Παρασκευή 8 Αυγούστου 2014

“ΔΕΝ ΣΕ ΣΥΜΠΟΝΩ, ΠΤΩΜΑ”

Ένας σύντροφος στον πειθαρχικό λόχο, το “Biribi” του τίτλου του αριστουργήματος του Νταριέν, πεθαίνει σε ένα νοσοκομείο, και θάβεται σε δύο καφάσια καρφωμένα μαζί. Ο αφηγητής, Φρουασάρ, δίνει διέξοδο σε μια κραυγή οργής  του Γαλλικού αναρχισμού τους τέλους του δέκατου ένατου αιώνα.

Ω φτωχέ στρατιώτη. Εσύ που πέθανες φωνάζοντας τη μάνα σου· εσύ που, στο ντελίριο σου, αντίκρισες ενώπιόν σου το όραμα της παράγκας σου. Θα κοιμηθείς εκεί σε ηλικία είκοσι τριών, φαγωμένος απ’ τα σκουλήκια της γης όπου τόσο υπέφερες· όπου πέθανες, μονάχος, εγκαταλειμένος από όλους, δίχως κάποιον να καθησυχάσει τους ύστατους φόβους σου, δίχως κάποιο χέρι να κλείσει τα μάτια σου εκτός από εκείνο του νοσοκόμου που σου ούρλιαζε κατά τη διάρκεια της νύχτας όταν οι απεγνωσμένες κραυγές σου τάραζαν τον ύπνο του. Ξέρω πολύ καλά γιατί η ασθένειά σου έγινε ανίατη. Ξέρω καλύτερα απ’ το γιατρό που ξέρανε το άχρηστο σώμα σου γιατί κείτεσαι στον τάφο. Και σε λυπάμαι μ’ όλη μου την καρδιά, αθώο θύμα, όπως λυπάμαι τη μάνα σου που ίσως σε περιμένει, μετρώντας τις μέρες, και που θα λάβει μια ξερή και βαριά γνωστοποίηση θανάτου.

Εν συνεχεία όμως πάλι, όχι: δεν σε συμπονώ, πτώμα! Εν συνεχεία όμως πάλι, όχι: δεν σε συμπονώ, μάνα! Δεν σας συμπονώ, μ’ ακούτε! Όχι περισσότερο απ’ όσο συμπονώ τους γιους που σκοτώνουν τους αιμοχαρείς, όχι περισσότερο από όσο λυπάμαι τις μάνες που κλαίνε πάνω από εκείνους που τους έστειλαν στο θάνατο. Ω σεις κακές γυναίκες που γεννάτε με πόνο μονάχα για να προσφέρετε τον καρπό των σπλάχνων σας στο Μινώταυρο που τον τρώει. Δεν ξέρετε πως οι λύκαινες προτιμούν να σφαγιαστούν απ’ το να εγκαταλείψουν τα νεογνά τους, και πως υπάρχουν ζώα που πεθαίνουν όταν τους παίρνουν τα μικρά τους; Δεν καταλαβαίνετε πως εάν δεν είχατε την τύχη να είστε στείρες θα ήταν καλλίτερα να ξεσχίζατε τους γιους σας με τα ίδια σας τα χέρια απ’ το να τους μεγαλώσετε σε ηλικία είκοσι ενός και εν συνεχεία να ριχτούν στα νύχια εκείνων που τους κάνουν οβίδες για κανόνια; Δεν έχετε νύχια στις άκρες των δαχτύλων σας για να υπερασπιστείτε τους γιους σας; Δεν έχετε δόντια να δαγκώσετε τα χέρια των καταραμένων δολοφόνων που τους έκλεψαν από σας; Εσείς επιτρέψατε να γίνει αυτό σε σας· δεν αντισταθήκατε. Και εν συνεχεία στη μαύρη μέρα της τραγωδίας θέλετε να σας συμπονάμε όταν τα οστά του παιδιού σας, που έπεσαν σε μια μακρινή γη, καταβροχθίστηκαν από τις ύαινες και άσπρισαν κάτω απ’ τον ήλιο εγκαταλειμένων νεκροταφείων. Θέλετε να σας συμπονάμε και να σεβαστούμε τα δάκρυά σας; Συγγνώμη, αλλά δεν συμπάσχω μαζί σας για τα βάσανά σας, και οι λυγμοί σας μ’ αφήνουν ψυχρό. Επειδή ξέρω πως δεν θα μαλακώσει με τα δάκρυά σας το είδωλο που απαιτεί το αίμα των γιων σας· επειδή ξέρω πως θα υποφέρετε από φόβο για όσο διάστημα δεν θα έχετε ξεσχιστεί με τα ίδια σας τα χέρια, για όσο διάστημα δεν θα έχετε βγάλει τη φανταχτερή μάσκα πίσω απ’ την οποία το φρικτό πρόσωπό τoυ είναι κρυμμένο. Και αν δεν με πιστεύεις, μάνα που το πτώμα που κείτεται εκεί φωνάζοντας επί τρία βράδια, έλα εδώ. Μίλα του απαλά και άκου πώς ανταποκρίνεται στην καρδιά σου, αν η καρδιά σου είναι σε θέση να το κατανοήσει. Και θα δεις αν δεν στο πει πως οφείλει το θάνατό του σε σένα, και πως είναι εξ αιτίας αυτού που το σκότωσε που εδώ στον τάφο του δόθηκε, σαν ένα ειρωνικά μακάβριο χαστούκι στο πρόσωπο στην αδυναμία σου, ο πανηγυρικός ενός ηλίθιου.

Εκείνο το βράδυ συναντώ τον Λακρουά. Στη μέση ενός κύκλου δεκαπέντε ή είκοσι ανδρών που ακούνε με το στόμα τους ορθάνοιχτο, διαβάζει και ξαναδιαβάζει τον επικήδειο του. Τα χειροκροτήματα πέφτουν βροχή.

“Αυτό ήτανε καταπληκτικό!”

“Θα έπρεπε να τ’ ακούγατε στο νεκροταφείο. Τί εντύπωση που έκανε.”

Ένας απ’ αυτούς με βλέπει και με ρωτά:

“Αυτό ήτανε πραγματικά καλό, ε Φρουασάρ;

“Σκατά!”

(1890)


Πηγή aixmi.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου