Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2016

Η «ΑΛΦΑ ΒΗΤΑ» ΤΗΣ ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΗΣ «ΣΙΩΠΗΣ», ΚΟΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ…

«Ωστόσο, η ριζοσπαστική αριστερά, αν ασκήσει, ως κύρια δύναμη, διακυβέρνηση, θα είναι ευάλωτη, για δυο λόγους. Πρώτον, λόγω της αποδυνάμωσης του κράτους (και της ενίσχυσης των αγορών, και ιδιαίτερα του χρηματιστικού κεφαλαίου). Η Αριστερά ιστορικά – Κομμουνιστική και Σοσιαλδημοκρατική – άσκησε την πολιτική της μέσω του κράτους. Δεύτερον, από την ιστορική αποδυνάμωση του θεσμού κόμμα. Ιστορικά, για την Αριστερά, το πολιτικό κόμμα ήταν ένας σημαντικότατος, ένας μεγάλος λαϊκός θεσμός που της έδινε οργανωτική και ιδεολογική ισχύ, πολιτική σταθερότητα και, last but not least, σύνδεση με τις οργανώσεις και τα κινήματα της κοινωνίας πολιτών. Σήμερα, και το κράτος και το κόμμα έχουν εξασθενίσει, και αυτό θίγει περισσότερο την ικανότητα δράσης της Αριστεράς παρά της Δεξιάς. Ωστόσο, υπάρχει ένας παράγοντας που δυνάμει την ενισχύει, την ευνοεί, τα κοινωνικά κινήματα. Τα κοινωνικά κινήματα θα έχουν στο μέλλον ισχυρότερο ρόλο από ό,τι στο πρόσφατο παρελθόν. Έχουμε, λοιπόν, μια δυναμική εσωτερικά αντιφατική, από την οποία η σύγχρονη ριζοσπαστική Αριστερά και κερδίζει και χάνει. Αλλά συνολικά, στο παρόν πλαίσιο, θα είναι πιο ευάλωτη όταν θα ασκήσει διακυβέρνηση».
Εφημερίδα Εποχή, 5-1-2015, Γ. Μοσχονάς,
Το ισχυρότερο όπλο, ένα καλό εκλογικό αποτέλεσμα


Oι πολιτικοί επιστήμονες προχωρώντας στην διάκριση ανάμεσα σε ένα πολιτικό κόμμα και μια φατρία, θεωρούν κόμματα μόνο τις πιο προωθημένες οργανωτικά και με εγγύηση διάρκειας ενώσεις για συμμετοχή στην πολιτική πάλη για την εξουσία.

Έτσι, τα πολιτικά κόμματα, αντίθετα από τις φατρίες, που είναι λιγότερο οργανωμένες, βραχύβιες, χωρίς (συνήθως) σύμβολα ή ιδεολογία, αλλά και από τις τάσεις, που επίσης ως επί το πλείστον έχουν ευκαιριακό χαρακτήρα, εκτός από την πρόθεση διάρκειας, προϋποθέτουν ιεραρχική δομή, κατανομή ρόλων και αρμοδιοτήτων και σταθερές σχέσεις μεταξύ των κομματικών οργάνων σε όλα τα επίπεδα.

Τα κόμματα στοχεύουν στην κατάληψη της εξουσίας, στην όσο το δυνατόν μεγαλύτερη πρόσβαση στους θεσμούς και μηχανισμούς επιβολής, αλλά και αναπαραγωγής της, είτε κάθετα είτε οριζόντια. Κάθε υπαρκτό κόμμα μικρό ή μεγάλο, είτε κατά την συγκρότησή του είτε κατά την λειτουργία του, η ίδια η έννοια «κόμμα» δεν μπορεί να νοηθεί σε καμμία περίπτωση χωρίς την διασύνδεση, την άμεση ή έμμεση συνάρτηση και σχέση αλληλουχίας και αλληλοτροφοδότησης με το κράτος και την διαχείριση των κρατικών υποθέσεων.

Όσον αφορά το ζήτημα της άμεσης συνάρτησης, αυτό παραπέμπει ευκρινώς στην δηλωμένη πρόθεση για ευθεία ανάληψη της εξουσίας.

Η έμμεση συνάρτηση αφορά πρώτα απ’ όλα την διεκδίκηση της αναγνώρισής τους σε «κάποια περιοχή της κρατικής εξουσίας». Οι περιπτώσεις αυτές περιλαμβάνουν κόμματα, τα οποία είτε δεν ελπίζουν λόγω της ισχνής εκλογικής και κοινωνικής τους επιρροής να αναλάβουν άμεσα κρατικά πόστα, είτε γιατί δεν το επιτρέπει το εκλογικό σύστημα, είτε γιατί στέκεται εμπόδιο το πολιτικό σύστημα που ισχύει.

Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, συχνά συγχέεται ένα πολιτικό κόμμα με τις ομάδες πίεσης, με αποτέλεσμα την εξαγωγή εξ ολοκλήρου λανθασμένων συμπερασμάτων. Τα «μικρά» ή «μικρότερα» κόμματα δεν πιέζουν το πολιτικό σύστημα από τα «έξω», αλλά η συνδιαμορφωτική τους κίνηση πραγματοποιείται εκ των ένδον, πρόκειται, μάλιστα, για πίεση διαρκή και όχι περιστασιακή, που συνιστά και εμπεριέχεται στην συνολική πολιτική διαπραγμάτευση.

Η σύγχυση παράγεται και συντηρείται εξ αιτίας, κυρίως, την οργανικής σχέσης, που κτίζουν τα ονομαζόμενα και κόμματα «διαμαρτυρίας» με τις περισσότερο ή λιγότερο δυναμικές κοινωνικές ομάδες, που κινητοποιούνται ή τα πάσης φύσεως κινήματα, που αναζητούν τρόπους αυτό-θέσμισης της οργανωτικής βάσης και δράσης τους. Οι ομάδες πίεσης εμπεριέχονται στο ευρύτερο πολιτικό περιβάλλον, τα μικρότερα κόμματα, όμως, αποτελούν «συστατικό στοιχείο του πολιτικού συστήματος που παράγει δεσμευτικές αποφάσεις για την κοινωνία» (βλ. Το κομματικό φαινόμενο, Θ. Διαμαντόπουλος).

Από την πλευρά μας, θα συμφωνήσουμε με την ευρύτερη άποψη που υποστηρίζει ότι η έννοια κόμμα περιλαμβάνει και τις οργανώσεις εκείνες ή τα δίκτυα, που νομιμοποιούν με κάθε τρόπο τις εξουσιαστικές αξιώσεις και λειτουργίες προβάλλοντας και συμμετέχοντας σε διαδικασίες εκλογής, σε πάσης φύσεως διαδικασίες ψηφοφορίας, έστω και αν αυτές εμφανίζονται να έχουν μη ανταγωνιστικό χαρακτήρα.

Εδώ πρέπει να τονίσουμε, ότι η πολιτική και κοινωνική νομιμοποίηση μικρών και μεγάλων κομμάτων κατακτάται πολλές φορές εκτός εκλογικής διαδικασίας, καθώς αντλείται από (εξωεκλογικές) διαδικασίες, όπως τα ψηφίσματα, η συλλογή υπογραφών, οι μαζικές κινητοποιήσεις, η επιβολή σε αυτές συγκεκριμένων συμπεριφορών εκ μέρους των διαδηλωτών κ.λπ.

Για τους αναρχικούς, οι κομματικές λογικές παραμένουν σε κάθε περίπτωση εξουσιαστικές λογικές. Τα κόμματα ήταν, είναι και θα παραμείνουν, όποια μορφή και αν λάβουν, σημαντικά εργαλεία κοινωνικής καθυπόταξης και επιβολής των όρων κυριαρχίας. Δεν πολεμούμε, λοιπόν, την αυθαιρεσία, την κομματική γραφειοκρατία, που περιορίζει τις κινήσεις των κομματικών μελών, αλλά την ανελευθερία, όποια μορφή και αν αυτή έχει.

Μ’ άλλα λόγια, δεν μένουμε σε αιρετικές νέο-μαρξιστικές ή μη διαπιστώσεις, που δέχονται μεν την ιστορική σχέση αριστεράς και κράτους, εντοπίζοντας το «πρόβλημα» όλων των εκλογικών νικών στην επικράτηση των κομματικών γραφειοκρατιών, και στο «κτίσιμο» κομμάτων νέου τύπου με «πολλά στοιχεία της ιεραρχικής γραφειοκρατίας του αστικού κράτους και του καπιταλιστικού τρόπου λήψης αποφάσεων και παραγωγής».

Η λογοκρισία, η κομματική πειθαρχία, η διαχείριση των πολιτικών συμφερόντων, η διαιώνιση κάθε μορφής εξουσίας πηγάζουν εξ ίσου από Συνελεύσεις και τις λεγόμενες συμμετοχικές δομές, που έλκονται και τείνουν στην περεταίρω κομματικοποίηση των κινηματικών λειτουργιών, χαρακτηρίζονται όλο και περισσότερο από την πρακτικοποίηση της λειτουργίας, ελαχιστοποιώντας το «χάσιμο χρόνου», που δήθεν εγκυμονεί η, έστω και συγκυριακή, παραμονή στο πεδίο των απόψεων ή των ιδεών, από το οποίο φροντίζουν επιμελώς να απομακρύνονται οι συνεπείς ή διερχόμενοι και ευκαιριακά συμμετέχοντες.

Εδώ, οι βαθιά κομματικές λειτουργίες όχι απλά διασώζονται, αλλά αναπαράγονται με μια προβαλλόμενη ως εξω-θεσμική διαδικασία, που όμως τις εμπεδώνει κοινωνικά μέσω της αγωνιστικής κολυμβήθρας και του προτάγματος της αυτοοργάνωσης.

Έτσι, το γεγονός ότι ο ρόλος των κομμάτων έχει «μικρύνει και συνεπώς δεν δομούν, όπως στο παρελθόν, το πολιτικό παιχνίδι και την εκπροσώπηση των συμφερόντων», οδηγεί στον «προβληματικό» εντοπισμό «ενός κενού, μιας κρίσης αντιπροσώπευσης».

Αυτή ακριβώς η «κρίση» θεωρείται ότι ευνοεί κόμματα, νέα ή μέχρι πρότινος χαρακτηριζόμενα «περιφερειακά», ή «δίκτυα» που αναδείχτηκαν ή ανέδειξαν κοινωνικά κινήματα και κινητοποιήσεις. Το κοινό τους πρόσημο είναι η ημι-συστημικότητα ή αντι-συστημικότητα, διαβατήριο που φαντάζει αρκετό για να πορεύονται στις «εποχές» της πολιτικής αστάθειας, της κινητικότητας του εκλογικού σώματος, της συνεχώς διογκούμενης κοινωνικής απαξίωσης για την πολιτική και τους πολιτικούς.

Πρόκειται, λοιπόν, για μια επίπονη και συνολική διαδικασία μετάβασης από το «παλιό» στο «νέο», που εμπεριέχει αλληλοδιαδεχόμενες περιόδους «εκσυγχρονισμού» και «ακμής», «κρίσης» και «παρακμής». Εδώ, η πολιτική αντιμετώπιση και το φάρμακο για την θεραπεία μιας «κρίσης αντιπροσώπευσης» και μάλιστα μακράς διαρκείας, δεν εντάσσεται στις δευτερεύουσες εξουσιαστικές ανάγκες, αλλά στις άμεσες προτεραιότητες.

Σ’ αυτήν την στόχευση έτειναν προεκλογικά και τεί­νουν οι βαρύγδουπες διαπιστώσεις των ένθερμων και ενθουσιασμένων θιασωτών της αριστερής (συν)­διαχείρισης των κρατικών υποθέσεων για την ανάγκη μετασχηματισμού της κινηματικής δυναμικής σε μοχλό νομιμοποίησης ενός «νέου διακανονισμού» με την κοινωνία.

Η κινηματική νομιμοποίηση της αριστερής διαχείρισης της «κρίσης» δίνει πολύτιμες «ανάσες» για την εξουσιαστική ανασυγκρότηση, εκτός των άλλων, επειδή στηρίζεται και στηρίζει την δήθεν ηθική υπεροχή των «νέων» και «αμόλυντων» από την διαφθορά κυβερνώντων, αλλά και την έμμεση αναγνώριση περί των μικρών περιθωρίων για «ριζοσπαστικές αλλαγές», λόγω του διεθνούς περιβάλλοντος.

Δεν είναι, λοιπόν, να απορεί κάποιος για το γεγονός, ότι οι εκκωφαντικές οικονομικές συνέπειες της «κρίσης» επανειλημμένα σκιάζουν ή ακόμη και εξαφανίζουν το σύνολο μιας διαδικασίας, τις απαρχές της, τα σημεία αφετηρίας, καμπής, τα πισωγυρισμάτα ή τις αιτίες εκτίναξης προς τον «στόχο».

Η απαξία και η αποξένωση παραδοσιακών τμημάτων των ψηφοφόρων κάθε κόμματος, άλλωστε, δεν ξεκίνησε χθες:

«Ο Συνασπισμός είχε μετάσχει στις εκλογές του 2004 σε εκλογική συμμαχία με άλλες μικρές ομάδες της Αριστεράς και το εκλογικό αποτέλεσμα δεν ήταν ικανοποιητικό. Το κόμμα παρέμενε για δεκαετίες στο επίπεδο του 3% ανίκανο να προσελκύσει ψηφοφόρους από την αριστερά ή την Κεντροαριστερά, ακόμα και κατά την διάρκεια περιόδων, όπου το Πασοκ και το ΚΚΕ βρίσκονταν σε φάση μειούμενης ελκυστικότητας. […] Η τάση που υποστήριζε συνεργασία με το Πασοκ έχανε σταδιακά έδαφος, και ως το 2004 τα περισσότερα από τα εξέχοντα στελέχη της είχαν ενταχθεί στο Πασοκ. Η ηγετική ομάδα εντός του κόμματος, υπό την αρχηγία του Νίκου Κωνσταντόπουλου ακολούθησε μεταξύ των διαφορετικών απόψεων που υποστήριζαν την ανεξάρτητη πορεία. Ο Συνασπισμός θα χρειαστεί να εκλέξει γρήγορα νέο αρχηγό και να επανεκτιμήσει τη στρατηγική και τις τακτικές του προκειμένου να αποτρέψει την περαιτέρω συρρίκνωση της ελκυστικότητάς του».

(Χ. Λυριντζής, Το Μεταβαλλόμενο Κομματικό σύστημα: Σταθερή δημοκρατία, αμφισβητούμενος «εκσυγχρονισμός», «Παλαιά» κόμματα σε αναζήτηση νέων τακτικών, Πολιτική στην Ελλάδα, Η πρόκληση του εκσυγχρονισμού, Συλλογικό, 2007).

Όσοι κάνουν πολιτική γνωρίζουν καλά ότι κάθε κίνηση, που προσδιορίζεται σαν τέτοια, αποσκοπεί σε οφέλη πολλές φορές μη φανερά σε όλη τους την έκταση, σε οφέλη που εξασφαλίζονται μέσα από μια πολύχρονη διαδικασία και όχι την επόμενη «στιγμή». Η λεγόμενη ριζοσπαστική αριστερά ήρθε να καλύψει εκ νέου τα «αδιέξοδα» της παλαιάς σοσιαλδημοκρατίας, να καλύψει εκ «νέου» πολιτικά τα κοινωνικά αιτήματα για μια διαρκή οικονομική ευημερία, που συνέτριψε η «νεοφιλελεύθερη επέλαση των αγορών», υποσχόμενη την άμβλυνση και όχι βέβαια την εξάλειψη της κρατικής καταστολής, και τον σεβασμό της δράσης των κινημάτων, τα οποία, όπως διαβεβαιώνουν επιφανείς της εκπρόσωποι, όχι μόνο δεν βλέπει όψιμα ανταγωνιστικά, αλλά ως σταθερή πηγή εμπλουτισμού και συναίνεσης της εξουσίας που κατέκτησε.

Δεν πρόκειται, βέβαια, για «εργαλειοποίηση των κινημάτων», όπως καμώνονται ότι καταλαβαίνουν οι διάφοροι θεράποντες των κινηματικών «ασθενειών» και δυσλειτουργιών, αλλά για το βασικό στάδιο μιας συνολικότερης διαδικασίας, στην οποία, όπως ήδη περιγράψαμε συνοπτικά, ήταν και παραμένουν ενταγμένα τόσο τα κοινωνικά κινήματα όσο και η δράση των ΜΚΟ και των εναλλακτικών θεσμισμένων ή μη δομών («αλληλέγγυα οικονομία», κοινωνικά κέντρα, οικολογικές κινήσεις ανακύκλωσης κ.ά.) και πάσης φύσεως «δράσεων», που βασίζονται στον εθελοντισμό.

Ούτε πρόκειται για εκτροπή των κινημάτων προς τον κοινοβουλευτισμό, και πολιτική παρέκκλιση από τους διακηρυγμένους στόχους, αλλά για την τρανή επιβεβαίωσή τους: «νέοι θεσμοί διαχείρισης της κοινωνικής και οικονομικής ζωής, που θα αντικαταστήσουν την αστική δημοκρατία, που έχει βυθιστεί σε μια βαθιά δομική κρίση αναπαραγωγής, αντιπροσώπευσης και οικολογικής βιωσιμότητας».

Και είναι πράγματι δύσκολο να κατανοήσει κάποιος, πώς διαχωρίζεται ο στόχος της κατάληψης της εξουσίας από εκείνον του «διασκορπισμού» της στους «νέους θεσμούς», της συμμετοχικότητας, της «εξουσίας των προσώπων και όχι των αντιπροσώπων». Η ψευδοαυτοσυγκρότηση των κινηματιών σ’ αυτές τις περιπτώσεις, όχι μόνο στηρίζεται στα κομματικά ποδάρια των μεγάλων αριστερών κομματικών πατρώνων, αλλά ουσιαστικά αποτελεί τον φερετζέ, που κρύβει ένα πρόσωπο κατ’ εικόνα και ομοίωσή τους.

Με αυτήν την έννοια, η περιλάλητη «κρίση ταυτότητας» ενός κινήματος, αφορά αποκλειστικά τους όρους επαναλειτουργίας του, μέσω της ικανότητάς του να «πιέζει» από τα «κάτω» προς τα «επάνω», για την τήρηση έστω «ορισμένων» πάγιων προεκλογικών υποσχέσεων. Υποσχέσεων που αφορούν το πεδίο των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων (φυλακισμένοι, κοινωνικές και πολιτικές «μειοψηφίες», πρόσφυγες, μετανάστες, επέκταση του συμφώνου συμβίωσης στα ομοφυλόφιλα ζευγάρια κ.α.) και μοιάζουν εφικτές όσον αφορά την πραγματοποίησή τους. Όμως ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός, αφού ακόμα και σ’ αυτό το υποτιθέμενο προνομιακό πεδίο για την αριστερά, οι ελπίδες αποδεικνύονται φρούδες.

Δεν πρέπει, επίσης, να ξεχνούμε, ότι παρά τις τουλάχιστον γελοίες κυβερνητικές επικλήσεις περί του λαοπρόβλητου της «νέας» εξουσίας, χρειάστηκαν πέντε εκλογικές διαδικασίες (συμπεριλαμβανομένων των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών του Μαΐου του 2014, των εκλογών του Ιανουαρίου και του Σεπτεμβρίου του 2015, καθώς και του δημοψηφίσματος τον περασμένο Ιούλιο) για την κατάκτησή της, η οποία στηρίζεται στην συναίνεση των πολιτικών και των κομμάτων, που λίγο πριν χαρακτηρίζονταν ως «δοσίλογοι» και «προδότες».

Η επαναλαμβανόμενη προσφυγή στις κάλπες, αλλά και η σταθερά αυξανόμενη απόχη από κάθε εκλογική διαδικασία, δείχνει το μέγεθος της δυσκολίας να επιβληθεί η «πρώτη φορά αριστερά» στην εξουσία, αλλά και να μετεξελιχθούν οι λοιποί γνωστοί και μη εξαιρετέοι συνδαιτυμόνες της, που ανασυγκροτούνται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.

Το ίδιο αναμφισβήτητη παραμένει και η διαδικασία κοινωνικής ενσωμάτωσης, η οποία χαρακτηρίζεται από την αυξανόμενη αποδυνάμωση των κοινωνικών αντανακλαστικών απέναντι στις εξουσιαστικές επιλογές, αλλά και των δυνατοτήτων σύνθεσης στα πλαίσια του κοινωνικού ανταγωνισμού. Η εν λόγω αντίφαση μεταξύ της δυσκολίας να επιβληθεί η «νέα» εξουσία μια και έξω, εννοώντας την επίτευξη μιας «καθαρής» εκλογικής νίκης και της ευδιάκριτης ακινησίας, όσον αφορά την εκδήλωση κοινωνικών συγκρούσεων, δυστυχώς αποβαίνει για την ώρα εις όφελος των διαχειριστών των κοινωνικών υποθέσεων. Δεν υποτιμούν, οι τελευταίοι, «προβλήματα», όπως η «μείωση του κράτους» ή η «εξασθένιση» της επιρροής του κόμματος, όμως, το γεγονός αυτό απλά επιβεβαιώνει τον σταθερό προσανατολισμό τους στην υπεράσπιση με κάθε κόστος της ηγεμονίας τους στα κινήματα, που θα μπορέσουν να παράξουν εκ νέου εναλλακτικές για την εξουσία τους δομές, και αντι-«θεσμίσεις». Οι δήθεν πρωτοπόρες και καινοτόμες εκκλήσεις για ενεργοποίηση του κόμματος, ακόμη και απέναντι στις κυβερνητικές επιλογές και εξουσίες, μόνο γέλιο πρέπει να προκαλούν, γιατί έχουν, ήδη εδώ και δεκαετίες, εφαρμοσθεί και δοκιμαστεί πολιτικά, ανεξάρτητα από τα ιδεολογικά στίγματα.

Και όμως, όπως φαίνεται, η αναστήλωση των κομματικών λογικών έρχεται από τους «θύλακες» της κοινωνικής αντιεξουσίας, απότοκο της τοποθέτησης της αντιεξουσίας στο άκρο μιας ενιαίας αριστεράς, από τις Συνελεύσεις που λειτουργούν με φανερές οριζόντιες εξουσίες, αλλά και που με δυσκολία πλέον κρύβουν και την ταυτόχρονη πολυεπίπεδη πυραμιδωτή τους υπόσταση, από την ανοικτή και άνευ προηγουμένου κινηματική προπαγάνδα υπέρ της αριστερής κυβέρνησης, με την απουσία ήθους να σημαδεύει όλο και περισσότερο τα «αγωνιστικά πράγματα»…

Δάσκαλοι και μαθητευόμενοι στην «άλφα βήτα της κομματικής ή κινηματικής σιωπής» μάλλον θα αισθάνονταν δικαιωμένοι σε μεγάλο βαθμό, αν δεν τους έτρωγε (;) το σαράκι της καχυποψίας: η «νέα» εξουσία (η αριστερή ντε…) μοιάζει τόσο αχόρταγη, που ακόμη και τα ψίχουλα που της πέφτουν από το τραπέζι τα μοιράζει με φειδώ, όταν αποφασίζει να τα «μοιράσει» κι αυτά…

Συσπείρωση Αναρχικών
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ.156, Ιανουάριος 2016

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου