή. Γιατί άραγε συνέβησαν όλα αυτά; Μα διότι το προχώρημα της εξουσίας, ο εκσυγχρονισμός της τυραννίας και των αλυσίδων μας, προϋπέθεταν την περαιτέρω ενσωμάτωση της οργανωμένης σκέψης στην κρατική μηχανή. Έτσι απ’ τον Αρχύτα και τον Δημόκριτο, φθάσαμε στον Χέγκελ και τον Χάιντεγκερ. Απ’ την ελεύθερη παρατήρηση και τον φυσικό πειραματισμό, οδηγηθήκαμε στην ατελέσφορη ανατομία του υπερβατικού με γλώσσα ψυχρή και ακατανόητη. Οι υπήκοοι οφείλουν να μην καταλαβαίνουν και πολλά-πολλά. Η «γνώση» πρέπει να κατέχεται απ’ το κρατικό ιερατείο, να εξυπηρετεί την διαιώνιση της κυριαρχίας. Ουσιαστικά, ο πολιτισμός, αν και τεχνολογικά έχει ανέλθει στα ψηφιακά σύννεφα, επιστρέφει πνευματικά στο έρεβος των ταρτάρων. Το ιερατείο κρατά φυλαγμένη την «γνώση» και οι άνθρωποι νομίζουν είτε πως οι ιερείς είναι τόσο σπουδαίοι και τους σέβονται, είτε τόσο δυνατοί και τους φοβούνται. Με άλλα λόγια, οι λίγοι και εκλεκτοί ανταλλάσουν ακαδημαϊκά συγγράμματα για το Είναι και το Εγώ, ενώ η υπόλοιπη ανθρωπότητα οφείλει ν’ αποβλακώνεται στην τηλεόραση και το διαδίκτυο. Δεν μπορεί να προχωρήσει αλλιώς το σχέδιο της παγκόσμιας κυριαρχίας. Εξ άλλου, μπορούμε εύκολα να παρατηρήσουμε πως αφ’ ενός οι κρατιστές με την βοήθεια της τεχνολογίας εξελίσσουν συνεχώς το οπλοστάσιο της άμεσης καταστολής, αφ’ ετέρου δεν φείδονται διόλου προσπθειών και στο προχώρημα των δεσμών στο πνεύμα της ανθρωπότητας.
Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι η χριστιανική ηθική, μετουσιώνοντας το αριστοτελικό πνεύμα, συνέλαβε μια μανιχαϊστική εικόνα του κόσμου. Δηλαδή, διχοτόμησε και απομάκρυνε το καλό από το κακό, το σώμα από το πνεύμα, το φως απ’ το σκοτάδι. Έμπλεξε την ιστορία του πνεύματος σε ένα ατέρμονο αδιέξοδο, αφού ήταν υποχρεωμένο να διαλέξει το ένα απ’ τα δυο αντίθετα, που με τόση σοφία ένωσε η φύση. Οι αρχαίες φιλοσοφίες το κατανόησαν βαθειά αυτό και στήριξαν τον τρόπο ζωής τους στην ενότητα, που δημιουργεί η αλληλοσυμπλήρωση των αντιθέτων. Ο ιδεαλισμός είναι τόσο περιοριστικός σα να έχεις σε όλη σου τη ζωή στραμμένο το βλέμμα μόνο στον ουρανό, αγνοώντας τη γη, που τον καθρεφτίζει, σα να θέλεις να ζεις μόνο στα σκοτεινά, ενώ ξέρεις ότι υπάρχει και η μέρα. Η λατρεία του πνεύματος σε βάρος του σώματος, όπως και η σημερινή υλιστική αντιστροφή του δίπολου (δηλαδή η λατρεία του σώματος, που αντί να διατηρείται σε μια ισορροπία, γίνεται υπερτροφικό –με τεχνητούς και αρρωστημένους, μάλιστα τρόπους, καθώς τα κάθε είδους αναβολικά κάνουν θραύση– σε βάρος του πνεύματος, που τις περισσότερες φορές ατροφεί ή νοσεί) θα συνεχίζουν να γεννούν σκλαβωμένους ανθρώπους, εγκλωβισμένους σε έναν θρυμματισμένο κόσμο.
Οι κρατιστές φοβούνται. Γι’ αυτό δεν χωρά αμφισβήτηση. Για να πετύχουν όμως την πλήρη υποδούλωση του ανθρώπινου γένους κάνουν παν το δυνατόν για να το απεκδύσουν απ’ την ανθρωπινότητά του. Δεν νοείται φιλοσοφία έξω απ’ τα αυστηρά όρια του ακαδημαϊσμού. Και εκεί μέσα δεν υπάρχει ελεύθερος συλλογισμός. Τα πάντα πρέπει να προοικονομούν, να εξυπηρετούν και να προωθούν τον τάδε ή τον δείνα εξουσιαστικό σχεδιασμό. Μόνον όσοι ρισκάρουν να χάσουν έδρες, δόξα και παχυλούς μισθούς, βρίσκουν το σθένος να μιλήσουν την γλώσσα της αλήθειας. Δυστυχώς, αυτοί είναι ελάχιστοι.
Το ανθρώπινο, όμως, δεν χωρά στην σκλαβιά∙ εξεγείρεται. Διότι, η ελευθερία, όπως έχουμε ξαναπεί, είναι σύμφυτη της ανθρώπινης ύπαρξης. Και ο άνθρωπος γεννήθηκε για να είναι αναπόσπαστο στοιχείο της Φύσης. Καμία υπέρτατη πνευματική ιδέα δεν είναι σε θέση να απελευθερώσει τον άνθρωπο, όταν αυτή γίνεται αιτία, για να τον αποσπάσει από τον φυσικό κόσμο, στο όνομα μιας τελειότητας. Η ολοκλήρωση, όταν μπορούμε να νοιώσουμε ελεύθεροι στη φύση, δεν οφείλεται στις ακαδημαϊκές περγαμηνές, αλλά στην διαρκή μας προσπάθεια να ζήσουμε ελεύθεροι μέσα στον κόσμο, ψυχή τε και σώματι.
σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση
[1] Φιλοσοφικό έργο του Georg Wilhelm Friedrich Hegel.
[2] Φιλοσοφικό έργο του ImmanuelKant.
[3] ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φύλλο 122, Δεκ ’12, «Ο Ιδεαλισμός που κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει!».
[4] Η λέξη αυτομόρφωση συχνά χρησιμοποιείται από διάφορα κινηματικά εγχειρήματα και έχει πάρει με τον καιρό μια τυποποιημένη σημασία, όπως συμβαίνει συχνά με λέξεις, που επαναλαμβάνονται από στόματα, που δεν κατανοούν (πλήρως) το νόημά της. Την θεωρούμε όμως πλήρη ουσίας και νοήματος. Μορφώνω σημαίνει δίνω μορφή. Μορφώνομαι, λοιπόν, σημαίνει παίρνω μορφή, μέσα από την γνώση. Και βέβαια το πρόθεμα αυτό- δίνει στη λέξη τη σημασία της αυτενέργειας, της προσωπικής πρωτοβουλίας που αναλαμβάνω, της επιλογής να μορφοποιήσω το πνεύμα μου. Γι’ αυτό και είναι διαφορετική απ’ την εκπαίδευση ή την παιδεία, που προϋποθέτει έναν που παιδεύει και κάποιον άλλον, που παιδεύεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου