Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2012

Όταν ο καπιταλισμός προστατεύεται με νόμιμη βία

Για τον ρόλο που διαδραματίζει η κρατική κυριαρχία στη σταθεροποίηση του καπιταλισμού, με αφορμή την κατάσταση που επικρατεί στα ορυχεία της Νοτίου Αφρικής

Του Τιμ Σμιτ
Υπήρξε ένα μακρύ δεκαπενθήμερο για τη Νότια Αφρική, που ανέδειξε με αδιάψευστο τρόπο όλα τα ελλατώματα και τις πλάνες του «έθνους του ουράνιου τόξου» της μετά-απαρτχάιντ εποχής, καθώς και τις αδυναμίες μιας μη ρατσιστικής κοινωνίας βαθιά διάτρητης από οικονομικές και κοινωνικές ασσυμετρίες. Κυρίως δε, ένα δεκαπενθήμερο που έδειξε ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να κάνει συμβιβασμούς με τους αποκλεισμένους και τους εκμεταλλευόμενους και πως, από την άλλη πλευρά, οι επενδυτές έχουν με το μέρος τους έναν ισχυρό σύμμμαχο. 

Οι ένοπλες επεμβάσεις για να σταματήσουν οι διαδηλώσεις ενάντια σε δράσεις ιδιωτικών εταιριών και πρωτοβουλίες του ιδιωτικού κεφαλαίου έδειξαν, στην πραγματικότητα, τον λειτουργικό ρόλο που διαδραματίζει η νόμιμη/νομιμοποιημένη βία ως προς την υποστήριξη και την υπεράσπιση της ιδιωτικής συσσώρευσης - ακόμα και αν αυτό σημαίνει πως το κράτος πυροβολεί τους ίδιους του τους πολίτες.   

Στην περίπτωση του ορυχείου της Lonmin, αντί η κυβέρνηση να ακούσει τις απελπισμένες εκκλήσεις των εργατών, που σε ορισμένες περιπτώσεις πληρώνονται με λιγότερα απο 400 ευρώ το μήνα, και αντί να επιβληθεί στον τρίτο μεγαλύτερο παραγωγό πλατίνας στον κόσμο με ετήσια έσοδα 1.1992 εκατομμύρια δολάρια, η ίδια έστρεψε εναντίον τους όπλα με πραγματικές σφαίρες, αποδεικνύοντας ξεκάθαρα ποιες προτεραιότητες επιθυμεί να ακολουθήσει. Αλλά αυτή τη φορά οι σφαίρες δεν ήταν αρκετές για να κατασιγάσουν την οργή του κόσμου. 

Ενώ η κοινωνία των πολιτών έχει κινητοποιηθεί (όπως πάντα) με κάποιες διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις στις μεγαλύτερες πόλεις της Νότιας Αφρικής, η κρατική βία φαίνεται να έχει πυροδοτήσει την απελπισία και τη δυσαρέσκεια του λαού, αρχής γενομένης από τους φτωχότερους των φτωχών. Την περασμένη βδομάδα, λοιπόν, όλο και περισσότεροι ανθρακωρύχοι σε όλη τη χώρα εγκατέλειψαν το σκοτάδι των υπόγειων τούνελ για να εκφράσουν τη διαμαρτυρία τους για τις ανυπόφορες εργασιακές συνθήκες και τους μισθούς υπερεκμετάλλευσης, με αποτέλεσμα το κέντρο της πρωτεύουσας Πρετόρια να έχει μετατραπεί σε πεδίο μάχης. Σχεδόν χίλια άτομα, έτσι, βρέθηκαν να διαδηλώνουν στους δρόμους της Κεντρικής Εμπορικής Περιφέρειεας ζητώντας την αναγνώριση του δικαιώματος να συνεχίσουν την καθημερινή δραστηριότητα που τους δίνει τα προς το ζην χωρίς να υπόκεινται σε αυστηρές και δαπανηρές ρυθμίσεις. Ως απάντηση, το κέντρο της πόλης αποκλείστηκε και αστυνομικοί παρατάχθηκαν στο έδαφος. Για άλλη μια φορά, τουφέκια και σφαίρες (για την ώρα πλαστικές) στράφηκαν εναντίον τους στο όνομα της νομιμότητας.

Οι συνθήκες της νέας σύγκρουσης είναι εμβληματικές μέσα στην απλότητά τους και ενισχύουν το επιχείρημα για τη σχέση ισχύος ανάμεσα στο κράτος, την αγορά και την κοινωνία. Τους τελευταίους μήνες, ο περιφερειακός δήμος  Thswane της Πρετόρια έχει αποφασίσει να εξαφανίσει από τους δρόμους κάθε μικροπωλητή χωρίς άδεια και να καθαρίσει τις εμπορικές περιοχές Mara-bastad και Belle Ombré Plaza ώστε να εξυπηρετήσει μια πολιτική οικονομικής μεγέθυνσης μέσω εγγραφών, επισημοποιήσεων και αυστηρών ρυθμίσεων. Πιο συγκεκριμένα, η κυβέρνηση απαίτησε οι μικροπωλητές να αγοράσουν μηνιαίες άδειες για 150 ραντ (15 ευρώ), να περιορίσουν τη λειτουργία τους σε ώρες γραφείου και να εμπορεύονται την πραμάτεια τους μόνο σε καθορισμένες περιοχές. Αυτό που παρουσιάζεται ως προσπάθεια να οργανωθεί το δημοτικό εμπόριο έχει σαφώς τρομερή επίδραση σε ανθρώπους που συχνά βγάζουν λίγα ευρώ τη μέρα - ανθρώπους των οποίων το αποκλειστικό εισόδημα προέρχεται από την επιχείρησή τους στο δρόμο και οι οποίοι, σε πολλές περιπτώσεις, έχουν ταξιδέψει στην πόλη για να συντηρήσουν τις οικογένειές τους έξω από αυτήν.  Το πέρασμα από το ανεπίσημο στο επίσημο καθεστώς, το οποίο επιβεβαιώθηκε με τρόπο που θυμίζει τον Ντε Σότο και το μυστηριώδες φάντασμά του, θα αφήσει με βεβαιότητα πολλούς απ΄ έξω, και θα αποκλείσει ακόμα περισσότερους που είναι ήδη αποξενωμένοι. 

Ενώ τα θύματα των υποχρεωτικών κλεισιμάτων μονάδων, των εξώσεων και της καταστροφής αγαθών υπέφεραν χωρίς μεγάλες διαμαρτυρίες, τα πρόσφατα γεγονότα έξω τα το ορυχείο στην Lonmin φαίνεται πως έχουν αναζωογονήσει τη συνείδηση των ανθρώπων σχετικά με την επίδραση που οι ίδιοι έχουν στις οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές της κυβέρνησης. Οι άνθρωποι αρχίζουν να συνειδητοποιούν πως, εδώ και πολλά χρόνια πριν το 1994, δεν έχουν θέση στο οικονομικό μονοπάτι που ο καπιταλισμός και οι ιδιωτικές επενδύσεις έχουν χαράξει για τη χώρα.  Το σημαντικότερο: αυτοί που δεν είχαν τα μέσα για να πηδήξουν στο βαγόνι του καπιταλισμού, και γι’ αυτό έχουν μείνει πίσω, αντιμετωπίζουν τώρα την πραγματικότητα μιας κυβέρνησης που δεν είναι εκεί για να τους βοηθήσει, αλλά για να οδηγήσει το κομβόι ακόμα γρηγορότερα. 

Οι δύο περιπτώσεις δεν αφορούν λοιπόν υποθέσεις φυλετικών διακρίσεων ή μιας βίας ψευδο-απαρτχάιντ. Στην πραγματικότητα καταδεικνύουν πως το επίσημο τέλος του απαρτχάιντ δεν είχε πραγματικό αντίκτυπο στις οικονομικές επιλογές της Νότιας Αφρικής και πως η εκμετάλλευση των ανθρώπων και των φυσικών πόρων, καθώς και η προώθηση αποκλειστικά ιδιωτικών επενδύσεων, μπορούν να διασφαλιστούν μονάχα με την άσκηση νόμιμης βίας. Ακούγοντας τουλάχιστον τους ανθρώπους, οι υποσχέσεις για ενίσχυση των μαύρων και για μια αναγέννηση της Νότιας Αφρικής από τα κάτω προς τα πάνω, όπου όλοι θα είχαν ίσες ευκαιρίες, δεν είναι παρά απατηλό όνειρο. Αντί γι’ αυτά, το κράτος θεωρείται ότι έχει παρασυμβιβαστεί με τα ιδιωτικά συμφέροντα, φοβούμενο υπερβολικά τις μακρο-οικονομικές συνέπειες και όντας υπερεγκλωβισμένο στο αστραφτερό παράδειγμα της νεωτερικότητας για να κάνει οποιοδήποτε εναλλακτικό βήμα.

Συμπερασματικά, υπάρχουν τουλάχιστον τριες λόγοι για τους οποίους πρέπει να δούμε με ενδιαφέρον την κατάσταση στη Νότια Αφρική, κατά μια έννοια δε ως ένα εργαστήριο των μελλοντικών αγώνων ενάντια στην ανισότητα που γεννά ο καπιταλισμός: 

Πρώτα απ’ όλα, όσα συμβαίνουν εκεί προσφέρουν ξεκάθαρες αποδείξεις για τον κεντρικό ρόλο που διαδραματίζει η κρατική κυριαρχία στη σταθεροποίηση του καπιταλισμού και την αναπαραγωγή ενός συστήματος βασισμένου στην εκμετάλλευση και τον αποκλεισμό. Η νόμιμη βία ασκείται όποτε οι άνθρωποι εξεγείρονται για να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής τους ή για να διατηρήσουν το ελάχιστο που έχουν, κι αυτό επειδή οι μέτοχοι και οι μελλοντικοί επενδυτές δεν διανοούνται καν να μοιράσουν την πίτα.  

Δεύτερον, οι ταραχές και οι διαμαρτυρίες κάνουν σαφές ότι οι φυλετικές διακρίσεις ήταν στενά συνδεδεμένες με τη δημιουργία ενός συστήματος οικονομικού διαχωρισμού το οποίο κάθε άλλο παρά έχει ανατραπεί.  Αν κοιτάξουμε ποιος διαδηλώνει, συνειδητοποιούμε πως το 1994 δεν αποτέλεσε ένα βήμα προς τα μπρος για τη μαύρη κοινότητα της Νότιας Αφρικής, καθώς αυτή είναι ακόμα οικονομικά διαχωρισμένη και υποτελής στα συμφέροντα του κεφαλαίου, που όπως συνέβαινε και κατά το απαρτχάιντ συγκροτείται κυρίως από μη μαύρους. 

Τρίτο, και σημαντικότερο: οι τρέχουσες διαμαρτυρίες δεν κατευθύνονται πια μόνο εναντίον των επενδυτών, αλλά και ενάντια στην εκτελεστική εξουσία που έχει το ρόλο του εκπροσώπου της κοινότητας. Η συνθήκη αυτή θα μπορούσε να επαναφέρει επιτέλους στο τραπέζι την ευθύνη του κράτους ως προστάτη των πολιτών  και, ιδιαίτερα, των πιο ευάλωτων. Ισχυρίζομαι ότι έχει φτάσει η στιγμή να συνειδητοποιήσουμε το θεμελιώδη ρόλο που παίζει η κυριαρχία στο να εγγυάται την ιδιωτική εκμετάλλευση και συσσώρευση - όχι μόνο ασκώντας τη νόμιμη βία στις δύο υπό συζήτηση περιπτώσεις, αλλά επίσης υιοθετώντας εθνικές νομικές εντολές χάριν των αναγκών των λίγων και σε βάρος των πολλών. Έχει έρθει η στιγμή για το 99% του παγκόσμιου πολιτισμού να συνειδητοποιήσει πως δεν μπορεί να υπάρχουν ιδιωτικές καταχρήσεις χωρίς δημόσια συνενοχή και να ανακτήσει τη χρήση της κυριαρχίας προκειμένου να φτιαχτεί ένα σύστημα νομιμότητας που εμπλέκει τους ανθρώπους αντί να αφήνει αστυνομικούς να τους πυροβολούν. 

Μετάφραση: Ντίνα Τζουβάλα

Αναδημοσίευση από το RedNotebook


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου