Στην καπιταλιστική αμερική, λέγεται ότι, δεν σε ρωτάνε τι δουλειά κάνεις αλλά πόσα παίρνεις. Η ζωή των κατοίκων σε μεγάλο βαθμό περιστρέφεται γύρω από το χρήμα και οι αναφορές στην οικονομία είναι πάμπολλες. Αργήσαμε αλλά εν τέλει, η ελλάδα έγινε αμερική, οι οικονομικοί όροι μπήκαν στο καθημερινό λεξιλόγιο σε επίπεδο πανεπιστημιακό. Ας όψονται αι βουλαί των αρχόντων…
Αλλά, εν τέλει, τί είναι οικονομία; Ετυμολογικά προέρχεται από το οίκος+νέμω και αφορά τη διαχείριση των καταστάσεων στα πλαίσια ενός νοικοκυριού. Η έννοια του νοικοκυριού έχει μεγαλύτερη και πολύμορφη σημασία, απ’ ότι συνήθως πιστεύεται. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία μπορούμε να ορίσουμε ως οικονομία: ένα σύνολο ανθρώπων που αλληλεπιδρούν και λαμβάνουν αποφάσεις προκειμένου να εξασφαλίσουν τα αναγκαία μέσα για τη διαβίωσή τους. Σήμερα αυτός ο ορισμός φαντάζει παρμένος και δοσμένος σε μια άλλη εποχή. Διότι ούτε σύνολα ανθρώπων αλληλεπιδρούν, ούτε αυτά λαμβάνουν αποφάσεις και φυσικά δεν εξασφαλίζουν τα αναγκαία για τη διαβίωσή τους. Στην ύπαρξη και λειτουργία του κράτους υπάρχουν στεγανά που δεν διαφοροποιούνται με την πάροδο του χρόνου (άσκηση εξουσίας/πολιτικής, επιβολή φόρων κλπ) αλλά αντίθετα μπορούμε να πούμε ότι ενισχύονται. Αν, όμως, πιστέψουμε τους πρόσφατους και σύγχρονους διαχειριστές κρατών και τραπεζών, οικονομία είναι, έτσι όπως βιώνεται σήμερα, η δημοσιονομική πειθαρχία, ο περιορισμός του κράτους στην οικονομία, η ρευστότητα των τραπεζών. Η οικονομία τους δεν έχει σχέση με τη διαχείριση των φυσικών πόρων αλλά με τη διαχείριση χαρτοφυλακίων, ομολόγων, μετοχών, «κρίσεων» και «πτωχεύσεων».
Τo ελληνικό κράτος δεν είναι ασφαλώς η πρώτη φορά που «πτωχεύει». Έχουν ακολουθήσει και άλλες πτωχεύσεις, κυρίως κατά το 19ο αι. Παρουσιάζει, πράγματι, ενδιαφέρον να δούμε τις συνθήκες και τις αντιδράσεις κρατών και οργανισμών που υπήρχαν κατά την περίοδο των τότε «πτωχεύσεων». Τον τρόπο που έδρασαν οι πιστωτές, όπου εμφανίζονται πολλές ομοιότητες με τη παρούσα κατάσταση. Η «πτώχευση» που θα μας απασχολήσει κυρίως είναι εκείνη του 1893, με την συνακόλουθη εμπλοκή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (ΔΟΕ) το 1898. Σύμφωνα με την Σοφία Λαζαρέτου, (Από την πτώχευση στην ύφεση, εκδ. Gutenberg,2013) με τον όρο «Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο» εννοούμε τον έλεγχο της διαχείρισης των οικονομικών του κράτους, των εσόδων και των δαπανών του από μια πολυμερή επιτροπή εκπροσώπων των διεθνών δανειστών του με σκοπό την εξασφάλιση της αποπληρωμής των ξένων δανείων. Η επιβολή του ΔΟΕ στην ελλάδα το 1898 δεν αποτέλεσε μοναδική περίπτωση οικονομικού ελέγχου στην εγχώρια και διεθνή οικονομική ιστορία. Είχαν προηγηθεί τα παραδείγματα της σύστασης τριμερούς επιτροπής από γαλλία, γερμανία, ιταλία μετά τη πτώχευση της τυνησίας το 1869, της αιγύπτου το 1876 και της οθωμανικής αυτοκρατορίας το 1881. Η τελευταία είχε κηρύξει στάση πληρωμών το 1876, αλλά εν τέλει εισήλθε στο Συμβούλιο για τη Διαχείριση του Οθωμανικού Χρέους. Στον ελλαδικό χώρο η πρώτη φορά που συστήθηκε επιτροπή διεθνούς ελέγχου ήταν τον Φεβρουάριο του 1857. Με μοχλό πίεσης την παρουσία στρατευμάτων από Βρετανία και Γαλλία, δημιουργήθηκε ειδική επιτροπή ελέγχου και υπόδειξης μέτρων για την αποπληρωμή του ληξιπρόθεσμου χρέους. Ιστορικά, η αρνητική απόφαση μιας χώρας σχετικά με την αποπληρωμή των υποχρεώσεων της λαμβάνει δυο μορφές: αθέτηση ή επαναδιαπραγμάτευση. Η επαναδιαπραγμάτευση αποτέλεσε το πιο συνηθισμένο γεγονός κινδύνου πτώχευσης χώρας μετά τον β’ παγκόσμιο πόλεμο, ενώ πριν από αυτόν συνηθέστερη ήταν η αθέτηση πληρωμών. Ο λόγος αυτής της διαφοροποίησης είναι οι τράπεζες. Πριν από τον πόλεμο τα κράτη δανείζονταν μέσω της έκδοσης ομολογιακών δανείων, ενώ μετά μέσω τραπεζικού δανεισμού. Όμως η Σοφία Λαζαρέτου θέτει το ερώτημα: Γιατί οι πτωχευμένες χώρες σχεδόν πάντοτε αποπλήρωναν τα χρέη τους; Για να απαντήσει παρακάτω: Η ιστορική εμπειρία του 19ου αι. παρέχει πλούσια παραδείγματα (…)η απειλή του μόνιμου αποκλεισμού από τις διεθνείς χρηματαγορές(…), μέσω άμεσων οικονομικών κυρώσεων και ναυτικών αποκλεισμών, όπως η «διπλωματία των κανονιοφόρων». Και συνεχίζει: Η μείωση αυτή (ενν. του διμερούς εμπορίου) ήταν εξαιρετικά σημαντική και μακροχρόνια όταν η πτώχευση συνοδευόταν από εξαιρετικά αυστηρές κυρώσεις, όπως ο έλεγχος της εσωτερικής πολιτικής από τους δανειστές ή στρατιωτικού τύπου επεμβάσεις, με σκοπό τον παραδειγματισμό των άλλων υπερχρεωμένων χωρών και τη συμμόρφωση προς αποφυγή μελλοντικών περιστατικών πτώχευσης (οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας). Στην εποχή του Χρυσού Κανόνα, η «τιμωρία» της χώρας με πτώχευση ήταν υπερβολικά βαριά ενώ ο συμβιβασμός σχεδόν πάντοτε συνοδευόταν από τη σύσταση με νόμο μιας διεθνούς επιτροπής οικονομικού ελέγχου. Είναι ξεκάθαρο και σαφές, λοιπόν, ότι ο παραδειγματισμός και η τιμωρία δεν είναι ούτε μια νέα εφαρμογή ούτε εμφανίζεται επιλεκτικά. Ανέκαθεν οι πιστώτριες χώρες ασκούσαν την ίδια απαρέγκλιτη πολιτική και κανένας εξουσιαστής δεν μπορεί να εμφανίζεται και να δηλώνει ότι τα «μνημόνια» του 2010 είναι πρωτοφανή στην οικονομική ιστορία. Το αντίθετο μάλιστα. Όπως ο φερόμενος ως σημερινός παραδειγματισμός των άλλων υπερχρεωμένων χωρών δεν είναι μια «γερμανική επίδειξη ηγεμονίας» αλλά μια βαθύτατη κυρίαρχη κρατική στάση που έρχεται από παλιά και συνεχίζεται. Η οικονομική ιστορία των δανειστών έχει να επιδείξει πολλά πρόσωπα τύπου Σόυμπλε ή Μέρκελ, ανέκαθεν υπήρχαν και θα υπάρχουν, όσο υπάρχουν εξουσιαστικές σχέσεις.
Έχει ενδιαφέρον να δούμε το περιβάλλον και τις ομοιότητες που προβάλλουν οι «πτωχεύσεις» του 1893 και 2010 του ελληνικού κράτους. Ασφαλώς και τότε οι κρατικές οντότητες ήταν διαφορετικών ταχυτήτων με τις ισχυρές/κέντρο να ορίζουν και τις αδύναμες/περιφέρεια να ακολουθούν. Οι χώρες στην περιφέρεια του συστήματος, αποφασίζοντας την σύνδεσή τους με μια λέσχη ισχυρών οικονομιών νομισματικής σταθερότητας, υιοθετούν το κοινά αποδεκτό από τη λέσχη νομισματικό μέσο που θα τους εξασφαλίσει άνετη πρόσβαση σε φθηνά δανειακά κεφάλαια. Αυτό φυσικά δεν γίνεται χωρίς κόστος, αφού επιβάλλουν αυστηρά προγράμματα εσωτερικής υποτίμησης, κάτι που εφαρμόστηκε και προ του 1893 και προ του 2010. Επί πλέον, η δεκαετία του 1880 μπορεί να χαρακτηριστεί ως περίοδος ευφορίας, με υπερβάλλουσα διεθνή ρευστότητα, που επέτρεψε την άνετη και φθηνή χρηματοδότηση. Οι πιστώτριες χώρες παρείχαν αφειδώς κεφάλαια διεθνώς με χαμηλά επιτόκια, συχνά χωρίς εγγυήσεις, τροφοδοτώντας μια «φούσκα» ομολόγων, μετοχών και γης. Ακριβώς η ίδια πολιτική εφαρμόστηκε εντός και εκτός ελλαδικού χώρου και κατά τη τελευταία σύγχρονη περίοδο (μετά-Μάαστριχτ εποχή), ίδια «πετυχημένη» συνταγή θα μπορούσε να πει κάποιος. Που ταυτόχρονα παρουσιάζει και άλλες ομοιότητες όπως ότι το 1890 είχαμε τη πτώχευση της Αργεντινής, το 1891 της Πορτογαλίας, υποτίμηση δολαρίου και τραπεζική κρίση και πανικό σε Αυστραλία και Ιταλία την περίοδο 1892-93. Ένα επί πλέον κοινό χαρακτηριστικό είναι και η καταβολή πάγιας ετήσιας δόσης των 39,6εκ. δραχμών για τριάντα χρόνια στους πιστωτές του 1898 ενώ σήμερα έχει οριστεί ένα σύστημα σταθερών ετήσιων πληρωμών περίπου 9 δισ. από το 2016 έως το 2046.
Οι διαπραγματεύσεις του ελληνικού κράτους κατά τη πτώχευση του 1893 κράτησαν με τους δανειστές πέντε χρόνια. Κάθε φορά που κατέληγαν σε αδιέξοδο, ξεκινούσαν πάλι έπειτα από πρωτοβουλία της πτωχευμένης χώρας, αλλά από δυσμενέστερη αφετηρία. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 ήταν απόρροια της «διπλωματίας των κανονιοφόρων», που κατέληξε στην εκδίκαση πολεμικών αποζημιώσεων στην τουρκία και στην εφαρμογή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου. Μετά και την διεξοδική καταγραφή των κοινών στοιχείων που υπάρχουν μεταξύ των «πτωχεύσεων» 1898 και 2010, δεν υπάρχει χώρος ούτε για συνωμοσιολογίες ούτε για τυχαιότητες καταστάσεων αλλά για πιστή εφαρμογή διαχρονικά βασικών αρχών διεθνών οικονομικών σχέσεων μεταξύ κρατών. Οι εποχές μπορεί να είναι πολύ διαφορετικές και σε ζητήματα οικονομίας και διαχείρισης, αλλά παρ’ όλα αυτά οι βασικοί κανόνες του παιχνιδιού δεν έχουν αλλάξει.
Εάν, λοιπόν, ο κάθε άνθρωπος πιστεύει ότι του ταιριάζει να στέκεται μπροστά στην τηλεόραση και να κρέμεται από τα χείλη του κάθε Τσίπρα και του κάθε Βαρουφάκη, για το πόσο, ή μη, μάγκες εμφανίστηκαν στους «ευρωπαίους», και πόσο καλοί διαπραγματευτές είναι, τότε ο κατήφορος δεν έχει τελειώσει ακόμη. Ένας κατήφορος που οδηγεί στη θλίψη της εναπόθεσης «ελπίδας», με τις «ανάσες αξιοπρέπειας» να συν-γελούν με τις «ανάσες ελευθερίας». Μια θλίψη που γίνεται μεγαλύτερη όταν αναλογιζόμαστε το πόσο απλά, ήρεμα και όμορφα ζούσαν κάποτε οι άνθρωποι. Χωρίς να εξωραΐζονται οι καταστάσεις, αλλά μελετώντας τον τρόπο που σκέφτονταν και δρούσαν οι άνθρωποι στις προ-εξουσιαστικές κοινωνίες, μπορούμε να δούμε ποια είναι η πραγματική οικονομία. Ποιοί ήταν οι πραγματικοί οικονομολόγοι και διαχειριστές των φυσικών πόρων της σπάνιδος. Μια διαχείριση, που για να είμαστε ακριβείς, έφτανε στα πλαίσια της κοινότητας μέχρι και πριν από μερικές δεκαετίες, παρ’ ότι εντασσόταν στην επικράτεια ενός κράτους. Χωρίς να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι η κεντρική εξουσία ενίσχυσε το θεσμό των κοινοτήτων, καθώς αυτό διευκόλυνε τη συγκέντρωση των φόρων, μπορούμε να πούμε ότι ο βαθμός διείσδυσης του κράτους ποίκιλλε μεταξύ γεωγραφικών περιοχών. Στο πλαίσιο της οικονομικής και παραγωγικής λειτουργίας της κοινότητας, τα μέλη της προσπαθούσαν με τα μέσα που διέθεταν να τιθασεύσουν τα στοιχεία της φύσης και ν’ αξιοποιήσουν το φυσικό περιβάλλον, το οποίο τους περιέβαλε. Έτσι, συνεργάζονται και αναπτύσσονται κοινωνικές σχέσεις, καλλιεργώντας ισχυρούς δεσμούς μεταξύ τους και η αλληλεγγύη να είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των σχέσεων που τους ενώνουν.
Αλλά εάν οι κοινότητες παρουσιάζουν κάποιο ενδιαφέρον σίγουρα μεγαλύτερα διδάγματα μπορούμε να λάβουμε από τις κυνηγετικές-τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες, οι οποίες διαθέτουν οικονομίες βασισμένες στην άμεση, κυρίως, απόδοση. Η ισότητα μεταξύ των μελών γίνεται πράξη με την πρόσβαση όλων στους φυσικούς πόρους, μέσα από διαδικασίες που εμποδίζουν την αποταμίευση και τη συσσώρευση και επιβάλλουν το μοίρασμα. Ο Τζέημς Γούντμπερν ταξινομεί τις κυνηγετικές-συλλεκτικές κοινωνίες σε δυο μεγάλες κατηγορίες: στα συστήματα άμεσης απόδοσης και στα μακροπρόθεσμης απόδοσης. Στην πρώτη, οι συλλέκτες καταναλώνουν τα τρόφιμα που συγκεντρώνουν την ίδια μέρα ή χωρίς πρόγραμμα στη διάρκεια των επόμενων ημερών. Στη δεύτερη κατηγορία υπάρχουν έντονα συνθήκες αποθήκευσης καθώς και αναγνώρισης δικαιωμάτων πάνω σε ορισμένα προσφιλή μέσα. Συγκρίνοντας τις δυο κατηγορίες, στην πρώτη εμφανίζονται οι εξισωτικές κοινωνίες, αν και με διαφορετική ένταση και εύρος. Σε αυτές τις κοινωνίες οι άνθρωποι δεν απολαμβάνουν δικαιώματα αποκλειστικής χρήσης πάνω στα εδάφη και τους φυσικούς πόρους. Καθένας έχει άμεση πρόσβαση σε τροφή, νερό και εργαλεία, με το μοίρασμα του κρέατος να είναι υποχρεωτικό. Οι κοινωνίες αυτές διακρίνονται από την έλλειψη προσώπων εξουσίας και την ύπαρξη ισοτιμίας μεταξύ των δυο συζύγων/συντρόφων. Να τονίσουμε εδώ ότι και τα μέλη κοινωνιών άμεσης απόδοσης ενδέχεται να αποθηκεύσουν ορισμένα είδη που είναι εποχικά, αλλά αυτό γίνεται σε μικρή κλίμακα και επί πλέον είναι κάτι που δεν τους αρέσει. Προτιμούν το μοίρασμα από τη συσσώρευση. Η κοινωνικότητα βασίζεται στο μοίρασμα και επ’ ουδενί στη συσσώρευση που αποδοκιμάζεται. Απαιτώντας από τους ανθρώπους να μοιράζονται περισσότερο από ότι το να παράγουν περισσότερο, προβάλλοντας μια άλλη ηθική.
Δεν είναι ούτε κυνηγοί χρήματος ούτε κυνηγοί αποπληρωμής φόρων και χαρατσιών αλλά συλλέκτες της τροφής, της ύψιστης αξίας που αυτή έχει για την επιβίωση αλλά και για την υγεία των ανθρώπων. Η συλλογική αυτή δράση δημιουργεί ισότιμες σχέσεις μεταξύ των μελών, μεταξύ των συζύγων. Οι παρατηρούμενες από ανθρωπολόγους και σήμερα ομάδες ανθρώπων που ζουν με αυτά τα χαρακτηριστικά, έχουν να μας προσφέρουν απτά παραδείγματα και καταστάσεις συμπεριφοράς. Το πως επιλύουν τα προβλήματα από φυσικά γεγονότα, την προσαρμοστικότητα τους και την ευστροφία τους σε σχέση με τα ζητήματα που αφορούν τη ζωή. Αλλά, όπως έχουμε ξαναπεί η μελέτη και ανάλυση αυτών δεν γίνεται για να κοπιαριστούν ιδέες και εφαρμογές, που έτσι και αλλιώς δεν μπορούν δια της αντιγραφής να έχουν την οποιαδήποτε τύχη. Αλλά για να αντλούνται τα χρήσιμα εκείνα συμπεράσματα που μας βοηθούν να φτιάχνουμε το μονοπάτι προς την ελευθερία, πατώντας όσο το δυνατόν λιγότερα αγκάθια. Δεν χρειαζόμαστε για να ζήσουμε τη περιττή γνώση των PSI, των σπρέντς, των δομημένων ομολόγων και λοιπών άλλων κατασκευασμάτων, αλλά την απλότητα της κοινότητας με τον πλούτο των σχέσεων που αναπτύσσονται.
Πηγές:
Από την πτώχευση στην ύφεση, Σοφία Λαζαρέτου, εκδ. Gutenberg, 2013.
Κοινωνίες Μοιράσματος, Πολιτειακές εκδόσεις
Αλλά, εν τέλει, τί είναι οικονομία; Ετυμολογικά προέρχεται από το οίκος+νέμω και αφορά τη διαχείριση των καταστάσεων στα πλαίσια ενός νοικοκυριού. Η έννοια του νοικοκυριού έχει μεγαλύτερη και πολύμορφη σημασία, απ’ ότι συνήθως πιστεύεται. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία μπορούμε να ορίσουμε ως οικονομία: ένα σύνολο ανθρώπων που αλληλεπιδρούν και λαμβάνουν αποφάσεις προκειμένου να εξασφαλίσουν τα αναγκαία μέσα για τη διαβίωσή τους. Σήμερα αυτός ο ορισμός φαντάζει παρμένος και δοσμένος σε μια άλλη εποχή. Διότι ούτε σύνολα ανθρώπων αλληλεπιδρούν, ούτε αυτά λαμβάνουν αποφάσεις και φυσικά δεν εξασφαλίζουν τα αναγκαία για τη διαβίωσή τους. Στην ύπαρξη και λειτουργία του κράτους υπάρχουν στεγανά που δεν διαφοροποιούνται με την πάροδο του χρόνου (άσκηση εξουσίας/πολιτικής, επιβολή φόρων κλπ) αλλά αντίθετα μπορούμε να πούμε ότι ενισχύονται. Αν, όμως, πιστέψουμε τους πρόσφατους και σύγχρονους διαχειριστές κρατών και τραπεζών, οικονομία είναι, έτσι όπως βιώνεται σήμερα, η δημοσιονομική πειθαρχία, ο περιορισμός του κράτους στην οικονομία, η ρευστότητα των τραπεζών. Η οικονομία τους δεν έχει σχέση με τη διαχείριση των φυσικών πόρων αλλά με τη διαχείριση χαρτοφυλακίων, ομολόγων, μετοχών, «κρίσεων» και «πτωχεύσεων».
Τo ελληνικό κράτος δεν είναι ασφαλώς η πρώτη φορά που «πτωχεύει». Έχουν ακολουθήσει και άλλες πτωχεύσεις, κυρίως κατά το 19ο αι. Παρουσιάζει, πράγματι, ενδιαφέρον να δούμε τις συνθήκες και τις αντιδράσεις κρατών και οργανισμών που υπήρχαν κατά την περίοδο των τότε «πτωχεύσεων». Τον τρόπο που έδρασαν οι πιστωτές, όπου εμφανίζονται πολλές ομοιότητες με τη παρούσα κατάσταση. Η «πτώχευση» που θα μας απασχολήσει κυρίως είναι εκείνη του 1893, με την συνακόλουθη εμπλοκή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (ΔΟΕ) το 1898. Σύμφωνα με την Σοφία Λαζαρέτου, (Από την πτώχευση στην ύφεση, εκδ. Gutenberg,2013) με τον όρο «Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο» εννοούμε τον έλεγχο της διαχείρισης των οικονομικών του κράτους, των εσόδων και των δαπανών του από μια πολυμερή επιτροπή εκπροσώπων των διεθνών δανειστών του με σκοπό την εξασφάλιση της αποπληρωμής των ξένων δανείων. Η επιβολή του ΔΟΕ στην ελλάδα το 1898 δεν αποτέλεσε μοναδική περίπτωση οικονομικού ελέγχου στην εγχώρια και διεθνή οικονομική ιστορία. Είχαν προηγηθεί τα παραδείγματα της σύστασης τριμερούς επιτροπής από γαλλία, γερμανία, ιταλία μετά τη πτώχευση της τυνησίας το 1869, της αιγύπτου το 1876 και της οθωμανικής αυτοκρατορίας το 1881. Η τελευταία είχε κηρύξει στάση πληρωμών το 1876, αλλά εν τέλει εισήλθε στο Συμβούλιο για τη Διαχείριση του Οθωμανικού Χρέους. Στον ελλαδικό χώρο η πρώτη φορά που συστήθηκε επιτροπή διεθνούς ελέγχου ήταν τον Φεβρουάριο του 1857. Με μοχλό πίεσης την παρουσία στρατευμάτων από Βρετανία και Γαλλία, δημιουργήθηκε ειδική επιτροπή ελέγχου και υπόδειξης μέτρων για την αποπληρωμή του ληξιπρόθεσμου χρέους. Ιστορικά, η αρνητική απόφαση μιας χώρας σχετικά με την αποπληρωμή των υποχρεώσεων της λαμβάνει δυο μορφές: αθέτηση ή επαναδιαπραγμάτευση. Η επαναδιαπραγμάτευση αποτέλεσε το πιο συνηθισμένο γεγονός κινδύνου πτώχευσης χώρας μετά τον β’ παγκόσμιο πόλεμο, ενώ πριν από αυτόν συνηθέστερη ήταν η αθέτηση πληρωμών. Ο λόγος αυτής της διαφοροποίησης είναι οι τράπεζες. Πριν από τον πόλεμο τα κράτη δανείζονταν μέσω της έκδοσης ομολογιακών δανείων, ενώ μετά μέσω τραπεζικού δανεισμού. Όμως η Σοφία Λαζαρέτου θέτει το ερώτημα: Γιατί οι πτωχευμένες χώρες σχεδόν πάντοτε αποπλήρωναν τα χρέη τους; Για να απαντήσει παρακάτω: Η ιστορική εμπειρία του 19ου αι. παρέχει πλούσια παραδείγματα (…)η απειλή του μόνιμου αποκλεισμού από τις διεθνείς χρηματαγορές(…), μέσω άμεσων οικονομικών κυρώσεων και ναυτικών αποκλεισμών, όπως η «διπλωματία των κανονιοφόρων». Και συνεχίζει: Η μείωση αυτή (ενν. του διμερούς εμπορίου) ήταν εξαιρετικά σημαντική και μακροχρόνια όταν η πτώχευση συνοδευόταν από εξαιρετικά αυστηρές κυρώσεις, όπως ο έλεγχος της εσωτερικής πολιτικής από τους δανειστές ή στρατιωτικού τύπου επεμβάσεις, με σκοπό τον παραδειγματισμό των άλλων υπερχρεωμένων χωρών και τη συμμόρφωση προς αποφυγή μελλοντικών περιστατικών πτώχευσης (οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας). Στην εποχή του Χρυσού Κανόνα, η «τιμωρία» της χώρας με πτώχευση ήταν υπερβολικά βαριά ενώ ο συμβιβασμός σχεδόν πάντοτε συνοδευόταν από τη σύσταση με νόμο μιας διεθνούς επιτροπής οικονομικού ελέγχου. Είναι ξεκάθαρο και σαφές, λοιπόν, ότι ο παραδειγματισμός και η τιμωρία δεν είναι ούτε μια νέα εφαρμογή ούτε εμφανίζεται επιλεκτικά. Ανέκαθεν οι πιστώτριες χώρες ασκούσαν την ίδια απαρέγκλιτη πολιτική και κανένας εξουσιαστής δεν μπορεί να εμφανίζεται και να δηλώνει ότι τα «μνημόνια» του 2010 είναι πρωτοφανή στην οικονομική ιστορία. Το αντίθετο μάλιστα. Όπως ο φερόμενος ως σημερινός παραδειγματισμός των άλλων υπερχρεωμένων χωρών δεν είναι μια «γερμανική επίδειξη ηγεμονίας» αλλά μια βαθύτατη κυρίαρχη κρατική στάση που έρχεται από παλιά και συνεχίζεται. Η οικονομική ιστορία των δανειστών έχει να επιδείξει πολλά πρόσωπα τύπου Σόυμπλε ή Μέρκελ, ανέκαθεν υπήρχαν και θα υπάρχουν, όσο υπάρχουν εξουσιαστικές σχέσεις.
Έχει ενδιαφέρον να δούμε το περιβάλλον και τις ομοιότητες που προβάλλουν οι «πτωχεύσεις» του 1893 και 2010 του ελληνικού κράτους. Ασφαλώς και τότε οι κρατικές οντότητες ήταν διαφορετικών ταχυτήτων με τις ισχυρές/κέντρο να ορίζουν και τις αδύναμες/περιφέρεια να ακολουθούν. Οι χώρες στην περιφέρεια του συστήματος, αποφασίζοντας την σύνδεσή τους με μια λέσχη ισχυρών οικονομιών νομισματικής σταθερότητας, υιοθετούν το κοινά αποδεκτό από τη λέσχη νομισματικό μέσο που θα τους εξασφαλίσει άνετη πρόσβαση σε φθηνά δανειακά κεφάλαια. Αυτό φυσικά δεν γίνεται χωρίς κόστος, αφού επιβάλλουν αυστηρά προγράμματα εσωτερικής υποτίμησης, κάτι που εφαρμόστηκε και προ του 1893 και προ του 2010. Επί πλέον, η δεκαετία του 1880 μπορεί να χαρακτηριστεί ως περίοδος ευφορίας, με υπερβάλλουσα διεθνή ρευστότητα, που επέτρεψε την άνετη και φθηνή χρηματοδότηση. Οι πιστώτριες χώρες παρείχαν αφειδώς κεφάλαια διεθνώς με χαμηλά επιτόκια, συχνά χωρίς εγγυήσεις, τροφοδοτώντας μια «φούσκα» ομολόγων, μετοχών και γης. Ακριβώς η ίδια πολιτική εφαρμόστηκε εντός και εκτός ελλαδικού χώρου και κατά τη τελευταία σύγχρονη περίοδο (μετά-Μάαστριχτ εποχή), ίδια «πετυχημένη» συνταγή θα μπορούσε να πει κάποιος. Που ταυτόχρονα παρουσιάζει και άλλες ομοιότητες όπως ότι το 1890 είχαμε τη πτώχευση της Αργεντινής, το 1891 της Πορτογαλίας, υποτίμηση δολαρίου και τραπεζική κρίση και πανικό σε Αυστραλία και Ιταλία την περίοδο 1892-93. Ένα επί πλέον κοινό χαρακτηριστικό είναι και η καταβολή πάγιας ετήσιας δόσης των 39,6εκ. δραχμών για τριάντα χρόνια στους πιστωτές του 1898 ενώ σήμερα έχει οριστεί ένα σύστημα σταθερών ετήσιων πληρωμών περίπου 9 δισ. από το 2016 έως το 2046.
Οι διαπραγματεύσεις του ελληνικού κράτους κατά τη πτώχευση του 1893 κράτησαν με τους δανειστές πέντε χρόνια. Κάθε φορά που κατέληγαν σε αδιέξοδο, ξεκινούσαν πάλι έπειτα από πρωτοβουλία της πτωχευμένης χώρας, αλλά από δυσμενέστερη αφετηρία. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 ήταν απόρροια της «διπλωματίας των κανονιοφόρων», που κατέληξε στην εκδίκαση πολεμικών αποζημιώσεων στην τουρκία και στην εφαρμογή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου. Μετά και την διεξοδική καταγραφή των κοινών στοιχείων που υπάρχουν μεταξύ των «πτωχεύσεων» 1898 και 2010, δεν υπάρχει χώρος ούτε για συνωμοσιολογίες ούτε για τυχαιότητες καταστάσεων αλλά για πιστή εφαρμογή διαχρονικά βασικών αρχών διεθνών οικονομικών σχέσεων μεταξύ κρατών. Οι εποχές μπορεί να είναι πολύ διαφορετικές και σε ζητήματα οικονομίας και διαχείρισης, αλλά παρ’ όλα αυτά οι βασικοί κανόνες του παιχνιδιού δεν έχουν αλλάξει.
Εάν, λοιπόν, ο κάθε άνθρωπος πιστεύει ότι του ταιριάζει να στέκεται μπροστά στην τηλεόραση και να κρέμεται από τα χείλη του κάθε Τσίπρα και του κάθε Βαρουφάκη, για το πόσο, ή μη, μάγκες εμφανίστηκαν στους «ευρωπαίους», και πόσο καλοί διαπραγματευτές είναι, τότε ο κατήφορος δεν έχει τελειώσει ακόμη. Ένας κατήφορος που οδηγεί στη θλίψη της εναπόθεσης «ελπίδας», με τις «ανάσες αξιοπρέπειας» να συν-γελούν με τις «ανάσες ελευθερίας». Μια θλίψη που γίνεται μεγαλύτερη όταν αναλογιζόμαστε το πόσο απλά, ήρεμα και όμορφα ζούσαν κάποτε οι άνθρωποι. Χωρίς να εξωραΐζονται οι καταστάσεις, αλλά μελετώντας τον τρόπο που σκέφτονταν και δρούσαν οι άνθρωποι στις προ-εξουσιαστικές κοινωνίες, μπορούμε να δούμε ποια είναι η πραγματική οικονομία. Ποιοί ήταν οι πραγματικοί οικονομολόγοι και διαχειριστές των φυσικών πόρων της σπάνιδος. Μια διαχείριση, που για να είμαστε ακριβείς, έφτανε στα πλαίσια της κοινότητας μέχρι και πριν από μερικές δεκαετίες, παρ’ ότι εντασσόταν στην επικράτεια ενός κράτους. Χωρίς να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι η κεντρική εξουσία ενίσχυσε το θεσμό των κοινοτήτων, καθώς αυτό διευκόλυνε τη συγκέντρωση των φόρων, μπορούμε να πούμε ότι ο βαθμός διείσδυσης του κράτους ποίκιλλε μεταξύ γεωγραφικών περιοχών. Στο πλαίσιο της οικονομικής και παραγωγικής λειτουργίας της κοινότητας, τα μέλη της προσπαθούσαν με τα μέσα που διέθεταν να τιθασεύσουν τα στοιχεία της φύσης και ν’ αξιοποιήσουν το φυσικό περιβάλλον, το οποίο τους περιέβαλε. Έτσι, συνεργάζονται και αναπτύσσονται κοινωνικές σχέσεις, καλλιεργώντας ισχυρούς δεσμούς μεταξύ τους και η αλληλεγγύη να είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των σχέσεων που τους ενώνουν.
Αλλά εάν οι κοινότητες παρουσιάζουν κάποιο ενδιαφέρον σίγουρα μεγαλύτερα διδάγματα μπορούμε να λάβουμε από τις κυνηγετικές-τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες, οι οποίες διαθέτουν οικονομίες βασισμένες στην άμεση, κυρίως, απόδοση. Η ισότητα μεταξύ των μελών γίνεται πράξη με την πρόσβαση όλων στους φυσικούς πόρους, μέσα από διαδικασίες που εμποδίζουν την αποταμίευση και τη συσσώρευση και επιβάλλουν το μοίρασμα. Ο Τζέημς Γούντμπερν ταξινομεί τις κυνηγετικές-συλλεκτικές κοινωνίες σε δυο μεγάλες κατηγορίες: στα συστήματα άμεσης απόδοσης και στα μακροπρόθεσμης απόδοσης. Στην πρώτη, οι συλλέκτες καταναλώνουν τα τρόφιμα που συγκεντρώνουν την ίδια μέρα ή χωρίς πρόγραμμα στη διάρκεια των επόμενων ημερών. Στη δεύτερη κατηγορία υπάρχουν έντονα συνθήκες αποθήκευσης καθώς και αναγνώρισης δικαιωμάτων πάνω σε ορισμένα προσφιλή μέσα. Συγκρίνοντας τις δυο κατηγορίες, στην πρώτη εμφανίζονται οι εξισωτικές κοινωνίες, αν και με διαφορετική ένταση και εύρος. Σε αυτές τις κοινωνίες οι άνθρωποι δεν απολαμβάνουν δικαιώματα αποκλειστικής χρήσης πάνω στα εδάφη και τους φυσικούς πόρους. Καθένας έχει άμεση πρόσβαση σε τροφή, νερό και εργαλεία, με το μοίρασμα του κρέατος να είναι υποχρεωτικό. Οι κοινωνίες αυτές διακρίνονται από την έλλειψη προσώπων εξουσίας και την ύπαρξη ισοτιμίας μεταξύ των δυο συζύγων/συντρόφων. Να τονίσουμε εδώ ότι και τα μέλη κοινωνιών άμεσης απόδοσης ενδέχεται να αποθηκεύσουν ορισμένα είδη που είναι εποχικά, αλλά αυτό γίνεται σε μικρή κλίμακα και επί πλέον είναι κάτι που δεν τους αρέσει. Προτιμούν το μοίρασμα από τη συσσώρευση. Η κοινωνικότητα βασίζεται στο μοίρασμα και επ’ ουδενί στη συσσώρευση που αποδοκιμάζεται. Απαιτώντας από τους ανθρώπους να μοιράζονται περισσότερο από ότι το να παράγουν περισσότερο, προβάλλοντας μια άλλη ηθική.
Δεν είναι ούτε κυνηγοί χρήματος ούτε κυνηγοί αποπληρωμής φόρων και χαρατσιών αλλά συλλέκτες της τροφής, της ύψιστης αξίας που αυτή έχει για την επιβίωση αλλά και για την υγεία των ανθρώπων. Η συλλογική αυτή δράση δημιουργεί ισότιμες σχέσεις μεταξύ των μελών, μεταξύ των συζύγων. Οι παρατηρούμενες από ανθρωπολόγους και σήμερα ομάδες ανθρώπων που ζουν με αυτά τα χαρακτηριστικά, έχουν να μας προσφέρουν απτά παραδείγματα και καταστάσεις συμπεριφοράς. Το πως επιλύουν τα προβλήματα από φυσικά γεγονότα, την προσαρμοστικότητα τους και την ευστροφία τους σε σχέση με τα ζητήματα που αφορούν τη ζωή. Αλλά, όπως έχουμε ξαναπεί η μελέτη και ανάλυση αυτών δεν γίνεται για να κοπιαριστούν ιδέες και εφαρμογές, που έτσι και αλλιώς δεν μπορούν δια της αντιγραφής να έχουν την οποιαδήποτε τύχη. Αλλά για να αντλούνται τα χρήσιμα εκείνα συμπεράσματα που μας βοηθούν να φτιάχνουμε το μονοπάτι προς την ελευθερία, πατώντας όσο το δυνατόν λιγότερα αγκάθια. Δεν χρειαζόμαστε για να ζήσουμε τη περιττή γνώση των PSI, των σπρέντς, των δομημένων ομολόγων και λοιπών άλλων κατασκευασμάτων, αλλά την απλότητα της κοινότητας με τον πλούτο των σχέσεων που αναπτύσσονται.
Αναρχικός Πυρήνας Χαλκίδας
Πηγές:
Από την πτώχευση στην ύφεση, Σοφία Λαζαρέτου, εκδ. Gutenberg, 2013.
Κοινωνίες Μοιράσματος, Πολιτειακές εκδόσεις
Από την αναρχική εφημερίδα ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 147, Μάρτιος 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου