Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

Αφυπνίζει η «μικρή Νυρεμβέργη»;

Μέχρι το Νοέμβριο του 2011 οι δολοφονίες οχτώ Τούρκων, ενός Έλληνα και μιας αστυνομικού είχαν αποδοθεί στη «Μαφία των Ντονέρ». Η πολιτική συγκάλυψης ανατράπηκε όταν συνελήφθησαν ως δράστες των δολοφονιών ναζιστές της NSU (Εθνικοσοσιαλιστική Παρανομία).


Δεν εί­ναι υ­περ­βο­λή αν η Βαυα­ρία χα­ρα­κτη­ρι­στεί ως γη – μή­τρα του να­ζι­σμού. Ένας ι­στο­ρι­κός ομ­φά­λιος λώ­ρος τη συν­δέει με τα πιο ση­μα­ντι­κά γε­γο­νό­τα της α­νό­δου και πτώ­σης του «Τρί­του Ράιχ» και της κο­σμο­θεω­ρίας του. Από την ί­δρυ­ση του Εθνι­κο­σο­σια­λι­στι­κού Γερ­μα­νι­κού Εργα­τι­κού Κόμ­μα­τος (NDAP) το 1920 και το «πρα­ξι­κό­πη­μα της μπι­ρα­ρίας» του 1923 [ο­πε­ρε­τι­κός τίτ­λος της α­πο­τυ­χη­μέ­νης προ­σπά­θειας του Χίτ­λερ να «μα­ντρώ­σει» σε μπι­ρα­ρία του Μο­νά­χου τη στρα­τιω­τι­κή και πο­λι­τι­κή ε­λίτ της πε­ριο­χής, με σκο­πό να κα­τα­λά­βει την ε­ξου­σία] μέ­χρι τη δί­κη των ε­πί­δο­ξων ε­πι­γό­νων του, δο­λο­φό­νων εν­νέα με­τα­να­στών και μιας α­στυ­νο­μι­κού, που ξε­κί­νη­σε στην πό­λη την προ­η­γού­με­νη ε­βδο­μά­δα, (και μά­λι­στα κα­τά έ­να ι­στο­ρι­κό τερ­τί­πι σε δι­κα­στι­κό κτί­ριο που βρί­σκε­ται δί­πλα σχε­δόν στην «ι­στο­ρι­κή» μπι­ρα­ρία), με­σο­λά­βη­σαν στην ί­δια πε­ριο­χή, αλ­λά και αλ­λού δυ­στυ­χώς, πολ­λά γε­γο­νό­τα.
Με­ρι­κά ση­μα­ντι­κά α­πό αυ­τά εί­ναι η δη­μιουρ­γία του πρώ­του στρα­το­πέ­δου συ­γκέ­ντρω­σης στο Ντα­χά­ου -προά­στιο του Μο­νά­χου- το 1933, τα ε­τή­σια -α­ρι­στο­τε­χνι­κά κι­νη­μα­το­γρα­φη­μέ­να- συ­νέ­δρια των Να­ζί στη βαυα­ρι­κή Νυ­ρεμ­βέρ­γη, σε έ­να α­πό τα ο­ποία το 1935 προέ­κυ­ψαν οι «Φυ­λε­τι­κοί Νό­μοι της Νυ­ρεμ­βέρ­γης» αλ­λά και η ο­μώ­νυ­μη ι­στο­ρι­κή δί­κη, (1945/1946), που σφρά­γι­σε «θε­σμι­κά» το ευ­κταίο τέ­λος της πα­γκό­σμιας πε­ρι­πέ­τειας.
Τα χρό­νια πέ­ρα­σαν... Όμως το διή­με­ρο 5 και 6 Μαΐου 2013, εν μέ­σω της πάν­δη­μης ευ­φο­ρίας για τη πο­δο­σφαι­ρι­κή προέ­λα­ση της Μπά­γερν, οι σκιές του πα­ρελ­θό­ντος έ­δω­σαν ρα­ντε­βού στη βαυα­ρι­κή γη. Το ά­γος α­πό το ι­στο­ρι­κό πα­ρελ­θόν και η α­πό­πει­ρα ε­πα­νά­λη­ψής του, ως «δο­λο­φο­νι­κής - ρα­τσι­στι­κής» φάρ­σας, δεν θα μπο­ρού­σε να α­φή­σει α­νε­πη­ρέ­α­στο κα­νέ­να. Οι Γερ­μα­νοί, ε­κό­ντες ά­κο­ντες, κλή­θη­καν να θυ­μη­θούν πά­λι.

Το «Ντα­χά­ου» και η «Δί­κη»

Στις 5 Μαΐου, α­νή­με­ρα του Ορθό­δο­ξου Πά­σχα, έ­γι­νε στο στρα­τό­πε­δο του Ντα­χά­ου η ε­τή­σια τε­λε­τή, που διορ­γα­νώ­νει κά­θε πρώ­τη Κυ­ρια­κή με­τά τις 29 Απρι­λίου -η­με­ρο­μη­νία ει­σό­δου των α­με­ρι­κα­νι­κών αρ­μά­των και α­πε­λευ­θέ­ρω­σης των κρα­του­μέ­νω­ν- η Διε­θνής Επι­τρο­πή Ντα­χά­ου, η ο­ποία α­πο­τε­λεί τον ε­πί­ση­μο φο­ρέα δια­χεί­ρι­σης των μου­σεια­κών ε­γκα­τα­στά­σεων του στρα­το­πέ­δου και διορ­γά­νω­σης των σχε­τι­κών εκ­δη­λώ­σεων. Τη φε­τι­νή χρο­νιά, οι εκ­δη­λώ­σεις μνή­μης για τους χι­λιά­δες νε­κρούς του στρα­το­πέ­δου ε­πι­κε­ντρώ­θη­καν και στο γε­γο­νός συ­μπλή­ρω­σης 80 χρό­νων α­πό την ί­δρυ­σή του. Για­τί το Ντα­χά­ου το 1933 υ­πήρ­ξε το πρώ­το «πι­λο­τι­κό» στρα­τό­πε­δο συ­γκέ­ντρω­σης που δη­μιούρ­γη­σε η χιτ­λε­ρι­κή ε­ξου­σία και μά­λι­στα σε μια ε­πο­χή που το κα­θε­στώς εί­χε «ευυ­πό­λη­πτο» πρό­σω­πο στη διε­θνή σκη­νή, ε­νώ ε­τοι­μα­ζό­ταν να διορ­γα­νώ­σει και τη α­πο­κα­λού­με­νη ως με­γα­λύ­τε­ρη γιορ­τή ει­ρή­νης, τους Ολυ­μπια­κούς Αγώ­νες. Μα­ζί με τα στά­δια, βε­βαίως, έ­κτι­ζε και στρα­τό­πε­δα. Το χρο­νι­κό διά­στη­μα α­πό την ί­δρυ­ση του στρα­το­πέ­δου μέ­χρι την έ­ναρ­ξη της μα­ζι­κής «πλή­ρω­σής» του με τους «συ­νή­θεις» για τους να­ζί κρα­του­μέ­νους πο­λέ­μου -που άρ­χι­σε χον­δρι­κά το 1939- πα­ρου­σιά­ζει ε­ξαι­ρε­τι­κό ι­στο­ρι­κό εν­δια­φέ­ρον.
 Οι πρώ­τοι τρό­φι­μοι και θύ­μα­τά του, ή­ταν γερ­μα­νοί πο­λι­τι­κοί α­ντί­πα­λοι του κα­θε­στώ­τος. Κυ­ρίως κομ­μου­νι­στές, σο­σια­λι­στές και συν­δι­κα­λι­στές. Αλλά και με­μο­νω­μέ­να στε­λέ­χη του Λαϊκού Κόμ­μα­τος της Βαυα­ρίας. Λί­γο αρ­γό­τε­ρα, α­κο­λού­θη­σαν οι Μάρ­τυ­ρες του Ιε­χω­βά, οι Ρο­μά, οι ο­μο­φυ­λό­φι­λοι και οι πρώ­τοι Εβραίοι. Επρό­κει­το για το κα­τ’ ε­ξο­χήν «φρο­νη­μα­τι­κό» στρα­τό­πε­δο. Δια­μορ­φώ­θη­κε πο­λύ πριν α­νοί­ξει ο α­σκός της μα­ζι­κής φρί­κης, σε χρο­νι­κό διά­στη­μα δη­λα­δή που οι «λε­κτι­κές», ό­πως τις φα­ντά­ζο­νταν, α­κρό­τη­τες του Χίτ­λερ κα­λύ­πτο­νταν διε­θνώς α­πό μια ευ­με­νή σιω­πη­ρή α­πο­δο­χή, στο βαθ­μό που στρέ­φο­νταν κα­τά ε­νός «ε­σω­τε­ρι­κού εχ­θρού», που ως τέ­τοιος α­να­γνω­ρι­ζό­ταν και σε άλ­λες χώ­ρες.
Η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αυ­τής της πρώ­της πε­ριό­δου κα­τα­δεί­χτη­κε ι­διαί­τε­ρα στις εκ­δη­λώ­σεις μνή­μης, για­τί η α­νά­γκη να «το­νι­στεί» ό­τι τα δει­νά του να­ζι­σμού α­φο­ρού­σαν και Γερ­μα­νούς που α­ντι­στά­θη­καν πλη­ρώ­νο­ντας πρώ­τοι το τί­μη­μα, πέ­ρα α­πό το ό­τι ως γε­γο­νός «πα­τά­ει» στην ι­στο­ρι­κή α­λή­θεια εί­ναι και ε­ξό­χως λυ­τρω­τι­κό. Ει­δι­κά ό­ταν την ε­πό­με­νη η­μέ­ρα ξε­κι­νού­σε η δί­κη των νε­ο­να­ζί δο­λο­φό­νων, πραγ­μα­τι­κό­τη­τα σοκ για ο­λό­κλη­ρη τη Γερ­μα­νία, που ξαφ­νι­κά κλή­θη­κε να α­να­με­τρη­θεί με το ε­ρώ­τη­μα αν ο «ομ­φά­λιος λώ­ρος» της ει­σα­γω­γής, στη γε­νι­κή εκ­δο­χή του, έ­χει α­με­τά­κλη­τα α­πο­κο­πεί.
Στις 6 Μαΐου, λοι­πόν, ξε­κί­νη­σε η «μι­κρή Νυ­ρεμ­βέρ­γη», ό­πως κα­τ’ ευ­φη­μι­σμό κα­λεί­ται η με­γα­λύ­τε­ρη δί­κη (νεο)να­ζί με­τά την ο­μώ­νυ­μη ι­στο­ρι­κή δί­κη. Το κυ­ρίαρ­χο ε­ρώ­τη­μα δεν α­φο­ρά τους αυ­τουρ­γούς που δι­κά­ζο­νται -άλ­λω­στε οι δύο α­πό αυ­τούς αυ­το­κτό­νη­σαν, πριν τους συλ­λά­βου­ν- αλ­λά τις αι­τίες της α­δυ­να­μίας του κρά­τους να τους ε­ντο­πί­σει. Τι «φρέ­να­ρε» ε­πί τό­σα χρό­νια τους, κα­τ’ άλ­λα πα­νί­σχυ­ρους, μη­χα­νι­σμούς στην α­πο­κά­λυ­ψη της α­λή­θειας; Ανι­κα­νό­τη­τα; Αφέ­λεια; Στρου­θο­κα­μη­λι­σμός; Ρα­τσι­στι­κές πα­ρω­πί­δες; Πα­ρα­κρα­τι­κή διά­βρω­ση; Η συ­ζή­τη­ση έ­χει α­νά­ψει για τα κα­λά και -προς το πα­ρό­ν- ό­λοι ο­μνύουν κα­τά της συ­γκά­λυ­ψης. Οι Γερ­μα­νοί κα­τα­λα­βαί­νουν ό­τι α­παι­τεί­ται «κά­θαρ­ση». Αλλά η δι­κα­στι­κή, του­λά­χι­στον, «κά­θαρ­ση» κω­λύε­ται προς το πα­ρόν και α­πό τον δια­δι­κα­στι­κό λα­βύ­ριν­θο, που συ­νο­δεύει τη με­γά­λη δί­κη.

Η μά­χη της κα­ρέ­κλας

Αξί­ζει μια σύ­ντο­μη α­να­φο­ρά στη «μά­χη της κα­ρέ­κλας», ό­πως θα μπο­ρού­σε να α­πο­κλη­θεί η α­πί­στευ­τη διελ­κυ­στίν­δα σχε­τι­κά με την αί­θου­σα διε­ξα­γω­γής της. Ένα α­τε­λείω­το μπέρ­δε­μα α­φού, μο­λο­νό­τι ο­ρί­στη­κε μια με­γά­λη δι­κα­στι­κή αί­θου­σα, οι θέ­σεις των δη­μο­σιο­γρά­φων κα­τα­νε­μή­θη­καν με τρό­πο που α­πέ­κλειε ση­μα­ντι­κό μέ­ρος των τούρ­κι­κων ΜΜΕ, που εύ­λο­γα κρα­τούν το θέ­μα διαρ­κώς στη «κο­ρυ­φή», με α­πο­τέ­λε­σμα η «Sabah», να προ­σφύ­γει σε α­νώ­τε­ρο δι­κα­στή­ριο, που τη δι­καίω­σε α­να­βάλ­λο­ντας αρ­χι­κά την έ­ναρ­ξη της δί­κης και ε­πι­βάλ­λο­ντας «πο­σό­στω­ση» εκ­προ­σώ­πη­σης των τούρ­κων και κλη­ρώ­σεις για τους υ­πό­λοι­πους. Το α­πο­τέ­λε­σμα ή­ταν η κλη­ρω­τί­δα να «χα­μο­γε­λά­σει» σε κά­ποια το­πι­κά πε­ριο­δι­κά και ε­φη­με­ρί­δες λάιφ στάιλ και να α­πο­κλει­στούν κά­ποιες σο­βα­ρές ε­φη­με­ρί­δες ή μέ­σα παν­γερ­μα­νι­κής εμ­βέ­λειας.
Τρα­γέ­λα­φος, δη­λα­δή, που ό­μως φα­νε­ρώ­νει την ε­κρη­κτι­κή δη­μο­σιό­τη­τα του θέ­μα­τος και τη διά­θε­ση, μέ­χρι στιγ­μής, των κυ­ρίαρ­χων μέ­σων ε­νη­μέ­ρω­σης στη Γερ­μα­νία να κα­λύ­ψουν την υ­πό­θε­ση. Η δί­κη και η υ­πό­θε­ση εί­ναι πρώ­το θέ­μα στις ει­δή­σεις, ε­νώ πα­ντού α­να­δει­κνύε­ται -με δια­φο­ρε­τι­κές α­πο­χρώ­σεις βέ­βαια- και το μεί­ζον ζή­τη­μα της στά­σης των διω­κτι­κών αρ­χών α­πέ­να­ντι στο φαι­νό­με­νο των πολ­λα­πλών δο­λο­φο­νιών.
Σε ε­πί­πε­δο, πά­ντως, ε­πί­ση­μων δη­λώ­σεων και εκ­δη­λώ­σεων τι­μής των θυ­μά­των, η γερ­μα­νι­κή κυ­βέρ­νη­ση λει­τουρ­γεί χω­ρίς αμ­φι­ση­μίες και εκ­δη­λώ­νει κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κά την α­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα της να δια­λευ­κά­νει την υ­πό­θε­ση και να α­πο­τρέ­ψει πα­ρό­μοιες ε­νέρ­γειες στο μέλ­λον.

Οι πα­ρω­πί­δες των αρ­χώ­ν

Τα γε­γο­νό­τα, που «ό­ψι­μα» συ­γκλο­νί­ζουν τη Γερ­μα­νία και θα «πε­ρά­σουν» μέ­σα α­πό τη δι­κα­στι­κή δια­δι­κα­σία, συ­νο­πτι­κά, εί­ναι τα ε­ξής:
Από έ­να τυ­χαίο πε­ρι­στα­τι­κό (α­πο­τυ­χη­μέ­νη λη­στεία) το Νοέμ­βριο του 2011 έ­γι­ναν γνω­στές οι ρα­τσι­στι­κές και δο­λο­φο­νι­κές δρά­σεις των να­ζι­στών της NSU (Εθνι­κο­σο­σια­λι­στι­κή Πα­ρα­νο­μία), οι ο­ποίες πραγ­μα­το­ποιού­νταν για ε­φτά συ­νε­χή χρό­νια, χω­ρίς να έ­χουν γί­νει α­ντι­λη­πτές α­πό τις υ­πη­ρε­σίες α­σφα­λείας. Η ο­μά­δα αυ­τή δο­λο­φό­νη­σε δέ­κα αν­θρώ­πους (ο­κτώ Τούρ­κους, έ­ναν Έλλη­να και μία α­στυ­νο­μι­κό) και διέ­πρα­ξε δύο βομ­βι­στι­κές ε­πι­θέ­σεις. Στον Τύ­πο για τα ε­γκλή­μα­τα αυ­τά -που ως α­νε­ξι­χνία­στα έρ­χο­νταν έ­να -έ­να στη δη­μο­σιό­τη­τα και κα­τα­τάσ­σο­νταν στην ί­δια ο­μά­δα δρα­στών, α­φού υ­πήρ­χαν ό­πλα «ταυ­τό­τη­τα»- κα­θιε­ρώ­θη­κε ο ό­ρος «Μα­φία του Ντο­νέρ», ε­νώ η ει­δι­κή ε­πι­τρο­πή για τη δια­λεύ­καν­ση τους ο­νο­μά­στη­κε «Βό­σπο­ρος». Δη­λα­δή η α­στυ­νο­μία α­κό­μη και σε συμ­βο­λι­κό ε­πί­πε­δο (!) έ­δει­χνε να έ­χει α­πο­κλεί­σει α­πό την αρ­χή την πι­θα­νό­τη­τα να εί­ναι ρα­τσι­στι­κά τα κί­νη­τρα των δο­λο­φο­νιών και πραγ­μα­το­ποιού­σε τις έ­ρευ­νές της στο πλαί­σιο της «ε­γκλη­μα­τι­κό­τη­τας των αλ­λο­δα­πών».
Οι «πα­ρω­πί­δες» των αρ­χών α­πό τη μια πα­ρα­γκώ­νι­ζαν το ρα­τσι­στι­κό υ­πό­βα­θρο, που δεν α­ξιο­λο­γού­νταν ό­πως έ­πρε­πε, ε­νώ η θέ­ση της α­στυ­νο­μίας και της εύ­πι­στης κοι­νής γνώ­μης πως οι με­τα­νά­στες έ­μπο­ροι ή­ταν μπλεγ­μέ­νοι σε μα­φιό­ζι­κα δί­κτυα πα­ρου­σιά­ζο­νταν ως προ­φα­νές γε­γο­νός, που α­πέ­τρε­πε την πε­ραι­τέ­ρω δια­λεύ­καν­ση. Το χει­ρό­τε­ρο εί­ναι ό­τι κα­τά τη διάρ­κεια των ε­ρευ­νών αυ­τών οι αρ­χές α­σφα­λείας πα­ρα­κο­λου­θού­σαν και ε­ξέ­τα­ζαν για χρό­νια τις οι­κο­γέ­νειες, τους συγ­γε­νείς και το στε­νό πε­ρι­βάλ­λον των θυ­μά­των. Τα θύ­μα­τα, η μνή­μη και ο οι­κο­γε­νεια­κός τους πε­ρί­γυ­ρος «ε­κτε­λέ­στη­καν» εκ νέ­ου, χω­ρίς σφαί­ρες.
Η «έ­ρευ­να» για τη λει­ψή έ­ρευ­να των δο­λο­φο­νιών της NSU α­πο­κά­λυ­ψε μια έ­ντο­νη πο­λι­τι­κή συ­γκά­λυ­ψης: Πολ­λοί φά­κε­λοι της υ­πό­θε­σης εί­τε κρα­τού­νταν μυ­στι­κοί εί­τε κα­τα­στρά­φη­καν μυ­στη­ριω­δώς. Στις ε­ξε­τα­στι­κές ε­πι­τρο­πές, που κι­νού­νται πα­ράλ­λη­λα με τη δί­κη, ε­πι­ση­μαί­νο­νται ε­πί­μο­νες σιω­πές ή ψεύ­δη, ε­νώ ο ρό­λος των μυ­στι­κών υ­πη­ρε­σιών και της α­στυ­νο­μίας, που ο­δη­γή­θη­καν στο φιά­σκο, σε κα­μία πε­ρί­πτω­ση δεν ε­ξη­γή­θη­κε με ε­πάρ­κεια και δια­φά­νεια. Τα πο­λι­τι­κά συ­μπε­ρά­σμα­τα α­πό τη σκαν­δα­λώ­δη α­πο­τυ­χία της Υπη­ρε­σίας Προ­στα­σίας του Συ­ντάγ­μα­τος (μυ­στι­κή υ­πη­ρε­σία) «συρ­ρι­κνώ­θη­καν» στη δια­πί­στω­ση με­μο­νω­μέ­νων λα­θών και υ­πο­βο­λή α­νά­λο­γων πα­ραι­τή­σεων.

Η α­φύ­πνι­ση της κοι­νω­νίας

Ερω­τή­μα­τα ό­μως δεν βά­ζουν μό­νο οι δι­κα­στές, οι ε­πι­τρο­πές και οι δη­μο­σιο­γρά­φοι. Μια ευ­ρεία συμ­μα­χία α­ντι­φα­σι­στι­κών ορ­γα­νώ­σεων, με τα «ώ­τα» της κοι­νω­νίας «ευή­κο­α», κι­νη­το­ποιεί­ται και πα­ρα­κο­λου­θεί την υ­πό­θε­ση. Ση­μειώ­νει ό­τι η υ­πο­βάθ­μι­ση της ση­μα­σίας και η συ­γκά­λυ­ψη του ρα­τσι­σμού και της να­ζι­στι­κής τρο­μο­κρα­τίας έ­χουν πα­ρά­δο­ση στη Γερ­μα­νία. Υπεν­θυ­μί­ζει πα­λαιό­τε­ρες ε­πι­θέ­σεις, που α­πο­δει­κνύουν την νε­ο­να­ζι­στι­κή συ­νέ­χεια. Ανοί­γει τους φα­κέ­λους πα­λαιό­τε­ρων υ­πο­θέ­σεων (τυ­φλή βομ­βι­στι­κή ε­πί­θε­ση στο Oktoberfest το 1980 με 13 νε­κρούς και 200 τραυ­μα­τίες, πο­λυά­ριθ­μες δο­λο­φο­νίες με­τα­να­στών, α­στέ­γων, παν­κς, α­ντι­φα­σι­στών), και κι­νη­το­ποιεί­ται με εκ­δη­λώ­σεις και δια­δη­λώ­σεις. Θέ­τει αι­τή­μα­τα δια­φά­νειας, α­πο­κά­λυ­ψης της συ­γκά­λυ­ψης, α­πο­ζη­μίω­σης των θυ­μά­των (και των συγ­γε­νών τους για ό­σα υ­πέ­στη­σαν στην α­νά­κρι­ση), κα­τάρ­γη­σης κά­θε πο­λι­τι­κής δια­κρί­σεων σε βά­ρος των με­τα­να­στών κλπ. Στην ί­δια κα­τεύ­θυν­ση με τις δι­κές τους α­πο­χρώ­σεις στις δια­τυ­πώ­σεις και τα αι­τή­μα­τα, κι­νού­νται και πο­λυά­ριθ­μες συλ­λο­γι­κό­τη­τες με­τα­να­στών, θρη­σκευ­τι­κών δογ­μά­των (συ­νε­πής και θε­τι­κή η πα­ρου­σία της το­πι­κής ελ­λη­νορ­θό­δο­ξης εκ­κλη­σίας, πα­ρού­σας και σε α­ντι­να­ζι­στι­κές εκ­δη­λώ­σεις), ορ­γα­νώ­σεων, δη­μο­τι­κών αρ­χών, κομ­μά­των, που συ­γκρο­τούν αυ­τό που σε με­γά­λες δια­δη­λώ­σεις στη πό­λη α­πο­κα­λέ­στη­κε ως «πο­λύ­χρω­μο και ό­χι κα­φέ Μό­να­χο».
Για­τί στη μαύ­ρη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα των ρα­τσι­στι­κών δο­λο­φο­νιών, που α­να­δει­κνύει η «μι­κρή Νυ­ρεμ­βέρ­γη», το κα­φέ -χρώ­μα σύμ­βο­λο της να­ζι­στι­κής προ­πα­γάν­δας- κα­λύ­πτε­ται και κυ­ριαρ­χεί­ται α­πό την πο­λύ­χρω­μη βε­ντά­λια των κι­νη­μά­των, την α­φύ­πνι­ση και ε­νερ­γο­ποίη­ση των πο­λι­τών, που στη Γερ­μα­νία, στην Ευ­ρώ­πη, πα­ντού, εί­ναι οι μό­νοι που μπο­ρούν να α­πο­κό­ψουν ο­ρι­στι­κά τον ομ­φά­λιο λώ­ρο του να­ζι­σμού και του ρα­τσι­σμού με το πα­ρόν.

Κώ­στας Ν. Πα­πα­δό­που­λος

Πηγή epohi.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου