ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΟΒΛΗΣ
Λίγες εβδομάδες πριν ο Νίκος Κοκοβλής, ένας από τους θρυλικούς αντάρτες της Κρήτης, που διέφυγαν τη σύλληψη και έμειναν στα βουνά της ως το 1962, όταν δραπέτευσαν στο εξωτερικό, πέθανε στα 92 του χρόνια, στο Βαμβακόπουλο, στα Χανιά.
Επίμονος, αγωνιστής, σταθερός, ένας κομμουνιστής με ανοιχτούς πάντοτε προβληματισμούς είχε μια πολυκύμαντη διαδρομή από φοιτητής της Ανωτάτης Εμπορικής κατά τη δικτατορία του Μεταξά ως σήμερα: ΕΑΜ, ΚΚΕ, Συνδικαλιστικό Κίνημα, εμφύλιος, παράνομος, πολιτικός εξόριστος, ΚΚΕ εσωτερικού, ΚΚΕ εσωτερικού – Αν. Αριστερά, Συνασπισμός, ΣΥΡΙΖΑ. Ο σύντροφος Νίκος μαζί με την αχώριστη συντρόφισσά του και συντρόφισσά μας Αργυρώ Πολυχρονάκη – Κοκοβλή υπήρξαν από τους ανθρώπους της Αριστεράς που ενέπνευσαν εμάς τους νεότερους, με το παράδειγμά τους όχι από τις θέσεις τους, ως αξιωματούχων στο κίνημα, αλλά από τα έργα τους και τους προβληματισμούς τους ως απλοί αγωνιστές, σε δύσκολες ή περίπλοκες περιόδους για τη στάση και τη συνείδηση των αριστερών. Θα τον θυμόμαστε, λοιπόν, με αγάπη και θαυμασμό.
Η «Εποχή» δεν κυκλοφορούσε όταν οι συγγενείς, συμπατριώτες και σύντροφοί του από την ΑΚΟΑ, τον Συνασπισμό, τον ΣΥΡΙΖΑ τον συνόδευσαν στην τελευταία διαμονή του, απρόσιτη πια από διώκτες. Ως ένα είδος γνωριμίας με τον Νίκο αλλά και την Αργυρώ, αυτών των ανθρώπων που μας κληροδότησαν «απίστευτες ιστορίες» προσπαθώντας να επιβιώσουν ελεύθεροι, αναδημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο τους «Άλλος δρόμος δεν υπήρχε» (εκδόσεις «Πολύτυπο», Αθήνα 2002). Ο αναγνώστης ίσως διαμορφώσει μια περιορισμένη, έστω, εικόνα των συνθηκών που βίωσαν που δεν ήταν μόνο η απίθανη ευρηματικότητα, το ότι επέλεγαν ως ασφαλή χώρο διαμονής τον ανθρωπίνως αδύνατο με τη λογική των υπηρεσιών ασφαλείας, αλλά και το ότι ο κόσμος ενεργά ή με τη σιωπή τους -παραδόσεις από τα βάθη αυτής της κοινωνίας- τους προφύλασσε.
Πέρα όμως από τους έμπιστους ανθρώπους μας που βλέπαμε άμεσα, εκείνοι κρατούσαν και με πολλούς άλλους επαφή, για να μας συντηρήσουν και να μεταδώσουν τις πολιτικές θέσεις μας. Όλοι οι κάτοικοι σ’ αυτά τα χωριά, ανεξάρτητα από φρονήματα, μας φύλαγαν με τη σιωπή τους. Τους πιλάτευαν, τους απειλούσαν τ’ αποσπάσματα που παραμόνευαν στις αυλές τους κι ερευνούσαν τα σπίτια τους. Κι ήταν στιγμές που κάτι μπορούσαν να ομολογήσουν, για να αλαφρώσουν τη θέση τους. Έβλεπαν τα ίχνη μας γύρω από τις στέρνες τους που πλησιάζαμε για να πάρουμε νερό. Άκουγαν τους ξεροτρόχαλους να πέφτουν και τα σκυλιά ν’ αλυχτούν τις νύχτες που καβαλούσαμε τους ατέλειωτους μαντρότοιχους, για να φτάσουμε σε κάποιο σπίτι ή να πάμε σ’ άλλο χωριό. Μα ποτέ δεν έλεγαν τίποτα. Κλείδωναν το στόμα όταν τους ανάκριναν, όταν τους ρωτούσαν αν υποψιάζονται τίποτα ‘για τους αντάρτες’. Κι ορισμένοι άφηναν κιόλας λίγο νεράκι στον πάτο της στέρνας ‘για να πιούνε τα κοπέλια που γυρίζουνε’. Ήξεραν πως δύσκολα περνούσαμε από νερό στην άνυδρη περιοχή τους.
Μια τέτοια ήταν ‘του Γιωργουδή η στέρνα’, που ήμαστε σίγουροι πάντα πως θα βρούμε λίγο νερό, ακόμα και στη φούρια του καλοκαιριού, όταν οι υπόλοιπες στέρνες γύρω – τριγύρω είχαν στεγνώσει. (…)
Τούτο το ιουλιανό βραδάκι του ’50, βγήκαμε με το σούρουπο από μια σπηλιά ανάμεσα στο Κόκκινο Χωριό και την Πλάκα, που η υγρασία της μας μαλάκωσε τα κόκαλα -όλο το ‘πάτωμά’ της το γλείφει το κυματάκι της θάλασσας- και με κάθε προφύλαξη φτάσαμε σ’ ένα μικρό κολπίσκο κάτω από το χωριό Πλάκα. Καθίσαμε και οι τρεις μας -η Αργυρώ, ο Νίκος και ο Γιώργης Τζομπανάκης- ανάμεσα σε μαυριδερά βράχια και στήσαμε τ’ αφτί. Στην ησυχία της νύχτας ακουγόταν σαν ψίθυρος μόνο ο χαϊδευτικός φλοίσβος του θαλασσινού νερού. Σπάνια ηρεμία. Η γαλήνη της κοιμώμενης θάλασσας, σε τέτοιες περιπτώσεις, εισχωρεί στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής. Κι επιθυμούμε κι εμείς να της παραδώσουμε τον εαυτό μας όσο γίνεται περισσότερη ώρα. Μα δεν μπορούμε. Μας κρατάει σε διέγερση η έγνοια: Θά ’ρθουν αυτοί που περιμένουμε; Θα τα καταφέρουμε απόψε; Τούτη μας η αποστολή είναι διαφορετική από τις άλλες. Απόψε δεν θα περπατήσουμε πάνω στη στέρεα γη. Θα πλεύσουμε με μια βάρκα. Θα περάσουμε απέναντι, στο Ακρωτήρι. (…)
Σε λίγο, ακούμε το τρίξιμο του σκαρμού των κουπιών.
Τούτο το μικρό πλεούμενο το κουμαντάρουν δύο δεκαοχτάρηδες. Δύο ψυχωμένοι λεβέντες νεολαίοι από την Πλάκα: ο Χαρίλαος Παρασκευάκης και ο Βασίλης Κουμανδράκης. …
Τούτη η θάλασσα ελέγχεται από τα περιπολικά. Θα προλάβουμε να τη διαβούμε; Τα μάτια ψάχνουν το απέραντο πέλαγος. Προχωρούμε μέσα στη νύχτα με μόνη συντροφιά το πλιτς – πλατς των κουπιών που διαταράσσουν τη μονοτονία. Έχουμε διανύσει τα δύο τρίτα της απόστασης, όταν ένα καράβι ξεπροβάλλει σαν σκιά από την πλευρά του λιμανιού της Σούδας.
‘Το καταδιωχτικό!’ λέμε.
Τα παιδιά λάμνουν. Παλεύουν το νερό και προσπαθούν ν’ απομακρυνθούμε από τη ρότα του περιπολικού. Μα μέσα στην αγωνία μας, μας φαίνεται πως το βαρκάκι μας έχει κολλήσει. Το καταδιωχτικό προχωρεί και εδώ δεν υπάρχει άμυνα. Δεν μπορείς να φύγεις. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Περιμένεις το μοιραίο.
Τα παιδιά λάμνουν… Εμείς οι τρεις ξαπλώνουμε και τραβούμε πάνω μας δίχτυα, μουσαμάδες κι όλα τ’ άλλα σύνεργα των ψαράδων. Το περιπολικό ανάβει τον προβολέα. Ερευνά το πέλαγος. Η φωτεινή δέσμη του πέφτει και στη βάρκα μας. Κι αμέσως αλλάζει την πορεία του και κατευθύνεται καταπάνω μας. Πλησιάζει…
Ο μπόγιας έχει πλησιάσει αρκετά. Ρίχνει πάλι τον προβολέα του στη βάρκα μας. Εμείς είμαστε σκεπασμένοι και δεν φαινόμαστε. Αλλά έχουμε πάρει μια παράλογη απόφαση: Αν πλησιάσει για έλεγχο να κάνουμε γιουρούσι. Από το περιπολικό κοιτάζουν. Ο Βασίλης ρίχνει το παραγάδι ‘αμέριμνος’ και ο Χαρίλαος λάμνει αργά – αργά ατάραχος. Εμείς ακίνητοι, κολλημένοι στα πλευρά της βάρκας. Ο προβολέας μένει για κάμποσο πάνω μας. Κι ύστερα το πλοίο στρίβει. Δυο φτωχούς ψαράδες είδε μέσα στη βάρκα να ρίχνουν το παραγάδι τους. Τι να τους κάνει;
Μας φάνηκε απίστευτο! Είχαμε σωθεί. Μας είχε σώσει η ψυχραιμία των παιδιών. Σηκωθήκαμε και ρίξαμε μια ματιά στο απύθμενο βάθος της θάλασσας…
Σ’ αυτό τον τόπο -το Ακρωτήρι- όπου θα ξεμπαρκάρουμε, τα πράγματα ήταν διαφορετικά σ’ όλη τη διάρκεια του Εμφύλιου. Οι Αριστεροί πολίτες δεν είχαν, βέβαια, διαφορετική μεταχείριση. Όμως, πολεμικές συγκρούσεις δεν έγιναν εδώ. Δεν πάτησαν ποτέ αντάρτες τα χρόνια του Εμφυλίου, γιατί ο τόπος μοιάζει με φάκα. Έτσι και κλείσουν το λαιμό του Ακρωτηριού, δεν μπορείς να φύγεις. Ακόμα και τώρα οι Αρχές δεν μπορούν να πιστέψουν ότι είναι δυνατόν να επιχειρήσουν να περάσουν καταδιωκόμενοι. Κι εμείς σ’ αυτό ακριβώς ποντάρουμε.»
Πηγή epohi.gr
Λίγες εβδομάδες πριν ο Νίκος Κοκοβλής, ένας από τους θρυλικούς αντάρτες της Κρήτης, που διέφυγαν τη σύλληψη και έμειναν στα βουνά της ως το 1962, όταν δραπέτευσαν στο εξωτερικό, πέθανε στα 92 του χρόνια, στο Βαμβακόπουλο, στα Χανιά.
Επίμονος, αγωνιστής, σταθερός, ένας κομμουνιστής με ανοιχτούς πάντοτε προβληματισμούς είχε μια πολυκύμαντη διαδρομή από φοιτητής της Ανωτάτης Εμπορικής κατά τη δικτατορία του Μεταξά ως σήμερα: ΕΑΜ, ΚΚΕ, Συνδικαλιστικό Κίνημα, εμφύλιος, παράνομος, πολιτικός εξόριστος, ΚΚΕ εσωτερικού, ΚΚΕ εσωτερικού – Αν. Αριστερά, Συνασπισμός, ΣΥΡΙΖΑ. Ο σύντροφος Νίκος μαζί με την αχώριστη συντρόφισσά του και συντρόφισσά μας Αργυρώ Πολυχρονάκη – Κοκοβλή υπήρξαν από τους ανθρώπους της Αριστεράς που ενέπνευσαν εμάς τους νεότερους, με το παράδειγμά τους όχι από τις θέσεις τους, ως αξιωματούχων στο κίνημα, αλλά από τα έργα τους και τους προβληματισμούς τους ως απλοί αγωνιστές, σε δύσκολες ή περίπλοκες περιόδους για τη στάση και τη συνείδηση των αριστερών. Θα τον θυμόμαστε, λοιπόν, με αγάπη και θαυμασμό.
Η «Εποχή» δεν κυκλοφορούσε όταν οι συγγενείς, συμπατριώτες και σύντροφοί του από την ΑΚΟΑ, τον Συνασπισμό, τον ΣΥΡΙΖΑ τον συνόδευσαν στην τελευταία διαμονή του, απρόσιτη πια από διώκτες. Ως ένα είδος γνωριμίας με τον Νίκο αλλά και την Αργυρώ, αυτών των ανθρώπων που μας κληροδότησαν «απίστευτες ιστορίες» προσπαθώντας να επιβιώσουν ελεύθεροι, αναδημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο τους «Άλλος δρόμος δεν υπήρχε» (εκδόσεις «Πολύτυπο», Αθήνα 2002). Ο αναγνώστης ίσως διαμορφώσει μια περιορισμένη, έστω, εικόνα των συνθηκών που βίωσαν που δεν ήταν μόνο η απίθανη ευρηματικότητα, το ότι επέλεγαν ως ασφαλή χώρο διαμονής τον ανθρωπίνως αδύνατο με τη λογική των υπηρεσιών ασφαλείας, αλλά και το ότι ο κόσμος ενεργά ή με τη σιωπή τους -παραδόσεις από τα βάθη αυτής της κοινωνίας- τους προφύλασσε.
Πέρα όμως από τους έμπιστους ανθρώπους μας που βλέπαμε άμεσα, εκείνοι κρατούσαν και με πολλούς άλλους επαφή, για να μας συντηρήσουν και να μεταδώσουν τις πολιτικές θέσεις μας. Όλοι οι κάτοικοι σ’ αυτά τα χωριά, ανεξάρτητα από φρονήματα, μας φύλαγαν με τη σιωπή τους. Τους πιλάτευαν, τους απειλούσαν τ’ αποσπάσματα που παραμόνευαν στις αυλές τους κι ερευνούσαν τα σπίτια τους. Κι ήταν στιγμές που κάτι μπορούσαν να ομολογήσουν, για να αλαφρώσουν τη θέση τους. Έβλεπαν τα ίχνη μας γύρω από τις στέρνες τους που πλησιάζαμε για να πάρουμε νερό. Άκουγαν τους ξεροτρόχαλους να πέφτουν και τα σκυλιά ν’ αλυχτούν τις νύχτες που καβαλούσαμε τους ατέλειωτους μαντρότοιχους, για να φτάσουμε σε κάποιο σπίτι ή να πάμε σ’ άλλο χωριό. Μα ποτέ δεν έλεγαν τίποτα. Κλείδωναν το στόμα όταν τους ανάκριναν, όταν τους ρωτούσαν αν υποψιάζονται τίποτα ‘για τους αντάρτες’. Κι ορισμένοι άφηναν κιόλας λίγο νεράκι στον πάτο της στέρνας ‘για να πιούνε τα κοπέλια που γυρίζουνε’. Ήξεραν πως δύσκολα περνούσαμε από νερό στην άνυδρη περιοχή τους.
Μια τέτοια ήταν ‘του Γιωργουδή η στέρνα’, που ήμαστε σίγουροι πάντα πως θα βρούμε λίγο νερό, ακόμα και στη φούρια του καλοκαιριού, όταν οι υπόλοιπες στέρνες γύρω – τριγύρω είχαν στεγνώσει. (…)
Τούτο το ιουλιανό βραδάκι του ’50, βγήκαμε με το σούρουπο από μια σπηλιά ανάμεσα στο Κόκκινο Χωριό και την Πλάκα, που η υγρασία της μας μαλάκωσε τα κόκαλα -όλο το ‘πάτωμά’ της το γλείφει το κυματάκι της θάλασσας- και με κάθε προφύλαξη φτάσαμε σ’ ένα μικρό κολπίσκο κάτω από το χωριό Πλάκα. Καθίσαμε και οι τρεις μας -η Αργυρώ, ο Νίκος και ο Γιώργης Τζομπανάκης- ανάμεσα σε μαυριδερά βράχια και στήσαμε τ’ αφτί. Στην ησυχία της νύχτας ακουγόταν σαν ψίθυρος μόνο ο χαϊδευτικός φλοίσβος του θαλασσινού νερού. Σπάνια ηρεμία. Η γαλήνη της κοιμώμενης θάλασσας, σε τέτοιες περιπτώσεις, εισχωρεί στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής. Κι επιθυμούμε κι εμείς να της παραδώσουμε τον εαυτό μας όσο γίνεται περισσότερη ώρα. Μα δεν μπορούμε. Μας κρατάει σε διέγερση η έγνοια: Θά ’ρθουν αυτοί που περιμένουμε; Θα τα καταφέρουμε απόψε; Τούτη μας η αποστολή είναι διαφορετική από τις άλλες. Απόψε δεν θα περπατήσουμε πάνω στη στέρεα γη. Θα πλεύσουμε με μια βάρκα. Θα περάσουμε απέναντι, στο Ακρωτήρι. (…)
Σε λίγο, ακούμε το τρίξιμο του σκαρμού των κουπιών.
Τούτο το μικρό πλεούμενο το κουμαντάρουν δύο δεκαοχτάρηδες. Δύο ψυχωμένοι λεβέντες νεολαίοι από την Πλάκα: ο Χαρίλαος Παρασκευάκης και ο Βασίλης Κουμανδράκης. …
Τούτη η θάλασσα ελέγχεται από τα περιπολικά. Θα προλάβουμε να τη διαβούμε; Τα μάτια ψάχνουν το απέραντο πέλαγος. Προχωρούμε μέσα στη νύχτα με μόνη συντροφιά το πλιτς – πλατς των κουπιών που διαταράσσουν τη μονοτονία. Έχουμε διανύσει τα δύο τρίτα της απόστασης, όταν ένα καράβι ξεπροβάλλει σαν σκιά από την πλευρά του λιμανιού της Σούδας.
‘Το καταδιωχτικό!’ λέμε.
Τα παιδιά λάμνουν. Παλεύουν το νερό και προσπαθούν ν’ απομακρυνθούμε από τη ρότα του περιπολικού. Μα μέσα στην αγωνία μας, μας φαίνεται πως το βαρκάκι μας έχει κολλήσει. Το καταδιωχτικό προχωρεί και εδώ δεν υπάρχει άμυνα. Δεν μπορείς να φύγεις. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Περιμένεις το μοιραίο.
Τα παιδιά λάμνουν… Εμείς οι τρεις ξαπλώνουμε και τραβούμε πάνω μας δίχτυα, μουσαμάδες κι όλα τ’ άλλα σύνεργα των ψαράδων. Το περιπολικό ανάβει τον προβολέα. Ερευνά το πέλαγος. Η φωτεινή δέσμη του πέφτει και στη βάρκα μας. Κι αμέσως αλλάζει την πορεία του και κατευθύνεται καταπάνω μας. Πλησιάζει…
Ο μπόγιας έχει πλησιάσει αρκετά. Ρίχνει πάλι τον προβολέα του στη βάρκα μας. Εμείς είμαστε σκεπασμένοι και δεν φαινόμαστε. Αλλά έχουμε πάρει μια παράλογη απόφαση: Αν πλησιάσει για έλεγχο να κάνουμε γιουρούσι. Από το περιπολικό κοιτάζουν. Ο Βασίλης ρίχνει το παραγάδι ‘αμέριμνος’ και ο Χαρίλαος λάμνει αργά – αργά ατάραχος. Εμείς ακίνητοι, κολλημένοι στα πλευρά της βάρκας. Ο προβολέας μένει για κάμποσο πάνω μας. Κι ύστερα το πλοίο στρίβει. Δυο φτωχούς ψαράδες είδε μέσα στη βάρκα να ρίχνουν το παραγάδι τους. Τι να τους κάνει;
Μας φάνηκε απίστευτο! Είχαμε σωθεί. Μας είχε σώσει η ψυχραιμία των παιδιών. Σηκωθήκαμε και ρίξαμε μια ματιά στο απύθμενο βάθος της θάλασσας…
Σ’ αυτό τον τόπο -το Ακρωτήρι- όπου θα ξεμπαρκάρουμε, τα πράγματα ήταν διαφορετικά σ’ όλη τη διάρκεια του Εμφύλιου. Οι Αριστεροί πολίτες δεν είχαν, βέβαια, διαφορετική μεταχείριση. Όμως, πολεμικές συγκρούσεις δεν έγιναν εδώ. Δεν πάτησαν ποτέ αντάρτες τα χρόνια του Εμφυλίου, γιατί ο τόπος μοιάζει με φάκα. Έτσι και κλείσουν το λαιμό του Ακρωτηριού, δεν μπορείς να φύγεις. Ακόμα και τώρα οι Αρχές δεν μπορούν να πιστέψουν ότι είναι δυνατόν να επιχειρήσουν να περάσουν καταδιωκόμενοι. Κι εμείς σ’ αυτό ακριβώς ποντάρουμε.»
Πηγή epohi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου