Τόσο η βία όσο και η φοβική κοινωνική συμπεριφορά αποτελούν, δυστυχώς, μια επίμονη παρουσία σε όλη την ανθρώπινη ιστορία. Πηγάζουν άραγε από ένα «ένστικτο» επιθετικότητας εγγεγραμμένο κάπου στα γονίδιά μας ή, μήπως, από τις ειδικές εγκεφαλικές δομές που «ευθύνονται» για την επιθετική ή τη φοβική συμπεριφορά μας; Πρόκειται, όπως θα δούμε, για ένα ψευδοεπιστημονικό δίλημμα.
Με αφορμή την πρόσφατη τρομοκρατική επίθεση στο Παρίσι και την τρομοφοβική διαχείρισή της από τις περισσότερες δυτικές κυβερνήσεις και τα διεθνή ΜΜΕ, είναι σήμερα επιτακτική πολιτική ανάγκη να διερευνηθεί το επιστημολογικό καθεστώς των εννοιών κλειδιά στην επικράτεια της τρομοκρατίας. Έτσι θα συνειδητοποιήσουμε ότι ο «μαζικός φόβος» και η «τυφλή βία» που βιώνουμε καθημερινά και μολύνουν τις ζωές μας δεν αποτελούν, όπως συχνά λέγεται, τα φυσικά προϊόντα των «εκ φύσεως» βίαιων ή φοβικών εγκεφάλων μας ή της «εγωιστικής ανάγκης» των γονιδίων μας, όσο μάλλον την ιστορική επιλογή μιας νέας μορφής άσκησης εξουσίας.
H βία, η επιθετικότητα και οι φοβικές τους συνέπειες αποτελούν τα τυπικά (αλλά όχι και τα μοναδικά) χαρακτηριστικά όχι μόνο της ανθρώπινης αλλά και της ζωικής συμπεριφοράς, την οποία απαξιωτικά περιγράφουμε ως «κτηνώδη». Ωστόσο, βαυκαλιζόμαστε ότι οι συμπεριφορές αυτές, μαζί με τη συντροφικότητα, τη συνεργασία, την αλληλεγγύη και την αγάπη, αποτελούν αποκλειστικές εκδηλώσεις της «ανθρώπινης φύσης»: μιας μυστηριώδους βιοπολιτισμικής οντότητας, η οποία προδιαγράφει, υποτίθεται, νομοτελειακά τα όρια κάθε ατομικής ή συλλογικής συμπεριφοράς μας.
Πράγματι, όπως προκύπτει από τις σχετικές έρευνες της ηθολογίας, της βιοψυχολογίας και των νευροεπιστημών, κάθε ανθρώπινο ον διαθέτει μια βιολογική προδιάθεση στο να εκδηλώνει επιθετική ή φοβική συμπεριφορά. Αντίθετα όμως με ό,τι βλέπουμε στις ταινίες τρόμου, αυτή η βιολογική μας προδιάθεση δεν είναι συνήθως αιμοδιψής ή παράλογη· μπορεί διαρκώς να αναρρυθμίζεται και να προσαρμόζεται στις εξωτερικές συνθήκες, ώστε να εξυπηρετεί καλύτερα τις ανάγκες μας για επιβίωση.
Επομένως, το αποφασιστικό ερώτημα είναι: πώς -και υπό ποιες συνθήκες- οι φυσικές βιολογικές αντιδράσεις μας απέναντι στον φόβο και τη βία που βιώνουμε ατομικά μετουσιώνονται σε αφύσικες τρομοφοβικές ή τρομολαγνικές μαζικές κοινωνικές πρακτικές;
Η ανορθολογική βία των τρομοκρατικών ενεργειών, των πολεμικών εχθροπραξιών και του οικονομικού ανταγωνισμού αποτελούν διαχρονικά και άρα υπεριστορικά φαινόμενα; Πηγάζουν, άραγε, από το ασαφές «ένστικτο» επιθετικότητας που βρίσκεται εγγεγραμμένο στα γονίδιά μας ή από τις ειδικές εγκεφαλικές δομές που «ευθύνονται» για την επιθετική ή τη φοβική συμπεριφορά μας;
Στα παραπάνω βασανιστικά ερωτήματα η απάντηση τόσο του Κόνραντ Λόρεντς (Konrad Lorenz), ενός από τους πατέρες της ηθολογίας, όσο και του Εντουαρντ Γουίλσον (Edward Ο. Wilson), πρωτεργάτη στη δημιουργία της κοινωνιοβιολογίας, είναι ανεπιφύλακτα θετική. Αμφότεροι εικάζουν ότι, σε τελευταία ανάλυση, κάθε ζωική ή ανθρώπινη συμπεριφορά αποτελεί την εκδήλωση βαθύτερων ενορμήσεων ή ενστίκτων τα οποία είναι εγγεγραμμένα στα γονίδιά μας. Ενστικτώδεις συμπεριφορές που διαμορφώθηκαν κατά τη βιολογική μας εξέλιξη και παγιώθηκαν από τη φυσική επιλογή επειδή ικανοποιούσαν τη ζωτική μας ανάγκη για επιβίωση.
Η συμφωνία, ωστόσο, των δύο κορυφαίων επιστημόνων εξαντλείται σε αυτή τη γενικόλογη παραδοχή του ισομορφισμού μεταξύ των βιολογικών και των κοινωνικών φαινομένων. Διότι σε ό,τι αφορά τους μηχανισμούς μετάφρασης των βιολογικών πληροφοριών (δηλαδή των γονιδίων) σε κοινωνικές εκδηλώσεις (αγάπη-μίσος, επιθετικότητα-αλληλεγγύη), οι απόψεις τους διαφέρουν σημαντικά.
Για να εξηγήσει την ανθρώπινη επιθετικότητα ως βασικό επιβιωτικό μηχανισμό ο Λόρεντς υιοθετεί το μοντέλο εξήγησης «της απελευθέρωσης των ενορμήσεων», που πρώτος το είχε περιγράψει ο Φρόιντ στα ύστερα έργα του περί ενόρμησης θανάτου. Έτσι, στο βιβλίο του «Επιθετικότητα» (εκδ. Χατζηνικολή), ο Λόρεντς περιγράφει την ανθρώπινη και τη ζωική επιθετικότητα ως μια ενιαία συμπεριφορά που, λόγω της κοινής εξελικτικής καταγωγής τους, μοιράζονται εξίσου άνθρωποι και ζώα. Πρότεινε, μάλιστα, και έναν «ψυχο-υδραυλικό» μηχανισμό για την εκτόνωση των έμφυτων επιθετικών αναγκών.
Σύμφωνα με αυτό το απλοϊκό μηχανιστικό μοντέλο, όταν η ενορμητική ενέργεια συσσωρεύεται χωρίς να εκτονώνεται, τότε ξεσπά αυθόρμητα με μορφές παράλογης ή καταστροφικής βίας. Περιττό βέβαια να πούμε ότι, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες πολλών ερευνητών, αυτό το μηχανιστικό εξηγητικό μοντέλο δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ.
Ίσως γι’ αυτό ο Γουίλσον και άλλοι κοινωνιοβιολόγοι αναζήτησαν ένα εναλλακτικό πρότυπο εξήγησης. Το μοντέλο αυτό βασίζεται σε έναν πολύ πιο περίπλοκο και ευέλικτο εγκεφαλικό μηχανισμό που εξηγεί πώς τα γονίδια καθορίζουν την ανθρώπινη επιθετική συμπεριφορά διαμορφώνοντας τις εξειδικευμένες εγκεφαλικές δομές ή «κέντρα» τα οποία υποτίθεται ότι «ενορχηστρώνουν» το ρεπερτόριο των επιθετικών αντιδράσεων των ζώων και των ανθρώπων.
Όπως γράφει ο Γουίλσον στο βιβλίο του «Για την ανθρώπινη φύση» (εκδ. Λέξημα): «Η επιθετικότητα του ανθρώπου δεν είναι κάποιο σκοτεινό αγγελικό ελάττωμα ούτε κτηνώδες ένστικτο. Δεν είναι ούτε παθολογικό σύμπτωμα, λόγω της ανατροφής σε ένα εχθρικό περιβάλλον» και... «Παρ’ όλο που έχουμε αξιοσημείωτη προδιάθεση για επιθετική συμπεριφορά, απέχουμε πολύ από το να αυτοχαρακτηριστούμε ως το πιο βίαιο ζώο».
Τι όμως υποκρύπτει αυτή η κοινωνιοβιολογική προσπάθεια «αυστηρής» οριοθέτησης της ανθρώπινης επιθετικής συμπεριφοράς; Υποκρύπτει το καλά επιβεβαιωμένο γεγονός ότι η εξήγηση της επιθετικής συμπεριφοράς των περίπλοκων βιολογικά και κοινωνικά οργανισμών, όπως ο άνθρωπος, εξαρτάται από το περιβάλλον, και όχι αποκλειστικά από τα γονίδια ή τον εγκέφαλο.
Παρά τα φαινόμενα, δεν καθορίζει η επιθετικότητα τις κοινωνικές συγκρούσεις (πώς θα μπορούσε άλλωστε;) αλλά, αντίθετα, οι κοινωνικές συγκρούσεις που λαμβάνουν χώρα στο συγκεκριμένο κοινωνικό-ιστορικό περιβάλλον ρυθμίζουν τις νευροβιολογικές εκδηλώσεις της επιθετικότητας.
Παρά τον υποκριτικό αποτροπιασμό μας για τις αναρίθμητες δολοφονίες, σφαγές και γενοκτονίες, που «κοσμούν» την ανθρώπινη ιστορία, διστάζουμε να αναγνωρίσουμε, πόσο μάλλον να εξηγήσουμε, το γιατί η φαινομενικά «κτηνώδης» επιθετικότητα και η λεγόμενη «τυφλή» βία αποτελούν τα επίμονα και δυσεξάλειπτα συστατικά της κοινωνικής μας ζωής.
Κατά καιρούς έχουν βέβαια προταθεί διάφορες κοινωνικές, πολιτικοοικονομικές, ψυχολογικές εξηγήσεις, οι οποίες μάταια επιχειρούν να εκλογικεύσουν τέτοιες φαινομενικά «αναίτιες» ή «παράλογες» εκδηλώσεις της ανθρώπινης επιθετικότητας. Καμία, όμως, από αυτές τις «εξηγήσεις» δεν συμπεριέλαβε τους νευροβιολογικούς μηχανισμούς που, μολονότι αποτελούν το φυσικό υπόστρωμα για την εκδήλωση κάθε φοβικής και επιθετικής συμπεριφοράς μας, υποβαθμίζονται συστηματικά από τις αμιγώς κοινωνιολογικές προσεγγίσεις. Και ας σημειωθεί ότι μιλάμε για το «υπόστρωμα» και όχι για τα «αίτια» που προκαλούν ή, ακριβέστερα, πυροδοτούν τις εκδηλώσεις βίας.
Ωστόσο, μετά τις αποσπασματικές ανακαλύψεις της ηθολογίας, της κοινωνιοβιολογίας, της εξελικτικής ψυχολογίας και πιο πρόσφατα των επιστημών του εγκεφάλου (νευροεπιστημών), θεωρείται πλέον αναμφισβήτητο ότι η επιθετική συμπεριφορά των ζώων καθορίζεται και από έμφυτους βιολογικούς παράγοντες.
Πολύ σοβαρότερες αντιστάσεις συναντά, ακόμη και σήμερα, η περιγραφή της ανθρώπινης επιθετικότητας ως «έμφυτης» βιολογικής συμπεριφοράς: ως συμπεριφοράς δηλαδή που δεν εξαρτάται αποκλειστικά από εξωγενείς περιβαλλοντικούς, μαθησιακούς και εν τέλει κοινωνικούς παράγοντες, αλλά και από τις εγγενείς βιολογικές δομές που διαμορφώθηκαν κατά την εξελικτική ιστορία του είδους μας.
Για μια ακόμη φορά, πρόκειται για τη στείρα (γνωσιακά) και εντελώς παραπλανητική (κοινωνικοπολιτικά) αντιπαράθεση της «Βιολογίας» στην «Παιδεία». Την αυθαίρετη διάζευξη και τον αμοιβαίο αποκλεισμό των βιολογικών παραγόντων (εξελικτικών, γονιδιακών, εγκεφαλικών) από τους περιβαλλοντικούς παράγοντες στη διαμόρφωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Πάντως, κάθε προσπάθεια για μια αποκλειστικά βιολογική ερμηνεία της ανθρώπινης βίας ενέχει τον κίνδυνο να λειτουργήσει νομιμοποιητικά: εκλογικεύοντας και δικαιολογώντας «επιστημονικά» τις πιο απάνθρωπες και αντικοινωνικές πράξεις βίας.
Πρόκειται για την ευρύτατα πλέον εφαρμοζόμενη βιοπολιτική στρατηγική της «γυμνής ζωής», όπως την περιγράφει ο Ιταλός φιλόσοφος Τζόρτζιο Αγκάμπεν (Giorgio Agamben). «Στη νεωτερική βιοπολιτική κυρίαρχος είναι αυτός που αποφασίζει για την αξία ή τη μη αξία της ζωής ως τέτοιας, δηλαδή για το αν η ζωή ως τέτοια έχει ή δεν έχει αξία», γράφει ο Αγκάμπεν στο συγκλονιστικό βιβλίο του «Homo sacer» (άριστα μεταφρασμένο από τον Π. Τσιαμούρα, εκδ. «Scripta»). Για τη σύγχρονη βιοπολιτική η ανθρώπινη ζωή είναι μόνο η «πρώτη ύλη», ένα αέναα εύπλαστο υλικό πάνω στο οποίο οικοδομείται και αναπαράγεται η απάνθρωπη βιοεξουσία των «αγορών».
Μολονότι, όπως είδαμε, κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα, η βιοψυχολογία, η ηθολογία και η κοινωνιοβιολογία επιχείρησαν να περιγράψουν τη φαινομενολογία της βίας και του φόβου, οι νευροβιολογικές και οι εγκεφαλικές προϋποθέσεις αυτών των αρχέγονων συναισθημάτων παρέμεναν αδιαφανείς.
Μόνο τις δύο τελευταίες δεκαετίες οι νευροεπιστήμες άρχισαν να κατανοούν πραγματικά τα εγκεφαλικά κυκλώματα του φόβου και της βίας. Πράγματι, χάρη στις νέες τεχνικές απεικόνισης του ζωντανού εγκεφάλου έγινε εφικτή η ταυτοποίηση των εγκεφαλικών δομών που ενεργοποιούνται (ή απενεργοποιούνται) κατά την εκδήλωση των συγκεκριμένων συμπεριφορών.
Έτσι διαπίστωσαν ότι βασικά συναισθήματα -απέχθεια, φόβος, θυμός, ηδονή κ.ά.- παράγονται από την ενεργοποίηση διαφορετικών (αλλά όχι απομονωμένων) εγκεφαλικών κυκλωμάτων. Κατάφεραν μάλιστα να εντοπίσουν κάποιες παλαιοεγκεφαλικές δομές (δηλαδή κάποιες εξελικτικά αρχαιότερες δομές του εγκεφάλου) που δραστηριοποιούνται πάντα όταν εκδηλώνουμε κάποια επιθετική ή βίαιη συμπεριφορά.
Για παράδειγμα, σε ορισμένες ενστικτώδεις αντιδράσεις επίθεσης ή φυγής, αποφασιστικό ρόλο παίζουν οι υποφλοιώδεις δομές του εγκεφάλου, όπως ο δικτυωτός σχηματισμός, το μεταιχμιακό σύστημα, ο ιππόκαμπος, η αμυγδαλή, ο θάλαμος και ο υποθάλαμος, που εμπλέκονται στην ταχύτατη (και άρα μη συνειδητή) ενεργοποίηση του αυτόνομου νευρικού συστήματος.
Μολονότι αρχικά οι ερευνητές πίστεψαν ότι σε αυτές τις αρχαϊκές εγκεφαλικές δομές εντοπίζονται τα «κέντρα» της επιθετικότητας, σήμερα θεωρείται βέβαιο ότι τέτοια αυστηρά προδιαγεγραμμένα ανατομικά «κέντρα» δεν υπάρχουν. Αντίθετα, στην εμφάνιση βίαιης και αντικοινωνικής συμπεριφοράς φαίνεται πως εμπλέκονται ευρύτατα νευρωνικά κυκλώματα διάσπαρτα σε ολόκληρο τον εγκέφαλό μας.
Αυτό που πρέπει να συγκρατήσουμε είναι ότι δεν υπάρχει μια απλή και γραμμική συσχέτιση των βασικών συναισθημάτων με ορισμένες αυστηρά οριοθετημένες περιοχές του εγκεφάλου. Αντίθετα παρατηρείται μεγάλη επικάλυψη και διασύνδεση των εγκεφαλικών δομών και των νευρωνικών κυκλωμάτων που επεξεργάζονται αυτά τα συναισθήματα.
Ωστόσο, όπως επιβεβαιώνεται τόσο από τη μελέτη νευρολογικών παθήσεων όσο και από απεικονιστικές μελέτες της λειτουργίας των εγκεφαλικών δομών, ο προμετωπιαίος φλοιός (και συγκεκριμένα το κογχομετωπιαίο τμήμα του) είναι σε θέση να καταστέλλει την ενεργοποίηση των κατώτερων παλαιοεγκεφαλικών δομών που εμπλέκονται στην επιθετική συμπεριφορά.
Πολλά άτομα στα οποία αυτές οι «ανώτερες» προμετωπιαίες εγκεφαλικές δομές έχουν καταστραφεί εξαιτίας κάποιας νευρολογικής πάθησης ή τραυματισμού, εμφανίζουν ανεξέλεγκτη και υπερβολικά βίαιη συμπεριφορά. Ακόμη και από νευροανατομική άποψη φαίνεται να επιβεβαιώνεται το γεγονός ότι η λογική σκέψη, που παράγεται στις «ανώτερες» φλοιικές δομές του εγκεφάλου μας, μπορεί να ελέγχει και να τιθασεύει την άλογη βία που προκύπτει από τις «κατώτερες» εγκεφαλικές μας δομές.
Συντάκτης: Σπύρος Μανουσέλης
Πηγή efsyn.gr
Με αφορμή την πρόσφατη τρομοκρατική επίθεση στο Παρίσι και την τρομοφοβική διαχείρισή της από τις περισσότερες δυτικές κυβερνήσεις και τα διεθνή ΜΜΕ, είναι σήμερα επιτακτική πολιτική ανάγκη να διερευνηθεί το επιστημολογικό καθεστώς των εννοιών κλειδιά στην επικράτεια της τρομοκρατίας. Έτσι θα συνειδητοποιήσουμε ότι ο «μαζικός φόβος» και η «τυφλή βία» που βιώνουμε καθημερινά και μολύνουν τις ζωές μας δεν αποτελούν, όπως συχνά λέγεται, τα φυσικά προϊόντα των «εκ φύσεως» βίαιων ή φοβικών εγκεφάλων μας ή της «εγωιστικής ανάγκης» των γονιδίων μας, όσο μάλλον την ιστορική επιλογή μιας νέας μορφής άσκησης εξουσίας.
H βία, η επιθετικότητα και οι φοβικές τους συνέπειες αποτελούν τα τυπικά (αλλά όχι και τα μοναδικά) χαρακτηριστικά όχι μόνο της ανθρώπινης αλλά και της ζωικής συμπεριφοράς, την οποία απαξιωτικά περιγράφουμε ως «κτηνώδη». Ωστόσο, βαυκαλιζόμαστε ότι οι συμπεριφορές αυτές, μαζί με τη συντροφικότητα, τη συνεργασία, την αλληλεγγύη και την αγάπη, αποτελούν αποκλειστικές εκδηλώσεις της «ανθρώπινης φύσης»: μιας μυστηριώδους βιοπολιτισμικής οντότητας, η οποία προδιαγράφει, υποτίθεται, νομοτελειακά τα όρια κάθε ατομικής ή συλλογικής συμπεριφοράς μας.
Πράγματι, όπως προκύπτει από τις σχετικές έρευνες της ηθολογίας, της βιοψυχολογίας και των νευροεπιστημών, κάθε ανθρώπινο ον διαθέτει μια βιολογική προδιάθεση στο να εκδηλώνει επιθετική ή φοβική συμπεριφορά. Αντίθετα όμως με ό,τι βλέπουμε στις ταινίες τρόμου, αυτή η βιολογική μας προδιάθεση δεν είναι συνήθως αιμοδιψής ή παράλογη· μπορεί διαρκώς να αναρρυθμίζεται και να προσαρμόζεται στις εξωτερικές συνθήκες, ώστε να εξυπηρετεί καλύτερα τις ανάγκες μας για επιβίωση.
Επομένως, το αποφασιστικό ερώτημα είναι: πώς -και υπό ποιες συνθήκες- οι φυσικές βιολογικές αντιδράσεις μας απέναντι στον φόβο και τη βία που βιώνουμε ατομικά μετουσιώνονται σε αφύσικες τρομοφοβικές ή τρομολαγνικές μαζικές κοινωνικές πρακτικές;
Ηθολογία και κοινωνιοβιολογία της ανθρώπινης επιθετικότητας
Η ανορθολογική βία των τρομοκρατικών ενεργειών, των πολεμικών εχθροπραξιών και του οικονομικού ανταγωνισμού αποτελούν διαχρονικά και άρα υπεριστορικά φαινόμενα; Πηγάζουν, άραγε, από το ασαφές «ένστικτο» επιθετικότητας που βρίσκεται εγγεγραμμένο στα γονίδιά μας ή από τις ειδικές εγκεφαλικές δομές που «ευθύνονται» για την επιθετική ή τη φοβική συμπεριφορά μας;
Στα παραπάνω βασανιστικά ερωτήματα η απάντηση τόσο του Κόνραντ Λόρεντς (Konrad Lorenz), ενός από τους πατέρες της ηθολογίας, όσο και του Εντουαρντ Γουίλσον (Edward Ο. Wilson), πρωτεργάτη στη δημιουργία της κοινωνιοβιολογίας, είναι ανεπιφύλακτα θετική. Αμφότεροι εικάζουν ότι, σε τελευταία ανάλυση, κάθε ζωική ή ανθρώπινη συμπεριφορά αποτελεί την εκδήλωση βαθύτερων ενορμήσεων ή ενστίκτων τα οποία είναι εγγεγραμμένα στα γονίδιά μας. Ενστικτώδεις συμπεριφορές που διαμορφώθηκαν κατά τη βιολογική μας εξέλιξη και παγιώθηκαν από τη φυσική επιλογή επειδή ικανοποιούσαν τη ζωτική μας ανάγκη για επιβίωση.
Η συμφωνία, ωστόσο, των δύο κορυφαίων επιστημόνων εξαντλείται σε αυτή τη γενικόλογη παραδοχή του ισομορφισμού μεταξύ των βιολογικών και των κοινωνικών φαινομένων. Διότι σε ό,τι αφορά τους μηχανισμούς μετάφρασης των βιολογικών πληροφοριών (δηλαδή των γονιδίων) σε κοινωνικές εκδηλώσεις (αγάπη-μίσος, επιθετικότητα-αλληλεγγύη), οι απόψεις τους διαφέρουν σημαντικά.
Για να εξηγήσει την ανθρώπινη επιθετικότητα ως βασικό επιβιωτικό μηχανισμό ο Λόρεντς υιοθετεί το μοντέλο εξήγησης «της απελευθέρωσης των ενορμήσεων», που πρώτος το είχε περιγράψει ο Φρόιντ στα ύστερα έργα του περί ενόρμησης θανάτου. Έτσι, στο βιβλίο του «Επιθετικότητα» (εκδ. Χατζηνικολή), ο Λόρεντς περιγράφει την ανθρώπινη και τη ζωική επιθετικότητα ως μια ενιαία συμπεριφορά που, λόγω της κοινής εξελικτικής καταγωγής τους, μοιράζονται εξίσου άνθρωποι και ζώα. Πρότεινε, μάλιστα, και έναν «ψυχο-υδραυλικό» μηχανισμό για την εκτόνωση των έμφυτων επιθετικών αναγκών.
Σύμφωνα με αυτό το απλοϊκό μηχανιστικό μοντέλο, όταν η ενορμητική ενέργεια συσσωρεύεται χωρίς να εκτονώνεται, τότε ξεσπά αυθόρμητα με μορφές παράλογης ή καταστροφικής βίας. Περιττό βέβαια να πούμε ότι, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες πολλών ερευνητών, αυτό το μηχανιστικό εξηγητικό μοντέλο δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ.
Ίσως γι’ αυτό ο Γουίλσον και άλλοι κοινωνιοβιολόγοι αναζήτησαν ένα εναλλακτικό πρότυπο εξήγησης. Το μοντέλο αυτό βασίζεται σε έναν πολύ πιο περίπλοκο και ευέλικτο εγκεφαλικό μηχανισμό που εξηγεί πώς τα γονίδια καθορίζουν την ανθρώπινη επιθετική συμπεριφορά διαμορφώνοντας τις εξειδικευμένες εγκεφαλικές δομές ή «κέντρα» τα οποία υποτίθεται ότι «ενορχηστρώνουν» το ρεπερτόριο των επιθετικών αντιδράσεων των ζώων και των ανθρώπων.
Όπως γράφει ο Γουίλσον στο βιβλίο του «Για την ανθρώπινη φύση» (εκδ. Λέξημα): «Η επιθετικότητα του ανθρώπου δεν είναι κάποιο σκοτεινό αγγελικό ελάττωμα ούτε κτηνώδες ένστικτο. Δεν είναι ούτε παθολογικό σύμπτωμα, λόγω της ανατροφής σε ένα εχθρικό περιβάλλον» και... «Παρ’ όλο που έχουμε αξιοσημείωτη προδιάθεση για επιθετική συμπεριφορά, απέχουμε πολύ από το να αυτοχαρακτηριστούμε ως το πιο βίαιο ζώο».
Τι όμως υποκρύπτει αυτή η κοινωνιοβιολογική προσπάθεια «αυστηρής» οριοθέτησης της ανθρώπινης επιθετικής συμπεριφοράς; Υποκρύπτει το καλά επιβεβαιωμένο γεγονός ότι η εξήγηση της επιθετικής συμπεριφοράς των περίπλοκων βιολογικά και κοινωνικά οργανισμών, όπως ο άνθρωπος, εξαρτάται από το περιβάλλον, και όχι αποκλειστικά από τα γονίδια ή τον εγκέφαλο.
Παρά τα φαινόμενα, δεν καθορίζει η επιθετικότητα τις κοινωνικές συγκρούσεις (πώς θα μπορούσε άλλωστε;) αλλά, αντίθετα, οι κοινωνικές συγκρούσεις που λαμβάνουν χώρα στο συγκεκριμένο κοινωνικό-ιστορικό περιβάλλον ρυθμίζουν τις νευροβιολογικές εκδηλώσεις της επιθετικότητας.
Η μετανεωτερική εξίσωση: Φόβος + Βία = Βιοεξουσία
Παρά τον υποκριτικό αποτροπιασμό μας για τις αναρίθμητες δολοφονίες, σφαγές και γενοκτονίες, που «κοσμούν» την ανθρώπινη ιστορία, διστάζουμε να αναγνωρίσουμε, πόσο μάλλον να εξηγήσουμε, το γιατί η φαινομενικά «κτηνώδης» επιθετικότητα και η λεγόμενη «τυφλή» βία αποτελούν τα επίμονα και δυσεξάλειπτα συστατικά της κοινωνικής μας ζωής.
Κατά καιρούς έχουν βέβαια προταθεί διάφορες κοινωνικές, πολιτικοοικονομικές, ψυχολογικές εξηγήσεις, οι οποίες μάταια επιχειρούν να εκλογικεύσουν τέτοιες φαινομενικά «αναίτιες» ή «παράλογες» εκδηλώσεις της ανθρώπινης επιθετικότητας. Καμία, όμως, από αυτές τις «εξηγήσεις» δεν συμπεριέλαβε τους νευροβιολογικούς μηχανισμούς που, μολονότι αποτελούν το φυσικό υπόστρωμα για την εκδήλωση κάθε φοβικής και επιθετικής συμπεριφοράς μας, υποβαθμίζονται συστηματικά από τις αμιγώς κοινωνιολογικές προσεγγίσεις. Και ας σημειωθεί ότι μιλάμε για το «υπόστρωμα» και όχι για τα «αίτια» που προκαλούν ή, ακριβέστερα, πυροδοτούν τις εκδηλώσεις βίας.
Ωστόσο, μετά τις αποσπασματικές ανακαλύψεις της ηθολογίας, της κοινωνιοβιολογίας, της εξελικτικής ψυχολογίας και πιο πρόσφατα των επιστημών του εγκεφάλου (νευροεπιστημών), θεωρείται πλέον αναμφισβήτητο ότι η επιθετική συμπεριφορά των ζώων καθορίζεται και από έμφυτους βιολογικούς παράγοντες.
Πολύ σοβαρότερες αντιστάσεις συναντά, ακόμη και σήμερα, η περιγραφή της ανθρώπινης επιθετικότητας ως «έμφυτης» βιολογικής συμπεριφοράς: ως συμπεριφοράς δηλαδή που δεν εξαρτάται αποκλειστικά από εξωγενείς περιβαλλοντικούς, μαθησιακούς και εν τέλει κοινωνικούς παράγοντες, αλλά και από τις εγγενείς βιολογικές δομές που διαμορφώθηκαν κατά την εξελικτική ιστορία του είδους μας.
Για μια ακόμη φορά, πρόκειται για τη στείρα (γνωσιακά) και εντελώς παραπλανητική (κοινωνικοπολιτικά) αντιπαράθεση της «Βιολογίας» στην «Παιδεία». Την αυθαίρετη διάζευξη και τον αμοιβαίο αποκλεισμό των βιολογικών παραγόντων (εξελικτικών, γονιδιακών, εγκεφαλικών) από τους περιβαλλοντικούς παράγοντες στη διαμόρφωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Πάντως, κάθε προσπάθεια για μια αποκλειστικά βιολογική ερμηνεία της ανθρώπινης βίας ενέχει τον κίνδυνο να λειτουργήσει νομιμοποιητικά: εκλογικεύοντας και δικαιολογώντας «επιστημονικά» τις πιο απάνθρωπες και αντικοινωνικές πράξεις βίας.
Πρόκειται για την ευρύτατα πλέον εφαρμοζόμενη βιοπολιτική στρατηγική της «γυμνής ζωής», όπως την περιγράφει ο Ιταλός φιλόσοφος Τζόρτζιο Αγκάμπεν (Giorgio Agamben). «Στη νεωτερική βιοπολιτική κυρίαρχος είναι αυτός που αποφασίζει για την αξία ή τη μη αξία της ζωής ως τέτοιας, δηλαδή για το αν η ζωή ως τέτοια έχει ή δεν έχει αξία», γράφει ο Αγκάμπεν στο συγκλονιστικό βιβλίο του «Homo sacer» (άριστα μεταφρασμένο από τον Π. Τσιαμούρα, εκδ. «Scripta»). Για τη σύγχρονη βιοπολιτική η ανθρώπινη ζωή είναι μόνο η «πρώτη ύλη», ένα αέναα εύπλαστο υλικό πάνω στο οποίο οικοδομείται και αναπαράγεται η απάνθρωπη βιοεξουσία των «αγορών».
Τα νευρωνικά κυκλώματα του φόβου και της βίας
Μολονότι, όπως είδαμε, κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα, η βιοψυχολογία, η ηθολογία και η κοινωνιοβιολογία επιχείρησαν να περιγράψουν τη φαινομενολογία της βίας και του φόβου, οι νευροβιολογικές και οι εγκεφαλικές προϋποθέσεις αυτών των αρχέγονων συναισθημάτων παρέμεναν αδιαφανείς.
Μόνο τις δύο τελευταίες δεκαετίες οι νευροεπιστήμες άρχισαν να κατανοούν πραγματικά τα εγκεφαλικά κυκλώματα του φόβου και της βίας. Πράγματι, χάρη στις νέες τεχνικές απεικόνισης του ζωντανού εγκεφάλου έγινε εφικτή η ταυτοποίηση των εγκεφαλικών δομών που ενεργοποιούνται (ή απενεργοποιούνται) κατά την εκδήλωση των συγκεκριμένων συμπεριφορών.
Έτσι διαπίστωσαν ότι βασικά συναισθήματα -απέχθεια, φόβος, θυμός, ηδονή κ.ά.- παράγονται από την ενεργοποίηση διαφορετικών (αλλά όχι απομονωμένων) εγκεφαλικών κυκλωμάτων. Κατάφεραν μάλιστα να εντοπίσουν κάποιες παλαιοεγκεφαλικές δομές (δηλαδή κάποιες εξελικτικά αρχαιότερες δομές του εγκεφάλου) που δραστηριοποιούνται πάντα όταν εκδηλώνουμε κάποια επιθετική ή βίαιη συμπεριφορά.
Για παράδειγμα, σε ορισμένες ενστικτώδεις αντιδράσεις επίθεσης ή φυγής, αποφασιστικό ρόλο παίζουν οι υποφλοιώδεις δομές του εγκεφάλου, όπως ο δικτυωτός σχηματισμός, το μεταιχμιακό σύστημα, ο ιππόκαμπος, η αμυγδαλή, ο θάλαμος και ο υποθάλαμος, που εμπλέκονται στην ταχύτατη (και άρα μη συνειδητή) ενεργοποίηση του αυτόνομου νευρικού συστήματος.
Μολονότι αρχικά οι ερευνητές πίστεψαν ότι σε αυτές τις αρχαϊκές εγκεφαλικές δομές εντοπίζονται τα «κέντρα» της επιθετικότητας, σήμερα θεωρείται βέβαιο ότι τέτοια αυστηρά προδιαγεγραμμένα ανατομικά «κέντρα» δεν υπάρχουν. Αντίθετα, στην εμφάνιση βίαιης και αντικοινωνικής συμπεριφοράς φαίνεται πως εμπλέκονται ευρύτατα νευρωνικά κυκλώματα διάσπαρτα σε ολόκληρο τον εγκέφαλό μας.
Αυτό που πρέπει να συγκρατήσουμε είναι ότι δεν υπάρχει μια απλή και γραμμική συσχέτιση των βασικών συναισθημάτων με ορισμένες αυστηρά οριοθετημένες περιοχές του εγκεφάλου. Αντίθετα παρατηρείται μεγάλη επικάλυψη και διασύνδεση των εγκεφαλικών δομών και των νευρωνικών κυκλωμάτων που επεξεργάζονται αυτά τα συναισθήματα.
Ωστόσο, όπως επιβεβαιώνεται τόσο από τη μελέτη νευρολογικών παθήσεων όσο και από απεικονιστικές μελέτες της λειτουργίας των εγκεφαλικών δομών, ο προμετωπιαίος φλοιός (και συγκεκριμένα το κογχομετωπιαίο τμήμα του) είναι σε θέση να καταστέλλει την ενεργοποίηση των κατώτερων παλαιοεγκεφαλικών δομών που εμπλέκονται στην επιθετική συμπεριφορά.
Πολλά άτομα στα οποία αυτές οι «ανώτερες» προμετωπιαίες εγκεφαλικές δομές έχουν καταστραφεί εξαιτίας κάποιας νευρολογικής πάθησης ή τραυματισμού, εμφανίζουν ανεξέλεγκτη και υπερβολικά βίαιη συμπεριφορά. Ακόμη και από νευροανατομική άποψη φαίνεται να επιβεβαιώνεται το γεγονός ότι η λογική σκέψη, που παράγεται στις «ανώτερες» φλοιικές δομές του εγκεφάλου μας, μπορεί να ελέγχει και να τιθασεύει την άλογη βία που προκύπτει από τις «κατώτερες» εγκεφαλικές μας δομές.
Συντάκτης: Σπύρος Μανουσέλης
Πηγή efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου