Μια λογοτεχνική αλληγορία για το αποτύπωμα μέσα μας ενός μέρους όσων αληθινών μοιραστήκαμε στον χώρο και τον χρόνο. Για αυτούς που χάθηκαν και δεν θέλησαν ποτέ να ξαναβρεθούν, αλλά κυρίως για όσους δεν έλειψαν στιγμή να μας συντροφεύουν στο δύσβατο μα πάντα γοητευτικό μονοπάτι της αλήθειας. Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις είναι ξεκάθαρα σκόπιμη.
Nαι, μπορώ να διαβάσω στα μάτια σου την απορία για τούτο το ασυνήθιστο σύνολο οστών και μυώνων που στέκεται εμπρός σου. Θα μπορούσα βεβαίως να σου γνωστοποιήσω με παρρησία πως το σαρκίο αυτό έχει δει καλύτερες μέρες και φωτεινότερες νύχτες. Το γνωρίζεις καλά άλλωστε. Μια τέτοια υπενθύμιση, μολονότι δεν θα είχε καμία απολύτως σημασία, τουλάχιστον θα ξέκλεβε μία ίντσα χαμόγελο από κάθε άκρη των χειλιών σου. Ξέρω, επιμένεις να με θυμάσαι αλλιώς. Δεν μπορείς να διαγράψεις από κείνο το συρτάρι του μυαλού σου την απαστράπτουσα αγιογραφία που φυλάς εδώ και χρόνια, όπως η καρακάξα το ευτελές μα περίλαμπρο χρυσόχαρτο. Και το φέρεις βαρέως που απέτυχα να γίνω αυτό που είδες εσύ στα μάτια μου, αυτό που σκαρφίστηκες γλυκά, όχι με δόλο, αλλά σαν ελαφρύ πείραγμα των διαταραγμένων απ’ την μέθη της πρώτης νιότης σου αισθήσεων. Λυπάμαι αν σε απογοήτευσα. Δεν ήταν σίγουρα στις προθέσεις μου. Μάθε λοιπόν πως πρόθεσή μου ήταν μονάχα να μοιραστώ. Να μοιραστώ την αγάπη για ζωή μέσα μου, δίχως να γυρεύω όρκους, συμβόλαια και σφραγίδες. Τίποτα περισσότερο. Αυτό ήταν και παραμένει κίνητρο μου για όλα. Η βία δεν υπήρξε ποτέ για μένα ακριβή αγαπημένη· οι συναντήσεις μας ήταν μόνο περιστασιακές, φειδωλές και με ιδιαίτερη προσοχή.
Ναι, έκανα λάθη. Ξέρω· οι αγιογραφίες δεν λανθάνουν ποτέ. Στέκονται ακέραιες και βλοσυρές στο διηνεκές με τα χρυσά κι ασημένια τους φωτοστέφανα να λαμπυρίζουν κάτω από το πελιδνό φως των ναών. Κι όμως. Εγώ δεν υπήρξα ποτέ αυτό που εσύ ήθελες να δεις. Ωστόσο, μιλούσα με λόγια και πράξεις καθημερινά. Κοιτούσες, μα δεν έβλεπες. Είχες στο νου μονίμως τις δικές σου ανάγκες. Αυτές, που, εν είδει μυωπικών οφθαλμών, καθόρισαν και το εύρος των πολιτικών σου παρωπίδων. Εγώ αντιθέτως και με βαριά τη καρδία, έψαχνα έναν αδερφό· όχι σύντροφο. Πλέον τρωγοπίνει ο καθείς με τον καθένα. Ευτελισμός παντού. Εσύ πάλι γύρευες θρόνο να καθίσεις έναν χθόνιο κι ουράνιο πατέρα. Ας είναι. Έκαστος με τις ανάγκες του. Σπλαχνίζομαι τις δικές σου, μα, πίστεψε με, δεν είχα ούτε την πρόθεση ούτε τις δυνάμεις για να ανταπεξέλθω σε τόσο άσεμνες τελετές. Οι βωμοί κι οι τελετάρχες πάντοτε θα προκαλούν άνοστα ρίγη στις αθώες ψυχές. Έχω τον δικό μου ανήφορο. Και μόνο δυο ζεύγη υποδήματα να τον ανέλθω. Ένα για τον παγετό, ένα για το θέρος. Κι ο χρόνος μου λιγοστεύει. Ο θάνατος δεν κάνει διαπραγματεύσεις κι ακόμη κι αν ήταν αλλιώς τα πράγματα, εγώ δεν κατέχω γρι από πολιτική. Εξ άλλου, αν το καλοσκεφτείς, το δούναι και λαβείν δεν ταιριάζει σε μια ζωή ανήφορο.
Εσύ πως τα πας με την δική σου; Πόσο αξιοπρεπής τελικά μπορεί να είναι μια ιδανική ιδιώτευση; Μοιάζει με μεταξένιο ύφασμα ή με ξεφτισμένο σάβανο η φορεσιά της στο σώμα; Σίγουρα θα ξέρεις καλύτερα. Καθ’ ύλην αρμόδιος να μας διδάξεις σχετικώς. Εγώ πάλι δεν διαθέτω απάντηση γι’ αυτό. Μόνον κάτι σκόρπιες εικασίες κι ο χρόνος μας μοιάζει τόσο ισχνός και πεπερασμένος, που φοβάμαι να τον σπαταλήσω, όπως οι εραστές τις υγρές αβρότητες. Μού μήνυσες πρωτύτερα πως με βρίσκεις πλέον γραφικό, πως ο κατεργάρης χρόνος άφησε πάνω μου σημάδια που επιμένω να τα αγνοώ προκλητικά. Σημάδια που, στους ανθρώπους που τολμούν να ωριμάσουν, έρχονται μαζί με την πραότητα, το μέλωμα της σκέψης, το βόλεμα της σάρκας. Πως οι γκρίζες τρίχες που παρατηρείς πλέον διάσπαρτες στους κροτάφους μου θα έπρεπε να λογίζονται από μένα ως σπορά φρονιμότητας κι όχι απλώς ως αργυρές υπάρξεις στην σκούρα μου κόμη.
Πώς σου φαίνεται, λοιπόν, που ξανανταμώνουμε εδώ; Πληγιάζει καθόλου ο νους σου από την βία των αλλαγών; Ρίξε μια ματιά γύρω σου, αν θέλεις. Αν άλλαξε κάτι είναι μόνον ο τρόπος που στροβιλίζεται η ανάκλαση της πραγματικότητας στα σωθικά μας. Αν αντέχεις το σακάτεμα της δίνης, ίσως –λέγω ίσως– και να μπορέσεις να δεις το ίχνος της στράτας που μέλλεται· δυσπρόσιτη, παγωμένη, μοναχική. Όχι όμως στέρφα. Και, θέλω να με πιστέψεις γι’ αυτό· τα γεννήματά της είναι τόσο φωτεινά, που εμπρός τους το φως χιλίων αστεριών θα έμοιαζε με μικροσκοπική λύχνο. Κρυώνεις; Ναι, έχεις δίκιο. Οι μαρμάρινες σκάλες δεν είναι κι η καλύτερη επιλογή για κουβέντα τις χειμωνιάτικες νύχτες. Ωστόσο, οι συγκεκριμένες μάς φίλεψαν τα σπλάχνα τους να ονειρευτούμε. Θυμάσαι; Έλα, αφού το ξέρεις, δεν υπήρξα ποτέ μου νοσταλγός, αν και παραμένω ένας πεισματάρης μνήμων. Σε αυτά τα μάρμαρα λοιπόν, στα σκαλιά της Θεολογικής[1], εσύ κι εγώ κι άλλοι κι ακόμη περισσότεροι που μέθυσαν απ’ τον οίνο της ελευθερίας κάποια βράδια και μετά χάθηκαν όπως οι σκιές την αυγή. Κι οι σκάλες πάντα φιλόξενες, οπλίζανε τα χέρια μας με συμπαγή σύννεφα, λευκά σαν χιόνι κι άκαμπτα όπως το αυστηρό μειδίαμα των βόρειων ανέμων.
Πως ένιωθα τότε; Καλή η ερώτηση σου. Δεν το είχα σκεφτεί αλήθεια ποτέ. Το σιδερένιο χέρι της καθημερινότητας σε απομακρύνει αργά αλλά σταθερά από όλα τα αμείλικτα ερωτήματα. Σου βαραίνει το μέτωπο, δίχως να αντιλαμβάνεσαι τις συμφορές που φέρει αθροιστικά μια μικρή αλλά επαναλαμβανόμενη πίεση στην πνευματική σου κατανομή. Κάλλιο όμως αργά, παρά ποτέ. Σημασία δεν έχει λοιπόν πως ένιωθα τότε. Ή, για να είμαι ακριβοδίκαιος, δεν είναι αυτό που κυριαρχεί στο νου μου, όταν επαναφέρω, ως ενήλικο κιρκινέζι την θύμηση της πρώτης πτήσης, όσα συνέβησαν σε τούτο εδώ το μέρος. Αυτό που μετράει για μένα είναι τι έγινε όλος εκείνος ο σωρός μαρμάρων, τι έγιναν όλες οι κατάλευκες νύχτες που μετέτρεπαν τον γεμάτο από καπνούς ουρανό σε χιονοστρωμένο τοπίο. Όχι, δεν γίνομαι συναισθηματικός. Τουλάχιστον όχι μέσα από μια μελοδραματική οπτική. Δεν εκφράζω καμία πίκρα και κανέναν θυμό. Όπως σου είπα και πρωτύτερα, έκανα λάθη κι έμαθα· κι αυτό είναι ακριβή προίκα, αν αγαπάς τον ανήφορο.
Άκου, λοιπόν, τί απέγιναν όλοι εκείνοι οι άχρωμοι μαρμαρυγίες. Έγιναν κομμάτι ενός πανάρχαιου μύθου. Όχι, δεν αστειεύομαι, φίλτατε. Γίναμε, δίχως να το αντιληφθούμε, Δευκαλίωνες και Πύρρες[2]. Μόνο που τους εκσφενδονίζαμε όχι πίσω από την πλάτη, αλλά με μέτωπο μπροστά και σημαδεύοντας. Ναι, διότι για κάθε μάρμαρο που ρίχναμε, εύρισκε δεν εύρισκε στόχο, ξεφύτρωνε κι ένας μπάτσος… Κι εμείς συνεχίζαμε. Ρίχναμε και ρίχναμε. Ξεφύτρωναν έτσι και μπάτσοι και κάμερες και τράπεζες κι όλα τα «καλά». Λες και δεν είχαμε ήδη αρκετά από τα ζιζάνια του πολιτισμού στις ακάθαρτες φλέβες της πόλης. Κι εγώ, λοιπόν, ένας μικρός Δευκαλίωνας ήμουν. Κι εσύ κι όλοι μας. Εντάξει, υπήρχαν κάπου κι εκείνοι οι ελάχιστοι, που ωστόσο αρνούμασταν να τους δούμε γιατί η αλήθεια τους θα μας έκαιγε τα μυωπικά μας μάτια. Αυτοί που καψαλίστηκαν νωρίτερα από τις φλόγες της πολιτικής, αλλά, εξ αιτίας αυτού, κατανόησαν σε βάθος πως ελευθερία κι εξαπάτηση είναι τόσο σχετικές όσο οι χορταριασμένοι τάφοι με το παιδικό τραγούδι. Όπως θα γνωρίζεις κι εσύ, κανείς δεν μπορεί να σε βγάλει από τον βούρκο, παρά μόνο να σου δείξει τον τρόπο της εξόδου. Κι αυτό όχι τόσο με λόγια, μα ως παράδειγμα, ως στάση ζωής. Μιας ζωής που σίγουρα είναι γεμάτη με σφάλματα, αλλά δεν εξαπατά την αγάπη στην καρδιά των ανθρώπων. Πέραν τούτου, βέβαια, ο καθένας εν τέλει αποφασίζει μόνος του αν αγαπά πιότερο το κύλισμα ως άλλος χοίρος στα πολιτικά λύμματα, από την συνεχή κίνηση προς την απόλυτη ελευθερία.
Αυτό, λοιπόν, θαρρώ πως κάναμε· μετατρέψαμε τα λευκά μας σύννεφα σε σπορά λυγμών και δακρύων. Δεν είδαμε τους ύπουλους πολιτικούς μηχανισμούς, που μας γυρόφερναν σαν γύπες στην βραχώδη έρημο. Τώρα που το ξανασκέφτομαι αγαπητέ, φαντάσου πόσο γελοίοι φαινόμασταν στα μάτια των τεχνικών της εξουσίας, όταν πιστεύαμε, και μάλιστα αταλάντευτα και μονολιθικά, πως το κράτος μπορεί να καταστραφεί… δια λιθοβολισμού. Μα, δεν είναι εκνευριστικά γελοίο; Τόσος κόπος, αίμα και ιδρώτας, τόση λάμψη στα μάτια κι άγρια χαρά να μην μπορεί να σταθεί με αξιοπρέπεια ούτε καν ως ζώσα μνήμη; Διότι οι ερεβώδεις θύελλες που ακολούθησαν των λευκών νυκτών, έφεραν της λήθης το αγκάθι. Πολύχρωμα λαμπιόνια, άκληρες πνευματικά χοροεσπερίδες και πολιτική θεσφατολογία. Κι η ιστορία ξαναγράφτηκε κατά το δοκούν με το πλέον επίσημο χέρι. Σπέκουλα, βόρβορος και κινηματική κομματίλα. Λειάνθηκαν λιγάκι και οι άβολες για τους κρατούντες γωνίες, να χωρέσει η ευνουχισμένη μας αλήθεια στα αυστηρά τους κουτάκια. Έτσι κι έγινε. Κι εγώ κουρέλι για χρόνια σε έναν άνεμο με αισθήματα νηπενθή, μα εν ουσία συγκινητικά. Ξέρω, αντιλαμβάνεσαι τα πράγματα αλλιώς. Δεν θεωρείς πως τα σημάδια της αγάπης, μιας αγάπης για την ζωή ολοκληρωτικής, απολίτιστης, ατόφιας και ακερμάτιστης, μένουν για πάντα στο ταλαίπωρό μας σώμα. Κι όμως, αν προσπαθήσεις, θα δεις τις δαγκωματιές της σε ολάκερο το κορμί σου. Μα, η τριφυλή σου ιδιώτευση κάνει την όραση ασθενική. Σκορπίζεσαι σαν κονίαμα στο ηλεκτρικό φως και λησμονείς τις χαρές του λαμπρού ακαμάτη ήλιου.
Ένας Δευκαλίωνας κι εγώ, όπως προείπα, ενίοτε ψηφιακά ελκυόμενος από το οθόνιο τίποτα. Εξουσιαζόμενος μες τους εξουσιαζόμενους. Μα, με θέληση να συνεχίσω απρόσκοπτα την κακοτράχαλη ατραπό. Κι όπου με βγάλει. Το σίγουρο είναι πως τόσο ο λόγος όσο και η δράση μου δεν θα ξαναγίνουν καύσιμο για τον κλίβανο της πολιτικής· παγωμένες στάχτες κι εύθραυστα οστά σε λάρνακες-κυτία. Τουλάχιστον μπορώ να κοιμάμαι πλέον ήσυχος. Ναι, ξέχασα να σου πω. Οι αϋπνίες που με συντρόφευαν για χρόνια, όπως η γραία πεταλίδα τον γλιτσερό βράχο, μου έχουν αφήσει χρόνους. Εσύ πως τα πας με τις δικές σου; Χρειάζεσαι ακόμη τις βαλεριάνες σου για να αγκαλιάσεις τον Μορφέα ή μήπως καταπίνεις πλέον άλλα φαρμάκια; Δεν μιλάς; Εντάξει, το σέβομαι. Συχνά δηλώνουμε περισσότερα με την σιωπή μας απ’ ό,τι με χίλιες λέξεις. Κι η απουσία μας, επίσης, καμιά φορά, μπορεί να γίνει πιο δεικτική και χρήσιμη από όλες τις παρουσίες μας μαζί σε τούτο τον κόσμο. Ας μην χαθούμε, λοιπόν, ούτε σε κακόβουλες μανιέρες, ούτε σε πολιτικές συνταγές. Δεν ταιριάζουν σε όσα με ειλικρίνεια κι ανυστεροβουλία μοιραστήκαμε. Ας κρατήσουμε την κοινή μας μνήμη, τις κοινές μας στιγμές.
Το ξέρω, βέβαια, πως δεν τα έχεις στο νου σου όπως εγώ. Το βρίσκω καθ’ όλα υγιές. Μολονότι κάτι σε έκανε να με φωνάξεις απόψε το βράδυ εδώ, σε τούτα τα σκαλιά, που, όπως βλέπεις όσο κι αν τα σπάζαμε ξαναγίνονταν, όπως πριν, αστραφτερά και κάτασπρα. Όπως το συκώτι του Προμηθέα θαρρώ, μα τούτο είναι μια άλλη μεγάλη ιστορία. Ναι, κι αυτό το ξέρω, δεν με φώναξες εδώ, για να φτιάξουμε μνήματα με όλες εκείνες τις μαρμάρινες πλάκες. Ούτε φυσικά να αφηγηθούμε άνοστα ανδραγαθήματα, που έτσι κι αλλιώς αφήσαμε την πολιτική να τα κάνει κουστούμι στα μεταβλητά της μέτρα. Είσαι εδώ γιατί, παρ’ όλη την εμμονή σου στην έλλειψη πίστης, θεωρείς πως έχεις αφήσει ένα κομμάτι του εαυτού σε τούτες εδώ τις σκάλες. Κάτι άρρητο, λογικά απροσδιόριστο, μα τόσο έντονο όσο θα ήταν ένα σμάρι πεταλούδες σε άδειο στομάχι. Άρα κι ενοχλητικά αληθινό. Τόσο ενοχλητικό που δεν σου επιτρέπει να κοιμηθείς τα βράδια. Δεν σε σώζουν οι βαλεριάνες φίλτατε. Ούτε το αλκοόλ, ούτε καμία ουσία από την αιώνια θλίψη που στρογγυλοκάθισε στις άκρες των ματιών σου και, πίστεψε με, δεν έχει καμία απολύτως πρόθεση να σε αφήσει ήσυχο, όσο εσύ φοβάσαι να δεις την πληρότητα του εαυτού σου έξω από τον ραγισμένο καθρέπτη.
Ναι, το έχω περάσει κι εγώ. Ήμουν εκεί για πολλές μέρες και νύχτες. Αλλά, προτίμησα την προσωπική μου πτώση από το να γίνω ο βασιλιάς των ηλιθίων. Χάρισμά τους κι οι χάρτινοι θρόνοι και τα φίδια-σκήπτρα. Κάλλιο μια καθολική μα έντιμη πορεία προς την πλήρη ανυπαρξία από τον καθημερινό θάνατο ενός ολοκληρωτικού ξεπουλήματος λόγου και δράσης. Πώς; Να μην είμαι τόσο αυστηρός; Ότι η ζωή, αν θέλω, προσφέρει άπειρες συγκινήσεις, έρωτα, όμορφα γλυκά κορμιά, μυρωδάτες απολαύσεις; Ναι, κάτι έχω ακούσει. Μα, δυστυχώς, και ίσως να λυπάμαι πολύ γι’ αυτό, τις στιγμές που νιώθω αδύναμος, δεν μπόρεσα να πιω από την κρήνη της λησμονιάς, όσο κι αν με γοήτευσε η υποσχετική μέθη των υδάτων της και το λευκό σαν θάνατος κυπαρίσσι[3]. Θα ήθελα βεβαίως να περνώ κι εγώ όμορφα· ποιός άλλωστε δεν το επιθυμεί; Μα όχι τρεφόμενος από την αχλή ανθρώπων-ειδώλων. Ούτως ή άλλως δεν δύναμαι να μοιραστώ την ματωμένη αλήθεια μου με όσους ψάχνουν για επαναστάτες-σωτήρες. Δεν θέλω να σώσω κανέναν. Ουδέποτε ήταν στις προθέσεις μου. Αναζητούσα και αναζητώ εναγωνίως το στίγμα της ελευθερίας και τούτο, αν μπορώ, να το μοιραστώ με κάθε πλάσμα, ανθρώπινο και μη. Αν το κατάφερα έστω και λίγο; Ποιος ξέρει. Πάντως είμαι ιδιαίτερα πεισματάρης· όπως γνωρίζεις, δεν εγκαταλείπω εύκολα.
Θυμάμαι, μαθές, την θέρμη των λευκών μας σύννεφων, την ένταση που προκαλούσαν στις χούφτες μας, όχι σαν κάτι που έσβησε στο γέρμα του χρόνου, μα σαν ένα χωροχρονικό σημείο μιας πορείας που συνεχίζεται στο τώρα. Αν μετάνιωσα για τότε; Ναι! μετάνοιωσα. Μα για όσα δεν πράξαμε, όχι για τα πεπραγμένα μας. Έχω κάνει, λοιπόν, πολλά λάθη, αλλά ποτέ κάτι για να ντρέπομαι. Αν ξαναγύριζες τους σκουριασμένους δείκτες της ψυχής μου στο εδώ και στο τότε, πάλι τα ίδια θα έκανα. Με την ίδια αγάπη, με την ίδια πίστη στην στοχευόμενη βία, που φρονώ πως λειτουργεί ως κλαδί του πλατύφυλλου της απελευθέρωσης. Μετάνοιωσα όμως πικρά, γιατί υπήρξα γυμνός στο δριμύ ψύχος της πολιτικής. Όχι στα θέλγητρα της. Αυτά δεν με συγκίνησαν ποτέ. Ωστόσο, δεν κατανοούσα πως ενώ εγώ δεν έπραττα πολιτικά, οι περισσότεροι από όσους στέκονταν δίπλα μου λειτουργούσαν εκ βάθρων ως πολιτικά όντα. Με το αζημίωτο, βέβαια, πάντα. Κι εγώ μωρότερος κι από τους μωρούς δεν αντιλαμβανόμουν τί σημαίνει κατ’ ουσία τούτη η φράση, τί φανερώνει για όσους με καμάρι την οικειοποιούνται στην πράξη και σε τί απύθμενα τέλματα βυθίζει το αυθόρμητο κι ανεξέλεγκτο που πραγματικά απελευθερώνει. Ας είναι. Σημασία δεν έχει λοιπόν πόσες φορές θα πέσεις στο χώμα, αλλά πόσες είσαι σε θέση να ξανασηκωθείς. Οπότε, κι εγώ, όσο μπορώ ακόμη να στέκομαι όρθιος, θα συνεχίζω.
Λυπάμαι αν σε κούρασα, αν ίσως έγινα κομματάκι φορτικός. Στο κάτω-κάτω, ίσως και να μην σε ενδιαφέρουν καθόλου όλα αυτά. Αποτελεί πλέον κοινή αλήθεια πως ο ανθρώπινος νους εκπαιδεύεται συστηματικά να ξεχνάει. Υπάρχουν μύριοι λόγοι για να χαθείς και μόνον ένας για να βρεις την ουσία του εαυτού σου» να δολοφονείς διαρκώς την λήθη με όλα εκείνα τα μέσα που αναδεικνύουν το όλον της ανθρωπινότητάς σου. Κι αν δεν ξαναβρεθούμε ποτέ, δεν πειράζει. Καλή καρδιά. Έχεις τις στείρες ηδονές σου, έχω τον γόνιμό μου ανήφορο. Ίσως πάλι οι δρόμοι μας να ανταμώσουν κάποια στιγμή. Ποιος ξέρει; Κι αυτή την φορά ας είναι δίχως αυταπάτες, δίχως εργολάβους ελπίδων και κινηματικά χαλινάρια. Αν δεις το φυσικό πέρα από το πολιτικό, ίσως καταλάβεις κάποια στιγμή και την έρμη την Αναρχία. Θυμήσου το αυτό.
Σα να κρύωσες λιγάκι. Σωστά; Καλύτερα μάλλον να πηγαίνουμε. Η υγρασία αγγίζει το απόλυτο. Δεν είμαστε πιτσιρίκια πια. Ιδίως εγώ. Σκέψου, αν θέλεις, όσα ειπώθηκαν. Το ίδιο θα κάνω κι εγώ. Έχει θεμελιώδη σημασία να λεκτικοποιούμε σκέψεις και συναισθήματα. Κι ακόμη περισσότερο, όταν πολλά από αυτά είναι θαμμένα μέσα μας για χρόνια και διακαώς επιθυμούν να λάβουν ώριμο σχήμα, όπως ο νεοσσός που παλεύει να σπάσει το κέλυφος. Δεν θα σου πω, λοιπόν, αντίο. Εις το επανιδείν.
[1] Πρόκειται για την Θεολογική σχολή του Α.Π.Θ.
[2] Ο γνωστός αρχαιοελληνικός μύθος, μέσα από τον οποίον σώθηκε ως μνήμη ένα κατακλυσμιαίο γεγονός που έλαβε χώρα στην νοτιοανατολική λεκάνη της μεσογείου κάποια στιγμή στο απώτερο παρελθόν. Παρόμοιες αναφορές του γεγονότος μπορούμε να παρατηρήσουμε και στην μυθολογία άλλων λαών, με κοινά σημεία, αλλά κι έντονες διαφοροποιήσεις όσον αφορά την ανάπτυξη του μεταφυσικού στοιχείου. Η επιστήμη της γεωλογίας ήρθε σχετικά πρόσφατα να επιβεβαιώσει το αληθές του εν λόγω κατακλυσμιαίου γεγονότος. Στην αρχαιοελληνική του εκδοχή, ο βασιλιάς της Θεσσαλίας Δευκαλίων και η γυναίκα του Πύρρα είναι οι μόνοι άνθρωποι που σώζονται έπειτα από τον κατακλυσμό που προκαλεί ο Δίας, για να καταστρέψει την γενιά των ανθρώπων την οποία θεωρεί διεφθαρμένη. Όταν οι βροχές σταμάτησαν και τα ύδατα υποχώρησαν, ο Δευκαλίων και η Πύρρα, έχοντας πρωτύτερα λάβει σχετικό χρησμό από το μαντείο των Δελφών, ρίπτουν πίσω από την πλάτη τους πέτρες («τα οστά της μάνας γης»). Κάθε πέτρα που ρίχνει ο Δευκαλίων, όταν βρίσκει στο έδαφος, μετατρέπεται σε άντρα και κάθε μία που ρίχνει η Πύρρα μετατρέπεται σε γυναίκα. Έτσι, σύμφωνα πάντα με τον μύθο, ξαναεμφανίστηκαν οι άνθρωποι στη γη.
[3] Η κρήνη της λησμονιάς και το λευκό κυπαρίσσι αποτελούν χαρακτηριστικά στοιχεία της Ορφικής λατρείας, σχετιζόμενα με την μετά θάνατον ύπαρξη.
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 145, Ιανουάριος 2015
Nαι, μπορώ να διαβάσω στα μάτια σου την απορία για τούτο το ασυνήθιστο σύνολο οστών και μυώνων που στέκεται εμπρός σου. Θα μπορούσα βεβαίως να σου γνωστοποιήσω με παρρησία πως το σαρκίο αυτό έχει δει καλύτερες μέρες και φωτεινότερες νύχτες. Το γνωρίζεις καλά άλλωστε. Μια τέτοια υπενθύμιση, μολονότι δεν θα είχε καμία απολύτως σημασία, τουλάχιστον θα ξέκλεβε μία ίντσα χαμόγελο από κάθε άκρη των χειλιών σου. Ξέρω, επιμένεις να με θυμάσαι αλλιώς. Δεν μπορείς να διαγράψεις από κείνο το συρτάρι του μυαλού σου την απαστράπτουσα αγιογραφία που φυλάς εδώ και χρόνια, όπως η καρακάξα το ευτελές μα περίλαμπρο χρυσόχαρτο. Και το φέρεις βαρέως που απέτυχα να γίνω αυτό που είδες εσύ στα μάτια μου, αυτό που σκαρφίστηκες γλυκά, όχι με δόλο, αλλά σαν ελαφρύ πείραγμα των διαταραγμένων απ’ την μέθη της πρώτης νιότης σου αισθήσεων. Λυπάμαι αν σε απογοήτευσα. Δεν ήταν σίγουρα στις προθέσεις μου. Μάθε λοιπόν πως πρόθεσή μου ήταν μονάχα να μοιραστώ. Να μοιραστώ την αγάπη για ζωή μέσα μου, δίχως να γυρεύω όρκους, συμβόλαια και σφραγίδες. Τίποτα περισσότερο. Αυτό ήταν και παραμένει κίνητρο μου για όλα. Η βία δεν υπήρξε ποτέ για μένα ακριβή αγαπημένη· οι συναντήσεις μας ήταν μόνο περιστασιακές, φειδωλές και με ιδιαίτερη προσοχή.
Ναι, έκανα λάθη. Ξέρω· οι αγιογραφίες δεν λανθάνουν ποτέ. Στέκονται ακέραιες και βλοσυρές στο διηνεκές με τα χρυσά κι ασημένια τους φωτοστέφανα να λαμπυρίζουν κάτω από το πελιδνό φως των ναών. Κι όμως. Εγώ δεν υπήρξα ποτέ αυτό που εσύ ήθελες να δεις. Ωστόσο, μιλούσα με λόγια και πράξεις καθημερινά. Κοιτούσες, μα δεν έβλεπες. Είχες στο νου μονίμως τις δικές σου ανάγκες. Αυτές, που, εν είδει μυωπικών οφθαλμών, καθόρισαν και το εύρος των πολιτικών σου παρωπίδων. Εγώ αντιθέτως και με βαριά τη καρδία, έψαχνα έναν αδερφό· όχι σύντροφο. Πλέον τρωγοπίνει ο καθείς με τον καθένα. Ευτελισμός παντού. Εσύ πάλι γύρευες θρόνο να καθίσεις έναν χθόνιο κι ουράνιο πατέρα. Ας είναι. Έκαστος με τις ανάγκες του. Σπλαχνίζομαι τις δικές σου, μα, πίστεψε με, δεν είχα ούτε την πρόθεση ούτε τις δυνάμεις για να ανταπεξέλθω σε τόσο άσεμνες τελετές. Οι βωμοί κι οι τελετάρχες πάντοτε θα προκαλούν άνοστα ρίγη στις αθώες ψυχές. Έχω τον δικό μου ανήφορο. Και μόνο δυο ζεύγη υποδήματα να τον ανέλθω. Ένα για τον παγετό, ένα για το θέρος. Κι ο χρόνος μου λιγοστεύει. Ο θάνατος δεν κάνει διαπραγματεύσεις κι ακόμη κι αν ήταν αλλιώς τα πράγματα, εγώ δεν κατέχω γρι από πολιτική. Εξ άλλου, αν το καλοσκεφτείς, το δούναι και λαβείν δεν ταιριάζει σε μια ζωή ανήφορο.
Εσύ πως τα πας με την δική σου; Πόσο αξιοπρεπής τελικά μπορεί να είναι μια ιδανική ιδιώτευση; Μοιάζει με μεταξένιο ύφασμα ή με ξεφτισμένο σάβανο η φορεσιά της στο σώμα; Σίγουρα θα ξέρεις καλύτερα. Καθ’ ύλην αρμόδιος να μας διδάξεις σχετικώς. Εγώ πάλι δεν διαθέτω απάντηση γι’ αυτό. Μόνον κάτι σκόρπιες εικασίες κι ο χρόνος μας μοιάζει τόσο ισχνός και πεπερασμένος, που φοβάμαι να τον σπαταλήσω, όπως οι εραστές τις υγρές αβρότητες. Μού μήνυσες πρωτύτερα πως με βρίσκεις πλέον γραφικό, πως ο κατεργάρης χρόνος άφησε πάνω μου σημάδια που επιμένω να τα αγνοώ προκλητικά. Σημάδια που, στους ανθρώπους που τολμούν να ωριμάσουν, έρχονται μαζί με την πραότητα, το μέλωμα της σκέψης, το βόλεμα της σάρκας. Πως οι γκρίζες τρίχες που παρατηρείς πλέον διάσπαρτες στους κροτάφους μου θα έπρεπε να λογίζονται από μένα ως σπορά φρονιμότητας κι όχι απλώς ως αργυρές υπάρξεις στην σκούρα μου κόμη.
Πώς σου φαίνεται, λοιπόν, που ξανανταμώνουμε εδώ; Πληγιάζει καθόλου ο νους σου από την βία των αλλαγών; Ρίξε μια ματιά γύρω σου, αν θέλεις. Αν άλλαξε κάτι είναι μόνον ο τρόπος που στροβιλίζεται η ανάκλαση της πραγματικότητας στα σωθικά μας. Αν αντέχεις το σακάτεμα της δίνης, ίσως –λέγω ίσως– και να μπορέσεις να δεις το ίχνος της στράτας που μέλλεται· δυσπρόσιτη, παγωμένη, μοναχική. Όχι όμως στέρφα. Και, θέλω να με πιστέψεις γι’ αυτό· τα γεννήματά της είναι τόσο φωτεινά, που εμπρός τους το φως χιλίων αστεριών θα έμοιαζε με μικροσκοπική λύχνο. Κρυώνεις; Ναι, έχεις δίκιο. Οι μαρμάρινες σκάλες δεν είναι κι η καλύτερη επιλογή για κουβέντα τις χειμωνιάτικες νύχτες. Ωστόσο, οι συγκεκριμένες μάς φίλεψαν τα σπλάχνα τους να ονειρευτούμε. Θυμάσαι; Έλα, αφού το ξέρεις, δεν υπήρξα ποτέ μου νοσταλγός, αν και παραμένω ένας πεισματάρης μνήμων. Σε αυτά τα μάρμαρα λοιπόν, στα σκαλιά της Θεολογικής[1], εσύ κι εγώ κι άλλοι κι ακόμη περισσότεροι που μέθυσαν απ’ τον οίνο της ελευθερίας κάποια βράδια και μετά χάθηκαν όπως οι σκιές την αυγή. Κι οι σκάλες πάντα φιλόξενες, οπλίζανε τα χέρια μας με συμπαγή σύννεφα, λευκά σαν χιόνι κι άκαμπτα όπως το αυστηρό μειδίαμα των βόρειων ανέμων.
Πως ένιωθα τότε; Καλή η ερώτηση σου. Δεν το είχα σκεφτεί αλήθεια ποτέ. Το σιδερένιο χέρι της καθημερινότητας σε απομακρύνει αργά αλλά σταθερά από όλα τα αμείλικτα ερωτήματα. Σου βαραίνει το μέτωπο, δίχως να αντιλαμβάνεσαι τις συμφορές που φέρει αθροιστικά μια μικρή αλλά επαναλαμβανόμενη πίεση στην πνευματική σου κατανομή. Κάλλιο όμως αργά, παρά ποτέ. Σημασία δεν έχει λοιπόν πως ένιωθα τότε. Ή, για να είμαι ακριβοδίκαιος, δεν είναι αυτό που κυριαρχεί στο νου μου, όταν επαναφέρω, ως ενήλικο κιρκινέζι την θύμηση της πρώτης πτήσης, όσα συνέβησαν σε τούτο εδώ το μέρος. Αυτό που μετράει για μένα είναι τι έγινε όλος εκείνος ο σωρός μαρμάρων, τι έγιναν όλες οι κατάλευκες νύχτες που μετέτρεπαν τον γεμάτο από καπνούς ουρανό σε χιονοστρωμένο τοπίο. Όχι, δεν γίνομαι συναισθηματικός. Τουλάχιστον όχι μέσα από μια μελοδραματική οπτική. Δεν εκφράζω καμία πίκρα και κανέναν θυμό. Όπως σου είπα και πρωτύτερα, έκανα λάθη κι έμαθα· κι αυτό είναι ακριβή προίκα, αν αγαπάς τον ανήφορο.
Άκου, λοιπόν, τί απέγιναν όλοι εκείνοι οι άχρωμοι μαρμαρυγίες. Έγιναν κομμάτι ενός πανάρχαιου μύθου. Όχι, δεν αστειεύομαι, φίλτατε. Γίναμε, δίχως να το αντιληφθούμε, Δευκαλίωνες και Πύρρες[2]. Μόνο που τους εκσφενδονίζαμε όχι πίσω από την πλάτη, αλλά με μέτωπο μπροστά και σημαδεύοντας. Ναι, διότι για κάθε μάρμαρο που ρίχναμε, εύρισκε δεν εύρισκε στόχο, ξεφύτρωνε κι ένας μπάτσος… Κι εμείς συνεχίζαμε. Ρίχναμε και ρίχναμε. Ξεφύτρωναν έτσι και μπάτσοι και κάμερες και τράπεζες κι όλα τα «καλά». Λες και δεν είχαμε ήδη αρκετά από τα ζιζάνια του πολιτισμού στις ακάθαρτες φλέβες της πόλης. Κι εγώ, λοιπόν, ένας μικρός Δευκαλίωνας ήμουν. Κι εσύ κι όλοι μας. Εντάξει, υπήρχαν κάπου κι εκείνοι οι ελάχιστοι, που ωστόσο αρνούμασταν να τους δούμε γιατί η αλήθεια τους θα μας έκαιγε τα μυωπικά μας μάτια. Αυτοί που καψαλίστηκαν νωρίτερα από τις φλόγες της πολιτικής, αλλά, εξ αιτίας αυτού, κατανόησαν σε βάθος πως ελευθερία κι εξαπάτηση είναι τόσο σχετικές όσο οι χορταριασμένοι τάφοι με το παιδικό τραγούδι. Όπως θα γνωρίζεις κι εσύ, κανείς δεν μπορεί να σε βγάλει από τον βούρκο, παρά μόνο να σου δείξει τον τρόπο της εξόδου. Κι αυτό όχι τόσο με λόγια, μα ως παράδειγμα, ως στάση ζωής. Μιας ζωής που σίγουρα είναι γεμάτη με σφάλματα, αλλά δεν εξαπατά την αγάπη στην καρδιά των ανθρώπων. Πέραν τούτου, βέβαια, ο καθένας εν τέλει αποφασίζει μόνος του αν αγαπά πιότερο το κύλισμα ως άλλος χοίρος στα πολιτικά λύμματα, από την συνεχή κίνηση προς την απόλυτη ελευθερία.
Αυτό, λοιπόν, θαρρώ πως κάναμε· μετατρέψαμε τα λευκά μας σύννεφα σε σπορά λυγμών και δακρύων. Δεν είδαμε τους ύπουλους πολιτικούς μηχανισμούς, που μας γυρόφερναν σαν γύπες στην βραχώδη έρημο. Τώρα που το ξανασκέφτομαι αγαπητέ, φαντάσου πόσο γελοίοι φαινόμασταν στα μάτια των τεχνικών της εξουσίας, όταν πιστεύαμε, και μάλιστα αταλάντευτα και μονολιθικά, πως το κράτος μπορεί να καταστραφεί… δια λιθοβολισμού. Μα, δεν είναι εκνευριστικά γελοίο; Τόσος κόπος, αίμα και ιδρώτας, τόση λάμψη στα μάτια κι άγρια χαρά να μην μπορεί να σταθεί με αξιοπρέπεια ούτε καν ως ζώσα μνήμη; Διότι οι ερεβώδεις θύελλες που ακολούθησαν των λευκών νυκτών, έφεραν της λήθης το αγκάθι. Πολύχρωμα λαμπιόνια, άκληρες πνευματικά χοροεσπερίδες και πολιτική θεσφατολογία. Κι η ιστορία ξαναγράφτηκε κατά το δοκούν με το πλέον επίσημο χέρι. Σπέκουλα, βόρβορος και κινηματική κομματίλα. Λειάνθηκαν λιγάκι και οι άβολες για τους κρατούντες γωνίες, να χωρέσει η ευνουχισμένη μας αλήθεια στα αυστηρά τους κουτάκια. Έτσι κι έγινε. Κι εγώ κουρέλι για χρόνια σε έναν άνεμο με αισθήματα νηπενθή, μα εν ουσία συγκινητικά. Ξέρω, αντιλαμβάνεσαι τα πράγματα αλλιώς. Δεν θεωρείς πως τα σημάδια της αγάπης, μιας αγάπης για την ζωή ολοκληρωτικής, απολίτιστης, ατόφιας και ακερμάτιστης, μένουν για πάντα στο ταλαίπωρό μας σώμα. Κι όμως, αν προσπαθήσεις, θα δεις τις δαγκωματιές της σε ολάκερο το κορμί σου. Μα, η τριφυλή σου ιδιώτευση κάνει την όραση ασθενική. Σκορπίζεσαι σαν κονίαμα στο ηλεκτρικό φως και λησμονείς τις χαρές του λαμπρού ακαμάτη ήλιου.
Ένας Δευκαλίωνας κι εγώ, όπως προείπα, ενίοτε ψηφιακά ελκυόμενος από το οθόνιο τίποτα. Εξουσιαζόμενος μες τους εξουσιαζόμενους. Μα, με θέληση να συνεχίσω απρόσκοπτα την κακοτράχαλη ατραπό. Κι όπου με βγάλει. Το σίγουρο είναι πως τόσο ο λόγος όσο και η δράση μου δεν θα ξαναγίνουν καύσιμο για τον κλίβανο της πολιτικής· παγωμένες στάχτες κι εύθραυστα οστά σε λάρνακες-κυτία. Τουλάχιστον μπορώ να κοιμάμαι πλέον ήσυχος. Ναι, ξέχασα να σου πω. Οι αϋπνίες που με συντρόφευαν για χρόνια, όπως η γραία πεταλίδα τον γλιτσερό βράχο, μου έχουν αφήσει χρόνους. Εσύ πως τα πας με τις δικές σου; Χρειάζεσαι ακόμη τις βαλεριάνες σου για να αγκαλιάσεις τον Μορφέα ή μήπως καταπίνεις πλέον άλλα φαρμάκια; Δεν μιλάς; Εντάξει, το σέβομαι. Συχνά δηλώνουμε περισσότερα με την σιωπή μας απ’ ό,τι με χίλιες λέξεις. Κι η απουσία μας, επίσης, καμιά φορά, μπορεί να γίνει πιο δεικτική και χρήσιμη από όλες τις παρουσίες μας μαζί σε τούτο τον κόσμο. Ας μην χαθούμε, λοιπόν, ούτε σε κακόβουλες μανιέρες, ούτε σε πολιτικές συνταγές. Δεν ταιριάζουν σε όσα με ειλικρίνεια κι ανυστεροβουλία μοιραστήκαμε. Ας κρατήσουμε την κοινή μας μνήμη, τις κοινές μας στιγμές.
Το ξέρω, βέβαια, πως δεν τα έχεις στο νου σου όπως εγώ. Το βρίσκω καθ’ όλα υγιές. Μολονότι κάτι σε έκανε να με φωνάξεις απόψε το βράδυ εδώ, σε τούτα τα σκαλιά, που, όπως βλέπεις όσο κι αν τα σπάζαμε ξαναγίνονταν, όπως πριν, αστραφτερά και κάτασπρα. Όπως το συκώτι του Προμηθέα θαρρώ, μα τούτο είναι μια άλλη μεγάλη ιστορία. Ναι, κι αυτό το ξέρω, δεν με φώναξες εδώ, για να φτιάξουμε μνήματα με όλες εκείνες τις μαρμάρινες πλάκες. Ούτε φυσικά να αφηγηθούμε άνοστα ανδραγαθήματα, που έτσι κι αλλιώς αφήσαμε την πολιτική να τα κάνει κουστούμι στα μεταβλητά της μέτρα. Είσαι εδώ γιατί, παρ’ όλη την εμμονή σου στην έλλειψη πίστης, θεωρείς πως έχεις αφήσει ένα κομμάτι του εαυτού σε τούτες εδώ τις σκάλες. Κάτι άρρητο, λογικά απροσδιόριστο, μα τόσο έντονο όσο θα ήταν ένα σμάρι πεταλούδες σε άδειο στομάχι. Άρα κι ενοχλητικά αληθινό. Τόσο ενοχλητικό που δεν σου επιτρέπει να κοιμηθείς τα βράδια. Δεν σε σώζουν οι βαλεριάνες φίλτατε. Ούτε το αλκοόλ, ούτε καμία ουσία από την αιώνια θλίψη που στρογγυλοκάθισε στις άκρες των ματιών σου και, πίστεψε με, δεν έχει καμία απολύτως πρόθεση να σε αφήσει ήσυχο, όσο εσύ φοβάσαι να δεις την πληρότητα του εαυτού σου έξω από τον ραγισμένο καθρέπτη.
Ναι, το έχω περάσει κι εγώ. Ήμουν εκεί για πολλές μέρες και νύχτες. Αλλά, προτίμησα την προσωπική μου πτώση από το να γίνω ο βασιλιάς των ηλιθίων. Χάρισμά τους κι οι χάρτινοι θρόνοι και τα φίδια-σκήπτρα. Κάλλιο μια καθολική μα έντιμη πορεία προς την πλήρη ανυπαρξία από τον καθημερινό θάνατο ενός ολοκληρωτικού ξεπουλήματος λόγου και δράσης. Πώς; Να μην είμαι τόσο αυστηρός; Ότι η ζωή, αν θέλω, προσφέρει άπειρες συγκινήσεις, έρωτα, όμορφα γλυκά κορμιά, μυρωδάτες απολαύσεις; Ναι, κάτι έχω ακούσει. Μα, δυστυχώς, και ίσως να λυπάμαι πολύ γι’ αυτό, τις στιγμές που νιώθω αδύναμος, δεν μπόρεσα να πιω από την κρήνη της λησμονιάς, όσο κι αν με γοήτευσε η υποσχετική μέθη των υδάτων της και το λευκό σαν θάνατος κυπαρίσσι[3]. Θα ήθελα βεβαίως να περνώ κι εγώ όμορφα· ποιός άλλωστε δεν το επιθυμεί; Μα όχι τρεφόμενος από την αχλή ανθρώπων-ειδώλων. Ούτως ή άλλως δεν δύναμαι να μοιραστώ την ματωμένη αλήθεια μου με όσους ψάχνουν για επαναστάτες-σωτήρες. Δεν θέλω να σώσω κανέναν. Ουδέποτε ήταν στις προθέσεις μου. Αναζητούσα και αναζητώ εναγωνίως το στίγμα της ελευθερίας και τούτο, αν μπορώ, να το μοιραστώ με κάθε πλάσμα, ανθρώπινο και μη. Αν το κατάφερα έστω και λίγο; Ποιος ξέρει. Πάντως είμαι ιδιαίτερα πεισματάρης· όπως γνωρίζεις, δεν εγκαταλείπω εύκολα.
Θυμάμαι, μαθές, την θέρμη των λευκών μας σύννεφων, την ένταση που προκαλούσαν στις χούφτες μας, όχι σαν κάτι που έσβησε στο γέρμα του χρόνου, μα σαν ένα χωροχρονικό σημείο μιας πορείας που συνεχίζεται στο τώρα. Αν μετάνιωσα για τότε; Ναι! μετάνοιωσα. Μα για όσα δεν πράξαμε, όχι για τα πεπραγμένα μας. Έχω κάνει, λοιπόν, πολλά λάθη, αλλά ποτέ κάτι για να ντρέπομαι. Αν ξαναγύριζες τους σκουριασμένους δείκτες της ψυχής μου στο εδώ και στο τότε, πάλι τα ίδια θα έκανα. Με την ίδια αγάπη, με την ίδια πίστη στην στοχευόμενη βία, που φρονώ πως λειτουργεί ως κλαδί του πλατύφυλλου της απελευθέρωσης. Μετάνοιωσα όμως πικρά, γιατί υπήρξα γυμνός στο δριμύ ψύχος της πολιτικής. Όχι στα θέλγητρα της. Αυτά δεν με συγκίνησαν ποτέ. Ωστόσο, δεν κατανοούσα πως ενώ εγώ δεν έπραττα πολιτικά, οι περισσότεροι από όσους στέκονταν δίπλα μου λειτουργούσαν εκ βάθρων ως πολιτικά όντα. Με το αζημίωτο, βέβαια, πάντα. Κι εγώ μωρότερος κι από τους μωρούς δεν αντιλαμβανόμουν τί σημαίνει κατ’ ουσία τούτη η φράση, τί φανερώνει για όσους με καμάρι την οικειοποιούνται στην πράξη και σε τί απύθμενα τέλματα βυθίζει το αυθόρμητο κι ανεξέλεγκτο που πραγματικά απελευθερώνει. Ας είναι. Σημασία δεν έχει λοιπόν πόσες φορές θα πέσεις στο χώμα, αλλά πόσες είσαι σε θέση να ξανασηκωθείς. Οπότε, κι εγώ, όσο μπορώ ακόμη να στέκομαι όρθιος, θα συνεχίζω.
Λυπάμαι αν σε κούρασα, αν ίσως έγινα κομματάκι φορτικός. Στο κάτω-κάτω, ίσως και να μην σε ενδιαφέρουν καθόλου όλα αυτά. Αποτελεί πλέον κοινή αλήθεια πως ο ανθρώπινος νους εκπαιδεύεται συστηματικά να ξεχνάει. Υπάρχουν μύριοι λόγοι για να χαθείς και μόνον ένας για να βρεις την ουσία του εαυτού σου» να δολοφονείς διαρκώς την λήθη με όλα εκείνα τα μέσα που αναδεικνύουν το όλον της ανθρωπινότητάς σου. Κι αν δεν ξαναβρεθούμε ποτέ, δεν πειράζει. Καλή καρδιά. Έχεις τις στείρες ηδονές σου, έχω τον γόνιμό μου ανήφορο. Ίσως πάλι οι δρόμοι μας να ανταμώσουν κάποια στιγμή. Ποιος ξέρει; Κι αυτή την φορά ας είναι δίχως αυταπάτες, δίχως εργολάβους ελπίδων και κινηματικά χαλινάρια. Αν δεις το φυσικό πέρα από το πολιτικό, ίσως καταλάβεις κάποια στιγμή και την έρμη την Αναρχία. Θυμήσου το αυτό.
Σα να κρύωσες λιγάκι. Σωστά; Καλύτερα μάλλον να πηγαίνουμε. Η υγρασία αγγίζει το απόλυτο. Δεν είμαστε πιτσιρίκια πια. Ιδίως εγώ. Σκέψου, αν θέλεις, όσα ειπώθηκαν. Το ίδιο θα κάνω κι εγώ. Έχει θεμελιώδη σημασία να λεκτικοποιούμε σκέψεις και συναισθήματα. Κι ακόμη περισσότερο, όταν πολλά από αυτά είναι θαμμένα μέσα μας για χρόνια και διακαώς επιθυμούν να λάβουν ώριμο σχήμα, όπως ο νεοσσός που παλεύει να σπάσει το κέλυφος. Δεν θα σου πω, λοιπόν, αντίο. Εις το επανιδείν.
σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση
[1] Πρόκειται για την Θεολογική σχολή του Α.Π.Θ.
[2] Ο γνωστός αρχαιοελληνικός μύθος, μέσα από τον οποίον σώθηκε ως μνήμη ένα κατακλυσμιαίο γεγονός που έλαβε χώρα στην νοτιοανατολική λεκάνη της μεσογείου κάποια στιγμή στο απώτερο παρελθόν. Παρόμοιες αναφορές του γεγονότος μπορούμε να παρατηρήσουμε και στην μυθολογία άλλων λαών, με κοινά σημεία, αλλά κι έντονες διαφοροποιήσεις όσον αφορά την ανάπτυξη του μεταφυσικού στοιχείου. Η επιστήμη της γεωλογίας ήρθε σχετικά πρόσφατα να επιβεβαιώσει το αληθές του εν λόγω κατακλυσμιαίου γεγονότος. Στην αρχαιοελληνική του εκδοχή, ο βασιλιάς της Θεσσαλίας Δευκαλίων και η γυναίκα του Πύρρα είναι οι μόνοι άνθρωποι που σώζονται έπειτα από τον κατακλυσμό που προκαλεί ο Δίας, για να καταστρέψει την γενιά των ανθρώπων την οποία θεωρεί διεφθαρμένη. Όταν οι βροχές σταμάτησαν και τα ύδατα υποχώρησαν, ο Δευκαλίων και η Πύρρα, έχοντας πρωτύτερα λάβει σχετικό χρησμό από το μαντείο των Δελφών, ρίπτουν πίσω από την πλάτη τους πέτρες («τα οστά της μάνας γης»). Κάθε πέτρα που ρίχνει ο Δευκαλίων, όταν βρίσκει στο έδαφος, μετατρέπεται σε άντρα και κάθε μία που ρίχνει η Πύρρα μετατρέπεται σε γυναίκα. Έτσι, σύμφωνα πάντα με τον μύθο, ξαναεμφανίστηκαν οι άνθρωποι στη γη.
[3] Η κρήνη της λησμονιάς και το λευκό κυπαρίσσι αποτελούν χαρακτηριστικά στοιχεία της Ορφικής λατρείας, σχετιζόμενα με την μετά θάνατον ύπαρξη.
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 145, Ιανουάριος 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου