Το ερώτημα που υποβόσκει είναι αυτό των αρχών που διέπουν τη σύγχρονη εξουσία. Αυτό το ερώτημα με ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Οι ψυχαναλυτές είμαστε μάρτυρες, με αφετηρία την εμπειρία της θεραπείας και τα ερωτήματα που θέτουν οι αναλυόμενοι μας, των ριζικών αλλαγών του κοινωνικού Άλλου και των επιπτώσεων αυτών των αλλαγών στα υποκείμενα. Ο Φρόυντ ασχολήθηκε από πολύ νωρίς με τη δυσφορία στον πολιτισμό[2] και τις δυσκολίες των ατόμων που βρίσκονται παγιδευμένοι μεταξύ των αυξανόμενων εξαναγκασμών της κοινωνίας και των ανεξάλειπτων απαιτήσεων της ενόρμησης. Προειδοποιούσε ως προς τον εκρηκτικό χαρακτήρα των ενορμήσεων, αν στο μέλλον δεν τις παίρναμε υπόψιν μας και αν η πίεση προς την κανονικότητα και τον κομφορμισμό επιβεβαιωνόταν. Ο Φρόυντ θεωρούσε ότι ο αντικοινωνικός και δυνητικά καταστροφικός χαρακτήρας της ενόρμησης, με την μορφή, αυτό και ετερό επιθετική, της ενόρμησης θανάτου θα μπορούσε να είναι το μείζον πρόβλημα του πολιτισμού μας στο μέλλον [3].
Πρόκειται για την εκτίμηση που έκανε μετά τον Α Παγκόσμιο πόλεμο του 1914-18, στον οποίο αντιλαμβανόταν την αυτοκτονία της Ευρώπης. Τα επεισόδια που ακολούθησαν και ειδικότερα του Άουσβιτς και της Χιροσίμα επιβεβαίωσαν δυστυχώς τις υποθέσεις του. Κάθε αυταπάτη για ένα λαμπρό μέλλον προόδου και αναπτυσσόμενης αποκατάστασης της ειρήνης εξαφανίστηκε στις στάχτες της σύγχρονης επιστήμης και της αρχής του Θανάτου.
Δεν μας εκπλήσσει λοιπόν ότι πλήθος αναλυτές, κάποιοι μάλιστα κοντά στην φροϋδική κοινότητα και στη μαρξιστική κριτική, ενδιαφέρθηκαν από πολύ νωρίς για τις σύγχρονες μετατροπές του χαρακτήρα και της προσωπικότητας του ατόμου και της σχέσης τους με την άνοδο του απολυταρχισμού. Γνωρίζουμε ιδιαίτερα τις έρευνες του Έριχ Φρομ- για να μην αναφερθούμε και στον Βίλχελμ Ράιχ- σχετικά με τη Σχολή της Φρανκφούρτης, του Θεόντορ Αντόρνο, του Γουόλτερ Μπένζαμιν και του Χέρμπερτ Μαρκούζε[4] . Σε αυτό το πλαίσιο αναπτύχθηκε η ιδέα της σύγχρονης παρακμής της πυρηνικής και πατριαρχικής οικογένειας. Η διαπίστωση τους ήταν ότι ο πατέρας, ως κεντρικό κομμάτι στον σύνδεσμο της οικογένειας και της κοινωνίας, της οικονομίας, της εργασίας και της ψυχολογικής διαμόρφωσης της προσωπικότητας, έχανε κάθε γόητρο στο οικογενειακό περιβάλλον ως επίπτωση της κοινωνικής ανυποληψίας του στις καινούριες μορφές της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Το εξευτελισμένο πατρικός κύρος και η εξασθένηση της παράδοσης άνοιγαν την πόρτα στην ανομία και την αταξία, στην εξασθένηση του εγώ όπως και στην αναζήτηση αυταρχικών μορφών, πρότυπα των οποίων ήταν ο Χίτλερ, ο Μουσολίνι και ο Στάλιν
Με φροϋδικούς όρους, και αναφερόμενοι στο Τοτέμ και Ταμπού, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η διάλυση της φιγούρας του οιδιπόδειου πατέρα, αυτού που αποκαθιστά την ειρήνη, που εγγυάται την πραγματικότητα και είναι μοντέλο της κοινωνικής και σεξουαλικής νόρμας, άφηνε τη θέση του σε αρχαϊκές μορφές αναίσχυντων και βάρβαρων πατριαρχικών μορφών, προερχόμενων κατευθείαν από την πρωτόγονη ορδή. Μία θεμελιακή αρχή της Σχολής της Φρανκφούρτης ήταν η πεποίθηση, με μια ιδιαίτερα φροϋδική οπτική, ότι η σχέση μεταξύ του υποκειμένου και της κοινωνίας είναι συγκρουσιακή και προβληματική με τρόπο μη αναστρέψιμο και μη θεραπεύσιμο.
Κάποιοι κοινωνιολόγοι, όπως ο Ντυρκάιμ μελετούσαν παρόμοιες ιδέες εκείνη την εποχή. Σε αυτήν την λογική όταν κάλεσαν τον Ζακ Λακάν να μιλήσει για την σύγχρονη μορφή οικογένειας, μπόρεσε να δηλώσει ήδη από το 1936 τον παρωχημένο χαρακτήρα της πυρηνικής οικογένειας και του οιδιπόδειου μοντέλου. Μιλούσε χωρίς διφορούμενα γι΄αυτό που ονόμασε «η κοινωνική παρακμή της πατρικής ιμάγκο»[5] (η πατρική ιμάγκο είναι αυτό που αργότερα θα ονομάσει το Όνομα-του-Πατρός) και για την ανάδυση, ως επίπτωση αυτού του φαινομένου, νέων και διαταρακτικών μορφών νεύρωσης.
Ο 21ος αιώνας ήρθε να επιβεβαιώσει και να υπερβάλλει τη ριζική μεταμόρφωση τόσο των διαπροσωπικών σχέσεων μέσα στην οικογένεια όσο και μέσα σε αυτό που ονομάζουμε κοινωνία. Κάποιες αλλαγές έγιναν με τρόπο άλλοτε βίαιο και άλλοτε παραπλανητικό και απαρατήρητο ενεργοποιώντας πολύ διαφορετικές δυναμικές αλλά συγκλίνουσες ως προς τις επιπτώσεις τους. Είναι αδιαμφισβήτητο για όλους μας ότι ο κόσμος της οικονομίας άλλαξε ριζικά. Η πιο βαθιά αλλαγή, που αναδύθηκε από την παγκόσμια κρίση των subprimes, είναι αυτή του θριάμβου ενός χρηματιστηριακού φρενήρη καπιταλισμού[6]. Οι νομισματικές συναλλαγές δεν έχουν όριο, γίνονται αυτόματα από την μία άκρη του πλανήτη στην άλλη με ένα απλό κλικ στο κομπιούτερ. Το χρήμα που διακινείται με αυτό τον τρόπο είναι εντελώς αποσυνδεδεμένο από την πραγματική οικονομία, από την παραγωγή και τις ανταλλαγές των προϊόντων. Το νόμισμα δεν συσχετίζεται πια με τα υπάρχοντα και τα προϊόντα. Εκ των πραγμάτων, η παγκόσμια οικονομική ισχύ βρίσκεται εντελώς αυτόνομη ως προς τις εθνικές ή τοπικές πολιτικές δυνάμεις.
Με αυτόν τον τρόπο, τα σημαίνοντα που κυκλοφορούν χάνουν κάθε ορθότητα και χρειάζεται να επαναπροσδιοριστούν. Συχνά τα πιο συνηθισμένα σημαίνοντα βρίσκονται κενά από την τρέχουσα σημασία τους.
Ένας από τα χαρακτηριστικά που ορίζουν την σύγχρονη, υπερμοντέρνα εποχή μας είναι η αναταραχή που εισήγαγε η πληροφορική. Όσο και αν το επαναλαμβάνουμε συχνά, πρέπει να τονίσουμε ότι μια από τις επιπτώσεις της πληροφορικής είναι η λεγόμενη δομή σε δίκτυο.
Η πληροφορία κινείται από τον ένα στον άλλο υφαίνοντας τον ιστό της με την αρχή της γειτνίαση. Οι μεγάλες εξεγέρσεις που κλυδώνισαν τον αραβικό κόσμο και το Ισλάμ αφού κλόνισαν τα μετασοβιετικά καθεστώτα λειτούργησαν μέσα από τα social media, Facebook, twitter και τα κινητά τηλέφωνα. Η λογική που επιβάλλεται με αυτόν τον τρόπο είναι αυτή των διαπροσωπικών οριζόντιων σχέσεων, για να επικαλεσθούμε τη διαφορά που υπογράμμισε ο Φρόυντ μεταξύ των ιεραρχικών κεντροποιημένων και κάθετων σχέσεων και των οριζόντιων τρόπων μοντέλων ταύτισης ομοίου σε όμοιο.
Τα μηνύματα μεταδίδονται Peer to peer, δηλαδή από όμοιο σε όμοιο πολύ περισσότερο από πατέρα σε γιο. Το διαδίκτυο είναι αυτό που μορφοποιεί την οργάνωση η οποία επικρατεί σιγά σιγά μεταξύ των ατόμων. Αυτή η δομή είναι ριζικά διαφορετική από αρχαίες μορφές, όπως οικογένειες, τάξεις, φυλές, κοινότητες και έθνη. Το διαδίκτυο προσφέρεται, για το καλύτερο και το χειρότερο le pire, ώστε το υποκείμενο να έχει μια πρωτοφανή θέση, με βάση την αυτονομία και την αυτό-επιβεβαίωση των επιλογών του. Ο κόσμος βρίθει από εκρήξεις βίας, όπου οι παραδοσιακές και πατριαρχικές μορφές αντιστέκονται στις αλλαγές που επιχειρούνται σε βάθος.
Όμως όποια κι αν είναι η σημερινή επίδραση τους δεν μπορούμε παρά να διαπιστώσουμε μια μάχη οπισθοφυλακής, μια αντίδραση με όλες τις έννοιες του όρου. Είναι εξάλλου ενδεικτικό ότι η θέση, το στάτους των γυναικών βρίσκεται στην καρδιά αυτής της αντεπίθεσης. Καθώς αυτή η μετάλλαξη που βρίσκεται σε εξέλιξη έχει ως νευραλγικό σημείο την γυναικεία απόλαυση. Ήδη, ο ίδιος ο Φρόυντ, στιγμάτιζε την επιμονή κάποιων σημειώνοντας: «Οι πατέρες ασχολούνται να προφυλάσσουν επίμονα με φρενίτιδα το κατάλοιπο του potestas patris familias το οποίο έχει αυστηρά υποπέσει σε αχρηστία στην σύγχρονη κοινωνία μας »[7]
Τι απομένει λοιπόν από το κύρος στην υπερμοντέρνα εποχή μας;
Ο Ερίκ Λορέν και ο Ζακ-Αλέν Μιλέρ είχαν ονομάσει κάποια στιγμή αυτήν την εποχή: η εποχή του Άλλου που δεν υπάρχει[8]. Ήταν ο πιο ριζικός αλλά και ο πιο εύστοχος τρόπος να συμπυκνωθεί σε ένα τίτλο αυτή η τόσο δυνατή αλλά και αδιόρατη επανάσταση.
Η υπερμοντέρνα εποχή μας κυριαρχείται από τη συμμαχία του λόγου της επιστήμης και του καπιταλιστικού λόγου. Οι δύο λόγοι συγκλίνουν, με κοινή συνέπεια μια αυξανόμενη ατομικότητα, κάτι που προξενεί πολύ άγχος και μοναξιά. Ο Ζίγκμιντ Μπόμαν χαρακτηρίζει αυτόν τον κοινωνικό δεσμό ως ρευστό[9] και φευγαλέο. Τα σταθερά σημαίνοντα που δομούσαν την παλαιότερη συμβολική τάξη εξανεμίζονται. Πρόκειται για ένα γεγονός που επιβάλλεται από την αυξανόμενη διεκδίκηση και διαδίδει την αυτονομία των συμπεριφορών. Η εποχή της εθελοντικής δουλικότητας[10] έχει τελειώσει… Στις συλλογικές σχέσεις όπως και αυτές μεταξύ των ανθρώπων, στις σχέσεις ζευγαριού, όπως και σε αυτές μεταξύ γονέων και παιδιών, το κύρος δεν επιβάλλεται πια, δεν είναι αυτονόητο, μπαίνει υπό ερώτημα. Δεν εγκαθίσταται ως κάτι το αυτονόητο προερχόμενο από ένα μεγάλο Άλλο, από μια ιδεώδης και υπερβατική πηγή.
Εξ’ου και η τάση του κύρους να καταφεύγει είτε στη σαγήνη είτε αντίθετα στον εξαναγκασμό. Πρόκειται για δύο μέγιστους κινδύνους που γνωρίζουμε καλά στη σημερινή Ευρώπη. Ο λαϊκισμός που κολακεύει τις ζοφερές τάσεις της μάζας. Και ο αυταρχισμός ως αντίδραση στην ανησυχία με τη ισχύ και τη βεβαιότητα. Η δυναμική της σαγήνης είναι η γοητεία και η ύπνωση. Και η δυναμική του αυταρχισμού είναι ο φόβος και η υποταγή.
Το θέμα δεν είναι να ισχυριστούμε ότι πρέπει να ανυψώσουμε την παλιά αξιοπρέπεια και ότι πρέπει να αναζωπυρώσουμε τις αρχαίες λειτουργίες και να βάλουμε καινούριο νερό από την αρχή στο παλιό ασκί, είναι τρύπιο από παντού! Ο Πούτιν, φορώντας τα ρούχα του τσάρου ή του Στάλιν και κάποιοι ισλαμιστές αγιατολάχιδες επιχειρούν να αποκαταστήσουν την έκπτωτη τάξη. Πρόκειται για μάχη οπισθοφυλακής. Οι γονυκλισίες δεν λειτουργούν πια και χρειάζεται να προχωρήσουμε σε μια ριζική μεταρρύθμιση της σκέψης ώστε να βρεθούμε στο ύψος των προκλήσεων που μας περιμένουν.
Αντίθετα με αυτήν την τάση, αυτό που στη δική μας ψυχαναλυτική ιδιόλεκτο ονομάζουμε ένα αυθεντικό κύρος δεν μπορεί να εγκαθιδρυθεί παρά μόνο χωρίς εξαναγκασμό και χωρίς σαγήνη. Ποιες αρχές μπορούμε να επιλέξουμε, αν η λέξη αρχή έχει ακόμα αξία;
Μια φροϋδική λέξη μού φαίνεται εύστοχη σε αυτό το σημείο: η λέξη συναίνεση[11]. Πρόκειται για τον όρο με τον οποίο μπορούμε να μεταφράσουμε με τον πιο εύστοχο τρόπο την έννοια που χρησιμοποιεί ο Φρόυντ στα γερμανικά, την Bejahung. Το λέγειν ναι, η κατάφαση. Με αυτόν τον τρόπο, ο Φρόυντ ορίζει την κίνηση που επιτρέπει σε κάθε υποκείμενο να εγγραφεί στον κοινωνικό δεσμό, να αποδεχτεί μια πρωταρχική απώλεια (αυτή του χαμένου αντικειμένου, της καταγωγής, της απόλαυσης της μητέρας) με αντάλλαγμα ένα όφελος ευχαρίστησης. Κάποιες φορές, ονομάζει έτσι και την αγάπη του πατέρα.
Διακυβεύεται σίγουρα κάτι της τάξεως της αγάπης σε αυτή την ιστορία, όπως και στην αναλυτική διαδικασία με τη μεταβίβαση. Πρόκειται όμως για την αγάπη που το υποκείμενο έχει ανάγκη ώστε να αποδεχτεί την απώλεια της απόλαυσης που χρειάζεται ώστε να ζήσει με τον άλλο.
Με αυτόν τον τρόπο ένα γερμανός στοχαστής, διάδοχος της Σχολής της Φρανκφούρτης είπε « η εμπειρία να αγαπιέται είναι για κάθε υποκείμενο η συνθήκη συμμετοχής του στη συλλογική δημόσια ζωή»[12]. Η συναίνεση, είναι αυτό στο οποίο στηρίζεται η εμπιστοσύνη που δείχνουμε στον άλλο, στον συνάδερφο, τον παρτενέρ, σε κάποιον σε θέση υπευθύνου. Πρόκειται για τη βάση του σεβασμού χωρίς τον οποίο οδηγούμαστε στην απόρριψη από αυτό που ο Λακάν ονόμασε και πατρική απάτη. Πρόκειται για το θεμέλιο της εμπιστοσύνης χωρίς την οποία ο κόσμος εγκαταλείπεται σε μια γενικευμένη υποψία και σ΄ένα αίσθημα διάχυτης απειλής και καταδίωξης.
Υπάρχει από τη μία η αναγκαία συναίνεση, η οποία επικεντρώνεται τελικά στον Άλλο της γλώσσας, δηλαδή στην αποδοχή ενός κοινού συμβολικού κώδικα, χωρίς τον οποίο καμία ανταλλαγή με τον άλλο δεν είναι δυνατή. Αλλά υπάρχει κατά βάθος και η στάση του ίδιου του υποκειμένου με ένα τρόπο πιο ριζικό: με ποιο τρόπο μπορεί να ζήσει, συμφιλιώνοντας τη σχέση του με την ίδια του την απόλαυση, την ιδιωτική, την μύχια απόλαυση του και τη σχέση του με τους άλλους και τον κόσμο; Εκεί που βρίσκεται το πρόβλημα βρίσκεται και η λύση. Σε αυτό το σημείο, δηλαδή στη μοναξιά του υποκειμένου στην υπερμοντέρνα εποχή μας. Γιατί, αν το υποκείμενο υποστεί ένα κοινωνικό δεσμό ο οποίος θα ήθελε να τον συρρικνώσει να μην είναι παρά μια μεταβλητή μονάδα προσαρμογής, ένα γρανάζι του συστήματος του οποίου οι πηγές είναι η κατανάλωση και η συρρίκνωση σε έναν αριθμό τότε γιατί να μην μπορεί να επιλέξει να αναλάβει την ιδιαιτερότητα του; Από το να ψάχνει να αναφέρεται στην κοινή νόρμα, να προσαρμόζεται στη λειτουργία που περιμένουν από αυτόν, να πάρει την οδό του κομφορμισμού, μπορεί να εγκαθιδρύσει ο ίδιος τους κανόνες της συμπεριφοράς του. Μπορεί να γίνει υπεύθυνος του ίδιου του εαυτού του.
Αυτό προϋποθέτει την ηθική της επιθυμίας, στην οποία η ψυχανάλυση εγκαλεί. Πρόκειται λοιπόν να γίνει κάποιος δρων της ύπαρξης του, κύριος της ζωής του, κύριος του ρόλου και της ομιλίας του, αφού η λέξη κύρος συνδέεται ετυμολογικά με τη λέξη κύριος. Το υποκείμενο μπορεί με αυτόν τον τρόπο να διεκδικήσει αυτό που ο ψυχαναλυτής διεκδικεί για την πρακτική του: ο αναλυτής δεν εξουσιοδοτείται παρά μόνο από τον ίδιο. Αυτό σημαίνει ότι το υποκείμενο είναι αυτιστικό; Είναι αλήθεια ότι ο αυτισμός και το φάντασμα του κατέχουν στην εποχή μας μια λειτουργία επιλογής στον καθημερινό λόγο σχετικά με τη ψυχική διαταραχή, όπως κάποτε η σχιζοφρένεια ή όπως στην εποχή του Φρόυντ η υστερία. Ο αυτισμός είναι χωρίς αμφιβολία η πρωτεύουσα φιγούρα του υπερμοντέρνου κινδύνου. Είναι σίγουρα γι΄αυτόν τον λόγο που η πρόταση του Λακάν μετριάστηκε από τον ίδιο όταν διευκρίνισε: Ο ψυχαναλυτής δεν εξουσιοδοτείται παρά μόνο από τον ίδιο, και από κάποιους άλλους[13]O Λακάν όμως δεν επιφυλάσσει στον ψυχαναλυτή τη χρήση αυτού που περισσότερο κι από μια αρχή είναι ένα γεγονός δομής. Φτάνει μάλιστα να υποστηρίξει ότι κάθε υποκείμενο προχωρά με αυτόν τον τρόπο στη σχέση του με το φύλο του και με την απόλαυση.: «το έμφυλο ον δεν εξουσιοδοτείται παρά μόνο από το ίδιο… και από κάποιους άλλους, και με αυτόν τον τρόπο έχει επιλογές»[14] Παρατηρούμε λοιπόν ότι το «από τον ίδιο» δεν αποτελεί μια τυφλή διεκδίκηση του να είναι κανείς αυτεξούσιος φαντασιακά. Δεν λαμβάνει υπόψη του τα στοιχεία που τον προσδιορίζουν, μεταξύ των οποίων και του ανατομικού φύλου και των συγκυριών της ζωής[15] αλλά οδηγείται να είναι υπεύθυνος αυτού που μας ξεφεύγει, συμπεριλαμβανομένου και του ασυνειδήτου μας. Αυτοί οι κάποιοι άλλοι είναι οι παρτενέρ του υποκειμένου, οι παρτενέρ στο παιχνίδι της ζωής, και αποτελούν προϋπόθεση ώστε να υπάρχει ένας κοινωνικός δεσμός.
Philippe de Georges Ψυχαναλύτρια, μέλος της Παγκόσμιας Εταιρείας Ψυχανάλυσης
[1]Ο Philippe de Georges είναι ψυχίατρος-ψυχαναλυτής, μέλος της Σχολής του Φροϋδικού Αιτίου, της Νέας Λακανικής Σχολής και της Παγκόσμιας Εταιρείας Ψυχανάλυσης. Ζει και εργάζεται στη Νίκαια της Γαλλίας. Το τελευταίο του βιβλίο Mères douloureuses πήρε πρόσφατα το βραβείο Οιδίπους. Το παρών κείμενο είναι μέρος της διάλεξης που έκανε στις 24 Απριλίου 2015 ως καλεσμένος του Κέντρου Ψυχαναλυτικών Ερευνών της Αθήνας.[2] Freud Sigmund, Le malaise dans la civilisation, Puf, Paris, 1971.[3] Freud Sigmund, Psychologie collective et analyse du moi…[4] Honneth Axel, Un monde de déchirement, éditions La Découverte, Paris, 2013[5]Ζακ Λακάν, «Η οικογένεια», εκδ. Καστανιώτης, 1987.[6] Touraine Alain, La fin des sociétés, Le seuil, Paris, 2013[7] Freud Sigmund : L’interprétation des rêves, cité parClaude Rabant : La frénésie des pères, Hermann, Paris, 2012.[8] Laurent Eric et Miller Jacques-Alain, « L’Autre qui n’existe pas et ses comités d’éthique », L’orientation lacanienne, cours inédit 1995-1996[9] Bauman Zygmunt, L’amour liquide, Arthème Fayard, Paris, 2010[10] La Boétie (de) Etienne : Discours de la servitude volontaire, Flammarion, Paris, 1983.[11] Miller Jacques-Alain : « Cause et consentement », L’orientation lacanienne, αδημοσίευτο σεμινάριο1987-1988.[12] Honneth Axel : La lutte pour la reconnaissance, éditions Cerf Paris 2010, page 51.[13] Lacan Jacques, « Proposition du 9 octobre 1967 », Autres écrits, Le seuil 2001, page 247
[14] Lacan Jacques, Le séminaire, Livre XXI, Les non-dupes errent, inédit, séance du 09 04 1974.[15] Jacques-Alain Miller, L’orientation lacanienne, Cause et consentement, cours inédit 1987-1988
Μετάφραση: Φραγκιαδάκη Μαρίνα
Πηγή hitandrun
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου