Του Κώστα Τσόγια
Βλέπω τις γάτες στο κτήμα του κουμπάρου μου να λιάζονται νωχελικά τη στιγμή που οι άνθρωποι τρέχουν αλαφιασμένοι γιατί εμάς, τα «νοήμονα όντα», μας πλάκωσε »κρίση» (!). Κάτι που ουδόλως απασχολεί τα άλλα είδη του ζωικού βασιλείου, τα οποία ουδέποτε θα νιώσουν την κρίση μας αν εμείς, στην προσπάθειά μας να απεμπλακούμε από αυτή δεν καταστρέψουμε τους βιοτόπους τους για να επιτύχουμε μία ανάπτυξη-μεγέθυνση που προπαγανδίζεται από τους συστημικούς παραγωγούς νοημάτων ως η μόνη λύση για να πληρώσουμε τα χρέη μας, ενώ στην πραγματικότητα είναι η μόνη σίγουρη μέθοδος για να εξαντλήσουμε τη δυνατότητα του πλανήτη να υποστηρίζει την επιβίωσή μας.
Το οικονομικό χρέος, όπως ξέρετε, δεν είναι ιδιαιτερότητα ελληνική.
Αφορά ακόμη και τις χώρες που λειτουργούν ως ατμομηχανές του συστήματος, γι” αυτό έχει πλανητικές διαστάσεις ως πρόβλημα. Μόνο που η αέναη μεγέθυνση ως γιατρειά είναι θανατηφόρα, αφού ο πλανήτης είναι πεπερασμένος και οι δυνατότητές του μπορούν, όπως έλεγε ο Γκάντι, να καλύψουν τις ανάγκες του καθένα, όχι όμως και την απληστία του καθένα. Η »πίτα», λοιπόν είναι πεπερασμένη. Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να μεγαλώσει την πίτα που είναι για φάγωμα, γι΄ αυτό απλώς τη φουσκώνει. Αυξάνει τον όγκο του χρήματος, προκαλεί δηλαδή τη φούσκα, αφού ως γνωστόν τα χρήματα δεν τρώγονται, ενώ στην πραγματική οικονομία, που φαίνεται να αγνοούν οι σπουδαγμένοι στο LSE, δεν υπάρχει δυνατότητα αέναης ανάπτυξης. Όχι γιατί δεν υπάρχουν τα χρήματα -εμείς τα τυπώνουμε, διάολε!- αλλά γιατί έχει ξεπεραστεί προ πολλού η »φέρουσα ικανότητα» του πλανήτη σε πόρους και ενέργεια.
Πώς δεν κλάταρε ακόμη λοιπόν η φούσκα της ιδέας της »ανάπτυξης», της παραμυθένιας πολύφερνης νύφης που έχουμε κουρδιστεί να κυνηγάμε όλοι μας; Αν με τον όρο ανάπτυξη εννοούμε να τρώμε όλοι, όλο και περισσότερο, τότε ή λέμε ψέματα ή λέμε τη μισή αλήθεια και κρύβουμε την άλλη μισή. Αυτό που αποκρύπτεται είναι ότι από τη στιγμή που ο πλανήτης, η πίτα μας, είναι δεδομένος και δεν μεγαλώνει, για να μεγαλώσουμε το κομμάτι μας από την πίτα πρέπει να φάμε το κομμάτι της πίτας που αναλογεί σε κάποιον άλλο και να αποφύγουμε επί ποινή λιμοκτονίας να είμαστε οι »άλλοι», αυτοί δηλαδή των οποίων το κομμάτι θα φαγωθεί.
Το βλέπουμε καθαρά, αν θέλουμε να το δούμε: ο πλούσιος Βορράς τρώει το κομμάτι του φτωχού Νότου, οι πλούσιες ελίτ τρώνε τη μερίδα του λέοντος εξαθλιώνοντας ολόκληρες κοινωνίες -αν σας θυμίζει κάτι έχετε δίκιο -, η υπερκατανάλωση τρώει το κομμάτι της πίτας που θα χρειαστούν οι επόμενες γενιές εξαντλώντας αλόγιστα τα αποθέματα των φυσικών πόρων, όπως το νερό, τα ορυκτά, τα δάση.
Πρόσκαιρα και κατά τόπους μπορεί να ευημερούν οι δείκτες της ανάπτυξης. Κάποιοι δηλαδή να μοιράζονται το κλεμμένο κομμάτι ενός άλλου, από αυτό οι ελάχιστοι να τρώνε τον περίδρομο και οι πολλοί τα ψίχουλα. Το θέμα είναι ότι κάποια στιγμή οι δείκτες θα επιβραδυνθούν αν δεν βρεθεί νέα πηγή άντλησης »κλοπιμαίων». Οι οικονομολόγοι αυτό λένε κρίση: το αναπόφευκτο φαινόμενο της επιβράδυνσης στο ρυθμό της κερδοφορίας, της ζωτικής έννοιας στην ιδεολογία της ανάπτυξης.
Το κυνήγι, λοιπόν, της ανάπτυξης είναι προορισμένο να καταλήγει σε »κρίση». Στον καιρό του Μαρξ, η »καταστροφή προϊόντων και μέσων παραγωγής» ήταν η μέθοδος που χρησιμοποιούσε ο καπιταλισμός για να ξεπερνά τις κρίσεις του. Τότε ξέσπαγαν πόλεμοι που οδηγούσαν σε νέους κύκλους ανάπτυξης. Σήμερα ο πόλεμος διεξάγεται στο πεδίο της ιδιωτικοποίησης των δημόσιων πόρων που αντιμετωπίζονται από τους καπιταλιστές ως λεία πολέμου. Συνεπώς αυτά που αποτελούσαν αναφαίρετα, κεκτημένα δικαιώματα, δημόσια αγαθά, δημόσια περιουσία, σήμερα επιβάλλεται να πωλούνται για να συνεχίσουν οι κεφαλαιοκράτες όχι απλώς να κερδίζουν αλλά να συνεχίσουν να κερδίζουν με τον ρυθμό που κέρδιζαν προ κρίσης. Έτσι λοιπόν θυσιάζονται εν είδει Ιφιγένειας, προκειμένου να πνεύσει ο ούριος άνεμος της ανάπτυξης, η παιδεία, η υγεία, το φυσικό περιβάλλον, το νερό, η δημόσια γη, τα δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, τα εργατικά δικαιώματα, τα ανθρώπινα δικαιώματα και η σύνταξη της φουκαριάρας της μάνας μου.
Ζούμε σε έναν πλανήτη με περιορισμένους πλουτοπαραγωγικούς πόρους. Η πραγματική οικονομία -των παραγόμενων αξιών και όχι της χρηματοπιστωτικής φούσκας- είναι ένα υποσύστημα αυτού του πεπερασμένου κόσμου. Η καμπύλη με την οποία την αναπαριστούν οι οικονομολόγοι δεν μπορεί να είναι ανοδική εις το διηνεκές. Η καμπύλη αυτή βασίζεται σε μία λανθασμένη υπόθεση, διότι σε έναν περιορισμένο κόσμο δεν είναι δυνατό ένα υποσύστημά του να αυξάνεται επ” άπειρον. Οι συστημικοί οικονομολόγοι αγνοούν ή αδιαφορούν για αυτό που γνωρίζουν οι βιολόγοι: κάθε οργανισμός γεννιέται, αναπτύσσεται μέχρι ένα όριο και στη συνέχεια φθίνει μέχρι που πεθαίνει. Μόνο η οικονομία, σύμφωνα με τη φαντασίωσή τους, ξεφεύγει από αυτό τον κανόνα και μπορεί απεριόριστα να αναπτύσσεται, πράγμα άτοπο διότι προσκρούει στα δεδομένα όρια του πλανήτη.
Και τότε πώς θα πάρουν τα χρήματά τους οι δανειστές; Είναι απλό. Δεν θα τα πάρουν. Τα χρήματα που προσδοκούν να πάρουν είναι πολλαπλάσια του παγκόσμιου ΑΕΠ. Από μελέτη της γνωστής εταιρείας συμβούλων McKinsey προκύπτει ότι το συνολικό παγκόσμιο χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό, στις 31/12/10 άγγιζε το ποσό των 158 τρiς δολαρίων. Αντίστοιχα το παγκόσμιο ΑΕΠ ανήλθε το 2010 σε περίπου 60 τρίς δολάρια, δηλαδή το χρέος ήταν 263% του ΑΕΠ. Οι απαιτήσεις όσων έπαιξαν στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό καζίνο δεν μπορεί να τεθούν σε προτεραιότητα έναντι των αντοχών των πραγματικών παραγωγών πλούτου που είναι οι εργαζόμενοι, ούτε έναντι των αντοχών του οικοσυστήματος στο οποίο ζούμε εμείς σήμερα και τα παιδιά μας αύριο. Ας αρκεστούν στον ρόλο του ηδονοβλεψία μπροστά στις οθόνες των ηλεκτρονικών τους υπολογιστών που θρέφουν τη ματαιοδοξία τους, βεβαιώνοντάς τους ότι είναι κάτοχοι ενός αμύθητου εικονικού πλούτου, ενός »έχειν» που υπάρχει μόνο στη φαντασία τους. Οι δικές τους απαιτήσεις γίνονται δικές μας υποχρεώσεις μόνο εφόσον -κι αυτό ισχύει σήμερα- αυτοί επιβάλλουν ως θέσφατα τις δικές τους σημασίες τις οποίες εμείς αποδεχόμαστε υπό την απειλή της κατάρας των αγορών που στον αιώνα μας ισοδυναμεί με την κατάρα του Θεού στους χρόνους του μεσαίωνα.
Τα χρέη που επείγουν δεν είναι οικονομικά. Είναι περιβαλλοντικά-οικολογικά και αξιακά. Είναι αυτά που θα κληρονομήσουν από εμάς τα παιδιά μας, οι καταραμένοι κληρονόμοι ενός φαλιρισμένου πολιτισμού που για να επιτύχει τη διαιώνισή του σύντομα θα χρειάζεται μία δεύτερη Γη, έναν ακόμη όμοιο πλανήτη με ανάλογες πλουτοπαραγωγικές δυνατότητες. Πολλοί πιστεύουν αυτό το σενάριο ως εφικτό μεταθέτοντας το πρόβλημα, από την ορθολογική οργάνωση της συλλογικής μας ζωής στη βάση της κάλυψης των αναγκών μας με όρους »λιτής αφθονίας», στο πεδίο της επιστημονικής φαντασίας που προσφέρει μεν κινηματογραφικές συγκινήσεις, όχι όμως και ρεαλιστικές προτάσεις για το παρόν και το βραχυπρόθεσμα δυσοίωνο μέλλον.
Ο μεσαίωνας ήταν θεοκρατούμενος, ο σύγχρονος δικός μας μεσαίωνας είναι χρεωκρατούμενος. Πρέπει να επινοήσουμε άμεσα τη δική μας αναγέννηση που θα μας απαλλάξει από δυνάστες θεούς και θα επιτρέψει την ανάδυση νοημάτων πάνω στα οποία θα στήσουμε μία κοινωνία συντρόφων και όχι ανταγωνιστών, έναν πολιτισμό εθελούσιας ατομικής λιτότητας μέσα στην αφθονία των συλλογικών αγαθών που θα τα μοιραζόμαστε δίκαια, αφήνοντας και στα παιδιά μας αξίες και τόπο για να ζήσουν.
*Στίχος του Ελύτη από τη Μαρία Νεφέλη.
Πηγή apokoinou.com
Βλέπω τις γάτες στο κτήμα του κουμπάρου μου να λιάζονται νωχελικά τη στιγμή που οι άνθρωποι τρέχουν αλαφιασμένοι γιατί εμάς, τα «νοήμονα όντα», μας πλάκωσε »κρίση» (!). Κάτι που ουδόλως απασχολεί τα άλλα είδη του ζωικού βασιλείου, τα οποία ουδέποτε θα νιώσουν την κρίση μας αν εμείς, στην προσπάθειά μας να απεμπλακούμε από αυτή δεν καταστρέψουμε τους βιοτόπους τους για να επιτύχουμε μία ανάπτυξη-μεγέθυνση που προπαγανδίζεται από τους συστημικούς παραγωγούς νοημάτων ως η μόνη λύση για να πληρώσουμε τα χρέη μας, ενώ στην πραγματικότητα είναι η μόνη σίγουρη μέθοδος για να εξαντλήσουμε τη δυνατότητα του πλανήτη να υποστηρίζει την επιβίωσή μας.
Το οικονομικό χρέος, όπως ξέρετε, δεν είναι ιδιαιτερότητα ελληνική.
Αφορά ακόμη και τις χώρες που λειτουργούν ως ατμομηχανές του συστήματος, γι” αυτό έχει πλανητικές διαστάσεις ως πρόβλημα. Μόνο που η αέναη μεγέθυνση ως γιατρειά είναι θανατηφόρα, αφού ο πλανήτης είναι πεπερασμένος και οι δυνατότητές του μπορούν, όπως έλεγε ο Γκάντι, να καλύψουν τις ανάγκες του καθένα, όχι όμως και την απληστία του καθένα. Η »πίτα», λοιπόν είναι πεπερασμένη. Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να μεγαλώσει την πίτα που είναι για φάγωμα, γι΄ αυτό απλώς τη φουσκώνει. Αυξάνει τον όγκο του χρήματος, προκαλεί δηλαδή τη φούσκα, αφού ως γνωστόν τα χρήματα δεν τρώγονται, ενώ στην πραγματική οικονομία, που φαίνεται να αγνοούν οι σπουδαγμένοι στο LSE, δεν υπάρχει δυνατότητα αέναης ανάπτυξης. Όχι γιατί δεν υπάρχουν τα χρήματα -εμείς τα τυπώνουμε, διάολε!- αλλά γιατί έχει ξεπεραστεί προ πολλού η »φέρουσα ικανότητα» του πλανήτη σε πόρους και ενέργεια.
Πώς δεν κλάταρε ακόμη λοιπόν η φούσκα της ιδέας της »ανάπτυξης», της παραμυθένιας πολύφερνης νύφης που έχουμε κουρδιστεί να κυνηγάμε όλοι μας; Αν με τον όρο ανάπτυξη εννοούμε να τρώμε όλοι, όλο και περισσότερο, τότε ή λέμε ψέματα ή λέμε τη μισή αλήθεια και κρύβουμε την άλλη μισή. Αυτό που αποκρύπτεται είναι ότι από τη στιγμή που ο πλανήτης, η πίτα μας, είναι δεδομένος και δεν μεγαλώνει, για να μεγαλώσουμε το κομμάτι μας από την πίτα πρέπει να φάμε το κομμάτι της πίτας που αναλογεί σε κάποιον άλλο και να αποφύγουμε επί ποινή λιμοκτονίας να είμαστε οι »άλλοι», αυτοί δηλαδή των οποίων το κομμάτι θα φαγωθεί.
Το βλέπουμε καθαρά, αν θέλουμε να το δούμε: ο πλούσιος Βορράς τρώει το κομμάτι του φτωχού Νότου, οι πλούσιες ελίτ τρώνε τη μερίδα του λέοντος εξαθλιώνοντας ολόκληρες κοινωνίες -αν σας θυμίζει κάτι έχετε δίκιο -, η υπερκατανάλωση τρώει το κομμάτι της πίτας που θα χρειαστούν οι επόμενες γενιές εξαντλώντας αλόγιστα τα αποθέματα των φυσικών πόρων, όπως το νερό, τα ορυκτά, τα δάση.
Πρόσκαιρα και κατά τόπους μπορεί να ευημερούν οι δείκτες της ανάπτυξης. Κάποιοι δηλαδή να μοιράζονται το κλεμμένο κομμάτι ενός άλλου, από αυτό οι ελάχιστοι να τρώνε τον περίδρομο και οι πολλοί τα ψίχουλα. Το θέμα είναι ότι κάποια στιγμή οι δείκτες θα επιβραδυνθούν αν δεν βρεθεί νέα πηγή άντλησης »κλοπιμαίων». Οι οικονομολόγοι αυτό λένε κρίση: το αναπόφευκτο φαινόμενο της επιβράδυνσης στο ρυθμό της κερδοφορίας, της ζωτικής έννοιας στην ιδεολογία της ανάπτυξης.
Το κυνήγι, λοιπόν, της ανάπτυξης είναι προορισμένο να καταλήγει σε »κρίση». Στον καιρό του Μαρξ, η »καταστροφή προϊόντων και μέσων παραγωγής» ήταν η μέθοδος που χρησιμοποιούσε ο καπιταλισμός για να ξεπερνά τις κρίσεις του. Τότε ξέσπαγαν πόλεμοι που οδηγούσαν σε νέους κύκλους ανάπτυξης. Σήμερα ο πόλεμος διεξάγεται στο πεδίο της ιδιωτικοποίησης των δημόσιων πόρων που αντιμετωπίζονται από τους καπιταλιστές ως λεία πολέμου. Συνεπώς αυτά που αποτελούσαν αναφαίρετα, κεκτημένα δικαιώματα, δημόσια αγαθά, δημόσια περιουσία, σήμερα επιβάλλεται να πωλούνται για να συνεχίσουν οι κεφαλαιοκράτες όχι απλώς να κερδίζουν αλλά να συνεχίσουν να κερδίζουν με τον ρυθμό που κέρδιζαν προ κρίσης. Έτσι λοιπόν θυσιάζονται εν είδει Ιφιγένειας, προκειμένου να πνεύσει ο ούριος άνεμος της ανάπτυξης, η παιδεία, η υγεία, το φυσικό περιβάλλον, το νερό, η δημόσια γη, τα δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, τα εργατικά δικαιώματα, τα ανθρώπινα δικαιώματα και η σύνταξη της φουκαριάρας της μάνας μου.
Ζούμε σε έναν πλανήτη με περιορισμένους πλουτοπαραγωγικούς πόρους. Η πραγματική οικονομία -των παραγόμενων αξιών και όχι της χρηματοπιστωτικής φούσκας- είναι ένα υποσύστημα αυτού του πεπερασμένου κόσμου. Η καμπύλη με την οποία την αναπαριστούν οι οικονομολόγοι δεν μπορεί να είναι ανοδική εις το διηνεκές. Η καμπύλη αυτή βασίζεται σε μία λανθασμένη υπόθεση, διότι σε έναν περιορισμένο κόσμο δεν είναι δυνατό ένα υποσύστημά του να αυξάνεται επ” άπειρον. Οι συστημικοί οικονομολόγοι αγνοούν ή αδιαφορούν για αυτό που γνωρίζουν οι βιολόγοι: κάθε οργανισμός γεννιέται, αναπτύσσεται μέχρι ένα όριο και στη συνέχεια φθίνει μέχρι που πεθαίνει. Μόνο η οικονομία, σύμφωνα με τη φαντασίωσή τους, ξεφεύγει από αυτό τον κανόνα και μπορεί απεριόριστα να αναπτύσσεται, πράγμα άτοπο διότι προσκρούει στα δεδομένα όρια του πλανήτη.
Και τότε πώς θα πάρουν τα χρήματά τους οι δανειστές; Είναι απλό. Δεν θα τα πάρουν. Τα χρήματα που προσδοκούν να πάρουν είναι πολλαπλάσια του παγκόσμιου ΑΕΠ. Από μελέτη της γνωστής εταιρείας συμβούλων McKinsey προκύπτει ότι το συνολικό παγκόσμιο χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό, στις 31/12/10 άγγιζε το ποσό των 158 τρiς δολαρίων. Αντίστοιχα το παγκόσμιο ΑΕΠ ανήλθε το 2010 σε περίπου 60 τρίς δολάρια, δηλαδή το χρέος ήταν 263% του ΑΕΠ. Οι απαιτήσεις όσων έπαιξαν στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό καζίνο δεν μπορεί να τεθούν σε προτεραιότητα έναντι των αντοχών των πραγματικών παραγωγών πλούτου που είναι οι εργαζόμενοι, ούτε έναντι των αντοχών του οικοσυστήματος στο οποίο ζούμε εμείς σήμερα και τα παιδιά μας αύριο. Ας αρκεστούν στον ρόλο του ηδονοβλεψία μπροστά στις οθόνες των ηλεκτρονικών τους υπολογιστών που θρέφουν τη ματαιοδοξία τους, βεβαιώνοντάς τους ότι είναι κάτοχοι ενός αμύθητου εικονικού πλούτου, ενός »έχειν» που υπάρχει μόνο στη φαντασία τους. Οι δικές τους απαιτήσεις γίνονται δικές μας υποχρεώσεις μόνο εφόσον -κι αυτό ισχύει σήμερα- αυτοί επιβάλλουν ως θέσφατα τις δικές τους σημασίες τις οποίες εμείς αποδεχόμαστε υπό την απειλή της κατάρας των αγορών που στον αιώνα μας ισοδυναμεί με την κατάρα του Θεού στους χρόνους του μεσαίωνα.
Τα χρέη που επείγουν δεν είναι οικονομικά. Είναι περιβαλλοντικά-οικολογικά και αξιακά. Είναι αυτά που θα κληρονομήσουν από εμάς τα παιδιά μας, οι καταραμένοι κληρονόμοι ενός φαλιρισμένου πολιτισμού που για να επιτύχει τη διαιώνισή του σύντομα θα χρειάζεται μία δεύτερη Γη, έναν ακόμη όμοιο πλανήτη με ανάλογες πλουτοπαραγωγικές δυνατότητες. Πολλοί πιστεύουν αυτό το σενάριο ως εφικτό μεταθέτοντας το πρόβλημα, από την ορθολογική οργάνωση της συλλογικής μας ζωής στη βάση της κάλυψης των αναγκών μας με όρους »λιτής αφθονίας», στο πεδίο της επιστημονικής φαντασίας που προσφέρει μεν κινηματογραφικές συγκινήσεις, όχι όμως και ρεαλιστικές προτάσεις για το παρόν και το βραχυπρόθεσμα δυσοίωνο μέλλον.
Ο μεσαίωνας ήταν θεοκρατούμενος, ο σύγχρονος δικός μας μεσαίωνας είναι χρεωκρατούμενος. Πρέπει να επινοήσουμε άμεσα τη δική μας αναγέννηση που θα μας απαλλάξει από δυνάστες θεούς και θα επιτρέψει την ανάδυση νοημάτων πάνω στα οποία θα στήσουμε μία κοινωνία συντρόφων και όχι ανταγωνιστών, έναν πολιτισμό εθελούσιας ατομικής λιτότητας μέσα στην αφθονία των συλλογικών αγαθών που θα τα μοιραζόμαστε δίκαια, αφήνοντας και στα παιδιά μας αξίες και τόπο για να ζήσουν.
*Στίχος του Ελύτη από τη Μαρία Νεφέλη.
Πηγή apokoinou.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου