Η Πόλη της Νύχτας δεν πληρώνει φόρους, καθότι εκεί δεν παρέχεται καμιά κοινωφελής υπηρεσία. Οι λάμπες του νέον είναι σβηστές κι οι θόλοι μαυρισμένοι απ’ την κάπνα, δεκαετίες ολόκληρες ανάβουν φωτιές εκεί μέσα, για να μαγειρέψουν. Στη μαυρίλα που επικρατεί στο καταμεσήμερο μέσα στην Πόλη της Νύχτας ποιος θα κάτσει να προσέξει μερικές ντουζίνες από τρελαμένα πιτσιρίκια, που έχουν χαθεί μέσα στα σιδερένια δοκάρια της οροφής;
William Gibson, Ο μνημονικός Τζόνυ
Δεν χρειάζεται να διαθέτει κανείς ειδικά επιτελεία –αν και οι εκθέσεις των Ηνωμένων Εθνών έρχονται να το επιβεβαιώσουν–, για να αντιληφθεί ότι οδεύουμε ως ανθρωπότητα προς την ολοένα και μεγαλύτερη αστικοποίηση. Οι αριθμοί μιλούν: ενώ το 1950 το 30% ζούσε σε αστικά κέντρα, σήμερα ζει το 54% του παγκόσμιου πληθυσμού, με προοπτική να ανέβει στα 66% το 2050. Το 81% της Βορείου Αμερικής ζει ήδη στα μεγάλα άστεα, χωρίς να ξεχνάμε το Τόκυο με τους 38 εκατομμύρια κατοίκους του και την ζωή εν (μικροίς) κύβοις. Πέρα από την ποσότητα, η πτώση της ποιότητας ζωής στις πόλεις είναι κατακόρυφη, με τους περιφραγμένους «παραδείσους» της να αφορούν όλο και λιγότερους. Οι σχέσεις γίνονται όλο και πολυπλοκότερες και η ζωή μοιάζει με ένα άθροισμα περίπλοκων διαδικασιών. Το πρόβλημα που τίθεται για τους εξουσιαστές είναι, επομένως, πώς θα μπορούσε να ελεγχθεί αποτελεσματικά ένα τόσο μεγάλο ποσοστό κατοίκων, που ζουν σαν τρωκτικά στο περιθώριο της κανονικότητας που όρισε η σύγχρονη τεχνολογική καθημερινότητα;
Ο Αμερικανός αρχιτέκτονας και designer Richard Saul Wurman (ιδρυτής των συνεδρίων TED) και ο Jack Dangermond, ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας δημιουργίας ψηφιακών χαρτών ESRI (ο 662ος στη λίστα των δισεκατομμυριούχων του περιοδικού Forbes) σκέφτηκαν να δώσουν τη δική τους απάντηση στο ερώτημα. Έχοντας στο οπλοστάσιό τους την καλή γνώση των πόλεων και την χαρτογράφηση των πληροφοριών μέσω της τεχνολογίας, δημιούργησαν το Παρατηρητήριο Πόλεων (Urban Observatory). Πρόκειται για μια ψηφιακή πλατφόρμα που επιτρέπει στους χρήστες του διαδικτύου να συγκρίνουν τη ζωή σε πάνω από πενήντα πόλεις του πλανήτη, σε πραγματικό χρόνο. Με άλλα λόγια να βάλουν τον καθένα στη θέση αυτού που παρακολουθεί.
Ο Wurman δεν έχει χάσει τα τελευταία πενήντα χρόνια της ζωής του∙ τα αφιέρωσε μελετώντας τις πόλεις, συγκρίνοντάς τες. Παρατήρησε ότι οι σύγχρονες πόλεις, δεν μιλάνε την ίδια γλώσσα, δηλαδή δεν δίνουν τις ίδιες πληροφορίες. Αυτό που κάνει το παρατηρητήριό του είναι ότι κατηγοριοποιεί τα στοιχεία που χρειάζονται μελέτη. Για παράδειγμα, μπορεί κανείς να τις συγκρίνει με την χρήση δημογραφικών στοιχείων (οι κάτοικοι των πόλεων κατηγοριοποιούνται βάση της ηλικίας τους) αλλά και κλιματολογικών όπως η θερμοκρασία εδάφους ή οι άνεμοι που πνέουν σε κάθε μεγαλούπολη. Οι ανοιχτοί χώροι (όπως τα πάρκα) καταγράφονται μαζί με το δίκτυο των δημόσιων συγκοινωνιών της. Με αυτό τον τρόπο εξομοιώνονται οι διαφορές και μπορούν να γίνουν συγκρίσεις πολύ χρήσιμες για όσους θέλουν να ελέγξουν –και βέβαια δεν είναι λίγοι– την καθημερινότητα των πόλεων. Όσο πιο απρόβλεπτοι είναι οι κάτοικοι των μεγαλουπόλεων, τόσο πιο ανεξέλεγκτοι, άρα και λιγότερο χειραγωγήσιμοι και «επικίνδυνοι» να εξεγερθούν.
Σα να μην έφτανε αυτό, μεγάλη εταιρεία διαφημίζει ήδη τα «έξυπνα» παπούτσια, που συνδέονται με το Google Maps από το smartphone μέσω Bluetooth και οδηγούν τα βήματα όποιων τα φορούν προς μια επιλεγμένη διαδρομή, με δονήσεις κάθε φορά για αριστερή ή δεξιά κατεύθυνση, ενώ παράλληλα μετρούν τις αποστάσεις που διανύει ο κάτοχός τους, καθώς και τις θερμίδες που έχει κάψει. Από την πιο μικρή ως την πιο μεγάλη εφεύρεση, ο στόχος είναι ακριβώς ο ίδιος: να καθοδηγούνται τα βήματα και να ελέγχεται η πορεία∙ να καταγράφεται κάθε διαδρομή, να μη μένει ίχνος για αυθορμητισμό και ελεύθερη βούληση.
Η Alphaville, που είχε οραματιστεί μια μεγάλη κατασκευαστική εταιρεία στη δεκαετία του ’70 κοντά στο Sao Paulo της Βραζιλίας ήταν η αρχή μιας μακράς περιόδου τεχνητών «παραδείσων» στα μεγάλα αστικά κέντρα. Θυμίζουμε ότι σκοπός ήταν να κατασκευαστεί μια πόλη από την αρχή, δίπλα στο ήδη τερατώδες τότε Sao Paulo, που υπέφερε από τη φτώχεια, το λεγόμενο κοινό έγκλημα, τη μόλυνση και την κυκλοφοριακή συμφόρηση. Όλα αυτά συνέθεταν μια διαβίωση άκρως αφόρητη. Έτσι, αγόρασαν μεγάλες γεωργικές εκτάσεις δίπλα στην μεγαλούπολη και έφτιαξαν πολυτελείς κατοικίες, που πωλήθηκαν αυθωρεί και παραχρήμα στους πλούσιους. Η Alphaville, λοιπόν, άνοιξε τον δρόμο για την αχόρταγη επέκταση των πόλεων και τον διαχωρισμό σε ζώνες πλουσίων, οι οποίοι θα ζούσαν ήσυχοι στις ανέσεις τους, ενώ θα έμπαιναν στο αστικό κέντρο, μόνο για να κλείσουν τις συμφωνίες τους.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Jean-Luc Godard, το 1965 είχε γυρίσει ήδη την ταινία Alphaville, μια δυστοπική πόλη του μέλλοντος όπου θα κυριαρχούσε η τεχνοκρατική δικτατορία. Ενδιαφέρον είναι ότι, ενώ η ταινία ήταν φουτουριστική, γυρίστηκε σε πραγματικά αστικά τοπία στο Παρίσι, προβάλλοντας μεγάλα μοντερνιστικά γυάλινα κτίρια. Το ίδιο το παρόν κυοφορεί τις δυστοπίες του μέλλοντος, όταν έχουμε μπροστά μας μεγάλες πόλεις, που όλο και γιγαντώνονται.
Όσο οι κυρίαρχοι φορτώνουν στο άρμα τους κι άλλες τεχνολογικές καινοτομίες, τόσο το πνεύμα και το σώμα, η ίδια η ύπαρξη θα σκλαβώνεται με την ελπίδα μιας «καλύτερης» ζωής μέσα στην ανωνυμία και την απρόσωπη καθημερινότητα, που μοιάζει γοητευτική. Δημιουργεί μάζες, απαλλαγμένες από κάθε ευθύνη, περιπλανώμενες σε διαδικτυακές «περιπέτειες», αποκοιμισμένα ενδιαφέροντα, νηπενθείς ζωές κάτω από τόνους αυταπάτης, χαζοχαρούμενες «αλήθειες» βουτηγμένες στη λήθη, καλά φυλαγμένες στη βουή των μεγάλων άστεων.
Οι ταινίες επιστημονικής φαντασίας εύκολα μέσα σε μερικές δεκαετίες γίνονται δυστοπίες του σήμερα. Η ανθρωπότητα, απομακρυνόμενη απ’ τα μονοπάτια της ελευθερίας, δείχνει μια έντονη εξάρτηση για ό,τι την φθείρει σταθερά και την απανθρωπίζει, για ό,τι την φυλακίζει και την τυφλώνει. Η ελευθερία, όμως, δεν βαδίζει σε μεγάλες λεωφόρους, δε φοράει τεχνολογικές διόπτρες, δεν παρατηρεί από την θέση του παντεπόπτη. Περπατάει ξυπόλυτη πάνω στο χώμα, ακούει τους ήχους της ζωής, ξεκουράζεται κάτω απ’ τα σύννεφα, απομακρύνεται απ’ τα άβουλα πλήθη, κλείνει τα μάτια και αφουγκράζεται τη μοναχικότητά της.
William Gibson, Ο μνημονικός Τζόνυ
Δεν χρειάζεται να διαθέτει κανείς ειδικά επιτελεία –αν και οι εκθέσεις των Ηνωμένων Εθνών έρχονται να το επιβεβαιώσουν–, για να αντιληφθεί ότι οδεύουμε ως ανθρωπότητα προς την ολοένα και μεγαλύτερη αστικοποίηση. Οι αριθμοί μιλούν: ενώ το 1950 το 30% ζούσε σε αστικά κέντρα, σήμερα ζει το 54% του παγκόσμιου πληθυσμού, με προοπτική να ανέβει στα 66% το 2050. Το 81% της Βορείου Αμερικής ζει ήδη στα μεγάλα άστεα, χωρίς να ξεχνάμε το Τόκυο με τους 38 εκατομμύρια κατοίκους του και την ζωή εν (μικροίς) κύβοις. Πέρα από την ποσότητα, η πτώση της ποιότητας ζωής στις πόλεις είναι κατακόρυφη, με τους περιφραγμένους «παραδείσους» της να αφορούν όλο και λιγότερους. Οι σχέσεις γίνονται όλο και πολυπλοκότερες και η ζωή μοιάζει με ένα άθροισμα περίπλοκων διαδικασιών. Το πρόβλημα που τίθεται για τους εξουσιαστές είναι, επομένως, πώς θα μπορούσε να ελεγχθεί αποτελεσματικά ένα τόσο μεγάλο ποσοστό κατοίκων, που ζουν σαν τρωκτικά στο περιθώριο της κανονικότητας που όρισε η σύγχρονη τεχνολογική καθημερινότητα;
Ο Αμερικανός αρχιτέκτονας και designer Richard Saul Wurman (ιδρυτής των συνεδρίων TED) και ο Jack Dangermond, ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας δημιουργίας ψηφιακών χαρτών ESRI (ο 662ος στη λίστα των δισεκατομμυριούχων του περιοδικού Forbes) σκέφτηκαν να δώσουν τη δική τους απάντηση στο ερώτημα. Έχοντας στο οπλοστάσιό τους την καλή γνώση των πόλεων και την χαρτογράφηση των πληροφοριών μέσω της τεχνολογίας, δημιούργησαν το Παρατηρητήριο Πόλεων (Urban Observatory). Πρόκειται για μια ψηφιακή πλατφόρμα που επιτρέπει στους χρήστες του διαδικτύου να συγκρίνουν τη ζωή σε πάνω από πενήντα πόλεις του πλανήτη, σε πραγματικό χρόνο. Με άλλα λόγια να βάλουν τον καθένα στη θέση αυτού που παρακολουθεί.
Ο Wurman δεν έχει χάσει τα τελευταία πενήντα χρόνια της ζωής του∙ τα αφιέρωσε μελετώντας τις πόλεις, συγκρίνοντάς τες. Παρατήρησε ότι οι σύγχρονες πόλεις, δεν μιλάνε την ίδια γλώσσα, δηλαδή δεν δίνουν τις ίδιες πληροφορίες. Αυτό που κάνει το παρατηρητήριό του είναι ότι κατηγοριοποιεί τα στοιχεία που χρειάζονται μελέτη. Για παράδειγμα, μπορεί κανείς να τις συγκρίνει με την χρήση δημογραφικών στοιχείων (οι κάτοικοι των πόλεων κατηγοριοποιούνται βάση της ηλικίας τους) αλλά και κλιματολογικών όπως η θερμοκρασία εδάφους ή οι άνεμοι που πνέουν σε κάθε μεγαλούπολη. Οι ανοιχτοί χώροι (όπως τα πάρκα) καταγράφονται μαζί με το δίκτυο των δημόσιων συγκοινωνιών της. Με αυτό τον τρόπο εξομοιώνονται οι διαφορές και μπορούν να γίνουν συγκρίσεις πολύ χρήσιμες για όσους θέλουν να ελέγξουν –και βέβαια δεν είναι λίγοι– την καθημερινότητα των πόλεων. Όσο πιο απρόβλεπτοι είναι οι κάτοικοι των μεγαλουπόλεων, τόσο πιο ανεξέλεγκτοι, άρα και λιγότερο χειραγωγήσιμοι και «επικίνδυνοι» να εξεγερθούν.
Σα να μην έφτανε αυτό, μεγάλη εταιρεία διαφημίζει ήδη τα «έξυπνα» παπούτσια, που συνδέονται με το Google Maps από το smartphone μέσω Bluetooth και οδηγούν τα βήματα όποιων τα φορούν προς μια επιλεγμένη διαδρομή, με δονήσεις κάθε φορά για αριστερή ή δεξιά κατεύθυνση, ενώ παράλληλα μετρούν τις αποστάσεις που διανύει ο κάτοχός τους, καθώς και τις θερμίδες που έχει κάψει. Από την πιο μικρή ως την πιο μεγάλη εφεύρεση, ο στόχος είναι ακριβώς ο ίδιος: να καθοδηγούνται τα βήματα και να ελέγχεται η πορεία∙ να καταγράφεται κάθε διαδρομή, να μη μένει ίχνος για αυθορμητισμό και ελεύθερη βούληση.
Η Alphaville, που είχε οραματιστεί μια μεγάλη κατασκευαστική εταιρεία στη δεκαετία του ’70 κοντά στο Sao Paulo της Βραζιλίας ήταν η αρχή μιας μακράς περιόδου τεχνητών «παραδείσων» στα μεγάλα αστικά κέντρα. Θυμίζουμε ότι σκοπός ήταν να κατασκευαστεί μια πόλη από την αρχή, δίπλα στο ήδη τερατώδες τότε Sao Paulo, που υπέφερε από τη φτώχεια, το λεγόμενο κοινό έγκλημα, τη μόλυνση και την κυκλοφοριακή συμφόρηση. Όλα αυτά συνέθεταν μια διαβίωση άκρως αφόρητη. Έτσι, αγόρασαν μεγάλες γεωργικές εκτάσεις δίπλα στην μεγαλούπολη και έφτιαξαν πολυτελείς κατοικίες, που πωλήθηκαν αυθωρεί και παραχρήμα στους πλούσιους. Η Alphaville, λοιπόν, άνοιξε τον δρόμο για την αχόρταγη επέκταση των πόλεων και τον διαχωρισμό σε ζώνες πλουσίων, οι οποίοι θα ζούσαν ήσυχοι στις ανέσεις τους, ενώ θα έμπαιναν στο αστικό κέντρο, μόνο για να κλείσουν τις συμφωνίες τους.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Jean-Luc Godard, το 1965 είχε γυρίσει ήδη την ταινία Alphaville, μια δυστοπική πόλη του μέλλοντος όπου θα κυριαρχούσε η τεχνοκρατική δικτατορία. Ενδιαφέρον είναι ότι, ενώ η ταινία ήταν φουτουριστική, γυρίστηκε σε πραγματικά αστικά τοπία στο Παρίσι, προβάλλοντας μεγάλα μοντερνιστικά γυάλινα κτίρια. Το ίδιο το παρόν κυοφορεί τις δυστοπίες του μέλλοντος, όταν έχουμε μπροστά μας μεγάλες πόλεις, που όλο και γιγαντώνονται.
Όσο οι κυρίαρχοι φορτώνουν στο άρμα τους κι άλλες τεχνολογικές καινοτομίες, τόσο το πνεύμα και το σώμα, η ίδια η ύπαρξη θα σκλαβώνεται με την ελπίδα μιας «καλύτερης» ζωής μέσα στην ανωνυμία και την απρόσωπη καθημερινότητα, που μοιάζει γοητευτική. Δημιουργεί μάζες, απαλλαγμένες από κάθε ευθύνη, περιπλανώμενες σε διαδικτυακές «περιπέτειες», αποκοιμισμένα ενδιαφέροντα, νηπενθείς ζωές κάτω από τόνους αυταπάτης, χαζοχαρούμενες «αλήθειες» βουτηγμένες στη λήθη, καλά φυλαγμένες στη βουή των μεγάλων άστεων.
Οι ταινίες επιστημονικής φαντασίας εύκολα μέσα σε μερικές δεκαετίες γίνονται δυστοπίες του σήμερα. Η ανθρωπότητα, απομακρυνόμενη απ’ τα μονοπάτια της ελευθερίας, δείχνει μια έντονη εξάρτηση για ό,τι την φθείρει σταθερά και την απανθρωπίζει, για ό,τι την φυλακίζει και την τυφλώνει. Η ελευθερία, όμως, δεν βαδίζει σε μεγάλες λεωφόρους, δε φοράει τεχνολογικές διόπτρες, δεν παρατηρεί από την θέση του παντεπόπτη. Περπατάει ξυπόλυτη πάνω στο χώμα, ακούει τους ήχους της ζωής, ξεκουράζεται κάτω απ’ τα σύννεφα, απομακρύνεται απ’ τα άβουλα πλήθη, κλείνει τα μάτια και αφουγκράζεται τη μοναχικότητά της.
σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου