Του
Θωμά Τσαλαπάτη
Για να δεχτείς πως όλα αλλάζουν πρέπει πρώτα να τα υποδεχτείς στην όψη. Αλλαγές φυτρώνουν στην άκρη της όρασης, κατοχυρώνοντας την κρίση ως πραγματικότητα. Το γύρω αλλάζει, η όψη των ανθρώπων, η ένταση, το στρίμωγμα στο λεωφορείο. Τα ταξί φτιάχνουν ουρές και γεννιούνται παντού νέες πιάτσες, στους δρόμους γύρω τα μαγαζιά κλείνουν και οι υπηρεσίες αποχωρούν αφήνοντας πίσω σκέλεθρα αγοραπωλησιών. Στη θέση τους ξεπροβάλλουν τα μαγαζιά της κρίσης. Παρατηρώ τρία είδη μαγαζιών να φυτρώνουν μαζικά: πρώτα και κυρίαρχα τα ενεχυροδανειστήρια του «Πωλείται χρυσός», δίπλα τους πιο δειλά και λιγότερα εκκωφαντικά μαγαζιά με hot-dog και πιο πρόσφατα μαγαζιά με παγωμένο γιαούρτι (αυτά τα τελευταία πραγματικά δεν καταλαβαίνω γιατί υπάρχουν). Η κρίση είναι οι δρόμοι μας στολισμένοι με αυτό που επιβάλει ένα κλίμα γενικευμένο, με τη λέξη «χρυσός» να ζωγραφίζει τις μέρες, μια προσφορά που καλύπτει πρόχειρα μια απειλή και μια σφαγή.
Η παιδική ηλικία του χρυσού
Τα πρώτα χρόνια, η λέξη χρυσός κουβάλαγε μονίμως τον εξωτισμό της περιπέτειας, το μέγεθος της παιδικής υπερβολής. Μακριά από την όποια καθημερινότητα, υπήρξε μόνο σε μακρινές ιστορίες. Θυμάμαι τους χρυσοθήρες του Λούκι Λουκ μονίμως καπελοφορεμένους και γενειοφόρους, μονίμως κυνηγημένους από μοχθηρούς και ελαφρώς άχρηστους ντεσπεράντο. Τις πειρατικές ιστορίες του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον (και δίπλα τους τα περιπετειώδη σκαριφήματα της δεκάρας). Η λέξη «χρυσός» δικαιολογούσε το ξύλινο πόδι ή το γάντζο, έκανε τους συντρόφους παπαγάλους ακόμη πιο συμπαθητικούς, γινόταν κλίμακα για να μετρηθεί ο κάθε καβγάς στο κάθε χάνι. Αργότερα τις ιστορίες του Τζακ Λόντον στην Αλάσκα με τον πυρετό του χρυσού να στέκεται δίπλα στο δόντι του λύκου, το ψύχος του άσπρου, το χιόνι του θανάτου. Μεγαλώνοντας αφήνεις τις παιδικές λέξεις κλειδωμένες με τα σπασμένα παιχνίδια. Θυμάμαι το πρώτο ταξίδι στη Βιένη. Το τόσο χρυσάφι στα αγάλματα, στις επιγραφές και στις στέγες των καθεδρικών, χρωμάτιζε κακόγουστα το μουντό του αυστριακού παρόντος, σου έδειχνε την πρωτεύουσα μιας αυτοκρατορίας που κατέρρευσε σε κάποιο μακρινό παρελθόν και τώρα στέκει σαν μαγκωμένη ανάμνηση και πρωτεύουσα της μελαγχολίας. Τα χρώματα της πραγματικότητας, λες, είναι πάντα πιο άχαρα και πιο σκληρά από αυτά του παιδικού καμβά.
Χρυσοθήρες και τυμβωρύχοι της κρίσης
Τα πρόσφατα χρόνια έφτασαν ειδήσεις για μια νέα φλέβα χρυσού στο λεξιλόγιο. Το γλωσσικό κοίτασμα εντοπίστηκε στη φράση golden boys, λέξη παγκοσμιοποιημένη, στην παγκοσμιοποιημένη αρχή της κρίσης. Τα «χρυσά παιδιά», οι χρυσελεφάντινοι αυτοί κρετίνοι που κατάφεραν να στοιβάξουν τον κυνισμό και τη ματαιοδοξία στην ίδια Samsonite, να διατρανώσουν την επιθετική τους αδιαφορία για ό,τι συμβαίνει πέρα από το βάθρο τους, αγναντεύοντας μια καταστροφή που οι ίδιοι προκάλεσαν (αμέριμνοι και ίσως τρώγοντας παγωμένο γιαούρτι –κάπου πρέπει και αυτό να κολλήσει).
Τα «αγοράζω χρυσό» είναι η χλωρίδα των μνημονίων. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως οι ενεχυροδανειστές είναι από τα πρώτα επαγγέλματα που άνοιξαν με τον ερχομό της κρίσης. Ο αριθμός τους διπλασιάζεται και τριπλασιάζεται μα παραμένει πάντα άγνωστος, αφού πολλά από αυτά είναι παράνομα. Αλλά και στα νόμιμα, οι παρανομίες και οι παρατυπίες σε σχέση με τα παραστατικά, τα μητρώα, τις αποδείξεις αυξάνουν και αυτές γεωμετρικά.
Ανάμεσα στο άγχος που προκαλούν στην ειδίκευση τους οι οικονομικοί δείκτες, τα διαγράμματα και οι άγνωστοι οικονομικοί όροι, το χρυσάφι και οι λύρες αποτελούν μια επιστροφή σε μια πιο αρχαϊκή μορφή συνδιαλλαγής φαινομενικά πιο ασφαλή και σίγουρα πιο άμεση. Η επιστροφή αυτή παρατηρείται σε κάθε κρίση, έτσι συνέβη και στην κρίση του 2008 με όμοια μαγαζιά να ανοίγουν στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Ιταλία. Κάθε γειτονιά της Μεσογείου έχει το δικό της μαυραγορίτη και το δικό της μαγαζί (πολλές φορές μεγάλους αριθμούς στον ίδιο δρόμο, κολλημένα απέναντι ή δίπλα). Και πάντα βλέπεις την ίδια εικόνα, μια αλεξίσφαιρη βιτρίνα χρωματισμένη με την αισθητική της πιο φτηνής διαφήμισης, με το επιθετικό κίτρινο του χρυσού (ή της χολής) να κυριαρχεί παντού, παντού μεγάλα γράμματα, παντού θαυμαστικά και μια κάμερα ασφαλείας να χαζεύει ένα χώρο επιπλωμένο με την ησυχία και τη λιτότητα του γραφείου κηδειών: ένα γραφείο κάπου στο βάθος, ένας εργαζόμενος με βλέμμα αδιαφορίας. Και ψηλά, πάνω από το δρόμο, τεράστιες επιγραφές αναβοσβήνουν την απελπισία.
Τα ενεχυροδανειστήρια και τα ανταλλακτήρια, αδειοδοτημένα από τα τοπικά αστυνομικά τμήματα, αγοράζουν αντικείμενα στο 40% έως 15% της πραγματικής τους αξίας. Μα δεν πρόκειται για αγοραπωλησία αλλά για τιμολόγηση της απόγνωσης. Νόμισμα γίνεται η ανάγκη. Βέρες και σταυρουδάκια, δαχτυλίδια και ρολόγια, καθημερινές εμπειρίες και κληρονομημένα ενθύμια στέλνονται σε κάποιο παράνομο χυτήριο και ύστερα στοιβάζονται κάπου στο εξωτερικό. Σε κυνηγούν οι ρεκλάμες της απελπισίας, τα διαφημιστικά στις εισόδους των πολυκατοικιών, τα τηλεοπτικά διαφημιστικά ανάμεσα σε συζητήσεις για την κρίση.
Στη βίαιη αυτή μεταφορά πλούτου, οι σύγχρονοι μαυραγορίτες κερδίζουν από την ήττα του συνόλου, εύχονται το βάθεμα της συνολικής πληγής, νίβουν τα χέρια τους με τα δάκρυα των γύρω. Ο κυνισμός γίνεται καθημερινή συνδιαλλαγή. Αγοράζει τσιγάρα από το ίδιο περίπτερο, περιμένει δίπλα μας να ανάψει το φανάρι, χαμογελά καλημερίζοντας με ένα χαμόγελο γεμάτο χρυσά δόντια.
Τον τελευταίο καιρό νομίζω πως συνήθισα να ζω με την απέχθεια που μου προκαλούν αυτά τα μαγαζιά. Μαζί τους άλλωστε πληθαίνουν οι αφίσες και τα συνθήματα στους τοίχους: «Είμαι παράσιτο, τοκογλύφος μαυραγορίτης», «Χτες μαυραγορίτης, σήμερα ενεχυροδανειστής, πάντα σκουλήκι». Πια όταν ακούω τη λέξη «χρυσός» σκέφτομαι ταυτόχρονα και τα κρατικά εγκλήματα στις Σκουριές. Άλλωστε πίσω από τις ταμπέλες των «Αγοράζω χρυσό» είναι εύκολο κανείς να διακρίνει τις επιχρυσωμένες λύσεις των πολιτικών επιλογών στις εποχές των μνημονίων. Και κάτω από τη γυαλιστερή τους φλούδα, όλη τη σκουριά της αλήθειας τους. Αυτά σκέφτομαι και λίγους στίχους του Άρη Αλεξάνδρου:
«Ένιωσα τη βέρα στο μεσιανό του δάχτυλο.
Πρώτη φορά μου παίρνανε
Τόσο χρυσάφι μέσα από τα χέρια»
Πηγή tsalapatis.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου