Την ώρα που «όλα γίνονται εύκολα και γρήγορα» με «ένα απλό κλικ», πολλοί ανάμεσά μας, σαν φαντάσματα, αλλά ζώντες ακόμη, περιμένουν. Δεν ξέρουν και πολλά, δεν μπορούν να πουν σχεδόν τίποτε, για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, χρωστώντας παντού τη ζωή τους, υποφέροντας σε μια ουρά νοσοκομείου, εφορείας, γραφείου πρόνοιας, ενός οποιουδήποτε γραφείου που τους υπόσχεται, αλλά δεν τους δίνει τίποτε. Κατά πάσα πιθανότητα, όλοι αυτοί δε θα είναι σε θέση καν να διαβάσουν το κείμενο αυτό. Πιθανότατα να κρίνουν πως δεν το χρειάζονται κιόλας. Κι όμως, οι άλλοι, που μπορούν με εκείνο το κλικ να πληρώνουν «εύκολα και γρήγορα» τους λογαριασμούς τους και να πηγαίνουν διακοπές, ούτε που το φαντάζονται. Δεν το διανοούνται.
Μέσα στους γκρι λαβύρινθους της μεγαλούπολης, πριν ακόμη ξημερώσει, πριν ακόμη ξυπνήσουν οι πιο πολλοί, οι ανθρώπινες σκιές ψάχνουν τυφλές απ’ τη νύστα, ένα μέρος να γραπωθούν, να μην βρεθούν στο δρόμο. Κι αν είναι στο δρόμο ήδη, να μην πεθάνουν. Και τους πονάει που ακόμη προσπαθούν. Από εκεί που έρχονται, στις ουρές για ένα συσσίτιο, για μια θέση στην κρατική «πρόνοια», για μια οποιαδήποτε στιγμή μέσα στις βαθιές, ζεστές κόγχες του λαβύρινθου, παλεύουν να ξεχαστούν, να πείσουν τον εαυτό τους ότι κάτι στ’ αλήθεια περιμένουν, ότι κάτι σημαίνουν όλα αυτά τα παράλογα που τόσο τους βασανίζουν. Περιμένουν τον ιππότη με το μαύρο άτι να έρθει γι’ αυτούς, μήπως και στο δικό του βασίλειο καταφέρουν να ξαποστάσουν.
Κι όσο κοιτάζουν πίσω, ούτε λόγος. Εκεί, άλλα σκοτάδια, να μην τους αφήνουν να πάνε πουθενά. Γιατί σε αυτό που θεωρούσαν για εκείνους πατρίδα, στη δική τους ψυχή, πέρασε η λαίλαπα της ζωής. Κάποιοι εύκολα και γρήγορα με ένα κλικ, τους αφάνισαν τον κόσμο∙ όχι όσα είχαν, γιατί δεν είχαν και πολλά περισσότερα από μερικές ακόμη ουρές να διανύσουν. Μα τουλάχιστον ήταν στον κόσμο που τους γέννησε, ζούσαν με τους αγαπημένους τους, είχαν μια ζωή να ζήσουν. Τώρα ούτε μπρος ούτε πίσω, ούτε μαζί ούτε χώρια. Τώρα το ότι οι ίδιοι πέρασαν απέναντι, διανύοντας τη μεγάλη ουρά της τύχης, δε σημαίνει πια τίποτε. Τίποτε δε γίνεται εύκολα και γρήγορα, ούτε καν με ένα μπουμ. Με τα ελάχιστα κουρέλια της ψυχής τους εξακολουθούν να ζουν βασανιστικά μέσα στους τσιμεντένιους λαβύρινθους, περιμένοντας να έρθει η σειρά τους και να πάψουν να περιμένουν σε έναν κόσμο που έμαθε να τρέφεται απ’ αυτή την ατέλειωτη ουρά.
Μέσα στους γκρι λαβύρινθους της μεγαλούπολης, πριν ακόμη ξημερώσει, πριν ακόμη ξυπνήσουν οι πιο πολλοί, οι ανθρώπινες σκιές ψάχνουν τυφλές απ’ τη νύστα, ένα μέρος να γραπωθούν, να μην βρεθούν στο δρόμο. Κι αν είναι στο δρόμο ήδη, να μην πεθάνουν. Και τους πονάει που ακόμη προσπαθούν. Από εκεί που έρχονται, στις ουρές για ένα συσσίτιο, για μια θέση στην κρατική «πρόνοια», για μια οποιαδήποτε στιγμή μέσα στις βαθιές, ζεστές κόγχες του λαβύρινθου, παλεύουν να ξεχαστούν, να πείσουν τον εαυτό τους ότι κάτι στ’ αλήθεια περιμένουν, ότι κάτι σημαίνουν όλα αυτά τα παράλογα που τόσο τους βασανίζουν. Περιμένουν τον ιππότη με το μαύρο άτι να έρθει γι’ αυτούς, μήπως και στο δικό του βασίλειο καταφέρουν να ξαποστάσουν.
Κι όσο κοιτάζουν πίσω, ούτε λόγος. Εκεί, άλλα σκοτάδια, να μην τους αφήνουν να πάνε πουθενά. Γιατί σε αυτό που θεωρούσαν για εκείνους πατρίδα, στη δική τους ψυχή, πέρασε η λαίλαπα της ζωής. Κάποιοι εύκολα και γρήγορα με ένα κλικ, τους αφάνισαν τον κόσμο∙ όχι όσα είχαν, γιατί δεν είχαν και πολλά περισσότερα από μερικές ακόμη ουρές να διανύσουν. Μα τουλάχιστον ήταν στον κόσμο που τους γέννησε, ζούσαν με τους αγαπημένους τους, είχαν μια ζωή να ζήσουν. Τώρα ούτε μπρος ούτε πίσω, ούτε μαζί ούτε χώρια. Τώρα το ότι οι ίδιοι πέρασαν απέναντι, διανύοντας τη μεγάλη ουρά της τύχης, δε σημαίνει πια τίποτε. Τίποτε δε γίνεται εύκολα και γρήγορα, ούτε καν με ένα μπουμ. Με τα ελάχιστα κουρέλια της ψυχής τους εξακολουθούν να ζουν βασανιστικά μέσα στους τσιμεντένιους λαβύρινθους, περιμένοντας να έρθει η σειρά τους και να πάψουν να περιμένουν σε έναν κόσμο που έμαθε να τρέφεται απ’ αυτή την ατέλειωτη ουρά.
σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου