Οι τάσεις μιας κοινωνίας δε δύνανται να είναι αυθόρμητες, όταν προκαθορίζονται κι ελέγχονται ως συμπεριφορές από το βασικό ιστό που την συνέχει, την ίδια την εξουσία. Η κυριαρχία έχει καταφέρει να μοιάζει απαραίτητη, να καλλιεργεί το αίσθημα ότι είναι αναντικατάστατη κι ότι χωρίς αυτήν οι ζωές των ανθρώπων θα ήταν σε κίνδυνο. Σ’ αυτό τη βοηθούν, μεταξύ άλλων, τα επιθυμητά κι ανεπιθύμητα πρότυπα συμπεριφοράς. Σε περιόδους που γίνεται θελκτική η πολεμική ως τρόπος ζωής, όπου τα άκρα –οφείλουν να– συγκρούονται και οι αντιθέσεις πολώνονται, γίνεται επιβεβλημένη η καλλιέργεια συμπεριφορών, που τείνουν είτε στο ρόλο του θύτη είτε σε αυτόν του θύματος.
Η αντίθεση και η διαφορετικότητα δεν συναποτελούν μόνο τα συστατικά της σύγκρουσης, αλλά και της σύνδεσης. Μέσα από την αλληλοσυμπλήρωσή τους ξαναγεννούν τον κόσμο με πλουραλισμό και δημιουργούν την απαραίτητη έλλειψη, που τον κινεί. Η «τέλεια» κατάσταση λειτουργεί εξισορροπητικά, αλλά τείνει και σε μια παγίωση. Για παράδειγμα, όταν κάτι μας απασχολεί, μας προβληματίζει, ακόμη κι όταν μας λείπουν οι πόροι (οικονομικοί, πνευματικοί κλπ.), συχνά κινητοποιούμαστε και αναζητούμε κάτι που θα βελτιώσει την κατάστασή μας και θα ενεργοποιήσει δυνάμεις, που θα μας κάνουν να δράσουμε. Σε φυσικές συνθήκες, αν μας στερούσε κάποιος την ελευθερία, κάτι θ’ αφυπνιζόταν μέσα μας∙ θ’ ασφυκτιούσαμε στην έλλειψη της και θα θέλαμε να αντιδράσουμε. Δυστυχώς το άνωθι μοτίβο, σε συνθήκες πολιτισμού, δεν συμβαίνει στο θυμικό του συνόλου των εξουσιαζομένων. Γι’ αυτό άλλοι λειτουργούν ως αγωνιζόμενοι σκλάβοι κι άλλοι ως δούλοι.
Βασικό ρόλο παίζει σ’ αυτό, το στοιχείο του αποπροσανατολισμού. Τη στιγμή της κινητοποίησης, θέλουμε να στραφούμε κάπου, να πάρουμε αποφάσεις και να οδηγηθούμε στην αλλαγή. Αν εκείνη τη μοιραία στιγμή της απόφασης, η προσοχή μας στραφεί σε πόλεμο αντί σε σύνθεση, αν ξεχάσουμε ότι στόχος μας ήταν εξ αρχής η δημιουργία και παραμείνουμε σε μια διαρκή κατάσταση πολέμου, τότε καλούμαστε να επιλέξουμε έναν ρόλο: είτε του θύτη είτε του θύματος. Είτε θα πάρουμε το ρόλο του επιτιθέμενου είτε του αμυνόμενου. Κι αυτός ο ρόλος μπορεί να διαποτίσει την ύπαρξή μας άπαξ και δια παντός, αν δε συνειδητοποιήσουμε ότι μόνο οι πόλεμοι έχουν επίθεση και άμυνα, όχι η ζωή.
Ωστόσο, κάθε τι γύρω μας, οφείλουμε να παραδεχτούμε, μάς καλεί να συμμετέχουμε στη μάχη. Ακόμη κι η σεξουαλικότητά μας –ή ίσως κυρίως αυτή– γίνεται πολεμικό υλικό στις μάχες της καθημερινότητας. Η καλλιέργεια από την εξουσία αυστηρά καθορισμένων ρόλων, δημιουργεί σε όλο το πλέγμα της έλλογης συνείδησης, προκαθορισμένες φόρμες για το τι είναι ελκυστικό και τι όχι, τι μπορεί δυνητικά να μας προκαλέσει το ερωτικό ενδιαφέρον και τι αδιαφορία ή και απέχθεια. Με άλλα λόγια, η μοχθηρία μπορεί να ταυτιστεί με την ηδονή, η βία με την λαγνεία, ακόμη και το σωματικό και ψυχικό άλγος με μιαν αρρωστημένη «ευχαρίστηση». Το αποτέλεσμα βεβαίως δεν είναι η σύνθεση, αλλά ο επιπλέον κατακερματισμός της ενιαίας ανθρώπινης ύπαρξης σε ασύνδετους χρόνους. Οι ερωτικές σχέσεις γίνονται πεδία μαχών κι ο έρωτας (εξ)άσκηση εξουσίας. Ο εγωισμός είναι πάντοτε ο νικητής και η μοναξιά σε τέτοιες μάχες, ακόμη κι αν κανείς περιβάλλεται από πολυάριθμες παρέες, δεδομένη.
Ο έρωτας δεν είναι πολιτισμικό προϊόν, είναι φυσικό συστατικό της ανθρώπινης ύπαρξης. Όπως έλεγε και ο Βίλχεμ Ράιχ, στη φυσική του κατάσταση ο έρωτας δεν προκαλεί ούτε μια αμυχή. Το ό,τι κατάντησε να σημαίνει ένα παιγνίδι επικράτησης, το ότι στηρίζεται στις αυταπάτες και στα ψέματα, το ότι έχει μετατραπεί από εμπορικό προϊόν μέχρι σαχλαμάρα δεν αναιρεί την πραγματική του αξία, αλλά σημαίνει ότι εντάχθηκε στις επιταγές του πολιτισμού. Ταυτίζεται, πλέον, συχνότερα με τον πόνο, παρά με την συντροφικότητα, την δημιουργία και την αγάπη, που είναι φυσικό επακόλουθο, όταν οι δυο άγνωστοι έρχονται κοντά με τον έρωτα, για να γίνουν αγαπημένοι. Το δίπολο σώμα ή πνεύμα στον έρωτα δεν χωράει. Δεν μπορεί ν’ αναπνεύσει, όταν κάποιος του θέσει την επιλογή. Είναι βέβαια και τα δυο.
Όμως, πώς θα μπορούσε ο θύτης και το θύμα να «ερωτευτούν»; Μόνο στο ασφαλές εξουσιαστικό περιβάλλον του πολιτισμού, που μοιράζει ρόλους απ’ την οικογένεια και το σχολείο, μέχρι του εργασιακούς χώρους και τα διαδικτυακά κανάλια επικοινωνίας. Ο έρωτας γίνεται ρέπλικα, ανάγκη επιβίωσης, κάτι σαν συμμαχία: ο θύτης χρειάζεται το θύμα του κι αντιστρόφως. Όποιος δεν προσδένεται στο τραίνο της εξουσιαστικής εξέλιξης, όποιος δεν σπεύδει να ενδυθεί τον ρόλο του, να διαμορφώσει αναλόγως την εικόνα και την συμπεριφορά του μοιάζει τουλάχιστον παράξενος. Μάλλον είναι απόβλητος κι ανεπιθύμητος.
Η λήθη βοηθάει στο να ξεχάσουμε ακόμη κι αυτό που υπήρξαμε, ακόμη κι αυτό που μέσα μας μπορεί να μένει ζωντανό. Γι’ αυτό παρέχεται άφθονη και φθονερή, στοχεύοντας στον πυρήνα της ανθρωπινότητάς μας, επιδιώκοντας να μας αποστερήσει απ’ τη φυσικότητα, την χαρά και την απόλαυση (από-λαμβάνω= παίρνω πίσω) της ύπαρξής μας. Αν θυμούνται και «νοιώθουν» άλλοι για λογαριασμό μας, στο τέλος δε θα μείνει ούτε ίχνος μας. Όμως, αυτή η υπόθεση δεν αφορά ανθρώπους, αλλά μηχανές. Η ελευθερία δε θέλει μόνο αρετή και τόλμη, αλλά και συνειδητοποίηση και πληρότητα συναισθημάτων. Τα μνημονικά μας κύτταρα μόνο ζωντανά μπορούν να γευτούν τους καρπούς της αληθινής ελευθερίας, της Αναρχίας.
Η αντίθεση και η διαφορετικότητα δεν συναποτελούν μόνο τα συστατικά της σύγκρουσης, αλλά και της σύνδεσης. Μέσα από την αλληλοσυμπλήρωσή τους ξαναγεννούν τον κόσμο με πλουραλισμό και δημιουργούν την απαραίτητη έλλειψη, που τον κινεί. Η «τέλεια» κατάσταση λειτουργεί εξισορροπητικά, αλλά τείνει και σε μια παγίωση. Για παράδειγμα, όταν κάτι μας απασχολεί, μας προβληματίζει, ακόμη κι όταν μας λείπουν οι πόροι (οικονομικοί, πνευματικοί κλπ.), συχνά κινητοποιούμαστε και αναζητούμε κάτι που θα βελτιώσει την κατάστασή μας και θα ενεργοποιήσει δυνάμεις, που θα μας κάνουν να δράσουμε. Σε φυσικές συνθήκες, αν μας στερούσε κάποιος την ελευθερία, κάτι θ’ αφυπνιζόταν μέσα μας∙ θ’ ασφυκτιούσαμε στην έλλειψη της και θα θέλαμε να αντιδράσουμε. Δυστυχώς το άνωθι μοτίβο, σε συνθήκες πολιτισμού, δεν συμβαίνει στο θυμικό του συνόλου των εξουσιαζομένων. Γι’ αυτό άλλοι λειτουργούν ως αγωνιζόμενοι σκλάβοι κι άλλοι ως δούλοι.
Βασικό ρόλο παίζει σ’ αυτό, το στοιχείο του αποπροσανατολισμού. Τη στιγμή της κινητοποίησης, θέλουμε να στραφούμε κάπου, να πάρουμε αποφάσεις και να οδηγηθούμε στην αλλαγή. Αν εκείνη τη μοιραία στιγμή της απόφασης, η προσοχή μας στραφεί σε πόλεμο αντί σε σύνθεση, αν ξεχάσουμε ότι στόχος μας ήταν εξ αρχής η δημιουργία και παραμείνουμε σε μια διαρκή κατάσταση πολέμου, τότε καλούμαστε να επιλέξουμε έναν ρόλο: είτε του θύτη είτε του θύματος. Είτε θα πάρουμε το ρόλο του επιτιθέμενου είτε του αμυνόμενου. Κι αυτός ο ρόλος μπορεί να διαποτίσει την ύπαρξή μας άπαξ και δια παντός, αν δε συνειδητοποιήσουμε ότι μόνο οι πόλεμοι έχουν επίθεση και άμυνα, όχι η ζωή.
Ωστόσο, κάθε τι γύρω μας, οφείλουμε να παραδεχτούμε, μάς καλεί να συμμετέχουμε στη μάχη. Ακόμη κι η σεξουαλικότητά μας –ή ίσως κυρίως αυτή– γίνεται πολεμικό υλικό στις μάχες της καθημερινότητας. Η καλλιέργεια από την εξουσία αυστηρά καθορισμένων ρόλων, δημιουργεί σε όλο το πλέγμα της έλλογης συνείδησης, προκαθορισμένες φόρμες για το τι είναι ελκυστικό και τι όχι, τι μπορεί δυνητικά να μας προκαλέσει το ερωτικό ενδιαφέρον και τι αδιαφορία ή και απέχθεια. Με άλλα λόγια, η μοχθηρία μπορεί να ταυτιστεί με την ηδονή, η βία με την λαγνεία, ακόμη και το σωματικό και ψυχικό άλγος με μιαν αρρωστημένη «ευχαρίστηση». Το αποτέλεσμα βεβαίως δεν είναι η σύνθεση, αλλά ο επιπλέον κατακερματισμός της ενιαίας ανθρώπινης ύπαρξης σε ασύνδετους χρόνους. Οι ερωτικές σχέσεις γίνονται πεδία μαχών κι ο έρωτας (εξ)άσκηση εξουσίας. Ο εγωισμός είναι πάντοτε ο νικητής και η μοναξιά σε τέτοιες μάχες, ακόμη κι αν κανείς περιβάλλεται από πολυάριθμες παρέες, δεδομένη.
Ο έρωτας δεν είναι πολιτισμικό προϊόν, είναι φυσικό συστατικό της ανθρώπινης ύπαρξης. Όπως έλεγε και ο Βίλχεμ Ράιχ, στη φυσική του κατάσταση ο έρωτας δεν προκαλεί ούτε μια αμυχή. Το ό,τι κατάντησε να σημαίνει ένα παιγνίδι επικράτησης, το ότι στηρίζεται στις αυταπάτες και στα ψέματα, το ότι έχει μετατραπεί από εμπορικό προϊόν μέχρι σαχλαμάρα δεν αναιρεί την πραγματική του αξία, αλλά σημαίνει ότι εντάχθηκε στις επιταγές του πολιτισμού. Ταυτίζεται, πλέον, συχνότερα με τον πόνο, παρά με την συντροφικότητα, την δημιουργία και την αγάπη, που είναι φυσικό επακόλουθο, όταν οι δυο άγνωστοι έρχονται κοντά με τον έρωτα, για να γίνουν αγαπημένοι. Το δίπολο σώμα ή πνεύμα στον έρωτα δεν χωράει. Δεν μπορεί ν’ αναπνεύσει, όταν κάποιος του θέσει την επιλογή. Είναι βέβαια και τα δυο.
Όμως, πώς θα μπορούσε ο θύτης και το θύμα να «ερωτευτούν»; Μόνο στο ασφαλές εξουσιαστικό περιβάλλον του πολιτισμού, που μοιράζει ρόλους απ’ την οικογένεια και το σχολείο, μέχρι του εργασιακούς χώρους και τα διαδικτυακά κανάλια επικοινωνίας. Ο έρωτας γίνεται ρέπλικα, ανάγκη επιβίωσης, κάτι σαν συμμαχία: ο θύτης χρειάζεται το θύμα του κι αντιστρόφως. Όποιος δεν προσδένεται στο τραίνο της εξουσιαστικής εξέλιξης, όποιος δεν σπεύδει να ενδυθεί τον ρόλο του, να διαμορφώσει αναλόγως την εικόνα και την συμπεριφορά του μοιάζει τουλάχιστον παράξενος. Μάλλον είναι απόβλητος κι ανεπιθύμητος.
Η λήθη βοηθάει στο να ξεχάσουμε ακόμη κι αυτό που υπήρξαμε, ακόμη κι αυτό που μέσα μας μπορεί να μένει ζωντανό. Γι’ αυτό παρέχεται άφθονη και φθονερή, στοχεύοντας στον πυρήνα της ανθρωπινότητάς μας, επιδιώκοντας να μας αποστερήσει απ’ τη φυσικότητα, την χαρά και την απόλαυση (από-λαμβάνω= παίρνω πίσω) της ύπαρξής μας. Αν θυμούνται και «νοιώθουν» άλλοι για λογαριασμό μας, στο τέλος δε θα μείνει ούτε ίχνος μας. Όμως, αυτή η υπόθεση δεν αφορά ανθρώπους, αλλά μηχανές. Η ελευθερία δε θέλει μόνο αρετή και τόλμη, αλλά και συνειδητοποίηση και πληρότητα συναισθημάτων. Τα μνημονικά μας κύτταρα μόνο ζωντανά μπορούν να γευτούν τους καρπούς της αληθινής ελευθερίας, της Αναρχίας.
σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου