Ποτέ δε προβληματιζόμουν ιδιαίτερα με τα συνθήματα στις πορείες, η αλήθεια είναι ότι ντρεπόμουν να φωνάξω κάποια, αλλά έβρισκα μάλλον υπερβολική την κριτική τους, όπως πχ στην περίπτωση του «μπάτσοι μουνιά σκοτώνετε παιδιά» το δεκέμβρη. Θεωρώ άλλωστε ότι ένα σύνθημα στηρίζεται κυρίως στην ομοιοκαταληκτική ηχητική δυναμική του, στο ευφανταστό του και σε ένα γενικό πλαίσιο νοήματος – γενικό και όχι κυριολεκτικό. Πως αλλιώς άλλωστε μπορούν και φωνάζουν «σφαλιάρες και κλωτσιές σε κάθε αφεντικό» διαδηλωτές που σε ένα μεγάλο ή μικρό ποσοστό είναι είτε γόνοι μικρών ή μεγάλων αφεντικών είτε είναι και οι ίδιοι, μικρά έστω, αφεντικά ή για να το πάμε ακόμη παραπέρα, «βραστούς θα φάμε τους αστούς»;Προφανώς και δεν επιθυμεί ένα σεβαστό ποσοστό των διαδηλωτών να αναλωθεί σε κανιβαλισμό έναντι γονέων και εαυτών, απλά σκιαγραφεί μιαν αντίθεση στην αστική τάξη.
Δε προβληματίστηκα ιδιαίτερα οπότε ούτε και με το «Ένας είναι ο δρόμος λαέ για να νικάς, εαμ – ελας – μελιγαλάς» αν μη τι άλλο στα πλαίσια αντιφασιστικών πορειών σε γειτονιές, την έσπαγε σίγουρα σε ένα σωρό ακροδεξιά καθάρματα. Παρατηρώντας ωστόσο το εν λόγω σύνθημα να αποκτά το τελευταίο διάστημα, εμβληματικές αποχρώσεις να υπονοεί δηλαδή μια πύκνωση της πολιτικής θεώρησης του «χώρου», η οποία μάλιστα πολιτική θεώρηση, εμφανίζεται δυσανάλογα σπάνια στους ταραγμένους καιρούς που ζούμε, θεωρώ ότι ίσως εδώ χρειάζεται να αφιερώσουμε λίγη κριτική σκέψη.
Εν πρώτοις θα αναγνωρίσω ότι ο εμβληματικός χαρακτήρας του συνθήματος έχει να κάνει με την άνοδο της χρυσής αυγής και με τον αντιφασισμό ως μονοθεματική και κυρίαρχη πολιτική του ευρύτερου αντιεξουσιαστικού/ αναρχικού χώρου. Το κατά πόσο αυτή η μονοθεματικότητα είναι μια παγίδα, στη δημιουργία της οποίας εξαρχής στοχεύει η άνοδος της ακροδεξιάς, μέσω τόσο κοινωνικών ζυμώσεων (με την έννοια της ζύμωσης να μην παραπέμπει στην αλκοολική ζύμωση των φρούτων, αλλά την αναερόβια ζύμωση κακοφτιαγμένων σωρών κόμποστ και βούρκων με φυσαλίδες που κάνουν δύσοσμα πλοπ, μιας ζύμωσης κοντολογής που αναλογεί στην ελληνική κοινωνία) όσο και πολιτικών χειρισμών, δεν είναι επι του παρόντος το θέμα μας. Σημειώνουμε απλά ότι η επιτακτικότητα που δημιουργεί η άνοδος των ακροδεξιών καθαρμάτων και των δεν-είμαστε-φασίστες καθημερινών ηλιθίων που τα σιγοντάρουν και τα πλαισιώνουν, δικαιολογεί σε ένα βαθμό την υιοθέτηση οπτικών ενός αντίπαλου δέους. Και ποιο είναι ιστορικά το αντίπαλο δέος του φασισμού στην ελλάδα; Το -κομμουνιστικό στην πλειοψηφία του- αντάρτικο.
Μόνο που το εν λόγω σύνθημα τείνει να απευθύνεται και στο εσωτερικό του χώρου και δείχνει να αποτελεί αίφνης την κατάθεση μιας πολιτικής θεώρησης, με ορισμένα κομμάτια του χώρου να το υιοθετούν σαν κεντρικό σύνθημα σε πανώ τους. Όπως παρατήρησε ένας φίλος, από «εικόνα από το μέλλον» γίναμε ξαφνικά «κομμουνιστών εγγόνια». Και αυτό είναι κάτι που η άνοδος της ακροδεξιάς δεν αρκεί για να το δικαιολογήσει. Ας εισέλθω οπότε σε μια ανατομία του συνθήματος και στο γιατί μου τη σπάει και το κυριότερο γιατί πιστεύω ότι θα έπρεπε να τη σπάει και σε πολύ άλλο κόσμο, συντρόφων και συναγωνιστών συμπεριλαμβανόμενων.
Καταρχάς, όχι, ως επι το πλείστον δεν είμαστε «κομμουνιστών εγγόνια». Είμαστε κυρίως εγγόνια δεξιών ή απολίτικων, παιδιά πασόκων, δεξιών και συριζαίων στην καλύτερη, για τον απλούστατο λόγο ότι οι κομμουνιστές έχασαν και εν μέσω εξοριών, εκτελέσεων, μεταναστεύσεων και διωγμών, άφησαν αισθητά λιγότερους απογόνους από τους δεξιούς ή αμέτοχους προγονούς μας. Εκτός και αν κάποιος θεωρεί ότι η κομμουνιστική παράδοση μεταβιβάζεται μέσω γενεών, ωσάν το ντι εν έι των ηλιθίων ακροδεξιών και των γεμάτων ντόπα ελλήνων αθλητών και μετουσιώνεται στην ιστορική της εξέλιξη: την αναρχία (και όχι φερ΄ειπείν στο κκ, που θα΄ταν και το πλέον λογικό). Αν κάποια, με άλλα λόγια, θεωρεί ότι το ιστορικό διακύβευμα του μεταπολεμικού εμφυλίου εκφράζεται στις μέρες μας από την αναρχία.
Αλλά ας πάμε στο επίμαχο: «Ένας είναι ο δρόμος λαέ για να νικάς, εαμ ελάς μελιγαλάς». Να επισημάνω το προφανές; Ότι το εαμ ξεκάθαρα και αμετάκλητα έχασε; Ότι αν και το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου το βρήκε να ελέγχει το ένοπλο κομμάτι όσων είχαν μείνει στην ελλάδα και με την ηθική δικαίωση της αντιφασιστικής πάλης, εντούτοις ηττήθηκε; Ως δρόμος νίκης του λαού δε λειτούργησε στο παρελθόν, γιατί να λειτουργήσει τώρα; Ας το θεωρήσουμε ωστόσο προσθήκη χάριν ομοιοκαταληξίας και ας πιάσουμε το ουσιώδες: εαμ ελας μελιγαλάς.
Σίγουρα, για ένα τόσο σημαντικό και πρόσφατο γεγονός όπως ο εμφύλιος, υπάρχει σκανδαλωδώς ελάχιστη βιβλιογραφία, εντούτοις, οι περισσότεροι του αναρχικού χώρου, μοιράζονται νομίζω περίπου την ίδια οπτική: ο ελας καθοδηγήθηκε και κατευθύνθηκε σε μεγάλο βαθμό από σταλινικά καθάρματα, επιδόθηκε σε άγριες εκκαθαρίσεις στο εσωτερικό του, διέπραξε φρικαλεότητες (λιγότερες ίσως από αυτές των δεξιών, αλλά φρικαλεότητες όπως και να΄χει), ξεπούλησε αγωνιστές, στελεχώθηκε σε μεγάλο βαθμό από εξαναγκασμένους ανθρώπους που δεν πήραν τα βουνά με τη θελησή τους αλλά με το αριστερό ή δεξιό πιστόλι στον κρόταφο, έδωσε έναν αγώνα που συνέφερε τα μεγαλόπνοα σχέδια του σφαγέα 20 εκ. σοβιετικών αντιφρονούντων, στάλιν και έχασε, πάλι σύμφωνα με τα σχέδια του στάλιν. Και εμβληματικές μορφές του, εξαναγκάστηκαν, σε πλήρη αντιστοιχία με το πνεύμα των δικών της μόσχας, σε ηθική και φυσική εξόντωση, από την ίδια την ηγεσία του.
Και ίσως η σκέψη ενός πηγαδιού γεμάτου με τα πτώματα βασανιστών και δοσίλογων να προσφέρει μια κάποια στομαχική ικανοποίηση και ίσως, λέμε ίσως, κάποιες από εμάς αν ζούσαμε εκείνη την εποχή να ήμασταν στον ελας και να επιλέγουμε να σώσουμε τα ελληνικά εργοστάσια και όχι να τα τινάξουμε στον αέρα, όπως πρότασσαν ακόμη και τότε κάποιες μεμονωμένες φωνές, αλλά από εδώ μέχρι το να προτείνουμε ως επιτυχημένο δρόμο πολιτικής πράξης τον δρόμο του εαμ ελας, η απόσταση είναι τεράστια. Και δε γεμίζει, με όσο λανθάνων ή ξεκάθαρο σταλινισμό και να κρύβεται στο αναρχικό κίνημα.
Το θέμα είναι οπότε τι γεμίζει αυτή την απόσταση και το γιατί θα έπρεπε αυτό να μας προβληματίζει. Επαναλαμβάνω πως η άνοδος της άκρας δεξιάς αφενός πολώνει όλο το ριζοσπαστικό κίνημα σε ένα μονοθεματικό αγώνα, τον αντιφασιστικό και αφετέρου τρομάζει επαρκώς τους έχοντες «δημοκρατικά αισθήματα» έτσι ώστε να δεχτούν την πάταξη της «αριστερής ανομίας», αρκεί να αποφευχθούν τα μαχαίρια των φασιστικών συμμοριών. Όπως και να΄χει, ο αντιφασισμός είναι επι του παρόντος το σκληρό νόμισμα του α/α χώρου. Από την άλλη ο κατεξοχήν κληρονόμος της αντιφασιστικής πάλης, το κκε δηλαδή, σιγοσφυρίζει αδιάφορα, επιδεικνύοντας μια σχεδόν αξιοθαύμαστη αταραξία, μια θα μπορούσαμε να πούμε, ζεν θεώρηση των πραγμάτων, εν γένει. Κάτι που αφήνει ένα ολόκληρο ένοπλο αντιφασιστικό φαντασιακό, σε αρκετά καλή κατάσταση μάλιστα, ανυπεράσπιστο και έτοιμο προς οικειοποίηση. Και μέρος του α/α χώρου το οικειοποιείται αβασάνιστα, αβίαστα και αγόγγυστα, περιφέρει δηλαδή με περηφάνεια ένα –ιδεολογικά κατασκευασμένο- σταλινικό αντιφα τσαμπουκά, ως προταγμά του. Η συνέχεια των λεβεντόπαιδων που πολέμησαν το φασισμό στο γράμμο και το βίτσι, βρίσκεται εδώ, στους λεβέντες των εξαρχείων.
Όπως και στο παρόμοιας λογικής «οι παπούδες μας δεν ψήφιζαν τους φασίστες. τους πυροβολούσαν». Παπούδες –ποτέ γιαγιάδες- που δεν έτρεμαν από το κρύο και το φόβο στα βράχια του γράμμου, δεν έκλαιγαν από μοναξιά και απελπισία, δεν σπάραζαν από νοσταλγία του γκομενού τους ή των παιδιών τους, του άντρα ή της γυναίκας τους, που δε βρέθηκαν να τους λιανίζουν οι δεξιοί –και- επειδή αυτό συνέφερε τα σχέδια της εσσδ και της σοβιετόδουλης ηγεσίας του τότε κκ, όχι, επρόκειτο για παπούδες λεβέντες, περήφανους, που δε δίσταζαν να πυροβολήσουν τους φασίστες και αν τους είχαμε τώρα νομίζετε ότι θα ασχολιόντουσαν με μικροαστικά κλαψουρίσματα αυτοκριτικής;
Αναμφίβολα τα σύμβολα είναι ενδεχομένως χρήσιμα σε κρίσιμες ιστορικά περιόδους, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αν και κατασκευές, παράγουν την δική τους πραγματικότητα, την οποία καλούμαστε να ζήσουμε όσοι τα περιφέρουμε. Και ένα τόσο ισχυρό φαντασιακό, αυτό του εμφυλιακού ένοπλου αγώνα, δε μπορεί παρά να ηγεμονεύσει τις διάφορες τάσεις του κινήματος, να αναλάβει ίσως την πρωτοκαθεδρία ενός αναγκαίου αντιφασισμού σε μια με ολοένα και αυξανόμενα δημοσκοπικά ποσοστά, αριστερά της προόδου. Και να βρεθούμε με ένα κίνημα που θα απεμπολίσει τις διάφορες εκφάνσεις της ριζοσπαστικής κριτικής που το χαρακτήρισαν, χάριν της, ψηφοθηρικής χροιάς, γραμμικής συνέχειας της αντάρτικης λεβεντιάς με την αναρχική παλικαριά.
Αλλά επειδή τους λεβέντες και τα παλικάρια τα τρώει το μαύρο χώμα, αφού μάλιστα τα φάνε στη μάπα πολλοί άλλοι νωρίτερα, ίσως να είναι καλό να σκεφτούμε τι φωνάζουμε. Η αυτοοργάνωση, η αυτοθέσμιση, η αλληλεγγύη και η αλληλοβοήθεια, μπορεί να μην παράγουν εύκολα ρίμες, ούτε να΄χουν ένα τόσο πλούσιο φαντασιακό πεδίο για να καπηλευτούν, αλλά στους δύσκολους και ολοένα και αγριότερους καιρούς που καλούμαστε να ζήσουμε, έχουν απείρως μεγαλύτερη σημασία από τον κάθε φαντασιακό παππού μας.
Αναδημοσιεύεται από εδώ.
Και για να μην ξεχνιώμαστε: Α. Στίνας, ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΟΠΛΑ (Διεθνής Βιβλιοθήκη, 1984)
Δε προβληματίστηκα ιδιαίτερα οπότε ούτε και με το «Ένας είναι ο δρόμος λαέ για να νικάς, εαμ – ελας – μελιγαλάς» αν μη τι άλλο στα πλαίσια αντιφασιστικών πορειών σε γειτονιές, την έσπαγε σίγουρα σε ένα σωρό ακροδεξιά καθάρματα. Παρατηρώντας ωστόσο το εν λόγω σύνθημα να αποκτά το τελευταίο διάστημα, εμβληματικές αποχρώσεις να υπονοεί δηλαδή μια πύκνωση της πολιτικής θεώρησης του «χώρου», η οποία μάλιστα πολιτική θεώρηση, εμφανίζεται δυσανάλογα σπάνια στους ταραγμένους καιρούς που ζούμε, θεωρώ ότι ίσως εδώ χρειάζεται να αφιερώσουμε λίγη κριτική σκέψη.
Εν πρώτοις θα αναγνωρίσω ότι ο εμβληματικός χαρακτήρας του συνθήματος έχει να κάνει με την άνοδο της χρυσής αυγής και με τον αντιφασισμό ως μονοθεματική και κυρίαρχη πολιτική του ευρύτερου αντιεξουσιαστικού/ αναρχικού χώρου. Το κατά πόσο αυτή η μονοθεματικότητα είναι μια παγίδα, στη δημιουργία της οποίας εξαρχής στοχεύει η άνοδος της ακροδεξιάς, μέσω τόσο κοινωνικών ζυμώσεων (με την έννοια της ζύμωσης να μην παραπέμπει στην αλκοολική ζύμωση των φρούτων, αλλά την αναερόβια ζύμωση κακοφτιαγμένων σωρών κόμποστ και βούρκων με φυσαλίδες που κάνουν δύσοσμα πλοπ, μιας ζύμωσης κοντολογής που αναλογεί στην ελληνική κοινωνία) όσο και πολιτικών χειρισμών, δεν είναι επι του παρόντος το θέμα μας. Σημειώνουμε απλά ότι η επιτακτικότητα που δημιουργεί η άνοδος των ακροδεξιών καθαρμάτων και των δεν-είμαστε-φασίστες καθημερινών ηλιθίων που τα σιγοντάρουν και τα πλαισιώνουν, δικαιολογεί σε ένα βαθμό την υιοθέτηση οπτικών ενός αντίπαλου δέους. Και ποιο είναι ιστορικά το αντίπαλο δέος του φασισμού στην ελλάδα; Το -κομμουνιστικό στην πλειοψηφία του- αντάρτικο.
Μόνο που το εν λόγω σύνθημα τείνει να απευθύνεται και στο εσωτερικό του χώρου και δείχνει να αποτελεί αίφνης την κατάθεση μιας πολιτικής θεώρησης, με ορισμένα κομμάτια του χώρου να το υιοθετούν σαν κεντρικό σύνθημα σε πανώ τους. Όπως παρατήρησε ένας φίλος, από «εικόνα από το μέλλον» γίναμε ξαφνικά «κομμουνιστών εγγόνια». Και αυτό είναι κάτι που η άνοδος της ακροδεξιάς δεν αρκεί για να το δικαιολογήσει. Ας εισέλθω οπότε σε μια ανατομία του συνθήματος και στο γιατί μου τη σπάει και το κυριότερο γιατί πιστεύω ότι θα έπρεπε να τη σπάει και σε πολύ άλλο κόσμο, συντρόφων και συναγωνιστών συμπεριλαμβανόμενων.
Καταρχάς, όχι, ως επι το πλείστον δεν είμαστε «κομμουνιστών εγγόνια». Είμαστε κυρίως εγγόνια δεξιών ή απολίτικων, παιδιά πασόκων, δεξιών και συριζαίων στην καλύτερη, για τον απλούστατο λόγο ότι οι κομμουνιστές έχασαν και εν μέσω εξοριών, εκτελέσεων, μεταναστεύσεων και διωγμών, άφησαν αισθητά λιγότερους απογόνους από τους δεξιούς ή αμέτοχους προγονούς μας. Εκτός και αν κάποιος θεωρεί ότι η κομμουνιστική παράδοση μεταβιβάζεται μέσω γενεών, ωσάν το ντι εν έι των ηλιθίων ακροδεξιών και των γεμάτων ντόπα ελλήνων αθλητών και μετουσιώνεται στην ιστορική της εξέλιξη: την αναρχία (και όχι φερ΄ειπείν στο κκ, που θα΄ταν και το πλέον λογικό). Αν κάποια, με άλλα λόγια, θεωρεί ότι το ιστορικό διακύβευμα του μεταπολεμικού εμφυλίου εκφράζεται στις μέρες μας από την αναρχία.
Αλλά ας πάμε στο επίμαχο: «Ένας είναι ο δρόμος λαέ για να νικάς, εαμ ελάς μελιγαλάς». Να επισημάνω το προφανές; Ότι το εαμ ξεκάθαρα και αμετάκλητα έχασε; Ότι αν και το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου το βρήκε να ελέγχει το ένοπλο κομμάτι όσων είχαν μείνει στην ελλάδα και με την ηθική δικαίωση της αντιφασιστικής πάλης, εντούτοις ηττήθηκε; Ως δρόμος νίκης του λαού δε λειτούργησε στο παρελθόν, γιατί να λειτουργήσει τώρα; Ας το θεωρήσουμε ωστόσο προσθήκη χάριν ομοιοκαταληξίας και ας πιάσουμε το ουσιώδες: εαμ ελας μελιγαλάς.
Σίγουρα, για ένα τόσο σημαντικό και πρόσφατο γεγονός όπως ο εμφύλιος, υπάρχει σκανδαλωδώς ελάχιστη βιβλιογραφία, εντούτοις, οι περισσότεροι του αναρχικού χώρου, μοιράζονται νομίζω περίπου την ίδια οπτική: ο ελας καθοδηγήθηκε και κατευθύνθηκε σε μεγάλο βαθμό από σταλινικά καθάρματα, επιδόθηκε σε άγριες εκκαθαρίσεις στο εσωτερικό του, διέπραξε φρικαλεότητες (λιγότερες ίσως από αυτές των δεξιών, αλλά φρικαλεότητες όπως και να΄χει), ξεπούλησε αγωνιστές, στελεχώθηκε σε μεγάλο βαθμό από εξαναγκασμένους ανθρώπους που δεν πήραν τα βουνά με τη θελησή τους αλλά με το αριστερό ή δεξιό πιστόλι στον κρόταφο, έδωσε έναν αγώνα που συνέφερε τα μεγαλόπνοα σχέδια του σφαγέα 20 εκ. σοβιετικών αντιφρονούντων, στάλιν και έχασε, πάλι σύμφωνα με τα σχέδια του στάλιν. Και εμβληματικές μορφές του, εξαναγκάστηκαν, σε πλήρη αντιστοιχία με το πνεύμα των δικών της μόσχας, σε ηθική και φυσική εξόντωση, από την ίδια την ηγεσία του.
Και ίσως η σκέψη ενός πηγαδιού γεμάτου με τα πτώματα βασανιστών και δοσίλογων να προσφέρει μια κάποια στομαχική ικανοποίηση και ίσως, λέμε ίσως, κάποιες από εμάς αν ζούσαμε εκείνη την εποχή να ήμασταν στον ελας και να επιλέγουμε να σώσουμε τα ελληνικά εργοστάσια και όχι να τα τινάξουμε στον αέρα, όπως πρότασσαν ακόμη και τότε κάποιες μεμονωμένες φωνές, αλλά από εδώ μέχρι το να προτείνουμε ως επιτυχημένο δρόμο πολιτικής πράξης τον δρόμο του εαμ ελας, η απόσταση είναι τεράστια. Και δε γεμίζει, με όσο λανθάνων ή ξεκάθαρο σταλινισμό και να κρύβεται στο αναρχικό κίνημα.
Το θέμα είναι οπότε τι γεμίζει αυτή την απόσταση και το γιατί θα έπρεπε αυτό να μας προβληματίζει. Επαναλαμβάνω πως η άνοδος της άκρας δεξιάς αφενός πολώνει όλο το ριζοσπαστικό κίνημα σε ένα μονοθεματικό αγώνα, τον αντιφασιστικό και αφετέρου τρομάζει επαρκώς τους έχοντες «δημοκρατικά αισθήματα» έτσι ώστε να δεχτούν την πάταξη της «αριστερής ανομίας», αρκεί να αποφευχθούν τα μαχαίρια των φασιστικών συμμοριών. Όπως και να΄χει, ο αντιφασισμός είναι επι του παρόντος το σκληρό νόμισμα του α/α χώρου. Από την άλλη ο κατεξοχήν κληρονόμος της αντιφασιστικής πάλης, το κκε δηλαδή, σιγοσφυρίζει αδιάφορα, επιδεικνύοντας μια σχεδόν αξιοθαύμαστη αταραξία, μια θα μπορούσαμε να πούμε, ζεν θεώρηση των πραγμάτων, εν γένει. Κάτι που αφήνει ένα ολόκληρο ένοπλο αντιφασιστικό φαντασιακό, σε αρκετά καλή κατάσταση μάλιστα, ανυπεράσπιστο και έτοιμο προς οικειοποίηση. Και μέρος του α/α χώρου το οικειοποιείται αβασάνιστα, αβίαστα και αγόγγυστα, περιφέρει δηλαδή με περηφάνεια ένα –ιδεολογικά κατασκευασμένο- σταλινικό αντιφα τσαμπουκά, ως προταγμά του. Η συνέχεια των λεβεντόπαιδων που πολέμησαν το φασισμό στο γράμμο και το βίτσι, βρίσκεται εδώ, στους λεβέντες των εξαρχείων.
Όπως και στο παρόμοιας λογικής «οι παπούδες μας δεν ψήφιζαν τους φασίστες. τους πυροβολούσαν». Παπούδες –ποτέ γιαγιάδες- που δεν έτρεμαν από το κρύο και το φόβο στα βράχια του γράμμου, δεν έκλαιγαν από μοναξιά και απελπισία, δεν σπάραζαν από νοσταλγία του γκομενού τους ή των παιδιών τους, του άντρα ή της γυναίκας τους, που δε βρέθηκαν να τους λιανίζουν οι δεξιοί –και- επειδή αυτό συνέφερε τα σχέδια της εσσδ και της σοβιετόδουλης ηγεσίας του τότε κκ, όχι, επρόκειτο για παπούδες λεβέντες, περήφανους, που δε δίσταζαν να πυροβολήσουν τους φασίστες και αν τους είχαμε τώρα νομίζετε ότι θα ασχολιόντουσαν με μικροαστικά κλαψουρίσματα αυτοκριτικής;
Αναμφίβολα τα σύμβολα είναι ενδεχομένως χρήσιμα σε κρίσιμες ιστορικά περιόδους, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αν και κατασκευές, παράγουν την δική τους πραγματικότητα, την οποία καλούμαστε να ζήσουμε όσοι τα περιφέρουμε. Και ένα τόσο ισχυρό φαντασιακό, αυτό του εμφυλιακού ένοπλου αγώνα, δε μπορεί παρά να ηγεμονεύσει τις διάφορες τάσεις του κινήματος, να αναλάβει ίσως την πρωτοκαθεδρία ενός αναγκαίου αντιφασισμού σε μια με ολοένα και αυξανόμενα δημοσκοπικά ποσοστά, αριστερά της προόδου. Και να βρεθούμε με ένα κίνημα που θα απεμπολίσει τις διάφορες εκφάνσεις της ριζοσπαστικής κριτικής που το χαρακτήρισαν, χάριν της, ψηφοθηρικής χροιάς, γραμμικής συνέχειας της αντάρτικης λεβεντιάς με την αναρχική παλικαριά.
Αλλά επειδή τους λεβέντες και τα παλικάρια τα τρώει το μαύρο χώμα, αφού μάλιστα τα φάνε στη μάπα πολλοί άλλοι νωρίτερα, ίσως να είναι καλό να σκεφτούμε τι φωνάζουμε. Η αυτοοργάνωση, η αυτοθέσμιση, η αλληλεγγύη και η αλληλοβοήθεια, μπορεί να μην παράγουν εύκολα ρίμες, ούτε να΄χουν ένα τόσο πλούσιο φαντασιακό πεδίο για να καπηλευτούν, αλλά στους δύσκολους και ολοένα και αγριότερους καιρούς που καλούμαστε να ζήσουμε, έχουν απείρως μεγαλύτερη σημασία από τον κάθε φαντασιακό παππού μας.
Αναδημοσιεύεται από εδώ.
Και για να μην ξεχνιώμαστε: Α. Στίνας, ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΟΠΛΑ (Διεθνής Βιβλιοθήκη, 1984)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου