Eχει ο θεός, εμείς δεν έχουμε
Μια ιλαρό-τραγική ανθρωπολογική ματιά στην κρίση
Κάποτε λέγαμε ότι η Ελλάδα είναι μια φτωχή χώρα με πλούσιους κατοίκους. Μια συνωμοτική παραδοχή ανάμεσα στους εκάστοτε εκπροσώπους της κεντρικής και τοπικής εξουσίας και το πόπολο που ανά τακτά χρονικά διαστήματα προσέρχονταν στις κάλπες με σκοπό να επικυρώσει αυτή την παραδοχή, με κριτήριο τις όποιες υποσχέσεις μιας ‘παχιάς αγελάδας’, που φαινομενικά η γαλακτοπαραγωγική της ικανότητα ήταν εφάμιλλη του κέρατος της Αμάλθειας.Αυτή η πολιτική της υπόσχεσης δεν αφορούσε βέβαια μόνο στις τελετουργικές επιτελέσεις , τις εκλογές δηλαδή, στην χώρα της ‘φατριοκρατίας’, αλλά και σε όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου βίου.
Η αλήθεια είναι ότι μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1990 αυτή η άνευ όρων ευνοιοκρατία και η δυνατότητα παροχών που προαπαιτείται για την ύπαρξη μιας τέτοιας μορφής οικονομικής και πολιτικής διαχείρισης, είχε τις ρίζες της στο γεγονός ότι οι φορείς της εξουσίας στην Ελλάδα είχαν πόρους και προνόμια εξασφαλισμένα.
Αυτά διασφαλίζονταν από μια apriori στήριξη, που εκπορεύονταν από την απέναντι όχθη του ατλαντικού, και σκόπευε στην διαφύλαξη των γεωπολιτικών συνόρων της Βορειοατλαντικής συμμαχίας.
Συνέπεια της έκβασης του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ένα ψυχροπολεμικό status quo, που σε εθνικό επίπεδο απαιτούσε την αποσιώπηση της ιστορίας και την τεχνητή-επίπλαστη ευημερία (εξαγορά-πεσκέσι) απαραίτητη για την επικράτηση μιας ιστορικά αμνησιακής και ανάλγητης κοινωνικής και πολιτικής ραστώνης.
Τα πρόσωπα της εξουσίας ήταν και είναι θαρρείς, σαν να είχαν εγχαραχτεί σε αρχαία μάρμαρα, ή να είχαν φυτευτεί στο ελληνικό χώμα, ως οι ιδανικότεροι τοποτηρητές μιας σιωπηλής κατοχής αποικιοκρατικού τύπου, που ο έλεγχος ενός λαού είναι αποτελεσματικότερος στον βαθμό που δεν γίνεται καν αντιληπτός.
Αυτοί λοιπόν οι εγχώριοι εκπρόσωποι και προνομιακοί συνομιλητές των υπερπόντιων προστατών της πολιτικής ζωής της χώρας, ανήκουν σε ένα λαό που έχει ως βάση της κοινωνικής οργάνωσης του την επονομαζόμενη διευρυμένη οικογένεια. Αυτό το γεγονός καθορίζει όλες τις εκφάνσεις του ιδιωτικού, κοινωνικού, οικονομικού και πολιτικού βίου της Ελλάδας, με τέτοιο τρόπο, που ακόμα και το κυρίαρχο οικονομικό δόγμα της εποχής (ο καπιταλισμός) εφαρμόστηκε εδώ με ένα ιδιαίτερο και χαρακτηριστικά μεσογειακό ταμπεραμέντο. Το κύριο σλόγκαν αυτής της θυμικής προσέγγισης στην διαχείριση του τόπου είναι το «ότι φάμε ότι πιούμε και ότι αρπάξει η τσέπη μας», η δική μας, της οικογενείας μας και των μακροσκοπικών συμμαχιών που συνάπτει αυτή με άλλα οικογενειακά μορφώματα (κουμπαριές, φατρίες).
Ασφαλώς μην φανταστεί κανείς μιαν αλτρουιστική ή συλλογική διάρθρωση αυτών των σχέσεων. Η δύναμη και η τιμή ενός σογιού αποτελούσε και αποτελεί καθρέφτισμα της προσωπικής μεγαλοσύνης του κάθε πάτερ φαμίλια. Μιλάμε λοιπόν για σχέσεις ιδιοκτησίας και παροχής και όχι για την αφέλεια της αγάπης και της φυσικής συνεργασίας που αναπτύσσεται ανάμεσα σε οικεία πρόσωπα. Μιλάμε για ίντριγκες και διαμάχες, για περιοδική τήξη και πήξη του κοινωνικού ιστού, για επιδεικτική κατανάλωση, πόλωση και τρελές τρικλοποδιές.
Αυτός είναι και ο βασικός λόγος του ότι οι τοποτηρητές, δεν διαχειρίστηκαν τον πολιτικό και οικονομικό βίο με την Καλβινιστική δυσκοιλιότητα των Ευρωπαίων ετέρων μας, καθώς η βάση της πολιτικής τους στήριξης δεν αντιλαμβάνεται έννοιες όπως το κοινό συμφέρον, παρά μόνο εφόσον η έννοια του κοινού διαχέεται μέσω της οικογενειοκρατίας και της προσωπικής άνευ όρων καταξίωσης.
Το διακύβευμα λοιπόν δεν είναι η προσφορά ή η ενεργή ένταξη σε αφηρημένες και ξένες προς τους ιθαγενείς της Ελλάδας έννοιες, όπως αυτές της κοινωνικής συνοχής και οικονομικής ανάπτυξης, άλλα το πόσα στόματα μπορεί να ταΐσει ο αρχηγός, ο νοικοκύρης, ο πατέρας.
Η αναξιοκρατία, βασικός άξονας σε αυτή την πραγματικότητα, ποτέ δεν μας ενόχλησε, διότι οι οικογενειακές σχέσεις δεν στηρίζονται στην ατομική αξία, αντιθέτως αυτή είναι αυτονόητη και πάει χέρι-χέρι με την τιμή και την δόξα μιας οικογένειας, και φυσικά των παρατρεχάμενων στομάτων που αυτή μπορεί και ταΐζει.
Ως φυσική συνέπεια των παραπάνω, στο πολιτισμικό και γλωσσικό πεδίο, ατάκες όπως το «μαζί τα φάγαμε», «όλα δικά μας είναι» κλπ συμβαδίζουν με την διακήρυξη του προσωπικού κύρους του εκάστοτε μικρό-φύλαρχου και η βάση του κοινωνικού συμβολαίου συνοψίζεται στην λεκτική επιβεβαίωση «ασφαλώς» με την τελευταία συλλαβή να προφέρεται με όλο το παχυλό βάρος της διαφοράς δυναμικού που εμπεριέχεται σε αυτού του τύπου δοσοληψίες. Έτσι η διαβεβαίωση «δικό μας παιδί είναι» έφτασε να είναι το motto μιας κοινωνικής συνοχής, βασισμένης στον ‘κώδικα των κλεφτών’.
Το ηθογραφικό σκιαγράφημα αυτών των πρακτικών οδηγεί αναπόφευκτα στο συμπέρασμα ότι, το γεωπολιτικό οικόπεδο της Ελλάδας στεγάζει μια κοινωνία που έσφυζε και ακόμα και τώρα ξεχειλίζει από μια από κοινού συμφωνημένη ανειλικρίνεια, (μεταξύ κατεργαραίων βέβαια δεν τίθεται ζήτημα) την εγγενή δουλικότητα που χαρακτηρίζει τις σχέσεις αφέντη και επιστάτη , την αμετροέπεια και έπαρση της ‘φυτευτής’ εκπροσώπησης και την συνολική αντίληψη ότι εφόσον η τράπουλα είναι προσημειωμένη θα κερδίζουμε για πάντα στην τοποθετημένη στο απυρόβλητο μπανανία μας. Έλα όμως που η ιστορία, όπως και ο διάβολος, δεν συμμερίζεται την γνώμη μας, στις τροπές και εκτροπές που ακολουθεί.
Το σκηνικό άλλαξε ριζικά για την περιοχή μας μετά την πτώση του Σοβιετικού μπλοκ. Το κέντρο του ενδιαφέροντος μετατοπίστηκε σε άλλες γειτονιές και εμείς μείναμε να φυλάμε Θερμοπύλες, που πλέον διαβαίνουν μόνο μετανάστες και πρόσφυγες. Δεν λέω, βέβαια είναι και αυτός ένας ρόλος, όπως και αυτός του έθνους των σερβιτόρων, άλλα δυστυχώς δεν αποδίδει αρκετά για να συντηρηθεί το Pottlatch των προηγούμενων δεκαετιών, που εξαιτίας αυτού, τώρα όχι μόνο δεν υπάρχει δυνατότητα παροχών, αλλά έχουν μαζευτεί και πολλά σπασμένα. Ως συνέπεια του κλεισίματος της στρόφιγγας τα στόματα ανοιγοκλείνουν πεινασμένα και μέρα με την μέρα καθίστανται όλο και πιο οργισμένα.
Δεν υπάρχει όμως λόγος για ανησυχία, όλα οδεύουν βάση σχεδίου.
Οι κατά ευφημισμό “φίλοι και σύμμαχοι μας” έχουν προβλέψει και για αυτό. Όταν τελειώνουν οι παροχές και τα καλοπιάσματα διαφαίνεται το πραγματικό πρόσωπο του δυνάστη και της σχέσης που διατηρεί με τα αποικιακά υποκείμενα. Οι τοποτηρητές εξαργυρώνουν προληπτικά τις υπηρεσίες τους, με εισιτήρια one way προς την καταξίωση, σε άλλες ηπείρους λιγότερο αναβράζουσες και όσον αφορά τους υπόλοιπους υπάρχει παλιά και δοκιμασμένη συνταγή. Βίαια, εξευτελιστική συνουσία και ξύλο, εκφοβισμοί και εκβιασμοί όλων των ειδών, Χρυσά Αυγά και ενορχηστρωμένη στροφή του θυμού μας στους ακόμα πιο κάτω από μας και πάει λέγοντας. Ας το απολαύσουμε λοιπόν ‘κουμπάροι’ αφού δεν μπορούμε να το αποφύγουμε και έχει ο θεός, εμείς δεν έχουμε.
παιδί φάντασμα
από την “επικράτεια του μηδενός”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου