«Οι επαναστάσεις δεν αυτοσχεδιάζονται, δεν γίνονται αυθαίρετα ούτε από άτομα ούτε ακόμα από τα πιο δυνατά σωματεία. Ανεξάρτητα από κάθε θέληση κι από κάθε συνωμοσία, οδηγούνται πάντοτε απ’ την πίεση των πραγμάτων. Μπορούμε να τις προβλέψουμε προαισθανόμενοι, καμιά φορά, το πλησίασμά τους, αλλά δεν μπορούμε ποτέ να επιταχύνουμε την έκρηξή τους». (Μ. Μπακούνιν, Για έναν Αντιεξουσιαστικό Σοσιαλισμό)
Το ιστορικό αξίωμα που θέλει τις μεγάλες κοινωνικές εκρήξεις να συλλαμβάνουν κατά κανόνα εξ απροόπτου και σε βαθύ λήθαργο τις βαρυστομαχιασμένες απ’ το εκμεταλλευτικό δείπνο και σίγουρες –παρά τα έκδηλα σημάδια της αρρώστιας– για την ευρωστία τους εξουσίες, αλλά συνήθως και τους καραδοκούντες επίδοξους διαχειριστές της κληρονομιάς τους, θα βρει την εφαρμογή του και στην ελλαδική περίπτωση.
Παρά το γεγονός ότι, συνεπεία της όξυνσης κατά τα προεπαναστατικά χρόνια της καταπίεσης και εκμετάλλευσης, από «το τέλος του 1820 το αίσθημα ότι επέκειτο μεγάλη κοινωνική αναταραχή έγινε κοινό ανάμεσα στο μουσουλμανικό και χριστιανικό πληθυσμό του Μοριά»(1) (σύμφωνα με τον Φίνλεϋ αλλά και πολλούς άλλους σύγχρονους των γεγονότων ιστορικούς) και την κοινολόγηση του διάτρητου, άλλωστε, «μυστικού σκοπού» της Φιλικής Εταιρίας από πράκτορες στους Οθωμανούς εξουσιαστές και τα χαμηλόβαθμα μέλη της, κόντρα στη θέληση και τις περί του αντιθέτου διαταγές της ηγεσίας της, στις «κατώτερες τάξεις του λαού»· οι Οθωμανοί εξουσιαστές θα αρκεστούν στην ομηρία των προεστών και δεσποτάδων που προσήλθαν στην Τρίπολη, πιστεύοντας ότι κάτι τέτοιο ήταν ικανό να σφραγίσει τον κρατήρα τού ήδη αχνίζοντος κοινωνικού ηφαιστείου, ενώ η ισχύς της έκρηξής του θα αιφνιδιάσει δυσάρεστα, όχι μόνο τις έντρομες χριστιανικές ηγετικές ομάδες που φυσικά την απεύχονταν, αλλά και την υποτιθέμενη «αστική πρωτοπορία» που επεδίωκε με τελείως διαφορετικό τρόπο την αλλαγή του κυριαρχικού σκηνικού.
«Λένε», θα σημειώσει στο ημερολόγιό του ο πρόξενος της Ολλανδίας στην Αθήνα Domenigo Origone, μετά την εκδήλωσή της, «πως αυτή η επανάσταση ξέσπασε πριν από την ώρα που είχαν καθορίσει οι αρχηγοί της, αλλά ο καρπός, πολύ ώριμος, έπεσε με το πρώτο ταρακούνημα, μ’ όλο που αυτό το τράνταγμα δεν έγινε από τους ηγέτες αλλά ήταν αποτέλεσμα των μέτρων του Σουλτάνου».(2)
Το ρίζωμα στη σταδιακά κατασκευασμένη –μετά τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους και μέσω κυρίως της εθνικής εκπαίδευσης– νεοελληνική συνείδηση του μυθολογήματος της κήρυξης της επανάστασης (σαν να επρόκειτο για διακρατικό πόλεμο) σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο από κάποιες ηγετικές φυσιογνωμίες, παρά την ύπαρξη πλήθους τεκμηρίων που πιστοποιούν «ότι η ύψωσις της σημαίας της επαναστάσεως εν Αγία Λαύρα και μάλιστα την 25ην Μαρτίου είναι θρύλος και όχι πραγματικόν γεγονός»(3) (όπως συμπεραίνει ο καθηγητής Απ. Δασκαλάκης και την άποψή του ενστερνίζεται η συντριπτική πλειοψηφία των ιστορικών), δεν αποδεικνύει παρά το μέγεθος του κρατικού ψέματος και δίνει το μέτρο της άκριτης και αδιερεύνητης κοινωνικής του αποδοχής.
Ωστόσο η επινόηση και μεθοδική προβολή (μέσω κυρίως της λογοτεχνίας και της ζωγραφικής) ενός ακόμη ανύπαρκτου γεγονότος –που, σημειωτέον, δεν καταγράφει στα απομνημονεύματά του ούτε καν ο υποτιθέμενος πρωταγωνιστής του, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός– με προφανή στόχο να συγκαλύψει την απουσία των «ελληνικών» ηγετικών ομάδων στο ξεκίνημα του απελευθερωτικού αγώνα, δεν είναι σε θέση να σβήσει άλλες ιστορικές καταγραφές, που αποδίδουν πιο ανάγλυφα και πειστικά την κοινωνική και κυριαρχική πραγματικότητα της εποχής.
«Όταν εύφλεκτος ύλη συσσωρευθή, σπινθήρ αρκεί να πέσει και την ανάπτει», θα γράψει, συνοψίζοντάς την σε μια εύστοχη φράση της ιστορίας του, ο αστός ιστορικός και σύγχρονος της επανάστασης Σπ. Τρικούπης. «Τοιούτον τι συνέβη εν Πελοποννήσω παρά την θέλησιν και απόφασιν όλων»,(4) και τον πυροκροτητή που θα προκαλέσει την κοινωνική έκρηξη στον «ελλαδικό χώρο», θ’ αποτελέσουν κάποιες βίαιες ενέργειες των καταπιεσμένων, που όταν εκδηλώνονταν ακατάπαυστα καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της οθωμανικής κατοχής έφερναν σαν στίγμα πάνω τους την ομόθυμα, από Οθωμανούς και χριστιανούς εξουσιαστές, κολλημένη «ληστρική» ετικέτα, ενώ για την προκειμένη περίσταση θα χαρακτηριστούν αναδρομικά «εθνικές».
«Ενταύθα δε εν Πελοποννήσω», περιγράφει ο γραμματέας του Κολοκοτρώνη Οικονόμου, «συνέπιπτε και πριν και τότε, να τολμηθώσι πράξεις τινές αλλεπάλληλοι. Τινές μεν εξ υποβολής υπογείου, τινές δε και απλώς τυχαίαι· και τίνες καν τε άτακτοι αλλ’ εκ του πνεύματος της επαναστάσεως, της αναρχίας και την ανυπομονησίας προερχόμενοι».(5)
Σποραδικές λοιπόν επιθέσεις (αυθόρμητες ή μη), στα μέσα Μαρτίου του 1821, από ομάδες κλεφτών (Σολιώτη, Χοντρογιανναίων κ.ά.), αλλά κι από μεμονωμένα άτομα, ενάντια σε αξιωματούχους (σπαχήδες) και όργανα (φοροεισπράκτορες) του κράτους σε διάφορα μέρη του Μωρηά (Αρφάρα, Βερσεβά, Αγρίδι κ.α.) και η απρόκλητη αλλά όχι αναίτια(6) επίθεση του οθωμανικού στρατού στις χριστιανικές συνοικίες της Πάτρας (21.3.1821), θα γίνουν τα προσανάμματα της επαναστατικής πυρκαγιάς.
Η κλιμάκωση της κοινωνικής έντασης, που θα εκφραστεί με τη σημαντική αριθμητικά διεύρυνση των κλέφτικων ομάδων από απόλεμους αγρότες και το χτύπημα απ’ αυτές ενός σώματος τουρκαλβανών, την πολιορκία και άμεση ανταπόδοση της οθωμανικής επίθεσης στην Πάτρα από επτανήσιους πρόσφυγες και πατρινούς με πρωτοβουλία ενός τσαγκάρη, του Καρατζά, τη μαζική εισβολή την επόμενη μέρα στην πόλη αυτοσχέδια οπλισμένων γεωργών και κτηνοτρόφων απ’ τα περίχωρα –που, αντίθετα απ’ τα γραφόμενα των ελλήνων ιστορικών και σύμφωνα με τη μαρτυρία του γάλλου πρόξενου στην Πάτρα Πουκεβίλ, «είναι φανατισμένοι και δεν έχουν αρχηγούς»(7)– και άλλα εξεγερτικά επεισόδια μικρότερης έντασης και έκτασης αλλά όχι και σημασίας, θα ωθήσουν τους Οθωμανούς εξουσιαστές και το στρατό τους να κλειστούν έντρομοι στα κάστρα, και τους χριστιανούς προύχοντες να επιχειρήσουν αναγκαστικά μιαν άτακτη φυγή προς τα εμπρός.
«Το πράγμα τέλος πάντων», περιγράφει στα απομνημονεύματά του ο Χριστόφορος Περαιβός, «κατήντησεν εις τόσον βαθμόν ενθουσιασμού και συγχύσεως, ώστε και μυρίας γλώσσας Δημοσθενικάς αν είχε τις να τας μεταχειρισθή διά να καθησυχάσει την ορμήν των Ελλήνων, ου μόνον εκοπίαζε ματαίως, αλλ’ εκινδύνευεν ακόμη και η ζωή του επειδή τον ενόμιζον ως Τουρκολάτρην, και μάλιστα πολύ περισσότερον υπέκειντο εις τον κίνδυνον οι αρχιερείς και δημογέροντες ως συνεχή σχέσιν έχοντες μετά των Τούρκων, αντιπρόσωποι όντες των επαρχιών».(8)
«Οι άνθρωποι εν γένει ετρελλάθηκαν και μήτε ηξεύρουν τι κάμουν μήτε λόγια και ορμηνείας ακούουν από κανένα. Αλλά ποιος χαρέκακος τους ωδήγησεν εις ταύτα δεν ηδυνήθην να μάθω», επιβεβαιώνει σε αναφορά του προς τις οθωμανικές αρχές ο εντεταλμένος να καταπραΰνει τον επαναστατικό πυρετό στην Τριφυλλία, κατοπινός ιστορικός της επανάστασης, μητροπολίτης Αμβρόσιος Φραντζής. «Οι κάμποι και τα βουνά είναι γιομάτα από αρματωμένους ανθρώπους[...] όσα κι αν τους ωμίλησα, δεν εισακούομαι. Περισσότερον δεν ημπορώ να τους ομιλήσω εις τα φούμαρα [καπνούς] και εις το ξεμυάλισμα όπου βρίσκονται, διότι φοβούμαι και τον εαυτό μου».(9)
Έτσι, κάτω απ’ την απειλητική σκιά μιας διλέπιδης δαμόκλειας σπάθας, αυτής που περιέστρεψαν πάνω απ’ τα κεφάλια τους Οθωμανοί εξουσιαστές και «έλληνες» εξουσιαζόμενοι, οι κοτσαμπάσηδες και δεσποτάδες που έλεγχαν την εφορία της Φιλικής Εταιρίας στην Αχαΐα (Λόντος, Παλαιών Πατρών Γερμανός, Ζαΐμης κ.ά.) –και οι οποίοι λίγες μέρες πριν (10.3.1821) στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, σύμφωνα με τα γραφόμενα του Π. Π. Γερμανού, «…συσκεφθέντες απεφάσισαν να μη δώσωσιν αιτίαν τινά, αλλ’ ως πεφοβισμένοι να παραμερήσωσιν εις ασφαλή μέρη» και μονάχα στην περίπτωση που οι Οθωμανοί κινηθούν πρώτοι, «τότε εξ ανάγκης να λάβωσι και αυτοί τα όπλα και να κινήσωσι και τους λοιπούς ομογενείς εις υπεράσπισιν εαυτών»(10)– θα κάνουν την κατόπιν εξεγερτικής εορτής θριαμβευτική είσοδό τους στην Πάτρα στις 23.3.1821.
Ανάλογα αρνητική θα είναι και η στάση τού επίσης φιλικού Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στη Νότια Πελοπόννησο, ο οποίος, μην έχοντας φυσικά τίποτα να κερδίσει από μια κοινωνική αναταραχή, «…συμβουλευθείς με τους συγγενείς και οικείους του, απεφάσισε να στείλει τους υιούς του ομήρους [στην Τρίπολη], και να σβεσθή το πνεύμα της επαναστάσεως».(11)
Όμως, τελικά, μπροστά στο αναπόφευκτο της κοινωνικής έκρηξης και επέκτασης της επανάστασης, τη συνεπαγόμενη βεβαιότητα να χάσει την ηγετική του θέση στη Μάνη στρέφοντας τους έτοιμους να εξεγερθούν κατοίκους της εναντίον του, την άρνηση του ενός γιου του, Ηλία, να παρουσιαστεί στην Τρίπολη (στη θέση του πήγε ένας ανεψιός του) και μετά την υπόσχεση του εκπροσωπούντος τον Υψηλάντη, του Παπαφλέσσα, ότι θα του αποδοθεί η ηγεμονία ολόκληρου του Μωρηά, θα αυτοχειροτονηθεί «αρχιστράτηγος των Σπαρτιατικών στρατευμάτων», θα εκστρατεύσει ενάντια στην ήδη πολιορκούμενη, από αγρότες των περιχώρων, Καλαμάτα και θα εισβάλει ειρηνικά (καθώς οι Οθωμανοί θα παραδοθούν) στην πόλη (24.3.1821).
Αποσκοπώντας, αφού τιθασεύσουν την ορμή του, να χρησιμοποιήσουν το ανατρεπτικό κοινωνικό δυναμικό σαν υποζύγιο στο άρμα των αναφυόμενων εκ των πραγμάτων κυριαρχικών τους επιδιώξεων, θα συστήσουν οι μεν πρώτοι το «Αχαϊκόν Διευθυντήριον», ο δε δεύτερος τη «Μεσσηνιακή Γερουσία», και με προκηρύξεις τους προς τις ευρωπαϊκές Αυλές θα εκλιπαρήσουν την αρωγή τους, παρουσιάζοντας την κοινωνική έκρηξη στο Μωρηά σαν μια συντεταγμένη «απελευθερωτική» επιχείρηση και προκαθορίζοντας, ερήμην των εξεγερμένων, το χαρακτήρα της σε θρησκευτικοεθνικό, παρά το γεγονός ότι «οι δε αρχηγοί δεν εισηκούοντο» και «μηδέ τάξις ήταν ακόμη καμμία εις τα πράγματα, μηδέ ενθουσιασμός εθνικός»,(12) σύμφωνα με την εκτίμηση που θα διατυπώσει αργότερα στα απομνημονεύματά του ένας απ’ τους φερόμενους σαν συντάκτες των κειμένων, ο δεσπότης Γερμανός.
Εκκλήσεις για βοήθεια που θα πέσουν φυσικά στο κενό, καθώς κάτι τέτοιο δεν επέτρεπαν, αφενός η τότε κυριαρχική συγκυρία –αφού τα χριστιανικά κράτη της Ευρώπης, στα πλαίσια του κυριαρχικού ανταγωνισμού και της ισορροπίας του τρόμου που είχε επιβάλει η «ιερά συμμαχία», ευνοούσαν προς το παρόν την εδαφική ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας– και αφετέρου δε η πρόδηλη, στους εκπροσώπους τους, κοινωνική δρομολόγηση από μέρους των καταπιεσμένων της επαναστατικής διαδικασίας, προμηνύματα της οποίας αποτελούσαν εκτός των άλλων και το κάψιμο των προξενείων των ευρωπαϊκών δυνάμεων (απ’ τους Οθωμανούς, και κατά λάθος επιμένουν οι έλληνες ιστορικοί) κατά τη διάρκεια των πρώτων συγκρούσεων και η λεηλασία τους απ’ τους «πτωχούς» και «ποταπούς» χριστιανούς της Πάτρας και των γύρω χωριών. Τα «απορρίμματα της Ιταλίας και της Επτανήσου», επιβεβαιώνει ο Τρικούπης αναφερόμενος μ’ αυτόν το χαρακτηρισμό στους εξεγερμένους «πολιτικούς» πρόσφυγες που κατά εκατοντάδες είχαν καταφύγει και κατοικούσαν στην πόλη, μαζί με άλλους καταπιεσμένους «ους και υπό γαλλικήν προστασίαν, ησέβησαν και εις αυτήν την προστάτριαν σημαίαν, ηγνωμόνησαν και εις αυτόν τον ευεργέτην των Πουκεβίλον, ήρπασαν παρρησία την διασωθείσαν εκ των χειρών των Τούρκων και διατηρουμένην εν των προξενείω περιουσίαν τών [πλούσιων] Πατρέων και ηνάγκασαν και αυτόν τον Πουκεβίλον να εγκαταλείψη το προξενείον και να καταφύγη εις τι αγγλικόν πλοίον ευρεθέν εν τω λιμάνι των Πατρών, αίροντες μιαιφόνον χείρα και κατ’ αυτού».(13)
Έτσι, οι πρόξενοι των ευρωπαϊκών κρατών, όχι μόνο δεν θα βοηθήσουν τους εξεγερμένους ραγιάδες κωφεύοντας στις εκκλήσεις των αυτοχειροτονημένων ηγετών, αλλά, αντιλαμβανόμενοι το ανεξέλεγκτο της επαναστατικής δραστηριότητας, αφού διατάξουν τον κανονιοβολισμό τους –από πλοία τους που ήταν αραγμένα στο λιμάνι της πόλης, σύμφωνα με τα αρχεία του Βατικανού–, θα καταφύγουν έντρομοι στα αγγλοκρατούμενα, εκείνη την εποχή, Επτάνησα.
Αργότερα, στο συνέδριο της Βερόνας, όπου θα τεθεί μεταξύ άλλων και το «ελληνικό ζήτημα», ο τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος ο Α΄, πιστοποιώντας τις «κρυφές» προθέσεις του για τον καρακερματισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε δορυφορικά της χώρας του χριστιανικά «εθνικά» κράτη, αλλά ταυτόχρονα και την κοινωνική διάσταση του απελευθερωτικού αγώνα των καταπιεσμένων του «ελλαδικού χώρου», θα αιτιολογήσει ως εξής, απευθυνόμενος στον αντιπρόσωπο της Γαλλίας Μονμορανσύ, την περίεργα, εντούτοις, αυστηρή αρχικά ουδετερότητα της χώρας του: «Κανένα πράγμα δεν ημπορούσε να ήτον τόσον αρμόδιον εις το ιντερέσον μου, παρά ένας ιερός πόλεμος με την Τουρκίαν, όμως εστοχάστηκα ότι είδα εις τα ανακατώματα της Πελοποννήσου την μάρκαν της αναρχίας. Από εκείνην την στιγμήν ετράβηξα χέρι».(14)
Ανάλογες, άλλωστε, διαπιστώσεις ως προς τη φύση των αιτίων και το χαρακτήρα της επαναστατικής έκρηξης του 1821 θα διατυπώσουν και οι εγκυρότερες ξένες εφημερίδες της εποχής, βασιζόμενες σε πληροφορίες και ανταποκρίσεις απ’ τα πεδία των συγκρούσεων των πρώτων «φιλελλήνων», που έσπευσαν στον «ελλαδικό χώρο» κινούμενοι είτε από αισθήματα κοινωνικής αλληλεγγύης και την ειλικρινή πρόθεση να συνδράμουν στον απελευθερωτικό αγώνα των υπόδουλων κοινωνικών ομάδων (εκφράζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την αντίθεσή τους στην αρνητική στάση των κυβερνήσεων, αλλά παράλληλα με έμμεσο τρόπο και στα καθεστώτα των χωρών τους)(15) είτε από τυχοδιωκτική διάθεση και την προσδοκία της περιπέτειας, είτε απ’ τα νήματα των μυστικών υπηρεσιών των ευρωπαϊκών κρατών στα πλαίσια, αρχικά, των εκπορευόμενων σχεδίων εκτροπής του αφρισμένου κοινωνικού χειμάρρου κι αργότερα του αγώνα δρόμου για τον έλεγχο του υπό εκκόλαψη εθνικού κρατιδίου.
«Φαίνεται», θα συμπεράνει στο φύλλο της 26.5.1821 η βρετανική Morning Chronicle, «ότι η επανάστασις έγινε από τις κατώτερες τάξεις του λαού με σκοπό να επιβάλουν την αρχή τής ίσης διανομής του πλούτου»,(16) ενώ η μεγαλύτερη γερμανική εφημερίδα, η Allgemeine Zeitung, θα δημοσιεύσει επιστολή-ανάλυση του ελληνολάτρη Christian Muller, ο οποίος, –βλέποντας τις ονειροφαντασίες του που συμμερίζονταν και πολλοί άλλοι «φιλέλληνες» για μια επιχειρούμενη απ’ την επανάσταση αναβίωση του αρχαιοελληνικού κλέους, να συντρίβονται απ’ την ανατρεπτική κοινωνική πραγματικότητα του «ελλαδικού χώρου»– έγραφε απογοητευμένος, ανάμεσα σ’ άλλα, στα τέλη Ιουλίου του 1821 απ’ το Μωρηά: «Αλλά πλανάται οικτρά εκείνος, που νομίζει ότι ο πόλεμος αυτός των Ελλήνων εναντίων των Τούρκων είναι πόλεμος εθνικός. Τέτοιο πράγμα δεν συμβαίνει, γιατί προς το παρόν λείπουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις. Οι ανώτερες τάξεις δεν έλαβαν καθόλου μέρος μέχρι τώρα, εξαιρέσει καναδύο πριγκήπων οι οποίοι ίσως ελπίζουν να πάρουν κανένα θρόνο. Οι πιο ευκατάστατοι και οι πιο πλούσιοι Έλληνες δεν υπεστήριξαν τον πόλεμο αυτόν ούτε άμεσα ούτε έμμεσα, υπάρχουν μάλιστα πολλοί απ’ αυτούς οι οποίοι τον αποδοκιμάζουν».(17)
Το αυθαίρετο και πλασματικό της παρουσίασης, απ’ την επίσημη ιστορία, της κοινωνικής έκρηξης σαν εθνική αφύπνιση και του απελευθερωτικού πολέμου των «κατώτερων τάξεων του λαού» σαν ομόθυμη συστράτευση εξουσιαστών και εξουσιαζομένων «ελλήνων» ενάντια αποκλειστικά στον «ξένο» ζυγό, δεν αποκαλύπτουν μονάχα ξένες πηγές (τις οποίες το σύνολο σχεδόν της ελληνικής ιστοριογραφίας θεωρεί –εφόσον υπονομεύουν τον παραληρηματικό εθνικό της λόγο– αναξιόπιστες και χαρακτηρίζει συλλήβδην σαν υποβολιμιαίες), αλλά καταδεικνύει η ίδια η ανατρεπτική κοινωνική πραγματικότητα εκείνης της εποχής στον «ελλαδικό χώρο», όπως αυτή έστω και αποσπασματικά καταγράφεται και αναγκαστικά υπονοείται ή αντανακλάται στις σελίδες της.
Οι πολύτροπα αποτρεπτικές της επανάστασης απόπειρες των «ελληνικών» ηγετικών ομάδων, που εκδηλώθηκαν κατ’ αρχήν στην Πελοπόννησο, θ’ αποτελέσουν τον κοινό παρονομαστή και στις περισσότερες τοπικές εξεγέρσεις που θα ξεσπάσουν (με πετυχημένη κατάληξη ή μη), στη συνέχεια, σε αρκετές περιοχές του «ελλαδικού χώρου» και οι οποίες αποδεδειγμένα –παρά τον πρωτοβουλιακό ρόλο που θα παίζουν στην εκδήλωση κάποιων απ’ αυτές ορισμένα μικροαστικά ριζοσπαστικά στοιχεία της Φιλικής Εταιρίας– δεν ακολουθούσαν καμιά προκαθορισμένη χρονική αλληλουχία η οποία να υποδηλώνει την εφαρμογή ενός «πανεθνικού» σχεδίου δράσης, αλλά υπήρξαν προϊόντα μιας απολύτως φυσιολογικής διαδικασίας: της αλυσιδωτής κοινωνικής αντίδρασης που προκάλεσαν τα εξεγερτικά γεγονότα του Μωρηά.
Οι αστοί οικοκυραίοι-εφοπλιστές των ναυτικών νησιών, αρνούμενοι να παίξουν τον «νομοτελειακά συνεπαγόμενο» –απ’ τη μεταφυσικής ουσιαστικά απόκλισης μαρξιστική αντίληψη για την ιστορική κίνηση, βάσει της οποίας επιχειρεί ολόκληρο το φάσμα της ελληνικής αριστερής ιστοριογραφίας να προσδιορίσει το χαρακτήρα της επανάστασης του 1821– πρωτοποριακό τους ρόλο, θα συρθούν απ’ τους συντροφοναύτες στη διαδικασία ανατροπής του κυριαρχικού σκηνικού, όπως άλλωστε και οι εύποροι (κοτσαμπάσηδες, δεσποτάδες κ.ά.) του ηπειρωτικού χώρου και των αγροτικών νησιών, απ’ την πιο στατική –κατά την ίδια αντίληψη– μερίδα της «ελλαδικής» κοινωνίας, τους εξαθλιωμένους αγροτοκτηνοτροφικούς πληθυσμούς.
Ακόμη κι ο συντηρητικότερος της «αοράτου αρχής» των φιλικών, ο Ξάνθος –που στα απομνημονεύματά του αποδίδει το εξεγερτικό σάλπισμα του Μωρηά στους τεκμηριωμένα πασχίζοντες να το αποτρέψουν κοτσαμπάσηδες και δεσποτάδες– θα παραδεχτει ότι «…εις τας Νήσους και την Ρούμελην τουναντίον ο λαός και οι καπιτάνοι επαναστατήσαντες υπεχρέωσαν τους προεστώτας να συγκατανεύσωσιν».(18)
Η αναγκαστικά σύντομη και λειψή, αλλά ενδεικτική του χαρακτήρα των διαδραματιζόμενων, επιστροφή και περιήγηση στο χωροχρόνο της εκδήλωσης των εξεγερτικών γεγονότων που θα επιχειρήσουμε στη συνέχεια, μέσα απ’ τις σκόπιμα σκεπασμένες με τη σκόνη της λήθης σελίδες της κοινωνικής ιστορίας, θεωρούμε ότι το πιστοποιεί.
Η πάμπλουτη Ύδρα, που για το συσσωρευμένο χρυσάφι στις στέρνες των αρχόντων της την αποκαλούσαν «Μικρή Αγγλία» –αντίθετα απ’ ό,τι συνέβη στις Σπέτσες, που θα ξεσηκωθούν με τον Πάνου, και στα Ψαρά, όπου η «δημοκρατική» κοινοτική διοίκηση η οποία είχε προκύψει μετά την εξέγερση του 1815 θα θέσει μαζί με τον «κοινό λαό» αμέσως τα καράβια του νησιού (που άλλωστε κινούνταν με κεφάλαια πλούσιων Χιωτών) στην υπηρεσία της επανάστασης–, θα συμμετάσχει σ’ αυτήν «κινηθέντος του λαού παρά γνώμην των προκρίτων».(19)
«Σύμφωνα με πληροφορίες από την Ύδρα», θα σημειώσει στο ημερολόγιό του ο πρόξενος της Ολλανδίας στην Αθήνα, «έγινε στις 27 Μαρτίου επανάσταση του όχλου που κραύγαζε ελευθερία-ισότητα κ.λπ. και ζητούσε χρήματα απ’ τους πλουσίους».(20) Γεγονός που θ’ αναγκάσει τους κατοπινούς «ηγέτες» της επανάστασης, και πρωταγωνιστές αργότερα της πολιτικής σκηνής του νεοσύστατου κράτους (Κουντουριώτης, Μιαούλης, Ορλάνδος κ.ά.), να κλειστούν στ’ αρχοντικά τους, να καταβάλουν στους πολιορκητές τους συντροφοναύτες (που άνεργοι εκείνη την εποχή είχαν καταλάβει ήδη τα πλοία και αρματωθεί) ένα υπέρογκο χρηματικό ποσό για την κίνηση του στόλου και να παραδώσουν τη διοίκηση του νησιού σε επαναστατική, υπό τον Αντώνη Οικονόμου (άνεργο καπετάνιο), επιτροπή.
«Περιορισμένοι όντες, ως είπομεν, εις τας οικίας των», επαληθεύει, όπως και πολλοί άλλοι απομνημονευματογράφοι, ο Φωτάκος, «αναγκάσθηκαν και από τα παράθυρα των οικιών των εκρέμαγαν τα τάλαρα φοβούμενοι τον λαόν, και ωμολόγησαν προσέτι, ότι θέλουν και αυτοί την επανάστασιν…».(21)
Στην αγροτική Σάμο οι ολιγαρχικοί «καλικάτζαροι» (κοτσαμπάσηδες, δεσποτάδες κ.ά.), που είχαν υπερισχύσει μετά το 1813 με τη βοήθεια των Οθωμανών και έναντι των «καρμανιόλων» στο κοινοτικό σύστημα, «ετάχθησαν», σύμφωνα με τον Τρικούπη, «με την Τουρκικήν εξουσίαν και δεν ήθελαν την επανάστασιν, αλλά τουναντίον είχαν διάθεση να τη χτυπήσουν».
Έντρομοι μπροστά στον ξεσηκωμό που προκάλεσε στα χωριά του νησιού ο απόηχος των συντελούμενων σ’ άλλα μέρη του «ελλαδικού χώρου» εκρηκτικών γεγονότων, θα συγκροτήσουν φρουρά για ν’ αποτρέψουν την επιχειρούμενη εισβολή των εξεγερμένων αγροτών στη χώρα, θα ειδοποιήσουν τους Οθωμανούς διοικητές των γύρω νησιών να στείλουν στρατεύματα για την καταστολή «των εν τη νήσω αναφυεισών ταραχών» προτρέποντάς τους να προχωρήσουν «εις σύλληψιν των αποστατών» και, τελικά, θα φυγαδεύσουν τους Οθωμανούς αξιωματούχους του νησιού στα μικρασιατικά παράλια.
«Τούτου γενομένου», καταλήγει ο Τρικούπης, «όλη η νήσος και αυτή η χώρα ήσαν εντός ολίγων ημερών εις πλήρη επανάστασιν παρά γνώμιν των προκρίτων»,(22) οι οποίοι, προκειμένου να εκτονώσουν την κοινωνική ένταση, θα παραδώσουν την κοινοτική διοίκηση στον φιλικό Λυκούργο Λογοθέτη, που έφθασε στο νησί (όπως άλλωστε κι άλλοι αξιωματούχοι της Εταιρίας σε ανάλογες περιπτώσεις) μετά την εκδήλωση (14.4.1821) και «επικράτηση» της εξέγερσης.
Στην Άνδρο οι προύχοντες αναγκαστικά θα αποδεχτούν τα τετελεσμένα εξεγερτικά γεγονότα –που ξεκίνησαν με πρωτοβουλία του αιρετικού κληρικού και φιλόσοφου Θεόφιλου Καΐρη, που θα αφορισθεί αργότερα απ’ την εκκλησία–, προσέχοντας «όμως πάντα να μην ξεφύγει από τα χέρια τους η κατάσταση, και στις δύσκολες στιγμές ήταν πάλι έτοιμοι να προσκυνήσουν».(23)
Στην Κάλυμνο οι αγρότες και ναύτες του νησιού –που, σύμφωνα με το χρονικό του Καραβοκυρού, με τον Μιχαήλ Ρεΐση «ηνόουν να σηκώσουν αμέσως τη σημαίαν της επαναστάσεως» ενάντια στη θέληση «των νουνεχόντων και οικοκυραίων», οι οποίοι, όπως και οι ομόλογοί τους σ’ ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, «εθεώρουν τούτο πρόωρον» προκειμένου να την αποτρέψουν–, μετά τη δολοφονία τριών επαναστατών από ανθρώπους των προκρίτων, θ’ αναγκάσουν τους τελευταίους να κλειστούν στο Κάστρο «ένθα ήτο και ο διοικητής Αγάς»(24) και θα τους πολιορκήσουν για δύο μήνες, χωρίς ωστόσο να επικρατήσουν τελικά.
Στη Σίκινο, όπου «οι θερμότεροι υπεκίνησαν τον λαόν εις στάσιν κατά της καθεστηκυίας αρχής», το πρώτο μέλημα των εξεγερμένων ήταν η απόπειρα καθαίρεσης του «έλληνα» βοεβόδα Δημητρακόπουλου και η απαλλοτρίωση των συγκεντρωμένων φόρων.
Περιγράφοντας, ο τελευταίος, σε αναφορά του προς την Καγκελαρία του τόπου, τα διαδραματισθέντα στη συνέλευση των κατοίκων που οδήγησαν στη στάση, τους πληροφορεί πως «…εις την σημερινή σύναξιν δεν είδα κατά το σύνηθες ούτε τους αγίους ιερείς ούτε τους Προεστώτας ούτε νοικοκύριδες, αλλά μόνο μερικοί των οικοκυραίων, πλην δεν ημπόρεσα να καταλάβω αν όλοι εσυνάχθησαν με την θέλησίν των ή τους ετράβησαν οι δημογέρτες…»(25)
Στη Νάξο η αντίδραση των αριστοκρατικών καταλοίπων της φραγκοκρατίας και στη συνέχεια της οθωμανοκρατίας, σύντομα θα σαρωθεί, αφού, σύμφωνα με τον Κασομούλη, «οι χωρικοί επαναστατήσαντες ελησμόνησαν τα προνόμια των αρχόντων και δεν τους πρόσφερναν τίποτα».(26)
Στην Κρήτη οι αγρότες και κτηνοτρόφοι των ορεινών περιοχών (Σφακιανοί κ.ά.) χριστιανοί, αλλά και κάποιοι μουσουλμάνοι, θα ξεσηκωθούν μόλις γίνουν γνωστά τα διαδραματιζόμενα στον υπόλοιπο «ελλαδικό χώρο», παρά την ύπαρξη ισχυρών οθωμανικών στρατευμάτων στο νησί, παρά το γεγονός ότι «μόλις τον τελευταίον Μάρτιον έλαβαν αμυδράν τινά ιδέαν της εταιρίας»(27) –το τελικό σχέδιο, άλλωστε, της ηγεσίας των φιλικών δεν προέβλεπε τίποτε συγκεκριμένο, εφ’ όσον κατέληγε αναφέροντας ότι «περί δε Κρήτης και λοιπών νήσων της Μεσογείου θέλομεν ομιλήσει τα δοκούντα εν καιρώ πρέποντι»(28)– και παρά τη σκληρή αντίδραση των προυχόντων και των αρχιερέων.
Οι τελευταίοι, σύμφωνα με τον Τρικούπη, «…κατέβαλον πάσαν φροντίδα εις διατήρησιν της ησυχίας καθ’ όλην την νήσον, εκδώσαντες εγκυκλίους προς τους υπό την ποιμαντορίαν των, δι’ ων εξύμνουν τας απείρους προς αυτούς αγαθοεργίας της υψηλής Πύλης, και τους εσυμβούλευαν να προσέχωσιν αυστηρώς μη τύχη και δια κακοβούλων και απατηλών εισηγήσεων αποπλανηθώσιν, ως οι αχάριστοι Πελοποννήσιοι, από της σωτηρίου οδού τής προς την Πύλην υποταγής των».(29)
Αργότερα, όταν ο μητροπολίτης Κυδωνίας θα καλέσει τους εξεγερμένους σε υποταγή στον «φιλάνθρωπον αρχιστράτηγον Χασάν Πασάν», θα πάρει την εξής απάντηση: «Δεν ελπίζαμεν ποτέ ότι μέχρι τούδε υπάρχετε εις την ζωήν… ηπορήσαμεν δε μόνον όταν είδομεν να μας προτρέπετε να υποταχθώμεν και δευτέραν φοράν. Το αυτό δε νομίζομεν ως να μας λέγετε να δέσωμεν τας χείρας μας δια να μας σφάξωσιν πάλιν…» (30)
Στη Χίο η εξέγερση, που ξεκίνησε τον επόμενο χρόνο με τη βοήθεια των ήδη επαναστατημένων σαμιωτών και «τους κατοίκους φέροντας αντί πυροβόλων οβελούς, αξίνας, δικέλλας και αντί ξιφών και σπαθιών, σφενδόντας και ρόπαλα», θα καταπνιγεί με πρωτοφανή αγριότητα χάρη στην «μίσθωσιν υπό της δημογεροντίας 200 Τουρκοκρητών αντί 400 γροσίων την ημέραν», που θα ενισχύσουν την οθωμανική φρουρά, σύμφωνα με τη μαρτυρία του κατοπινού μητροπολίτη Γρηγορίου Φωτεινού, και τη «σύμπραξιν των χριστιανών προεστώτων με την τούρκικην διοίκησιν διά τη συνάθροισιν των όπλων», τον αφοπλισμό δηλαδή των χωρικών, μέχρι «οικιακών μαχαιρών» και «πελέκεων».(31)
Στην Αττική ο αυθόρμητος ξεσηκωμός των αγροτών απ’ τα περίχωρα της Αθήνας (Μενίδι, Χασιά κ.ά.) με τον Μελέτη Βασιλείου, και η φημολογούμενη απόπειρα εισβολής τους στην πόλη, θ’ αναγκάσουν τους Οθωμανούς εξουσιαστές να κλειστούν στο κάστρο (στην Ακρόπολη), παίρνοντας μαζί τους σαν ομήρους όσους απ’ τους προκρίτους δεν είχαν διαφύγει σ’ άλλα μέρη της Στερεάς μόλις αντίκρισαν τον επαναστατικό κουρνιαχτό.
Μια πρακτική αναστολής της επαναστατικής διαδικασίας που, όπως και σ’ άλλα μέρη του «ελλαδικού χώρου», θ’ αποδειχτεί ατελέσφορη, καθώς οι αγρότες, όχι μόνο θα εισβάλουν στην πόλη, αλλά θα επιδοθούν σε λεηλασίες οθωμανικών και χριστιανικών αρχοντικών, θα απειλήσουν με σφαγή τον αρχιεπίσκοπο Διονύσιο (ανιψιό του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄ –που επέστρεψε μετά την επικράτηση των εξεγερμένων απ’ τη Λειβαδιά–, όπου είχε καταφύγει μετά τις πρώτες ανατρεπτικές εκδηλώσεις) και θα τον περιορίσουν τελικά στη μητρόπολη και, φυσικά, με τη βοήθεια ναυτικών από την Αίγινα και την Τζια θ’ αρχίσουν, μια μεγάλης διάρκειας πολιορκία της Ακρόπολης. Μια πολιορκία που θα συνοδευτεί, όπως ήταν φυσικό, από τους αλλεπάλληλους βομβαρδισμούς της.
Τα περί προσφοράς απ’ τους πολιορκητές μολυβιού, για να σταματήσουν οι Οθωμανοί αφαιρώντας τις μεταλλικές συνδέσεις να καταστρέφουν τις κολόνες του Παρθενώνα, μυθολογήματα –που κατασκευάστηκαν αργότερα για να προσδώσουν εθνική χροιά σε μια εξέγερση της οποίας τον κοινωνικό χαρακτήρα αντιλαμβανόμενος ο Δ. Υψηλάντης θα προσπαθήσει να εκτρέψει αντικαθιστώντας (όπως και σε άλλες περιπτώσεις) τον Μελέτη Βασιλείου με τον υδραίο Νέγκα και αργότερα, μετά από αψιμαχίες, με τον Λιβέριο Λιβερόπουλο– δεν τεκμηριώνονται από καμιά ιστορική πηγή και δεν αντανακλούν, βέβαια, μια λογική εκτίμηση εκείνης της σφοδρής συγκρουσιακής κατάστασης.(32)
Στην Ήπειρο και την υπόλοιπη Στερεά, που αποτελούσαν θέατρο συγκρούσεων εκείνη την εποχή ανάμεσα στην Πύλη και τον αποστάτη Αλή Πασά, η επανάσταση «βράδυνε αδικαιολόγητα, όχι μόνον από την αντίδραση του προύχοντα της Λειβαδιάς Νίκου Νάκου καθώς και των προυχόντων του Μαυρίλου Χατζηδημακαίων που έστελναν γράμματα στους Τούρκους, αλλά και των αρματωλών Μ. Κοντογιάννη, Στουρνάρη Πούλη κ.ά. Κι όταν ο Διάκος έστειλε τον Ι. Λάππα μ’ αγρότες να επαναστατήσει τη Θήβα, μόνον οι χωριάτες από τα Βίλλια και οι Θηβαίοι αγρότες κινήθηκαν».(33)
Ωστόσο σταδιακά όλα τ’ αναχώματα που στήθηκαν για να αναχαιτήσουν τη διάχυση του επαναστατικού πνεύματος και στη Ρούμελη θα υποχωρήσουν, και πολλοί απ’ τούς προύχοντες πρωτομάστορές τους (Τσολάκογλοι, Χασαπαίοι, Χατζηδημακαίοι, κ.ά.) θα εξοντωθούν αργότερα «με φοβεράν δε ωμότητα ενίοτε», είτε απ’ τους εξεγερμένους αγρότες, είτε απ’ τους παραγκωνισμένους, κατά την προεπαναστατική περίοδο, ανταγωνιστές τους στη νομή και διαχείριση της εξουσίας αρματωλούς και καπεταναίους.
Στην ορεινή Θεσσαλία «…οι υιοί των γελαδαρέων και πιστικών και γεωργών έτρεξαν ταχύτερον από τους υιούς των πλουσίων και αρχόντων εις τούτο το μέγα δείπνον της κοινής ημών μητρός και αυτοί προσπαθώσιν να τη βγάλωσι από τον βόρβορον και να την παστρέψωσι με το αίμα των»,(34) θα γράψει με το ψευδώνυμο «Νέος Ιατρός» κάποιος ευκατάστατος λόγιος του κύκλου Βηλαρά (πολλοί πιθανολογούν ότι είναι ο Κονομάτης) σε μια εξιστόρηση των επαναστατικών γεγονότων υπό μορφήν επιστολής, ταυτίζοντας, φυσικά, αυθαίρετα τις επιδιώξεις των καταπιεσμένων με τα εθνικά οράματα της παροικιακής και ελλαδικής αστικής τάξης.
Παρά την ύπαρξη σημαντικότατων οθωμανικών στρατιωτικών δυνάμεων και κόντρα στις απανωτές πιέσεις και προτροπές του μητροπολίτη της Λάρισας Μελέτιου στο ποίμνιό του για μια προς «…το βασίλειον κράτος υποταγήν άκραν, και ευπείθιαν…», οι αγρότες και κτηνοτρόφοι των χωριών του Πηλίου με πρωτοβουλία του «κακορίζικου αρχιμανδρίτη Γαζή», σύμφωνα με μια ενθύμηση κάποιου ηγούμενου του Πανάρετου, που κατέγραψε ο Κορδάτος, θα ξεσηκωθούν.
«…Από τη χόρα Ζαγορά», γράφει ο καλόγερος, «σικόθικεν ο καπιτάνιος Κυριάκος [Μπασδέκης] μαζί του πίγαν ο γιός του γιαλά φίλπας [Ιωάννου], ο Τζαμτσαρέλος κι πολί κσιπόλιτι κι παρακιντέδες που τους τράβικσε ο νταΐς Στέφος απ’ τιν περαχόρα. Ι παναθεματιζμένι», συνεχίζει, «κτίπισαν τους προυεστούς το Φρόνιμο κι τουν Κασαβέτι κι τουν Παπαλεξαντρί, ο Θεός όμους ο μεγαλοδίναμος έβαλε του χέρι του κι σταμάτισε ου χαλαζμός. Ιρθεν ο δεσπότις τις Λάρσας Μελέτιος με τουν Πασά κι έκαναν ζάπι. Ολι ινικοκερέΐ στα ικοσιτέσαρα [χωριά] βγίκαν κι προσκίνισαν κι φίλαξαν τουν ντουνιά από μιγάλον χαλασμό».(35)
Στη Χαλκιδική οι Οθωμανοί αξιωματούχοι, στην προσπάθειά τους να προλάβουν κάθε εκδήλωση της πρόδηλης εξεγερτικής διάθεσης των αγροτών της, θα στείλουν στρατεύματα απ’ τη Θεσσαλονίκη και θα επιχειρήσουν κατά την πάγια τακτική τους να κρατήσουν σαν ομήρους τους προεστούς του Πολυγύρου, που έντρομοι θα εγκαταλείψουν την πόλη. Η βάναυση όμως συμπεριφορά των στρατευμάτων τους θα προκαλέσει τελικά το αντίθετο απ’ το σκοπούμενο αποτέλεσμα, καθώς οι κάτοικοι «εις πρόληψιν δε του κακού έδραξαν τα όπλα, επάτησαν το διοικητήριον την επαύριον, εφόνευσαν τον διοικητήν και τους περί αυτόν 28 στρατιώτας και εκστράτευσαν αυθημερόν εις προφύλαξιν της κωμοπόλεως». Τα αντίποινα στα οποία θα προχωρήσουν οι Οθωμανοί εξουσιαστές (φόνοι προυχόντων, παπάδων και πολλών φτωχών λαϊκών) θα συμβάλουν στη γενίκευση της εξέγερσης σ’ όλη τη Χαλκιδική, «διότι κατά το παράδειγμα του Πολυγύρου όλα τα χωριά της επαρχίας και άλλα κατόπιν αυτών έδραξαν τα όπλα και πανταχόθεν συνέρρευσαν στρατεύματα».(36)
Ωστόσο, σύντομα η επανάσταση στην Ανατολική Μακεδονία, έχοντας ν’ αντιμετωπίσει φοβερά δυσανάλογο για τις δυνάμεις της αριθμό εχθρικών στρατευμάτων, τις αντιδράσεις της πλειοψηφίας των προυχόντων και, τελικά, την υπονόμευση του ανώτερου κλήρου –αφού «άπαντες οι εν τη Κοινή Συνάξει των δεκαεννιά ιερών μοναστηριών του Αγίου όρους προϊστάμενοι», θα προδώσουν, προκειμένου να γλυτώσουν τα κεφάλια τους και την περιουσία τους, τους επαναστάτες και τον αυτοπροβαλλόμενο σαν ηγέτη τους και «προστάτη της Μακεδονίας» φιλικό Εμμανουήλ Παπά–, θα καταπνιγεί, αναγκάζοντας πολλούς απ’ τους εξεγερμένους να καταφύγουν και να συνεχίσουν τη δράση τους στη Στερεά και την Εύβοια, όπου ήδη είχαν εκδηλωθεί αγροτικές εξεγέρσεις (Χαλκίδα, Λίμνη, Κύμη κ.α.).
Στα Επτάνησα, τέλος, οι «έλληνες» βουλευτές του Ιονίου κράτους και οι άγγλοι κατακτητές, μπροστά στην αδυναμία ανακοπής –μέσω αλλεπάλληλων προκηρύξεων– της ογκούμενης εκείνη τη χρονική περίοδο κοινωνικής δυσαρέσκειας, αλλά και της αλληλεγγύης των κατοίκων τους προς τους εξεγερμένους του οθωμανοκρατούμενου ελλαδικού χώρου, η οποία εκδηλωνόταν ποικιλότροπα ακόμα και με στάσεις (Ζάκυνθος, Κύθηρα), θα προχωρήσουν στην καταστολή κάθε αντίδρασης, στον αφοπλισμό των χωρικών και τελικά στην επιβολή στρατιωτικού νόμου.
«Οφείλω δε να μη παραλείψω ενταύθα», σημειώνει στα απομνημονεύματά του, αναφερόμενος στα εξεγερτικά γεγονότα της Ζακύνθου και σ’ όσα ακολούθησαν, ο γραμματέας του Κολοκοτρώνη Οικονόμου, «ότι η φήμη και κοινή μάλιστα γνώμη εβεβαίου, ότι και αυτήν την ένοπλον μετά του λαού ρήξιν, αυτοί της προστασίας υπηρέται προεκάλεσαν και επίτηδες, εν ου δέοντι, πρώτοι μεν αυτοί πυροβολήσαντες, εις δε τον λαόν αποδόντες τον πρώτον πυροβολισμόν. Τούτο παρέσχεν εις τον διοικητήν την ζητουμένην αφορμήν δρακοντείου αυστηρότητος, ως και εις τον Αρμοστήν [Μαίτλαντ] την επιθυμητήν εύλογον πως αιτίαν, να υποβάλουν την νήσον όλην υπό στρατιωτικόν νόμον, ν’ απαγχονίσουν πέντε χωρικούς, πισσώσουν και κρεμάσουν εις κλουβία τα πτώματά των επί των πέριξ της πόλεως υψωμάτων προς έμπνευσιν τρόμου. Αφώπλισαν δε και πάντας τους της νήσου κατοίκους, εφυλάκισαν έως εκατόν πολίτας Ζακυνθίους, και ιερείς έτι, εις το φρούριον ως υπόπτους ή απειθείς».(37)
Κατασταλτικά και προληπτικά μέτρα, που όμως δεν θα σταθούν ικανά ν’ αποτρέψουν ούτε την εκδήλωση στα αμέσως επόμενα χρόνια κοινωνικών ταραχών στ’ αγγλοκρατούμενα Επτάνησα, ούτε την ενεργό συμμετοχή πολλών κατοίκων τους στο πλάι των εξεγερμένων του οθωμανοκρατούμενου «ελλαδικού χώρου» στον απελευθερωτικό αγώνα, στα πλαίσια μιας πρωτοφανούς για εκείνη την εποχή σε έκταση, πολύμορφης και ετερόδοξης κίνησης αλληλεγγύης, στην οποία, εκτός των επώνυμων και ανώνυμων ευρωπαίων «φιλελλήνων», θα συμμετάσχουν εθελοντές από κάθε σχεδόν γωνιά της γης (ασιάτες, νοτιοαμερικάνοι, βορειο-αμερικάνοι κ.ά.) και, κυρίως, απ’ το βαλκανικό χώρο (αρβανίτες, ρουμάνοι, βούλγαροι, βόσνιοι, σέρβοι, μακεδόνες κ.ά.). Την προσφορά των τελευταίων ωστόσο, παρ’ ότι πιο σημαντική, ως μη κινούμενη όπως αυτή των δυτικο-ευρωπαίων απ’ το πνεύμα του «διαφωτισμού», της «υπεράσπισης των ανθρώπινων δικαιωμάτων» και της «αρχής της αυτοδιάθεσης των εθνών», η επίσημη ιστορία υποβαθμίζει και πολλές φορές αγνοεί, όπως παραβλέπει και αγνοεί, προκειμένου να ενισχύσει την ευρεία αντίληψη για τον καθαρά εθνικό και θρησκευτικό χαρακτήρα της επαναστατικής έκρηξης του 1821, «ότι έχουμε», σύμφωνα με τις έρευνες του ιστορικού Σπύρου Λουκάτου, ακόμη και «τούρκικο φιλελληνισμό, έχουμε φιλέλληνες Τούρκους, έχουμε τον ανώτερο θρησκευτικό ηγέτη της Τουρκίας να μη θέλει να πειθαρχήσει σε σουλτανική εντολή για να καταδικάσει τον ελληνικό αγώνα και γι’ αυτό να εξορίζεται και κατά τη διάρκεια της εξορίας να εκτελείται. Έχουμε άλλους Τούρκους επίσης που μπήκαν μέσα στα στρατεύματα τα επαναστατικά και αγωνίστηκαν».(38)
Υπερτονίζοντας τη σημασία υπαρκτών φαινομένων, όπως της προσμονής –των γαλουχημένων για έναν αιώνα με τις προφητείες του Αγαθάγγελου καταπιεσμένων– βοήθειας απ’ τη χριστιανική Ρωσία και κρουσμάτων (όχι πάντως γενικευμένων) θρησκευτικής μισαλλοδοξίας σε βάρος φτωχών, εβραίων, μουσουλμάνων και καθολικών, η κρατούσα ιστοριογραφία αφήνει έντεχνα ανερμήνευτο το γεγονός ότι η κυρίαρχη χριστιανική ιδεολογία στάθηκε ανίκανη να αποτρέψει την κοινωνική έκρηξη. Το γεγονός ότι η επανάσταση, όχι μόνο θα ξεσπάσει παρά και κόντρα στην πολιτική βούληση της ηγεσίας του κλήρου, αλλά θα διαρρήξει και τον αξιακό πυρήνα της χριστιανικής κοσμοθεωρίας, αφού, όπως θα ομολογήσει και ο διαδεχθείς τον κρεμασμένο απ’ τον Σουλτάνο για την ανικανότητά του να την αποσοβήσει πατριάρχη Γρήγορο τον Ε΄, ο Ευγένιος ο Β΄, στο δεύτερο αφοριστικό κείμενο (Αύγουστος του 1821), «…το μεγαλύτερο τμήμα του Ελληνικού έθνους αντί να δείξει την απέραντη ευγνωμοσύνη [στο σουλτανικό κράτος] ξέχασε αυτή την απέραντη ευγένεια με την άρνηση και καταπάτηση των θεσμών της θρησκείας που παραγγέλλουν πλήρη υποταγή και υπακοή σ’ αυτή την ουρανοσκεπή αυτοκρατορική δύναμη».
Για πρώτη φορά τόσο μαζικά, οι αναμφισβήτητα θρησκόληπτοι ραγιάδες και σ’ ολόκληρο τον «ελλαδικό χώρο» θ’ αρνηθούν ν’ ακολουθήσουν τις απειλητικές προσταγές του θεϊκού εκπροσώπου, «…να καταθέσουν», δηλαδή, «αμέσως τα όπλα τους και να επανέλθουν στην αρχική κατάσταση της τέλειας και νόμιμης υποταγής», και θα συνεχίσουν με πάθος «τα άσκοπα κινήματα, που τόσα τρελλά σχεδιάστηκαν υπό την επήρεια του άθλιου Δαίμονα»,(39) κινήματα στα οποία θα πάρουν μέρος, μαζί με τους χιλιάδες καταπιεσμένους, και εκατοντάδες απλοί κληρικοί, αρνούμενοι στην πράξη τις εντολές μιας κοσμοθεωρίας που επαγγελλόταν την, μέσω μιας αναξιοπρεπούς επιβίωσης, κατάκτηση της βασιλείας των ουρανών και προκρίνοντας το ρίσκο του αγώνα για την απόκτηση της ελευθερίας επί της γης.
Τις ρωγμές, ωστόσο, που προκάλεσε η κοινωνική έκρηξη στην ψεύτικη και κατασκευασμένη –απ’ τους κρατούντες με σκοπό την άλωση των ιδιαιτεροτήτων και την πολιτιστική ομογενοποίηση των ετερογενών ανθρώπινων ομάδων του ευρύτερου βαλκανικού χώρου– θρησκευτική συνείδηση, θα επιχειρήσει να επουλώσει μερίδα των επίδοξων κυριάρχων της εποχής, με τη σταδιακή έντεχνη και βίαιη επιβολή της εθνικής ιδεολογίας, αποσκοπώντας στην ανακοπή της κοινωνικής πορείας της επανάστασης και της συνεπαγόμενης αυτοσυνειδητοποίησης των καταπιεσμένων και κατατείνοντας να εντάξει τις αυτονομημένες και αλληλοσπαρασσόμενες κατά τη διάρκειά της εξουσιαστικές ομάδες του «ελλαδικού χώρου», σε μια νέα ιεραρχική οντότητα, το εθνικό κράτος, στα πλαίσια της σταδιακής, μετά την αστική χειραγώγηση της κοινωνικής επανάστασης στη Γαλλία, αναδιάρθρωσης της κυριαρχίας και μεταλλαγής των εκμεταλλευτικών σχέσεων σ’ ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο.
[Από το Βιβλίο: Κυριαρχία και Κοινωνικοί Αγώνες στον Ελλαδικό Χώρο, τόμος Α΄, έκδοση ΑΝΑΡΧΙΚΗ ΑΡΧΕΙΟΘΗΚΗ, Αθήνα 1996, σελίδες 283 – 301]
Παραπομπές:
1. Τ. Σταματόπουλου, Ο Εσωτερικός Αγώνας, τ. α΄, σ.184.
2. Κ. Σιμόπουλου, Πώς είδαν οι Ξένοι την Ελλάδα του ’21, τ. α΄, σ. 467.
3. Γ. Σκαρίμπα, Το ’21 και η Αλήθεια, τ. β΄, σ. 203.
4. Σ. Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. α΄, σ. 58.
5. Μ. Οικονόμου, Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τ. α΄, σ. 58.
6. Η κατάσταση στην Πάτρα απ’ τις αρχές του 1821 ήταν έκρυθμη και πολλοί κάτοικοί της, παρά τις πάγιες απαγορεύσεις, οπλοφορούσαν. «Στις 23 Φεβρουαρίου», έγραφε ο επιτελών χρέη προξένου της Ολλανδίας Solair, «αφού οι έλληνες ραγιάδες της Πάτρας αρνήθηκαν ανοιχτά να πληρώσουν το χαράτσι και τους άλλους φόρους κατά την παλιά συνήθεια, μια υπόκωφη αναταραχή άρχισε ανάμεσά τους» [Κ. Σιμόπουλου, Πώς είδαν οι Ξένοι την Ελλάδα του ’21, τ. α΄, σ. 196].
7. Κ. Σιμόπουλου, Πώς είδαν οι Ξένοι την Ελλάδα του ’21, τ. α΄, σελ. 186.
8. Κ. Μ. Ε., Η Επανάστασις του ’21, σ. 89.
9. Γ. Αναπλιώτη, Το Εικοσιένα χωρίς Μύθο, σ. 67, Καλαμάτα.
10. Π.Π. Γερμανού, Απομνημονεύματα, σ. 15.
11. Γ. Αναπλιώτη, Το Εικοσιένα χωρίς Μύθο, σ. 60.
12. Π. Π. Γερμανού, Απομνημονεύματα, σ. 22.
13. Σπ. Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. α΄, σσ. 66-67.
14. Ο Τύπος του Αγώνα, τ. α΄, σ. 83.
15. «Πηγαίνω στην Ελλάδα», έγραφε ένας Πιεμοντέζος «φιλέλληνας», ο Brengeri, «ελπίζοντας πως θα συμβάλω στην απελευθέρωσή της και ίσως, ποιος ξέρει, στο λυτρωμό και της δικής μου φτωχής πατρίδας που στενάζει κάτω από το ζυγό του ράσου» [Κ. Σιμόπουλου, Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21, τ. α΄, σ. 58].
16. Γαϊτάνου-Κρητικού-Δαρδανού, Το Κοινωνικό Περιεχόμενο της Επανάστασης στην Άνδρο, σ. 48.
17. Γ. Λάιου, Ανέκδοτες επιστολές και έγγραφα του 1821, σ. 173.
18. Εμ. Ξάνθου, Απομνημονεύματα περί της Φιλικής Εταιρίας, σ. 55.
19. Σπ. Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, τ. α΄, σ. 150.
20. Κ. Σιμόπουλου, Πώς είδαν οι Ξένοι την Ελλάδα του ’21, τ. α΄, σ. 455.
21. Φωτάκου, Απομνημονεύματα, τ . α΄, σ. 112.
22. Σπ. Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. α΄, σ. 165.
23. Τ. Σταματόπουλου, Ο Εσωτερικός Αγώνας, τ. β΄, σ. 357.
24. Γ. Μ. Τσουκαλά, Μιχαήλ Ρεΐσης, ο Φιλικός του 1821, σ. 37-36.
25. Τ. Σταματόπουλου, Ο Εσωτερικός Αγώνας, τ. β΄, σ. 361.
26. Γ. Κορδάτου, Η Κοινωνική Σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, σ. 189.
27. Σπ. Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. α΄, σ. 194.
28. Τ. Βουρνά, Φιλική Εταιρία, σ. 105.
29. Σπ. Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. α΄, σ. 194.
30. Τ. Σταματόπουλου, Ο Εσωτερικός Αγώνας, τ. α΄, σ. 200.
31. Αρ. Βαζούρα, Έθιμα και Κράτος εις την Νεωτέραν Ελλάδα, σ. 382
32. «Στον αφανισμό των αρχαιοτήτων», συμπεραίνει ο Κ. Σιμόπουλος συμπυκνώνοντας αφηγήσεις ξένων και ελλήνων αυτοπτών μαρτύρων, «συναγωνίζονταν πολιορκημένοι και πολιορκητές. Οι Τούρκοι κυλούσαν σπονδύλους κιόνων και άλλους όγκους μαρμάρων από την Ακρόπολη για να παρασύρουν τις ελληνικές οχυρώσεις. Και οι Έλληνες έσκαβαν λαγούμια και προκαλούσαν εκρήξεις και ανατινάξεις που θα μπορούσαν να αναποδογυρίσουν τα μνημεία. Όταν, πάλι, οι Έλληνες ύστερα από τέσσερα περίπου χρόνια βρέθηκαν πολιορκημένοι στην Ακρόπολη, κομμάτιαζαν τα μάρμαρα των αρχαίων ναών και τα χρησιμοποιούσαν για μπάλες κανονιών. Ακόμα και σπονδύλους ολόκληρους από τον Παρθενώνα κυλούσαν εναντίον των Τούρκων» [Κ. Σιμόπουλου, Πώς είδαν οι Ξένοι την Ελλάδα του ’21, τ. α΄, σ. 192].
33. Τ. Σταματόπουλου, Ο Εσωτερικός Αγώνας, τ. α΄, σ. 192.
34. Ιωάννου Οικονόμου του Λαρισαίου, Επιστολαί Διαφόρων (1759-1824), σ. 465.
35. Κορδάτου, Η Κοινωνική Σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, σ. 465.
36. Σπ. Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. α΄, σσ. 189-190.
37. Μ. Οικονόμου, Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, σ, 179.
38. Κ.Μ.Ε. Η Επανάσταση του ’21, σ. 339.
39. Charles A. Fraree, Ορθόδοξος Εκκλησία και Ελληνική Ανεξαρτησία 1821-1859, σ. 54.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου