«Είναι αδύνατο να υπερασπιστείς τον εαυτό σου όταν δεν υπάρχει καλή θέληση» *
Θα μπορούσαν να γραφτούν εκατοντάδες νομικά παράπονα για την δίκη-παρωδία και την καταδίκη του Τάσου Θεοφίλου, ο οποίος φανταζόταν και ο ίδιος, λίγο πολύ την κατάληξη της υπόθεσής του.
Οι δικαστές, σε μια προσπάθεια να ανταγωνιστούν τον έλληνα μεταμοντέρνο μπάτσο που ξέρει και να βασανίζει αλλά και να δουλεύει πίσω από ένα φορητό υπολογιστή προσπαθώντας να εντοπίσει τους κακοποιούς όπως στα αμερικάνικα b-movies, καταφέρνουν να ξεπερνούν τον εαυτό τους κάθε φορά που πέφτει στον ιστό τους κάποιος αναρχικός.
Καταστρατηγώντας προκλητικότατα τόσο τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις όσο και την ποινική δικονομία που ρυθμίζει τους κανόνες διεξαγωγής μιας δίκης, προσδίδουν μια τόσο λούμπεν χυδαιότητα σ’ αυτό που κάνουν που δεν χρειάζεται να μπει κανείς στον κόπο να κάνει μια συζήτηση για τη φύση του Νόμου ως Μεγάλου Φρουρού της κυρίαρχης τάξης. Κάνουν τα πράγματα πιο απλά: καταργούν κάθε νομική εγγύηση που παρέχει ακόμα κι αυτό το δίκαιο που προφυλάσσει την τάξη που υπηρετούν, σα να έχουν χάσει κάθε ψυχραιμία, σα να πρόκειται για λυσσασμένους χωροφύλακες που υστεριάζουν, σα να μην ξέρουν καν νομικά.
Το πολιτικό συμπέρασμα είναι προφανές: στο βαθμό που η κοινωνία είναι αποκτηνωμένη και έχει παραδοθεί άνευ όρων, δεν ενδιαφέρει την εξουσία να κρατήσει τα προσχήματα και στο βαθμό που δεν τα κρατάει η κοινωνία αποκτηνώνεται ακόμα περισσότερο, εκφασιζόμενη σε κάθε διάσταση της δημόσιας ζωής.
Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων δικάζοντας τον Τάσο Θεοφίλου, ακολούθησε, συνειδητά ή ασυνείδητα – δεν έχει σημασία, αυτή την πορεία προς την χαμέρπεια, αγνοώντας όχι μόνο τη νομική επιστήμη αλλά και την κοινή λογική. Αλλά, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζονται από κάποιους, δεν αγνόησε το «λαϊκό αίσθημα», τουλάχιστον όχι αυτό της πλειοψηφίας, που είτε δεν νοιάζεται για το αν το σύστημα Δικαιοσύνης έχει καταντήσει κάτι που θυμίζει την Ιερά Εξέταση, είτε γουστάρει πολύ αυτόν ακριβώς το χαμερπή χαρακτήρα που έχει υιοθετήσει.
Οι δικαστές λοιπόν απήλλαξαν τον Τάσο Θεοφίλου από όλες τις κατηγορίες που συνδέονταν με «τρομοκρατία» και τον καταδίκασαν σαν έναν «απλό ποινικό εγκληματία». Η απόφαση αυτή δεν θα μπορούσε παρά να έχει και μια παράλληλη, πολιτική, διάσταση. Οι δικαστές με τον ελιγμό τους αυτό προσπάθησαν:
α) Να δείξουν ότι είναι «αντικειμενικοί», ότι δεν ήταν αρνητικά προκατειλημμένοι, ότι «βασανίστηκαν» πριν αποφασίσουν.
β) Ότι οι πολιτικές απόψεις ενός αναρχικού συνδέονται άρρηκτα και σε κάθε περίπτωση με την «παραβατικότητα», ότι ένας αναρχικός είναι αναγκαστικά και «ποινικός»
γ) Να αποσυνδέσουν την Αναρχία ως πολιτική οπτική γωνία και άρα και τους αγώνες κάθε αναρχικού/αναρχικής ακόμα και από αυτό που η νομική επιστήμη ονομάζει «πολιτικό έγκλημα». Έτσι, αφενός υποβιβάζουν στα μάτια του κόσμου την Αναρχία σε κάτι σαν τη «μαφία», αφετέρου καλμάρουν και την (σχεδόν ακαδημαϊκή) γκρίνια κάποιων (συνήθως αριστερών) διανοούμενων του κώλου που ζητούν άλλη μεταχείριση για το «πολιτικό έγκλημα» από το «σκέτο έγκλημα», ξεχνώντας ότι υπάρχει από τη μία ο Νόμος της αστικής τάξης και από την άλλη η επανάσταση ως επιθυμία και ως προοπτική. (Άλλο πράγμα το ζήτημα αν η «αντιτρομοκρατική» νομοθεσία και η αντίστοιχη δικαστική πρακτική είναι ενδεικτική των ολοκληρωτικών τάσεων της νομοθετούσας τάξης).
δ)Να κάνουν τα χατίρια του Σαμαρά, του Δένδια και των τσόγλανων της Αντιτρομοκρατικής, αδιαφορώντας εντελώς για κάτι που διδάχτηκαν στο πρώτο έτος και λεγόταν «διάκριση εξουσιών».
Το θέμα είναι ότι με αφορμή την δίκη του Θεοφίλου, το μόνο συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί, εκτός των προφανών, είναι ότι πλέον αποκρυσταλλώνεται και νομολογιακά η αναρχία σαν ένα «ιδιώνυμο», ούτε καν «πολιτικό», έγκλημα.
Ο αναρχικός χώρος δείχνει εντελώς αδύναμος να αντιδράσει σ’ αυτή την καταστολή που ναι μεν δεν είναι πρωτόγνωρη σε ένταση, αλλά έχει αρχίσει να αποκτά νέα ποιοτικά στοιχεία. Ακροβατεί σε μία κόντρα μεταξύ «κοινωνικής απεύθυνσης» (αλήθεια, πώς απευθύνεται κανείς σε μια τέτοια κοινωνία που κάθε άλλο παρά καλή θέληση έχει, αν όχι οργανώνοντας τον δικό του πολιτικό χώρο;) και «μηδενισμού» (λες και αυτός ο πόλεμος μπορεί να κερδηθεί μόνο από λίγους), χαροποιώντας ακόμα περισσότερο πολιτικούς, δικαστές και μπάτσους.
Δυστυχώς δεν αρκεί να εκπέμπει κανείς φως μέσα στο σκοτάδι για να ζήσει ελεύθερα και με αξιοπρέπεια.
*Φραντς Κάφκα – «Αμερική»
Πηγή eagainst.com
Θα μπορούσαν να γραφτούν εκατοντάδες νομικά παράπονα για την δίκη-παρωδία και την καταδίκη του Τάσου Θεοφίλου, ο οποίος φανταζόταν και ο ίδιος, λίγο πολύ την κατάληξη της υπόθεσής του.
Οι δικαστές, σε μια προσπάθεια να ανταγωνιστούν τον έλληνα μεταμοντέρνο μπάτσο που ξέρει και να βασανίζει αλλά και να δουλεύει πίσω από ένα φορητό υπολογιστή προσπαθώντας να εντοπίσει τους κακοποιούς όπως στα αμερικάνικα b-movies, καταφέρνουν να ξεπερνούν τον εαυτό τους κάθε φορά που πέφτει στον ιστό τους κάποιος αναρχικός.
Καταστρατηγώντας προκλητικότατα τόσο τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις όσο και την ποινική δικονομία που ρυθμίζει τους κανόνες διεξαγωγής μιας δίκης, προσδίδουν μια τόσο λούμπεν χυδαιότητα σ’ αυτό που κάνουν που δεν χρειάζεται να μπει κανείς στον κόπο να κάνει μια συζήτηση για τη φύση του Νόμου ως Μεγάλου Φρουρού της κυρίαρχης τάξης. Κάνουν τα πράγματα πιο απλά: καταργούν κάθε νομική εγγύηση που παρέχει ακόμα κι αυτό το δίκαιο που προφυλάσσει την τάξη που υπηρετούν, σα να έχουν χάσει κάθε ψυχραιμία, σα να πρόκειται για λυσσασμένους χωροφύλακες που υστεριάζουν, σα να μην ξέρουν καν νομικά.
Το πολιτικό συμπέρασμα είναι προφανές: στο βαθμό που η κοινωνία είναι αποκτηνωμένη και έχει παραδοθεί άνευ όρων, δεν ενδιαφέρει την εξουσία να κρατήσει τα προσχήματα και στο βαθμό που δεν τα κρατάει η κοινωνία αποκτηνώνεται ακόμα περισσότερο, εκφασιζόμενη σε κάθε διάσταση της δημόσιας ζωής.
Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων δικάζοντας τον Τάσο Θεοφίλου, ακολούθησε, συνειδητά ή ασυνείδητα – δεν έχει σημασία, αυτή την πορεία προς την χαμέρπεια, αγνοώντας όχι μόνο τη νομική επιστήμη αλλά και την κοινή λογική. Αλλά, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζονται από κάποιους, δεν αγνόησε το «λαϊκό αίσθημα», τουλάχιστον όχι αυτό της πλειοψηφίας, που είτε δεν νοιάζεται για το αν το σύστημα Δικαιοσύνης έχει καταντήσει κάτι που θυμίζει την Ιερά Εξέταση, είτε γουστάρει πολύ αυτόν ακριβώς το χαμερπή χαρακτήρα που έχει υιοθετήσει.
Οι δικαστές λοιπόν απήλλαξαν τον Τάσο Θεοφίλου από όλες τις κατηγορίες που συνδέονταν με «τρομοκρατία» και τον καταδίκασαν σαν έναν «απλό ποινικό εγκληματία». Η απόφαση αυτή δεν θα μπορούσε παρά να έχει και μια παράλληλη, πολιτική, διάσταση. Οι δικαστές με τον ελιγμό τους αυτό προσπάθησαν:
α) Να δείξουν ότι είναι «αντικειμενικοί», ότι δεν ήταν αρνητικά προκατειλημμένοι, ότι «βασανίστηκαν» πριν αποφασίσουν.
β) Ότι οι πολιτικές απόψεις ενός αναρχικού συνδέονται άρρηκτα και σε κάθε περίπτωση με την «παραβατικότητα», ότι ένας αναρχικός είναι αναγκαστικά και «ποινικός»
γ) Να αποσυνδέσουν την Αναρχία ως πολιτική οπτική γωνία και άρα και τους αγώνες κάθε αναρχικού/αναρχικής ακόμα και από αυτό που η νομική επιστήμη ονομάζει «πολιτικό έγκλημα». Έτσι, αφενός υποβιβάζουν στα μάτια του κόσμου την Αναρχία σε κάτι σαν τη «μαφία», αφετέρου καλμάρουν και την (σχεδόν ακαδημαϊκή) γκρίνια κάποιων (συνήθως αριστερών) διανοούμενων του κώλου που ζητούν άλλη μεταχείριση για το «πολιτικό έγκλημα» από το «σκέτο έγκλημα», ξεχνώντας ότι υπάρχει από τη μία ο Νόμος της αστικής τάξης και από την άλλη η επανάσταση ως επιθυμία και ως προοπτική. (Άλλο πράγμα το ζήτημα αν η «αντιτρομοκρατική» νομοθεσία και η αντίστοιχη δικαστική πρακτική είναι ενδεικτική των ολοκληρωτικών τάσεων της νομοθετούσας τάξης).
δ)Να κάνουν τα χατίρια του Σαμαρά, του Δένδια και των τσόγλανων της Αντιτρομοκρατικής, αδιαφορώντας εντελώς για κάτι που διδάχτηκαν στο πρώτο έτος και λεγόταν «διάκριση εξουσιών».
Το θέμα είναι ότι με αφορμή την δίκη του Θεοφίλου, το μόνο συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί, εκτός των προφανών, είναι ότι πλέον αποκρυσταλλώνεται και νομολογιακά η αναρχία σαν ένα «ιδιώνυμο», ούτε καν «πολιτικό», έγκλημα.
Ο αναρχικός χώρος δείχνει εντελώς αδύναμος να αντιδράσει σ’ αυτή την καταστολή που ναι μεν δεν είναι πρωτόγνωρη σε ένταση, αλλά έχει αρχίσει να αποκτά νέα ποιοτικά στοιχεία. Ακροβατεί σε μία κόντρα μεταξύ «κοινωνικής απεύθυνσης» (αλήθεια, πώς απευθύνεται κανείς σε μια τέτοια κοινωνία που κάθε άλλο παρά καλή θέληση έχει, αν όχι οργανώνοντας τον δικό του πολιτικό χώρο;) και «μηδενισμού» (λες και αυτός ο πόλεμος μπορεί να κερδηθεί μόνο από λίγους), χαροποιώντας ακόμα περισσότερο πολιτικούς, δικαστές και μπάτσους.
Δυστυχώς δεν αρκεί να εκπέμπει κανείς φως μέσα στο σκοτάδι για να ζήσει ελεύθερα και με αξιοπρέπεια.
*Φραντς Κάφκα – «Αμερική»
Πηγή eagainst.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου