Ίσως θα μπορούσε να διαπιστώσει κάποιος ότι σήμερα η εποχή μας δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για το θάνατο. Ενώ τον φοβάται, προσπαθεί να τον αγνοήσει, δεν τον λογαριάζει και ίσως επιδιώκει να τον ξεπεράσει με την αυθάδεια των «αθάνατων» μηχανών της και τη γελοιότητα των «αισθητικών επεμβάσεων» σε γερασμένα πρόσωπα-προσωπεία. Σήμερα, που δίνεται πιο πολύ σημασία στην ανθρώπινη δράση και στις υλικές της αξίες, η ζωή μοιάζει μετρήσιμο μέγεθος. Διανύει συγκεκριμένες οδούς προς την επιτυχία, έχει συνταγές ευτυχίας, καλά κρυμμένα απωθημένα κλπ. Η λατρεία της ύλης πλέκει μια άλλη σχέση με τη λατρεία των νεκρών στην αρχαιότητα, που πήρε μνημειακές διαστάσεις στους πλούσιους και εντυπωσιακούς τάφους της, αναζητώντας ένα μονοπάτι για την υστεροφημία.
Στις μέρες μας, μνημειακές διαστάσεις έχουν οι επαύλεις πλουσίων και τα εμπορικά κέντρα μεταξύ άλλων και λιγότερο οι τάφοι. Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι οι αρχαιολόγοι το 4.344 Ν.χ. (νέα χρονολογία) ανακάλυπταν τμηματικά και θεαματικά ένα αρχαίο… εμπορικό κέντρο. Το γεγονός θα κάλυπταν σε παγκόσμια εμβέλεια οι αντίστοιχες κάμερες και οι καλαμαράδες της εποχής. Θα γινόταν το νούμερο ένα θέμα και θα διατυμπανιζόταν ότι το συγκεκριμένο εμπορικό κέντρο ήταν πολύ σπάνιας πολυτέλειας και κατασκευής και όμοιό του δεν έχει ξαναβρεθεί. Οι επιστήμονες θα έσπευδαν να βρουν ποιος μεγιστάνας το έφτιαξε, ποιος γόνος πλούσιας οικογενείας ή ποια λέσχη πλουσίων το ανέλαβε, για να υπογραμμίσει την επικράτεια και την επιδειξιομανία του. Κι αν μπορούσαμε να είμαστε ταυτόχρονα στο σήμερα και στο μακρινό 4.344, θα τους βεβαιώναμε ότι η καθημερινή μας ζωή, οι αγωνίες μας, οι ανησυχίες και οι χαρές μας στο 2014 δεν αποτυπώνονταν καθόλου σε ένα τέτοιο μνημειακό κτήριο ούτε θα βοηθούσαν ιδιαίτερα στην αναπαράσταση της ζωής και της σκέψης, που εξελισσόταν στο ναό της συναλλαγής.
Ο τάφος των προσωρινών ενοίκων της Αμφίπολης είναι ένα μνημείο επιδειξιομανούς εξουσίας, νεοπλουτισμού, ακόμη και ασέβειας απέναντι στο θάνατο. Κι είναι προσωρινοί, διότι για τους αρχαιολόγους τελευταία κατοικία είναι το μουσείο και όχι ο τύμβος. Ωστόσο, είναι ένα καλοδιατηρημένο θέαμα, που τα οικοδομικά του κατάλοιπα έμειναν ανέπαφα απ’ τη στιγμή που περατώθηκε το μνημείο μέχρι σήμερα. Έστεκε αιώνες εκεί, φωνάζοντας την ισχύ του χρήματος και της εξουσίας, την επιβολή της οικονομικής ελίτ των κατακτητών όλου του κόσμου. Προσπαθεί με την φωνή του να κρύψει ότι ο θάνατος για όλους είναι ίδιος, είτε το πτώμα σου θάβεται σε έναν απλό λάκκο είτε γίνεται τέφρα ή περιεχόμενο ενός ταφικού υπέρ-μνημείου. Ο θάνατος μένει σιωπηλός και κρατάει καλά τα μυστικά του, δεν χαρίζεται σε κανέναν και δείχνει ότι το σώμα είναι σήμα.
Όμως, η ζωή δεν είναι αντίπαλος του θανάτου∙ είναι συμπαίκτης του. Ξέρει ότι η συνέχεια είναι κάτι άλλο από ανταλλαγή σκήπτρων εξουσίας. Περιλαμβάνει θησαυρούς σκέψης και ελευθερίας. Η ζωή καταφέρνει να διατηρηθεί, γιατί μένει σε εγρήγορση, αφήνει ίχνη απόλαυσης, ίχνη απλότητας και δημιουργίας, σημάδια πίστης ότι ο κόσμος θα συνεχίζει παρ’ όλα αυτά να αγωνίζεται για την συνολική ελευθερία. Θα διατηρεί ζωντανό τον σπόρο της Αναρχίας από γενιά σε γενιά.
Ωστόσο, είναι κατανοητές και σαφείς οι προθέσεις. Ο θάνατος για τους θανατοκάπηλους είναι θέαμα, είναι πολιτική πράξη και προπαγάνδα. Είναι πασίδηλο ότι η αρχαιολογία ευχαρίστως δέχεται να παίξει τον διασκεδαστή τής εξουσίας και των εξουσιαζόμενων. Κατασκευάζει εθνικές συνέχειες και υπερηφάνειες και βολεύει κάθε λογής δικτατορίσκους, που σπεύδουν να φωτογραφηθούν μπροστά στις Σφίγγες της εξουσίας. Η πρόθεση είναι ξεκάθαρη, όπως ήταν και στην Βεργίνα και στην Ακρόπολη: τα μνημεία δεν θυμίζουν τις συνθήκες ζωής και καταπίεσης που τα δημιούργησαν, αλλά την τεχνητή συνέχεια του ελληνικού πνεύματος, που γεννήθηκε με την ίδρυση του ελλαδικού κράτους, ξεπερνώντας ακόμη και τον ύφαλο του Βυζαντίου, αντιπάλου δέους και φονέα εν πολλοίς της αρχαίας σκέψης. Η τεχνητή αυτή συνέχεια χρόνια προσπαθεί να πείσει τον ίδιο της τον εαυτό ότι η σύγχρονη ελλαδική επικράτεια έμεινε αναλλοίωτη στο πέρασμα των αιώνων, δίνοντας έτσι αίγλη στην τωρινή εξαθλίωση. Διαβεβαιώνει καθησυχαστικά ότι το παρελθόν είναι εδώ και μπορεί να πωληθεί, να ενοικιαστεί και να ανταλλαχθεί σε πάρα πολύ καλές τιμές. Το χρήμα καθαγιάζει τα πάντα και ενώνει πιστούς και απίστους. Νυν υπέρ πάντων ο τουρισμός. Όλοι περιμένουν με ανυπομονησία να κατασκευάσουν την εμπορική τους επιχείρηση γύρω απ’ το «θαύμα της Αμφίπολης», που διατηρούνταν κάτω απ’ το χώμα, περιμένοντας την στιγμή που θα έβγαινε ωσάν άσσος απ’ το μανίκι μιας κυβέρνησης, ενός κράτους, ενός κατεστραμμένου πολιτικού σκηνικού, που ζητιανεύει ένα φιλί ζωής απ’ τον ίδιο τον τάφο.
Οι εθνικιστικές κορώνες όσων έχουν μια έφεση στην αρχαιοκαπηλία –ίσως γιατί θεωρούν εαυτούς ως νόμιμους κατόχους των αρχαιοτήτων, που μπορούν να τις πουλήσουν, για να ξελασπώσουν, όταν παραστεί ανάγκη– ανεβαίνουν σε τέτοιους καιρούς. Οι «επενδύσεις» τους δεν πήγαν χαμένες. Τώρα θα εισπράξουν τα λίτρα του ξεπουλήματος. Είναι ειρωνικό ότι όσοι κόπτονται για το παρελθόν και την αδιάσπαστη συνέχειά του στο βυζάντιο θέτουν σε μια κοινή αδιατάρακτη πορεία, όχι μόνο ασύνδετες μα και αντικρουόμενες φιλοσοφίες ζωής, όπως ο χριστιανισμός και η αρχαιότητα, με την κόλλα της λήθης και της ομοιομορφίας. Και οι περισσότεροι φανατικοί του είδους είναι ημιμαθείς πεινασμένοι για δόξα και χρήμα.
Η δόξα και οι τιμές των αρχαιολόγων που καμαρώνουν πλάι στους πολιτικούς, τρεφόμενοι απ’ αυτούς, δεν ενδιαφέρονται για την ανάδειξη καμιάς αλήθειας. Ξεθάβοντας ευρήματα όπως αυτό της Αμφίπολης με τη λογική του θεάματος, θάβουν για πάντα την εκμετάλλευση, που έχτισε τέτοια μνημεία, τις συνθήκες σκλαβιάς που υπέστησαν οι ανώνυμοι χτίστες τους. Κανείς δε θα μάθει ποτέ τα ονόματα των χτιστών της Ακρόπολης ούτε της Αμφίπολης, όπως δεν ξέρει τα ονόματα όσων έχτισαν την πολυκατοικία που σήμερα μένει.
Τα εντυπωσιακά μνημεία της ανθρωπότητας, απ’ τις πόλεις των Μάγια και των Αζτέκων ως τις Αιγυπτιακές πυραμίδες και τους πήλινους στρατιώτες που φυλούσαν τον τάφο του αυτοκράτορα Τσιν Σι Χουάν στην Κίνα, όπως κι οι τεράστιες πόλεις-μεγαθήρια, φτιάχτηκαν με την ίδια συνταγή. Με τις πιο παράλογες προθέσεις επικράτησης κι εντυπωσιασμού, που δεν λογαριάζουν καμία ανθρώπινη ζωή και θέλουν να επιδείξουν τη νίκη του πολιτισμού στις ζωές των ανθρώπων.
Κάτω απ’ τις πέτρες και τα τσιμέντα, καμιά φορά και μέσα σε αυτά, βρίσκονται θαμμένοι και θησαυροί ανυπολόγιστης αξίας, που κανένα χρυσάφι δεν είναι αρκετό να τους αγοράσει. Η ίδια η ζωή, η ελευθερία της φυσικής απλότητας, ο αγώνας να διατηρηθεί έστω κι ένα κομμάτι ανέγγιχτης γης, η αναρχική κοινοτική συμβίωση κυλάει και χάνεται, γινόμενη ένα με τον αέρα και τη γη, με το νερό και τη φωτιά, χωρίς να φοβάται αν θα τη θυμάται κανείς. Κι όσο κι αν δε φροντίζει ν’ αφήσει μνημεία, τόσο παραμένει σαν καλά κρυμμένο μυστικό μέσα στην ψυχή όλων ζωντανή, σώζεται από στόμα σε στόμα κι από σώμα σε σώμα. Και γίνεται μια αιώνια ανάσα που συνεχίζει στο δικό της ρυθμό.
Στις μέρες μας, μνημειακές διαστάσεις έχουν οι επαύλεις πλουσίων και τα εμπορικά κέντρα μεταξύ άλλων και λιγότερο οι τάφοι. Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι οι αρχαιολόγοι το 4.344 Ν.χ. (νέα χρονολογία) ανακάλυπταν τμηματικά και θεαματικά ένα αρχαίο… εμπορικό κέντρο. Το γεγονός θα κάλυπταν σε παγκόσμια εμβέλεια οι αντίστοιχες κάμερες και οι καλαμαράδες της εποχής. Θα γινόταν το νούμερο ένα θέμα και θα διατυμπανιζόταν ότι το συγκεκριμένο εμπορικό κέντρο ήταν πολύ σπάνιας πολυτέλειας και κατασκευής και όμοιό του δεν έχει ξαναβρεθεί. Οι επιστήμονες θα έσπευδαν να βρουν ποιος μεγιστάνας το έφτιαξε, ποιος γόνος πλούσιας οικογενείας ή ποια λέσχη πλουσίων το ανέλαβε, για να υπογραμμίσει την επικράτεια και την επιδειξιομανία του. Κι αν μπορούσαμε να είμαστε ταυτόχρονα στο σήμερα και στο μακρινό 4.344, θα τους βεβαιώναμε ότι η καθημερινή μας ζωή, οι αγωνίες μας, οι ανησυχίες και οι χαρές μας στο 2014 δεν αποτυπώνονταν καθόλου σε ένα τέτοιο μνημειακό κτήριο ούτε θα βοηθούσαν ιδιαίτερα στην αναπαράσταση της ζωής και της σκέψης, που εξελισσόταν στο ναό της συναλλαγής.
Ο τάφος των προσωρινών ενοίκων της Αμφίπολης είναι ένα μνημείο επιδειξιομανούς εξουσίας, νεοπλουτισμού, ακόμη και ασέβειας απέναντι στο θάνατο. Κι είναι προσωρινοί, διότι για τους αρχαιολόγους τελευταία κατοικία είναι το μουσείο και όχι ο τύμβος. Ωστόσο, είναι ένα καλοδιατηρημένο θέαμα, που τα οικοδομικά του κατάλοιπα έμειναν ανέπαφα απ’ τη στιγμή που περατώθηκε το μνημείο μέχρι σήμερα. Έστεκε αιώνες εκεί, φωνάζοντας την ισχύ του χρήματος και της εξουσίας, την επιβολή της οικονομικής ελίτ των κατακτητών όλου του κόσμου. Προσπαθεί με την φωνή του να κρύψει ότι ο θάνατος για όλους είναι ίδιος, είτε το πτώμα σου θάβεται σε έναν απλό λάκκο είτε γίνεται τέφρα ή περιεχόμενο ενός ταφικού υπέρ-μνημείου. Ο θάνατος μένει σιωπηλός και κρατάει καλά τα μυστικά του, δεν χαρίζεται σε κανέναν και δείχνει ότι το σώμα είναι σήμα.
Όμως, η ζωή δεν είναι αντίπαλος του θανάτου∙ είναι συμπαίκτης του. Ξέρει ότι η συνέχεια είναι κάτι άλλο από ανταλλαγή σκήπτρων εξουσίας. Περιλαμβάνει θησαυρούς σκέψης και ελευθερίας. Η ζωή καταφέρνει να διατηρηθεί, γιατί μένει σε εγρήγορση, αφήνει ίχνη απόλαυσης, ίχνη απλότητας και δημιουργίας, σημάδια πίστης ότι ο κόσμος θα συνεχίζει παρ’ όλα αυτά να αγωνίζεται για την συνολική ελευθερία. Θα διατηρεί ζωντανό τον σπόρο της Αναρχίας από γενιά σε γενιά.
Ωστόσο, είναι κατανοητές και σαφείς οι προθέσεις. Ο θάνατος για τους θανατοκάπηλους είναι θέαμα, είναι πολιτική πράξη και προπαγάνδα. Είναι πασίδηλο ότι η αρχαιολογία ευχαρίστως δέχεται να παίξει τον διασκεδαστή τής εξουσίας και των εξουσιαζόμενων. Κατασκευάζει εθνικές συνέχειες και υπερηφάνειες και βολεύει κάθε λογής δικτατορίσκους, που σπεύδουν να φωτογραφηθούν μπροστά στις Σφίγγες της εξουσίας. Η πρόθεση είναι ξεκάθαρη, όπως ήταν και στην Βεργίνα και στην Ακρόπολη: τα μνημεία δεν θυμίζουν τις συνθήκες ζωής και καταπίεσης που τα δημιούργησαν, αλλά την τεχνητή συνέχεια του ελληνικού πνεύματος, που γεννήθηκε με την ίδρυση του ελλαδικού κράτους, ξεπερνώντας ακόμη και τον ύφαλο του Βυζαντίου, αντιπάλου δέους και φονέα εν πολλοίς της αρχαίας σκέψης. Η τεχνητή αυτή συνέχεια χρόνια προσπαθεί να πείσει τον ίδιο της τον εαυτό ότι η σύγχρονη ελλαδική επικράτεια έμεινε αναλλοίωτη στο πέρασμα των αιώνων, δίνοντας έτσι αίγλη στην τωρινή εξαθλίωση. Διαβεβαιώνει καθησυχαστικά ότι το παρελθόν είναι εδώ και μπορεί να πωληθεί, να ενοικιαστεί και να ανταλλαχθεί σε πάρα πολύ καλές τιμές. Το χρήμα καθαγιάζει τα πάντα και ενώνει πιστούς και απίστους. Νυν υπέρ πάντων ο τουρισμός. Όλοι περιμένουν με ανυπομονησία να κατασκευάσουν την εμπορική τους επιχείρηση γύρω απ’ το «θαύμα της Αμφίπολης», που διατηρούνταν κάτω απ’ το χώμα, περιμένοντας την στιγμή που θα έβγαινε ωσάν άσσος απ’ το μανίκι μιας κυβέρνησης, ενός κράτους, ενός κατεστραμμένου πολιτικού σκηνικού, που ζητιανεύει ένα φιλί ζωής απ’ τον ίδιο τον τάφο.
Οι εθνικιστικές κορώνες όσων έχουν μια έφεση στην αρχαιοκαπηλία –ίσως γιατί θεωρούν εαυτούς ως νόμιμους κατόχους των αρχαιοτήτων, που μπορούν να τις πουλήσουν, για να ξελασπώσουν, όταν παραστεί ανάγκη– ανεβαίνουν σε τέτοιους καιρούς. Οι «επενδύσεις» τους δεν πήγαν χαμένες. Τώρα θα εισπράξουν τα λίτρα του ξεπουλήματος. Είναι ειρωνικό ότι όσοι κόπτονται για το παρελθόν και την αδιάσπαστη συνέχειά του στο βυζάντιο θέτουν σε μια κοινή αδιατάρακτη πορεία, όχι μόνο ασύνδετες μα και αντικρουόμενες φιλοσοφίες ζωής, όπως ο χριστιανισμός και η αρχαιότητα, με την κόλλα της λήθης και της ομοιομορφίας. Και οι περισσότεροι φανατικοί του είδους είναι ημιμαθείς πεινασμένοι για δόξα και χρήμα.
Η δόξα και οι τιμές των αρχαιολόγων που καμαρώνουν πλάι στους πολιτικούς, τρεφόμενοι απ’ αυτούς, δεν ενδιαφέρονται για την ανάδειξη καμιάς αλήθειας. Ξεθάβοντας ευρήματα όπως αυτό της Αμφίπολης με τη λογική του θεάματος, θάβουν για πάντα την εκμετάλλευση, που έχτισε τέτοια μνημεία, τις συνθήκες σκλαβιάς που υπέστησαν οι ανώνυμοι χτίστες τους. Κανείς δε θα μάθει ποτέ τα ονόματα των χτιστών της Ακρόπολης ούτε της Αμφίπολης, όπως δεν ξέρει τα ονόματα όσων έχτισαν την πολυκατοικία που σήμερα μένει.
Τα εντυπωσιακά μνημεία της ανθρωπότητας, απ’ τις πόλεις των Μάγια και των Αζτέκων ως τις Αιγυπτιακές πυραμίδες και τους πήλινους στρατιώτες που φυλούσαν τον τάφο του αυτοκράτορα Τσιν Σι Χουάν στην Κίνα, όπως κι οι τεράστιες πόλεις-μεγαθήρια, φτιάχτηκαν με την ίδια συνταγή. Με τις πιο παράλογες προθέσεις επικράτησης κι εντυπωσιασμού, που δεν λογαριάζουν καμία ανθρώπινη ζωή και θέλουν να επιδείξουν τη νίκη του πολιτισμού στις ζωές των ανθρώπων.
Κάτω απ’ τις πέτρες και τα τσιμέντα, καμιά φορά και μέσα σε αυτά, βρίσκονται θαμμένοι και θησαυροί ανυπολόγιστης αξίας, που κανένα χρυσάφι δεν είναι αρκετό να τους αγοράσει. Η ίδια η ζωή, η ελευθερία της φυσικής απλότητας, ο αγώνας να διατηρηθεί έστω κι ένα κομμάτι ανέγγιχτης γης, η αναρχική κοινοτική συμβίωση κυλάει και χάνεται, γινόμενη ένα με τον αέρα και τη γη, με το νερό και τη φωτιά, χωρίς να φοβάται αν θα τη θυμάται κανείς. Κι όσο κι αν δε φροντίζει ν’ αφήσει μνημεία, τόσο παραμένει σαν καλά κρυμμένο μυστικό μέσα στην ψυχή όλων ζωντανή, σώζεται από στόμα σε στόμα κι από σώμα σε σώμα. Και γίνεται μια αιώνια ανάσα που συνεχίζει στο δικό της ρυθμό.
σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου