Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μια παγκόσμια συναίνεση, που
εκφράστηκε και στη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου,
καταδίκασε τα βασανιστήρια. Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες
δήλωσαν κατηγορηματικά ότι δεν ανέχονται και δεν
διαπράττουν βασανιστήρια. Έτσι, έγιναν κομμάτι ενός
βάρβαρου παρελθόντος, που είχε παρέλθει προ πολλού.
Βασανιστήρια, μας έλεγαν, συμβαίνουν τώρα μόνο «αλλού», σε
μέρη εξωτικά και διεφθαρμένα, σε δικτατορίες και
ολοκληρωτικά καθεστώτα. Έγιναν, λοιπόν, το μεγάλο ταμπού
των κοινωνιών μας, το ύψιστο ηθικό κριτήριο κυβερνήσεων και
πολιτικών. Όπως όλα τα ταμπού, τα βασανιστήρια δημιουργούν
ένα «ιερό δέος», μια απόλυτη απαγόρευση που υψώνει ένα
απόλυτο διαχωριστικό τοίχος μεταξύ του δυτικού
πολιτισμένου κόσμου και των «απολίτιστων» άλλων.
Η συναίνεση αυτή δεν υπάρχει πια, όπως δείχνει η έντονη διαμάχη για το φιλμ Zero Dark Thirty. Τα βασανιστήρια επέστρεψαν στο δημόσιο διάλογο, διαχωρίζοντας τους φιλελεύθερους σε ιδεαλιστές και ρεαλιστές. Συνέδρια ηθικής φιλοσοφίας αφιερώνονται στα βασανιστήρια - «σε ποιες συνθήκες επιτρέπεται η χρήση βασανιστηρίων, εάν ξέρουμε ότι μια «ωρολογιακή βόμβα» θα σκοτώσει 50, 100 ή 1000 άτομα;» είναι ένα προσφιλές θέμα συζήτησης και συνοδεύεται με ανάλογα υποθετικά σενάρια που νομιμοποιούν τα βασανιστήρια.
Για ποια ηθικότητα και νομιμότητα;
Γνωστοί νομικοί, όπως o Άλαν Ντέρσοβιτς, και φιλελεύθεροι φιλόσοφοι, όπως ο Μάικλ Ιγκνάτιεφ, συζητούν την ηθικότητα ή τη νομιμότητα των βασανιστηρίων και εκπονούν λεπτομερή σχέδια για το πώς θα μπορούσαν να νομιμοποιηθούν, χρησιμοποιώντας π.χ. «εντάλματα βασανισμού», ή άλλα καθεστώτα δικαστικής επιτήρησης.1 Ο Μ. Ιγκνάτιεφ ενδιαφέρεται για τη διαβάθμιση των βασανιστηρίων, ως μέρος της στρατηγικής του «μικρότερου κακού»: «Η επιτρεπόμενη άσκηση βίας θα μπορούσε να περιλαμβάνει μορφές στέρησης ύπνου σε συνδυασμό με παραπληροφόρηση και αποπροσανατολισμό (για παράδειγμα με τη χρήση κουκούλας) που προκαλούν άγχος».2 Ο Μπρους Άκερμαν, άλλος γνωστός φιλελεύθερος φιλόσοφος, δηλώνει ότι είναι κατά των βασανιστηρίων, αλλά υπέρ της προληπτικής κράτησης υπόπτων και εφαρμογής «συντάγματος έκτακτης ανάγκης» για περιορισμένες χρονικές περιόδους και προβλέψεις «ρήτρες λήξης ισχύος τους».3
Η συζήτηση για την ηθική και νομική ρύθμιση των βασανιστηρίων άναψε στην Αμερική και στη Βρετανία με τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Μας θύμισε κάτι που είχαμε ξεχάσει την περίοδο της «ηθικής στροφής», μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και το «τέλος της ιστορίας». Πρακτικές που καταδικάζονταν οικουμενικά μέχρι πρόσφατα και που, όπως μας έλεγαν, είχαν σχεδόν εξαφανιστεί από τη Δύση εμφανίστηκαν πάλι και άρχισαν να διαδίδονται. Τα βασανιστήρια επέστρεψαν στα στρατόπεδα και τις φυλακές της Δύσης, με πιο γνωστές περιπτώσεις το Γκουαντάναμο και το Αμπού Γκράιμπ. Ξέρουμε, βέβαια, ότι η καταδίκη της κακοποίησης ήταν πάντα περισσότερο ρητορική παρά πραγματική. Αν τώρα τα βασανιστήρια γίνονται από δικούς μας ανθρώπους ή από εξωτερικούς συνεργάτες με ανάθεσή και με τις μυστικές πτήσεις που μεταφέρουν τους υπόπτους σε χώρες, όπου οι πρακτικές συνεχίζονται χωρίς δισταγμούς και ντροπές, αυτό είναι μικρής σημασίας. Μπορεί οι βασανιστές του Πινοσέτ να είναι μπάσταρδοι, έλεγε ο Κίσιντζερ, «αλλά είναι οι δικοί μας μπάσταρδοι», όπως ήταν και οι βασανιστές της χούντας.
Το ταμπού της δημόσιας παρουσίασης
Το ταμπού των βασανιστηρίων αναφερόταν περισσότερο στη δημόσια τους παρουσίαση παρά στην τέλεση τους. Εφόσον οι εφημερίδες και η τηλεόραση δεν δημοσιεύουν τα τραύματα στο κεφάλι, το καμένο χέρι ή το σπασμένο πόδι, αν τα ηλεκτροσόκ και οι βιασμοί μένουν κρυφοί, τότε μπορούν να συνεχίζονται μια και είναι απαραίτητοι για την ασφάλεια μας. Όπως γράφει ο Ντάριους Ρεγιάλι, στη διάρκεια του ψυχρού πολέμου οι κυβερνήσεις είχαν κάνει μια άρρητη συμφωνία με τους λαούς τους να κρατάνε τη βία μυστική, χωρίς σημάδια, καθαρή.4 Αυτό που τέλειωσε, λοιπόν, πρόσφατα είναι τα «καθαρά» βασανιστήρια που δεν αφήνουν σημάδι και φωτογραφίες. Η μεγάλη τομή έγινε με τη δημοσίευση των φωτογραφιών του Αμπού Γκράιμπ. Περιλάμβαναν πορνογραφικές εικόνες, τον «εσταυρωμένο» με τα ηλεκτρικά καλώδια, πράξεις προσομοίωσης, σεξ και φωτογραφίες νεκρών σωμάτων.
Οι πρώτες φωτογραφίες, ιδίως οι φωτογραφίες γυναικών, με πιο χαρακτηριστική τη στρατιωτίνα Λίντι Ίνγκλαντ, να εκτελούν πράξεις σεξουαλικής κακοποίησης, σόκαραν και σκανδάλισαν. Μια γυναίκα έκανε κάτι που οι γυναίκες δεν κάνουν. Η σαδιστική ηδονή της Λίντι δημιούργησε έντονη ηδονοβλεπτική ικανοποίηση. Σύντομα, όμως, το σοκ έγινε οικείο. Το διαδίκτυο γέμισε με εικόνες ανδρών και γυναικών που «το έκαναν όπως η Λίντι» και λεπτομερείς οδηγίες λένε πώς γίνεσαι μια «Λίντι». Άλλες φωτογραφίες πάλι είχαν μια ατμόσφαιρα κανονικότητας, καθώς οι στρατιώτες συμπληρώνουν έντυπα ή κόβουν τα νύχια τους μπροστά σε γυμνούς κρατούμενους, καλυμμένους με κουκούλες. Ο ιστότοπος salon.com ανέφερε ότι «το DVD περιλαμβάνει επίσης εικόνες με φύλακες που απειλούν ιρακινούς κρατούμενους με σκυλιά, κρατούμενους με κουκούλες που εξαναγκάζονται να αυνανιστούν, ένα βίντεο που δείχνει έναν ψυχικά διαταραγμένο κρατούμενο να χτυπάει το κεφάλι του σε μια πόρτα και περιέργως πολλές φωτογραφίες σφαγμένων ζώων».
Υπόρρητη νομιμοποίηση
Η Σιμόν ντε Μποβουάρ, αναφερόμενη στα βασανιστήρια στην Αλγερία, έγραφε ότι «το 1957 τα καψίματα στο πρόσωπο, στα σεξουαλικά όργανα, το ξερίζωμα των νυχιών, οι ανασκολοπισμοί, τα ουρλιαχτά, οι σπασμοί με εξόργιζαν». Αλλά από τον «μαύρο Δεκέμβρη του 1961, υποφέρω, όπως φαντάζομαι και πολλοί ακόμα, από τέτανο της φαντασίας. Συνηθίζει κανείς»5 Η σεξουαλικότητα, αλλά και η κανονικότητα που αποπνέουν οι φωτογραφίες του Αμπού Γκράιμπ, οι διαρκείς αναφορές σε ζώα και νεκρά σώματα, καταδεικνύουν ότι αυτό που διακυβεύεται πηγαίνει πολύ πιο πέρα από τα κρατητήρια, τις φυλακές και τις αίθουσες βασανιστηρίων.
Η υπόρρητη νομιμοποίηση των βασανιστηρίων από την κυβέρνηση, η υποβάθμιση των κρατουμένων στο επίπεδο του ζώου, ο αρχικός σκανδαλισμός και η επακόλουθη βαρεμάρα της αντίδρασης του κοινού, μας κάνουν όλους συμμέτοχους. Πρόκειται για την αντιστροφή της θέσης της Χάνα Άρεντ, σχετικά με την κοινοτοπία του κακού: το κακό για να είναι αποτελεσματικό πρέπει να είναι ταυτόχρονα ριζικό και κοινότοπο. Οι πράξεις διαπράχθηκαν και οι φωτογραφίες διαδόθηκαν για το δικό μας καλό, ως μέρος της στρατηγικής της φαντασιακής αυτοκρατορίας. Εμείς οι απλοί πολίτες, που μισούμε τα βασανιστήρια είμαστε ο στόχος της επικοινωνιακής πολιτικής, πρέπει να συνηθίσουμε τα κακά που γίνονται για το καλό μας.
Έμμεσος στόχος το συλλογικό πνεύμα
Κάτι ανάλογο έγινε με τις φωτογραφίες των τεσσάρων της Κοζάνης. Ο Δένδιας υπερασπίστηκε την αστυνομία λέγοντας ότι η χρήση του photoshop ήταν αναγκαία για να διασφαλιστεί ότι οι «ύποπτοι ήταν αναγνωρίσιμοι». Ακριβώς. Η δημοσιοποίηση των φωτογραφιών, η μεγάλη τους διάδοση και «αναγνωρισιμότητα», η προφανής και ακραία παραποίηση του photoshop υποδηλώνουν ότι πέρα και πάνω από τη σύνθλιψη των σωμάτων, η αναπαράσταση και μετάδοσή τους είναι συνακόλουθο και σκοπός της κακοποίησης. Αν ο άμεσος στόχος τους ήταν η σάρκα, ο έμμεσος είναι το κοινωνικό φαντασιακό, το συλλογικό «πνεύμα». Σε τι πρέπει να συνηθίσουμε λοιπόν; Το όφελος δεν είναι τόσο η υπεράσπιση της ασφάλειάς μας από τρομοκράτες, όσο η δημόσια απεικόνιση και συνείδηση του τι σημαίνει να είναι κανείς άνθρωπος στην περίοδο της κρίσης. Η ακραία στρατηγική της βιοεξουσίας οριοθετεί το ανθρώπινο μέσα από πράξεις ακραίας απανθρωπιάς που διαπράττονται επί της γυμνής ζωής. Το κρατικό μονοπώλιο της βίας παίρνει έτσι μια άγρια αποτρόπαια μορφή που εγγράφεται ως πολιτικά ορθή και κοινωνικά αποδεκτή, ως κάτι κοινότοπο, στο οποίο πρέπει να συνηθίσουμε.
Έτσι, λοιπόν, πέρα και έξω από τα κίνητρα και τις ενέργειες των αστυνομικών, η επικοινωνιακή στρατηγική της κυβέρνησης απευθύνεται στη φαντασία όλων μας. Από τη μια αναβαθμίζει την απειλή της τρομοκρατίας και των «άκρων» και από την άλλη θυμίζει «θεατρικά» το τεράστιο οπλοστάσιο εξουσιών, κυρώσεων και αγριότητας που διαθέτει το κράτος. Τα τραύματα και οι κακώσεις είναι σημάδια κυριαρχίας, μιας δύναμης που πρέπει να εμφανίζεται δίκαιη, και ανεξάντλητη σαν την αγγελική ρομφαία. Αλλά εδώ πιθανώς βρίσκουμε το «σύμπτωμα» που αποδομεί αυτό το θέατρο του ριζικά κακού. Η επίδειξη αγριότητας υποκρύπτει το φόβο μιας εξουσίας που δεν μπορεί να πιστέψει πια τον μύθο της παντοδυναμίας της και για αυτό εκδραματίζει το δέος της. Μιας εξουσίας, η συνηθισμένη και κοινότοπη βία της οποίας ασκείται στο σώμα και πνεύμα της πλειοψηφίας των πολιτών κάτω από τη μάσκα της «κοινωνικής σωτηρίας». Αυτή ακριβώς τη βία της καθημερινότητας προσπαθεί να κρύψει η βία της εξαίρεσης και η παραβίαση του φιλελεύθερου ταμπού. Πρέπει, λοιπόν, να καταγγείλουμε την εξουσία για την παραβίαση μιας απαγόρευσης που οι φιλελεύθεροι ανήγαγαν σε ταμπού, αλλά ποτέ δεν σεβάστηκαν πλήρως. Από την άλλη πλευρά, το απόλυτα κακό βρίσκεται σήμερα στην καθημερινή κακοποίηση του ανέργου και του μετανάστη, στα συνηθισμένα βασανιστήρια της υλικής και της ηθικής απόγνωσης. Αν τα βασανιστήρια μολύνουν παραβιάζοντας ένα πρόσφατο ταμπού, η καθημερινή κοινότυπη βία της εξαθλίωσης βεβηλώνει τις τοτεμικές αναφορές της κοινωνίας μας.
1. Alan Dershowitz, «Why Terrorism Works», Yale University Press, 2002.
2. Michael Ignatieff, «Lesser Evils», New York Times Magazine, 2 May, 2004, 3.
3. Bruce Ackerman, «Before the Next Attack», Yale University Press, 2006.
4. Darius Rejali, «Torture and Democracy», Prienceton University Press, 2009.
5. Κώστας Δουζίνας, «Ριζοσπαστική Νομική και Πολιτική Φιλοσοφία», Νήσος, 2012, κεφάλαιο 1.
Του Κώστα Δουζίνα
Πηγή epohi.gr
Η συναίνεση αυτή δεν υπάρχει πια, όπως δείχνει η έντονη διαμάχη για το φιλμ Zero Dark Thirty. Τα βασανιστήρια επέστρεψαν στο δημόσιο διάλογο, διαχωρίζοντας τους φιλελεύθερους σε ιδεαλιστές και ρεαλιστές. Συνέδρια ηθικής φιλοσοφίας αφιερώνονται στα βασανιστήρια - «σε ποιες συνθήκες επιτρέπεται η χρήση βασανιστηρίων, εάν ξέρουμε ότι μια «ωρολογιακή βόμβα» θα σκοτώσει 50, 100 ή 1000 άτομα;» είναι ένα προσφιλές θέμα συζήτησης και συνοδεύεται με ανάλογα υποθετικά σενάρια που νομιμοποιούν τα βασανιστήρια.
Για ποια ηθικότητα και νομιμότητα;
Γνωστοί νομικοί, όπως o Άλαν Ντέρσοβιτς, και φιλελεύθεροι φιλόσοφοι, όπως ο Μάικλ Ιγκνάτιεφ, συζητούν την ηθικότητα ή τη νομιμότητα των βασανιστηρίων και εκπονούν λεπτομερή σχέδια για το πώς θα μπορούσαν να νομιμοποιηθούν, χρησιμοποιώντας π.χ. «εντάλματα βασανισμού», ή άλλα καθεστώτα δικαστικής επιτήρησης.1 Ο Μ. Ιγκνάτιεφ ενδιαφέρεται για τη διαβάθμιση των βασανιστηρίων, ως μέρος της στρατηγικής του «μικρότερου κακού»: «Η επιτρεπόμενη άσκηση βίας θα μπορούσε να περιλαμβάνει μορφές στέρησης ύπνου σε συνδυασμό με παραπληροφόρηση και αποπροσανατολισμό (για παράδειγμα με τη χρήση κουκούλας) που προκαλούν άγχος».2 Ο Μπρους Άκερμαν, άλλος γνωστός φιλελεύθερος φιλόσοφος, δηλώνει ότι είναι κατά των βασανιστηρίων, αλλά υπέρ της προληπτικής κράτησης υπόπτων και εφαρμογής «συντάγματος έκτακτης ανάγκης» για περιορισμένες χρονικές περιόδους και προβλέψεις «ρήτρες λήξης ισχύος τους».3
Η συζήτηση για την ηθική και νομική ρύθμιση των βασανιστηρίων άναψε στην Αμερική και στη Βρετανία με τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Μας θύμισε κάτι που είχαμε ξεχάσει την περίοδο της «ηθικής στροφής», μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και το «τέλος της ιστορίας». Πρακτικές που καταδικάζονταν οικουμενικά μέχρι πρόσφατα και που, όπως μας έλεγαν, είχαν σχεδόν εξαφανιστεί από τη Δύση εμφανίστηκαν πάλι και άρχισαν να διαδίδονται. Τα βασανιστήρια επέστρεψαν στα στρατόπεδα και τις φυλακές της Δύσης, με πιο γνωστές περιπτώσεις το Γκουαντάναμο και το Αμπού Γκράιμπ. Ξέρουμε, βέβαια, ότι η καταδίκη της κακοποίησης ήταν πάντα περισσότερο ρητορική παρά πραγματική. Αν τώρα τα βασανιστήρια γίνονται από δικούς μας ανθρώπους ή από εξωτερικούς συνεργάτες με ανάθεσή και με τις μυστικές πτήσεις που μεταφέρουν τους υπόπτους σε χώρες, όπου οι πρακτικές συνεχίζονται χωρίς δισταγμούς και ντροπές, αυτό είναι μικρής σημασίας. Μπορεί οι βασανιστές του Πινοσέτ να είναι μπάσταρδοι, έλεγε ο Κίσιντζερ, «αλλά είναι οι δικοί μας μπάσταρδοι», όπως ήταν και οι βασανιστές της χούντας.
Το ταμπού της δημόσιας παρουσίασης
Το ταμπού των βασανιστηρίων αναφερόταν περισσότερο στη δημόσια τους παρουσίαση παρά στην τέλεση τους. Εφόσον οι εφημερίδες και η τηλεόραση δεν δημοσιεύουν τα τραύματα στο κεφάλι, το καμένο χέρι ή το σπασμένο πόδι, αν τα ηλεκτροσόκ και οι βιασμοί μένουν κρυφοί, τότε μπορούν να συνεχίζονται μια και είναι απαραίτητοι για την ασφάλεια μας. Όπως γράφει ο Ντάριους Ρεγιάλι, στη διάρκεια του ψυχρού πολέμου οι κυβερνήσεις είχαν κάνει μια άρρητη συμφωνία με τους λαούς τους να κρατάνε τη βία μυστική, χωρίς σημάδια, καθαρή.4 Αυτό που τέλειωσε, λοιπόν, πρόσφατα είναι τα «καθαρά» βασανιστήρια που δεν αφήνουν σημάδι και φωτογραφίες. Η μεγάλη τομή έγινε με τη δημοσίευση των φωτογραφιών του Αμπού Γκράιμπ. Περιλάμβαναν πορνογραφικές εικόνες, τον «εσταυρωμένο» με τα ηλεκτρικά καλώδια, πράξεις προσομοίωσης, σεξ και φωτογραφίες νεκρών σωμάτων.
Οι πρώτες φωτογραφίες, ιδίως οι φωτογραφίες γυναικών, με πιο χαρακτηριστική τη στρατιωτίνα Λίντι Ίνγκλαντ, να εκτελούν πράξεις σεξουαλικής κακοποίησης, σόκαραν και σκανδάλισαν. Μια γυναίκα έκανε κάτι που οι γυναίκες δεν κάνουν. Η σαδιστική ηδονή της Λίντι δημιούργησε έντονη ηδονοβλεπτική ικανοποίηση. Σύντομα, όμως, το σοκ έγινε οικείο. Το διαδίκτυο γέμισε με εικόνες ανδρών και γυναικών που «το έκαναν όπως η Λίντι» και λεπτομερείς οδηγίες λένε πώς γίνεσαι μια «Λίντι». Άλλες φωτογραφίες πάλι είχαν μια ατμόσφαιρα κανονικότητας, καθώς οι στρατιώτες συμπληρώνουν έντυπα ή κόβουν τα νύχια τους μπροστά σε γυμνούς κρατούμενους, καλυμμένους με κουκούλες. Ο ιστότοπος salon.com ανέφερε ότι «το DVD περιλαμβάνει επίσης εικόνες με φύλακες που απειλούν ιρακινούς κρατούμενους με σκυλιά, κρατούμενους με κουκούλες που εξαναγκάζονται να αυνανιστούν, ένα βίντεο που δείχνει έναν ψυχικά διαταραγμένο κρατούμενο να χτυπάει το κεφάλι του σε μια πόρτα και περιέργως πολλές φωτογραφίες σφαγμένων ζώων».
Υπόρρητη νομιμοποίηση
Η Σιμόν ντε Μποβουάρ, αναφερόμενη στα βασανιστήρια στην Αλγερία, έγραφε ότι «το 1957 τα καψίματα στο πρόσωπο, στα σεξουαλικά όργανα, το ξερίζωμα των νυχιών, οι ανασκολοπισμοί, τα ουρλιαχτά, οι σπασμοί με εξόργιζαν». Αλλά από τον «μαύρο Δεκέμβρη του 1961, υποφέρω, όπως φαντάζομαι και πολλοί ακόμα, από τέτανο της φαντασίας. Συνηθίζει κανείς»5 Η σεξουαλικότητα, αλλά και η κανονικότητα που αποπνέουν οι φωτογραφίες του Αμπού Γκράιμπ, οι διαρκείς αναφορές σε ζώα και νεκρά σώματα, καταδεικνύουν ότι αυτό που διακυβεύεται πηγαίνει πολύ πιο πέρα από τα κρατητήρια, τις φυλακές και τις αίθουσες βασανιστηρίων.
Η υπόρρητη νομιμοποίηση των βασανιστηρίων από την κυβέρνηση, η υποβάθμιση των κρατουμένων στο επίπεδο του ζώου, ο αρχικός σκανδαλισμός και η επακόλουθη βαρεμάρα της αντίδρασης του κοινού, μας κάνουν όλους συμμέτοχους. Πρόκειται για την αντιστροφή της θέσης της Χάνα Άρεντ, σχετικά με την κοινοτοπία του κακού: το κακό για να είναι αποτελεσματικό πρέπει να είναι ταυτόχρονα ριζικό και κοινότοπο. Οι πράξεις διαπράχθηκαν και οι φωτογραφίες διαδόθηκαν για το δικό μας καλό, ως μέρος της στρατηγικής της φαντασιακής αυτοκρατορίας. Εμείς οι απλοί πολίτες, που μισούμε τα βασανιστήρια είμαστε ο στόχος της επικοινωνιακής πολιτικής, πρέπει να συνηθίσουμε τα κακά που γίνονται για το καλό μας.
Έμμεσος στόχος το συλλογικό πνεύμα
Κάτι ανάλογο έγινε με τις φωτογραφίες των τεσσάρων της Κοζάνης. Ο Δένδιας υπερασπίστηκε την αστυνομία λέγοντας ότι η χρήση του photoshop ήταν αναγκαία για να διασφαλιστεί ότι οι «ύποπτοι ήταν αναγνωρίσιμοι». Ακριβώς. Η δημοσιοποίηση των φωτογραφιών, η μεγάλη τους διάδοση και «αναγνωρισιμότητα», η προφανής και ακραία παραποίηση του photoshop υποδηλώνουν ότι πέρα και πάνω από τη σύνθλιψη των σωμάτων, η αναπαράσταση και μετάδοσή τους είναι συνακόλουθο και σκοπός της κακοποίησης. Αν ο άμεσος στόχος τους ήταν η σάρκα, ο έμμεσος είναι το κοινωνικό φαντασιακό, το συλλογικό «πνεύμα». Σε τι πρέπει να συνηθίσουμε λοιπόν; Το όφελος δεν είναι τόσο η υπεράσπιση της ασφάλειάς μας από τρομοκράτες, όσο η δημόσια απεικόνιση και συνείδηση του τι σημαίνει να είναι κανείς άνθρωπος στην περίοδο της κρίσης. Η ακραία στρατηγική της βιοεξουσίας οριοθετεί το ανθρώπινο μέσα από πράξεις ακραίας απανθρωπιάς που διαπράττονται επί της γυμνής ζωής. Το κρατικό μονοπώλιο της βίας παίρνει έτσι μια άγρια αποτρόπαια μορφή που εγγράφεται ως πολιτικά ορθή και κοινωνικά αποδεκτή, ως κάτι κοινότοπο, στο οποίο πρέπει να συνηθίσουμε.
Έτσι, λοιπόν, πέρα και έξω από τα κίνητρα και τις ενέργειες των αστυνομικών, η επικοινωνιακή στρατηγική της κυβέρνησης απευθύνεται στη φαντασία όλων μας. Από τη μια αναβαθμίζει την απειλή της τρομοκρατίας και των «άκρων» και από την άλλη θυμίζει «θεατρικά» το τεράστιο οπλοστάσιο εξουσιών, κυρώσεων και αγριότητας που διαθέτει το κράτος. Τα τραύματα και οι κακώσεις είναι σημάδια κυριαρχίας, μιας δύναμης που πρέπει να εμφανίζεται δίκαιη, και ανεξάντλητη σαν την αγγελική ρομφαία. Αλλά εδώ πιθανώς βρίσκουμε το «σύμπτωμα» που αποδομεί αυτό το θέατρο του ριζικά κακού. Η επίδειξη αγριότητας υποκρύπτει το φόβο μιας εξουσίας που δεν μπορεί να πιστέψει πια τον μύθο της παντοδυναμίας της και για αυτό εκδραματίζει το δέος της. Μιας εξουσίας, η συνηθισμένη και κοινότοπη βία της οποίας ασκείται στο σώμα και πνεύμα της πλειοψηφίας των πολιτών κάτω από τη μάσκα της «κοινωνικής σωτηρίας». Αυτή ακριβώς τη βία της καθημερινότητας προσπαθεί να κρύψει η βία της εξαίρεσης και η παραβίαση του φιλελεύθερου ταμπού. Πρέπει, λοιπόν, να καταγγείλουμε την εξουσία για την παραβίαση μιας απαγόρευσης που οι φιλελεύθεροι ανήγαγαν σε ταμπού, αλλά ποτέ δεν σεβάστηκαν πλήρως. Από την άλλη πλευρά, το απόλυτα κακό βρίσκεται σήμερα στην καθημερινή κακοποίηση του ανέργου και του μετανάστη, στα συνηθισμένα βασανιστήρια της υλικής και της ηθικής απόγνωσης. Αν τα βασανιστήρια μολύνουν παραβιάζοντας ένα πρόσφατο ταμπού, η καθημερινή κοινότυπη βία της εξαθλίωσης βεβηλώνει τις τοτεμικές αναφορές της κοινωνίας μας.
1. Alan Dershowitz, «Why Terrorism Works», Yale University Press, 2002.
2. Michael Ignatieff, «Lesser Evils», New York Times Magazine, 2 May, 2004, 3.
3. Bruce Ackerman, «Before the Next Attack», Yale University Press, 2006.
4. Darius Rejali, «Torture and Democracy», Prienceton University Press, 2009.
5. Κώστας Δουζίνας, «Ριζοσπαστική Νομική και Πολιτική Φιλοσοφία», Νήσος, 2012, κεφάλαιο 1.
Του Κώστα Δουζίνα
Πηγή epohi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου