Ο
όρος «ολοκληρωτισμός» (totalitarianism) προέρχεται από την
υστερολατινική λέξη totalitas που δηλώνει ολότητα, ολικότητα, πληρότητα
(επίθ. - totalis) και παραπέμπει στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο στην
απόλυτη ισχύ μιας ορισμένης εξουσίας (ομάδας, κόμματος ή μονάρχη) επί
του συνόλου της κοινωνίας. Οι πηγές του νοήματος αυτής της έννοιας
οδηγούν στην εποχή του απολυταρχικού κράτους στην Ευρώπη και στις
σκέψεις ορισμένων φιλοσόφων όπως του Τόμας Χομπς (ιδιαίτερα στο έργο του
«Λεβιάθαν»), καθώς και του Χέγκελ που διακήρυσσε ότι το ανώτατο σημείο
ανάπτυξης του ανθρώπινου πνεύματος (και συνακόλουθα της οργάνωσης της
κοινωνίας) είχε ήδη βρει το ιδανικό του μέσα στο απολυταρχικό πρωσσικό
κράτος της εποχής του.
Αναπτύσσοντας,
προς άλλη, είναι αλήθεια, κατεύθυνση, αυτές και άλλες πηγές, νεότεροι
συντηρητικοί φιλόσοφοι, πολιτικοί και νομικοί επιστήμονες του 19ου και
20ού αιώνα, επιφανέστερος μεταξύ των οποίων ήταν ο Γερμανός Καρλ Σμιτ,
οδήγησαν τη θεωρία της ισχύος και του κεντρικού ρόλου του κράτους στη
ζωή της κοινωνίας έως την ιδέα του «απόλυτου κράτους», δηλαδή στην
αντίληψη του κράτους ως κεντρικού σκοπού της δραστηριότητας της
κοινωνίας, αλλά και ως αφετηρίας για κάθε κοινωνική δυναμική και
εξέλιξη.
Σύμφωνα
με αυτήν την αντίληψη, την οποία οικειοποιήθηκε τόσο ο γερμανικός όσο
και ο ιταλικός φασισμός, το απόλυτο ή ολοκληρωτικό κράτος (stato
totalitario σύμφωνα με τους αντιδραστικούς Ιταλούς θεωρητικούς) είναι η
ενσάρκωση της κοινωνίας, η ισχύς και η νομιμότητά του πηγάζει από τον
ίδιο τον εαυτό του, δεν έχει ανάγκη από καμία έξωθεν κοινωνική
νομιμοποιητική βάση (όπως λ.χ. αυτή του κοινωνικού συμβολαίου στις
φιλελεύθερες πολιτικο-νομικές θεωρίες), παρά μόνο αυτής: της ενσάρκωσης ή
κατευθείαν έκφρασης του πνεύματος του «λαού» (με την
εθνικιστική-σοβινιστική ή και ρατσιστική έννοια) και της φυλής.
Ο
φασισμός αποτελούσε άρνηση του φιλελευθερισμού, της δημοκρατίας και του
σοσιαλισμού. Κατά τον Μουσολίνι και τον βασικό θεωρητικό του ιταλικού
φασισμού Τζεντίλε (Giovanni Gentile), τα συστήματα αυτά θυσιάζουν τα
ιδεώδη της κοινότητος και του έθνους στο όνομα μιας ελευθερίας που
ευνοεί τον κατακερματισμό της κοινότητος και την ανάπτυξη του
ατομικισμού και του υλισμού. Ο φασισμός, αντίθετα, κατοχυρώνει την
ελευθερία διά του αυταρχισμού και ευνοεί τον ηρωισμό και την ανωτερότητα
διά της πειθαρχίας και της θυσίας. Επρόκειτο, βέβαια, για θέσεις που
δεν συμβιβάζονταν με την κοινή λογική ούτε μπορούν ν' αποδειχθούν. Ο
φασισμός όμως, κατά τους θεωρητικούς του, ήταν εχθρός του ορθολογισμού.
"Κράτος", "ισχύς", "θάρρος", "αίμα", "θυσία", "πειθαρχία", "νίκη" και
"θέληση" ήσαν οι προσφιλείς έννοιες των θεωρητικών του φασισμού.
Είναι
φανερό ότι σε ένα τέτοιο κράτος καμιά αντίληψη περί λαϊκής
αντιπροσώπευσης, λαϊκής κυριαρχίας ή ελέγχου και απονομής της εξουσίας
από το λαό δε μπορεί να υπάρξει, εφ' όσον αγνοείται στην πράξη το
γεγονός ότι ο «λαός» συμβαίνει να χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένη
κοινωνικοταξική δομή και κατακερματισμό συμφερόντων. Η κορυφή της
κρατικής ηγεσίας, ο «απόλυτος ηγέτης», δεν αποτελεί κάποιου είδους
αντιπρόσωπο του λαού ή, έστω του θεού (όπως στα παλιά απολυταρχικά κράτη
– «ελέω θεού μοναρχία»), αλλά την ίδια την «ενσάρκωση» του «πνεύματος
του λαού» ή της «φυλής» στο σύνολό της (στην περίπτωση της Γερμανίας),
χωρίς να αναγνωρίζεται η εσωτερική διαφοροποίηση του λαού σε κοινωνικές
τάξεις και ομάδες. Ετσι, ο γερμανικός λαός, για παράδειγμα, δε μπορεί να
έχει το δικαίωμα να εκλέγει και να ελέγχει ο ίδιος την ηγεσία του.
Η
μοναδική ελευθερία που του αναγνωρίζεται από το ναζιστικό κράτος είναι
το να εκτελεί τις εντολές του «φύρερ» του, ο οποίος αποτελεί την ολική
έκφραση του λαού, τη «ψυχή» του. Με αυτά τα λόγια ο ίδιος ο Χίτλερ και η
ναζιστική προπαγάνδα όριζαν την πηγή και τη βάση της εξουσίας τους. Το
ξεκαθάρισμα και η αποκάλυψη των κοινωνικών προϋποθέσεων και αιτίων αυτής
της αντίληψης θα γίνουν πιο κάτω στο κείμενο.
Είναι
φανερό ότι η φασιστική αντίληψη περί του κράτους αντιπαρατίθεται έντονα
στις αστικές φιλελεύθερες θεωρίες και πρακτικές του φυσικού δικαίου,
του κοινωνικού συμβολαίου και του κοινοβουλευτικού συστήματος, με βάση
τις οποίες είχαν πλέον δομηθεί τα περισσότερα ανεπτυγμένα καπιταλιστικά
κράτη της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής (αν και ο πειρασμός
του φασισμού ήταν πάντα υπαρκτός και σε αυτές τις χώρες, καθώς και τα
αντίστοιχα πολιτικά ρεύματα).
Η
έννοια του ολοκληρωτισμού πρωτοεμφανίζεται στους «Times» το 1929 και
υποδηλώνει ως ολοκληρωτικό ένα τύπο κράτους που είναι «ενιαίο»,
μονοκομματικό, φασιστικό ή κομμουνιστικό και αποτελεί αντίδραση στο
κράτος της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας .
Μια
από τους πιο επιφανείς εκπροσώπους της θεωρίας του ολοκληρωτισμού είναι
η Hannah Arendt, που είναι αρκετά γνωστή και στην Ελλάδα. Το κυριότερο
έργο της πάνω στο εν λόγω θέμα είναι οι «Πηγές του ολοκληρωτισμού»
(1951), το τρίτο μέρος του οποίου («Το ολοκληρωτικό σύστημα», 1951) έχει
εκδοθεί και στην Ελλάδα και που αποτελεί το πιο σημαντικό και
διαδεδομένο έργο πάνω στον ολοκληρωτισμό. Σε αυτό το έργο, η Αρεντ
εξομοιώνει απόλυτα το σοβιετικό και το ναζιστικό κράτος και τα ανάγει σε
μια νέα κατηγορία κράτους, το «ολοκληρωτικό» κράτος και σύστημα.
Πηγή eleftheriakos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου