Το παρακάτω κείμενο μοιράστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 70, στα Χανιά της Κρήτης σε μια από τις παρελάσεις.
Για το κείμενο αυτό είχε ασκηθεί δίωξη στο χανιώτη Βαρδή Τσουρή, έναν από τους συντρόφους που το μοίραζαν στον κόσμο.
Περισσότερα για αυτήν την υπόθεση μπορεί κανείς να διαβάσει (αν υπάρχει και βρεθεί), στο ένα και μοναδικό τεύχος του περιοδικού με τον τίτλο “Νύχτα” που κυκλοφόρησε (μάλλον από τον Πειραιά) στις αρχές της δεκαετίας 80, αναγράφοντας στο εμπροσθόφυλλό του, τα εξής: “Νύχτα μου προλετάρισσα αν απεργήσεις χάθηκα”.
Προς τα τέλη της δεκαετίας του 80 σε ένα άλλο και μοναδικό τεύχος κυκλοφόρησε το (ας πούμε, ίδιο) περιοδικό με την ονομασία: “Τα άνθη του Κακού που ανθίζουν μόνο τη Νύχτα” σε ένα από τα σπάνια παντρέματα αντιεξουσιαστικών εκδοτικών προσπαθειών, με το περιοδικό “Άνθη του Κακού” που εξέδιδε (σε σειρά τευχών) ο Μιχάλης Πρωτοψάλτης. Μακριά και πέρα από ένα ύπουλο εθνικισμό καθώς κι από έναν πανούργο μεταμοντέρνο εθνομηδενισμό, σε κάθε περίπτωση, η ανάγνωση της ιστορίας μπορεί να μας βοηθήσει να ανακαλύψουμε νέες σφαίρες ελευθερίας και κοινοκτημοσύνης. ΓΚ
ΥΓ: Το κείμενο βρέθηκε μετά από αναζήτηση (εδω) στην ιστοσελίδα ΠΑΝΤΙΓέΡΑ
Ανεβασμένη στην εξέδρα, για να κρύψει με το ύψος την ασημαντότητά της, η επίσημη μούχλα (Νομάρχες. Δήμαρχοι, στρατηγοί, παπάδες) καταδέχεται να χαιρετήσει πότε-πότε βαριεστημένα αυτούς πού περνούν μπροστά της υποχρεωμένοι από τους μπράβους της (δασκάλους κι επιλοχίες) ν’ απονείμουν τιμές στρίβοντας το κεφάλι.
Ο κόσμος στριμωγμένος στην άκρη, πίσω από τα κορδόνια των χωροφυλάκων, περιορισμένος στο ρόλο του θεατή, χωρίς πρωτοβουλία, να βλέπει ένα θέαμα οργανωμένο από τους οργανωτές της καθημερινής καταπίεσης.
Να βλέπει τα παιδί του, τους έφηβους των 13 και τα παιδιά των 6 χρονών υποχρεωμένα να περπατούν στη γραμμή, σα μηχανές χωρίς σκέψη ή αισθήματα, στο φριχτό ρυθμό των ταμπούρλων, με το σώμα τους κλεμμένο από την εξουσία, ηθοποιοί σ’ ένα ρόλο σκηνοθετημένο από κακόγουστο σκηνοθέτη.
Να βλέπει να παρελαύνουν κορδωμένα αδιάντροπα τα σώματα ασφάλειας, αυτοί που τον έσφαξαν το ‘45 και το ‘73 και θα τα ξανακάνουν το ‘83 ή το ‘90 και που εν τω μεταξύ χτυπούν σε κάθε του ενέργεια: συγκέντρωση, πορεία, απεργία, αγροτικό συλλαλητήριο.
Ν’ ακούει το μεγάφωνο να ξερνάει ηλιθιότητες για μας τους Έλληνες, το πιο γενναίο λαό του κόσμου, ενώ ένα άλλο μεγάφωνο στη Τουρκία λέει για τους Τούρκους το πιο γενναίο λαό του κόσμου, κι άλλα μεγάφωνα στην Αγγλία, Βουλγαρία, Αίγυπτο. Ταϋλάνδη, λένε για τους γενναίους Άγγλους. Βούλγαρους, Αιγύπτιος. Ταϊλανδούς. έτσι που κάποτε όλοι εμείς οι γενναίοι να βγάλουμε τα μάτια μας με γενναιότητα.
Με σημαιοστολισμένο υποχρεωτικά τα σπίτι και το μαγαζί του με την ίδια σημαία πού κυματίζει πάνω από φυλακές και στρατόπεδα κι αστυνομικά τμήματα, έτσι που κάθε σπίτι να γίνεται λίγο φυλακή και στρατόπεδο κι αστυνομικό τμήμα.
Για περάστε λοιπόν. Τα κράτος προσφέρει στους υπηκόους του θέαμα για να εκτονωθούν με ταρατατζούμ και ζήτω, να ξεχάσουν την άχαρη δουλειά και τις τιμές πού ανεβαίνουν και να ξαναπάνε αύριο ανανεωμένοι να δουλέψουν για τ’ αφεντικά τους. Και καλού-κακού τους δείχνει τα πολυβόλα και τα τανκς για να ξέρουν τι έχουν να αντιμετωπίσουν αν διαμαρτυρηθούν.
Η παγίδα έχει στηθεί: Πάμε στη παρέλαση να καμαρώσουμε το φίλο, τη φίλη, το γιο, τη κόρη. Ο φίλος κι η φίλη από τη μεριά του αρχίζει να καμαρώνει λίγο κι αυτός, πέφτοντας έτσι στα λούκι. Και πέφτει άκουα πιο πολύ όταν φροντίζει να περάσει με άψογο βήμα μπροστά από τους επίσημους δίνοντας έτσι άξια σ’ αυτούς πού δεν έχουν.
Ή παγίδα έχει στηθεί: Είμαστε όλοι Έλληνες, έθνος ηρωικό κι αγαπημένο, όλοι μαζί, αφεντικά κι εργάτες, αξιωματικοί και φαντάροι, χωροφύλακες και πολίτες, υπουργοί και ψηφοφόροι, πολεμήσαμε τους κακούς Τούρκους το ‘21 και θα το ξανακάνουμε αν χρειαστεί.
Να όμως που κάπου κολλάει το κόλπο.
Μερικοί γιουχάρουν όταν περνάει η αστυνομία, κάθε χρόνο και πιο πολλοί μαθητές το σκάνε από τη παράταξη, κάθε χρόνο και λιγότεροι έρχονται να δουν αυτό το σοβινιστικό τσίρκο.
Γιατί το παραμύθι έχει παλιώσει πια. Το ‘73-‘75, χρονιά απεργών, διαδηλώσεων, συγκρούσεων, διεκδικήσεων, η εξουσία τρομαγμένη έβγαλε από τη ναφθαλίνη το τούρκικο κίνδυνο, μας έδειξε το μπαμπούλα, μας κάλεσε σε εθνική ενότητα και κατάφερε να ξεπεράσει τη κρίση. Το ίδιο έκανε και το ‘65. Το ίδιο θα κάμει και στο μέλλον. Προς το παρόν συντηρεί με παρελάσεις το μικρόβιο του εθνικισμού.
Αυτοί πού σε μια νέα και δυνατότερη επίθεση ενάντια στο κράτος έχουν να χάσουν τα πάντα και τίποτα να κερδίσουν, ξέρουν, (μια που παίζεται το τομάρι τους), ότι αργά ή γρήγορα αυτή η επίθεση θα γίνει, από αυτούς που δεν έχουν τίποτα να χύσουν, ενώ έχουν να κερδίσουν τα πάντα. Ξέρουν πως αύριο ο κόσμος που σήμερα παρακολουθεί το θέαμα από τα πεζοδρόμια, θα ξεχυθεί στο δρόμο ζητώντας αυτό που του ανήκει.
Τότε ακριβώς (τι σύμπτωση) κάτι θ’ αρχίσουν να γράφουν οι φυλλάδες τους για –«τούρκικες προκλήσεις» κάτι θ’ αρχίσει να παραμιλάει το χαζοκούτι τους, για «παραβιάσεις του εναερίου χώρου», για «τεταμένες εξωτερικές σχίσεις», για «ανάγκη εθνικής ενότητας εν όψει του εθνικού κίνδυνου».
Τι σημαίνει όμως έθνος:
Μήπως είναι μια έννοια που έχει άκοπα να κρύψει τις πραγματικές ταξικές διαφορές και να δημιουργήσει ψεύτικες διαφορές ανάμεσα στους λαούς;
Τι κοινό έχουμε μ’ αυτούς πού ζουν σε βάρος μας:
Και τι έχουμε να χωρίσουμε με τους Τούρκους εργαζομένους που αυτή τη στιγμή φυλακίζουν κι εξοντώνουν οι δολοφόνοι της Τουρκικής στρατιωτικής χούντας με την ευγενική ανοχή όλων των κυβερνήσεων του κόσμου;
Οι επαναστάτες του ‘21 ξεσηκώθηκαν εναντία στο Σουλτάνο, τον αγά, το γενίτσαρο, το χαράτσι. Έχουμε και σήμερα από τα ίδια: Σήμερα σουλτάνος είναι το κράτος., αγάς το αφεντικό, γενίτσαρος τα Μ.Α.Τ., χαράτσι οι φόροι. Και μουτήδες όσοι λένε «τίποτα δεν αλλάζει» – «δεν μπορείς να τα βάλεις μ’ αυτούς» – «γλύψε για να προκόψεις».
Μετά το ‘21, οι φτωχοί αγρότες πού νίκησαν το σουλτάνο βρέθηκαν με νέο εκμεταλλευτή στη πλάτη τους. Τους τσιφλικάδες, τους αστούς, τη βασιλική αυλή. Και τα νέα αφεντικά για να στερεώσουν τη θέση τους φρόντισαν πρώτα απ’ όλα να φτιάξουν δικό τους στρατό από μισθοφόρους κι αστυνομία για να εξοντώσουν αυτούς πού τους ανέβασαν στην εξουσία.
Γνήσια εγγόνια αυτών των αφεντικών είναι και τα σημερινά.
Αυτοί που μας λένε παχιά λόγια για την υπεράσπιση της πατρίδας, ενώ οι ίδιοι κάνουν χοντρές κομπίνες με τις πολυεθνικές, έχουν σε ελβετικές τράπεζες τα κλεμμένα τους, έχουν ξένες σημαίες στους σκυλοπνίχτες τους.
Όμως ο εχθρός δε βρίσκεται έξω από τα σύνορα.
Είναι εδώ, στα υπουργεία, στα στρατιωτικά επιτελεία, στις διευθύνσεις των εργοστασίων, των τραπεζών, των εφημερίδων, σε κάθε διεύθυνση.
Αυτά τα τανκς που παρελαύνουν δεν είναι δικά μας.
Είναι δικά τους.
Δεν είναι για να χτυπήσουν τους ξένους.
Είναι για να χτυπήσουν εμάς.
Αυτή η πατρίδα δεν είναι δικιά μας.
Αυτοί ανακηρύξανε πατρίδα την ιδιοχτησία τους, μας μάντρωσαν στα σύνορα σα ζώα σε κλουβιά.
Αυτά τα σύνορα δεν μας αφορούν.
Αυτή η παρέλαση δεν μας αφορά.
Για το κείμενο αυτό είχε ασκηθεί δίωξη στο χανιώτη Βαρδή Τσουρή, έναν από τους συντρόφους που το μοίραζαν στον κόσμο.
Περισσότερα για αυτήν την υπόθεση μπορεί κανείς να διαβάσει (αν υπάρχει και βρεθεί), στο ένα και μοναδικό τεύχος του περιοδικού με τον τίτλο “Νύχτα” που κυκλοφόρησε (μάλλον από τον Πειραιά) στις αρχές της δεκαετίας 80, αναγράφοντας στο εμπροσθόφυλλό του, τα εξής: “Νύχτα μου προλετάρισσα αν απεργήσεις χάθηκα”.
Προς τα τέλη της δεκαετίας του 80 σε ένα άλλο και μοναδικό τεύχος κυκλοφόρησε το (ας πούμε, ίδιο) περιοδικό με την ονομασία: “Τα άνθη του Κακού που ανθίζουν μόνο τη Νύχτα” σε ένα από τα σπάνια παντρέματα αντιεξουσιαστικών εκδοτικών προσπαθειών, με το περιοδικό “Άνθη του Κακού” που εξέδιδε (σε σειρά τευχών) ο Μιχάλης Πρωτοψάλτης. Μακριά και πέρα από ένα ύπουλο εθνικισμό καθώς κι από έναν πανούργο μεταμοντέρνο εθνομηδενισμό, σε κάθε περίπτωση, η ανάγνωση της ιστορίας μπορεί να μας βοηθήσει να ανακαλύψουμε νέες σφαίρες ελευθερίας και κοινοκτημοσύνης. ΓΚ
ΥΓ: Το κείμενο βρέθηκε μετά από αναζήτηση (εδω) στην ιστοσελίδα ΠΑΝΤΙΓέΡΑ
Ανεβασμένη στην εξέδρα, για να κρύψει με το ύψος την ασημαντότητά της, η επίσημη μούχλα (Νομάρχες. Δήμαρχοι, στρατηγοί, παπάδες) καταδέχεται να χαιρετήσει πότε-πότε βαριεστημένα αυτούς πού περνούν μπροστά της υποχρεωμένοι από τους μπράβους της (δασκάλους κι επιλοχίες) ν’ απονείμουν τιμές στρίβοντας το κεφάλι.
Ο κόσμος στριμωγμένος στην άκρη, πίσω από τα κορδόνια των χωροφυλάκων, περιορισμένος στο ρόλο του θεατή, χωρίς πρωτοβουλία, να βλέπει ένα θέαμα οργανωμένο από τους οργανωτές της καθημερινής καταπίεσης.
Να βλέπει τα παιδί του, τους έφηβους των 13 και τα παιδιά των 6 χρονών υποχρεωμένα να περπατούν στη γραμμή, σα μηχανές χωρίς σκέψη ή αισθήματα, στο φριχτό ρυθμό των ταμπούρλων, με το σώμα τους κλεμμένο από την εξουσία, ηθοποιοί σ’ ένα ρόλο σκηνοθετημένο από κακόγουστο σκηνοθέτη.
Να βλέπει να παρελαύνουν κορδωμένα αδιάντροπα τα σώματα ασφάλειας, αυτοί που τον έσφαξαν το ‘45 και το ‘73 και θα τα ξανακάνουν το ‘83 ή το ‘90 και που εν τω μεταξύ χτυπούν σε κάθε του ενέργεια: συγκέντρωση, πορεία, απεργία, αγροτικό συλλαλητήριο.
Ν’ ακούει το μεγάφωνο να ξερνάει ηλιθιότητες για μας τους Έλληνες, το πιο γενναίο λαό του κόσμου, ενώ ένα άλλο μεγάφωνο στη Τουρκία λέει για τους Τούρκους το πιο γενναίο λαό του κόσμου, κι άλλα μεγάφωνα στην Αγγλία, Βουλγαρία, Αίγυπτο. Ταϋλάνδη, λένε για τους γενναίους Άγγλους. Βούλγαρους, Αιγύπτιος. Ταϊλανδούς. έτσι που κάποτε όλοι εμείς οι γενναίοι να βγάλουμε τα μάτια μας με γενναιότητα.
Με σημαιοστολισμένο υποχρεωτικά τα σπίτι και το μαγαζί του με την ίδια σημαία πού κυματίζει πάνω από φυλακές και στρατόπεδα κι αστυνομικά τμήματα, έτσι που κάθε σπίτι να γίνεται λίγο φυλακή και στρατόπεδο κι αστυνομικό τμήμα.
Για περάστε λοιπόν. Τα κράτος προσφέρει στους υπηκόους του θέαμα για να εκτονωθούν με ταρατατζούμ και ζήτω, να ξεχάσουν την άχαρη δουλειά και τις τιμές πού ανεβαίνουν και να ξαναπάνε αύριο ανανεωμένοι να δουλέψουν για τ’ αφεντικά τους. Και καλού-κακού τους δείχνει τα πολυβόλα και τα τανκς για να ξέρουν τι έχουν να αντιμετωπίσουν αν διαμαρτυρηθούν.
Η παγίδα έχει στηθεί: Πάμε στη παρέλαση να καμαρώσουμε το φίλο, τη φίλη, το γιο, τη κόρη. Ο φίλος κι η φίλη από τη μεριά του αρχίζει να καμαρώνει λίγο κι αυτός, πέφτοντας έτσι στα λούκι. Και πέφτει άκουα πιο πολύ όταν φροντίζει να περάσει με άψογο βήμα μπροστά από τους επίσημους δίνοντας έτσι άξια σ’ αυτούς πού δεν έχουν.
Ή παγίδα έχει στηθεί: Είμαστε όλοι Έλληνες, έθνος ηρωικό κι αγαπημένο, όλοι μαζί, αφεντικά κι εργάτες, αξιωματικοί και φαντάροι, χωροφύλακες και πολίτες, υπουργοί και ψηφοφόροι, πολεμήσαμε τους κακούς Τούρκους το ‘21 και θα το ξανακάνουμε αν χρειαστεί.
Να όμως που κάπου κολλάει το κόλπο.
Μερικοί γιουχάρουν όταν περνάει η αστυνομία, κάθε χρόνο και πιο πολλοί μαθητές το σκάνε από τη παράταξη, κάθε χρόνο και λιγότεροι έρχονται να δουν αυτό το σοβινιστικό τσίρκο.
Γιατί το παραμύθι έχει παλιώσει πια. Το ‘73-‘75, χρονιά απεργών, διαδηλώσεων, συγκρούσεων, διεκδικήσεων, η εξουσία τρομαγμένη έβγαλε από τη ναφθαλίνη το τούρκικο κίνδυνο, μας έδειξε το μπαμπούλα, μας κάλεσε σε εθνική ενότητα και κατάφερε να ξεπεράσει τη κρίση. Το ίδιο έκανε και το ‘65. Το ίδιο θα κάμει και στο μέλλον. Προς το παρόν συντηρεί με παρελάσεις το μικρόβιο του εθνικισμού.
Αυτοί πού σε μια νέα και δυνατότερη επίθεση ενάντια στο κράτος έχουν να χάσουν τα πάντα και τίποτα να κερδίσουν, ξέρουν, (μια που παίζεται το τομάρι τους), ότι αργά ή γρήγορα αυτή η επίθεση θα γίνει, από αυτούς που δεν έχουν τίποτα να χύσουν, ενώ έχουν να κερδίσουν τα πάντα. Ξέρουν πως αύριο ο κόσμος που σήμερα παρακολουθεί το θέαμα από τα πεζοδρόμια, θα ξεχυθεί στο δρόμο ζητώντας αυτό που του ανήκει.
Τότε ακριβώς (τι σύμπτωση) κάτι θ’ αρχίσουν να γράφουν οι φυλλάδες τους για –«τούρκικες προκλήσεις» κάτι θ’ αρχίσει να παραμιλάει το χαζοκούτι τους, για «παραβιάσεις του εναερίου χώρου», για «τεταμένες εξωτερικές σχίσεις», για «ανάγκη εθνικής ενότητας εν όψει του εθνικού κίνδυνου».
Τι σημαίνει όμως έθνος:
Μήπως είναι μια έννοια που έχει άκοπα να κρύψει τις πραγματικές ταξικές διαφορές και να δημιουργήσει ψεύτικες διαφορές ανάμεσα στους λαούς;
Τι κοινό έχουμε μ’ αυτούς πού ζουν σε βάρος μας:
Και τι έχουμε να χωρίσουμε με τους Τούρκους εργαζομένους που αυτή τη στιγμή φυλακίζουν κι εξοντώνουν οι δολοφόνοι της Τουρκικής στρατιωτικής χούντας με την ευγενική ανοχή όλων των κυβερνήσεων του κόσμου;
Οι επαναστάτες του ‘21 ξεσηκώθηκαν εναντία στο Σουλτάνο, τον αγά, το γενίτσαρο, το χαράτσι. Έχουμε και σήμερα από τα ίδια: Σήμερα σουλτάνος είναι το κράτος., αγάς το αφεντικό, γενίτσαρος τα Μ.Α.Τ., χαράτσι οι φόροι. Και μουτήδες όσοι λένε «τίποτα δεν αλλάζει» – «δεν μπορείς να τα βάλεις μ’ αυτούς» – «γλύψε για να προκόψεις».
Μετά το ‘21, οι φτωχοί αγρότες πού νίκησαν το σουλτάνο βρέθηκαν με νέο εκμεταλλευτή στη πλάτη τους. Τους τσιφλικάδες, τους αστούς, τη βασιλική αυλή. Και τα νέα αφεντικά για να στερεώσουν τη θέση τους φρόντισαν πρώτα απ’ όλα να φτιάξουν δικό τους στρατό από μισθοφόρους κι αστυνομία για να εξοντώσουν αυτούς πού τους ανέβασαν στην εξουσία.
Γνήσια εγγόνια αυτών των αφεντικών είναι και τα σημερινά.
Αυτοί που μας λένε παχιά λόγια για την υπεράσπιση της πατρίδας, ενώ οι ίδιοι κάνουν χοντρές κομπίνες με τις πολυεθνικές, έχουν σε ελβετικές τράπεζες τα κλεμμένα τους, έχουν ξένες σημαίες στους σκυλοπνίχτες τους.
Όμως ο εχθρός δε βρίσκεται έξω από τα σύνορα.
Είναι εδώ, στα υπουργεία, στα στρατιωτικά επιτελεία, στις διευθύνσεις των εργοστασίων, των τραπεζών, των εφημερίδων, σε κάθε διεύθυνση.
Αυτά τα τανκς που παρελαύνουν δεν είναι δικά μας.
Είναι δικά τους.
Δεν είναι για να χτυπήσουν τους ξένους.
Είναι για να χτυπήσουν εμάς.
Αυτή η πατρίδα δεν είναι δικιά μας.
Αυτοί ανακηρύξανε πατρίδα την ιδιοχτησία τους, μας μάντρωσαν στα σύνορα σα ζώα σε κλουβιά.
Αυτά τα σύνορα δεν μας αφορούν.
Αυτή η παρέλαση δεν μας αφορά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου