Για να αντισταθμίσουν την ανεπάρκεια του Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSI-
Partito Socialista Italiana ) και του μεγαλύτερου εργατικού συνδικάτου,
της CGL, μαχητές διαφόρων τάσεων, αναρχοσυνδικαλιστές, αριστεροί
σοσιαλιστές, κομμουνιστές και δημοκράτες σχημάτισαν, τον Ιούνη του 1921,
μία λαϊκή πολιτοφυλακή, τις Λαϊκές Ομάδες Κρούσης, για να πολεμήσει
τους φασίστες.
Arditi del Popolo - Οι Λαϊκές Ομάδες Κρούσης
Το τέλος του Ά Παγκοσμίου πολέμου βρήκε την εργατική τάξη της Ιταλίας σε μία κατάσταση έντονης επαναστατικής ζύμωσης. Παρότι ανέτοιμοι ακόμα να κατακτήσουν οι ίδιοι την εξουσία, οι εργάτες και οι αγρότες είχαν κερδίσει, από το 1918, μια πληθώρα παραχωρήσεων από το κράτος: μισθολογικές αυξήσεις, οχτάωρη εργασία και αναγνώριση των συλλογικών συμβάσεων.
Από το 1919, όμως, ένας νέος ριζοσπαστισμός αναδύθηκε στους κόλπους του εργατικού κινήματος. Μόνο εκείνη τη χρονιά, έγιναν 1.633 απεργίες σε όλη τη χερσόνησο, ενώ τον Αύγουστο το πρόσφατα σχηματισμένο κίνημα των εκπροσώπων των εμπορικών σωματείων του Τορίνο (ο πρόδρομος των εργατικών συμβουλίων) υπογράμμιζε την ανάπτυξη μίας νέας έντονης μαχητικότητας, που αντλούσε δύναμη από την αυτόνομη ικανότητα των εργατών να αυτοοργανώνονται σε ελευθεριακή βάση, η οποία είχε « τον πιθανό στόχο να προετοιμάσει τους ανθρώπους, τις οργανώσεις και τις ιδέες, σε μία συνεχή προεπαναστατική επιχείρηση ελέγχου, ώστε να είναι έτοιμοι να αντικαταστήσουν την εξουσία των αφεντικών στις επιχειρήσεις και να επιβάλουν μία νέα πειθαρχεία στην κοινωνική ζωή».
Στην επαρχία η αγροτιά είχε ανοίξει ένα δεύτερο μέτωπο με το κράτος, καταλαμβάνοντας τις γαίες που της είχε υποσχεθεί προπολεμικά. Ο νόμος Βισότσι, του Σεπτέμβρη του 1919, απλά νομιμοποίησε τις κοπερατίβες που είχαν ήδη στηθεί, ενώ οι «κόκκινες λίγκες» βοηθούσαν στη δημιουργεία ισχυρών σωματείων εργατών γης.
Το 1919, όμως, εμφανίζονται και τα πρώτα σημάδια άμυνας του κεφαλαίου απένατι σε αυτήν την αναπτυσσόμενη επίθεση. Μία συνάντηση μεταξύ βιομηχάνων και γαιοκτημόνων τον Απρίλιο, στη Γένοβα, σφράγισε τα πρώτα βήματα αυτής της «ιερής συμμαχίας» ενάντια στην άνοδο της εργατικής ισχύος. Σε αυτήν τη συνάντηση καταστρώθηκαν σχέδια για τη δημιουργία, τον επόμενο χρόνο, της Γενικής Ομοσπονδίας Βιομηχανίας και της Γενικής Ομοσπονδίας Γεωργίας, οι οποίες έθεσαν μαζί σε λειτουργία μία στοχευμένη στρατηγική για τη διάλυση των εργατικών σωματείων και των εκολαπτόμενων συμβουλίων.
Όμως οι βιομήχανοι και οι γαιοκτήμονες δε μπορούσαν να αναλάβουν μόνοι τους τον αγώνα ενάντια στο εργατικό κίνημα. Έπρεπε οι ίδιοι οι εργάτες να οδηγηθούν στην υποταγή και να καμφθεί το επαναστατικό τους πνεύμα στους ίδιους δρόμους που περπατούσαν και στα ίδια χωράφια που έσπερναν. Για αυτό το λόγο, το κεφάλαιο, στράφηκε στους ένοπλους τραμπούκους του φασισμού και στο μεγαλύτερο τραμπούκο όλων: το Μπενίτο Μουσολίνι.
Ο σχηματισμός των φασιστικών ομάδων
Αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου, υπήρξε μια πραγματική άνθηση των αντεργατικών οργανώσεων. Η «Combat Fasci» του Μουσολίνι, η Λίγκα των Αντιμπολσεβίκων, η «Fasci» για την Κοινωνική Μόρφωση, η Umus, η Εξιλεωμένη Ιταλία κ.α. Παράλληλα, τα μέλη του σώματος εθελοντών πολέμου, που ήταν πλέον αποστρατευμένα, οργανώθηκαν σε μία ελίτ στρατιωτική δύναμη 20.000 ανδρών και μπήκαν αμέσως στην υπηρεσία του αντεργατικού κινήματος.
Αυτό το κίνημα απαρτίζοταν κυρίως από μεσοαστούς και μικροαστούς. Πρώην αξιωματικοί και στρατιωτικοί, υπάλληλοι, φοιτητές και αυτοαπασχολούμενοι συμμάχησαν με το φασισμό στις πόλεις, ενώ στην ύπαιθρο οι γιοι των ενοικιαστών κτημάτων, μικροϊδιοκτήτες γης και διαχειριστές κτημάτων στρατολογήθηκαν πρόθυμα στον πόλεμο ενάντια στη θεωρούμενη Κόκκινη Απειλή. Η αστυνομία και ο στρατός στήριζαν ενεργά τους φασίστες, παροτρύνοντας πρώην αξιωματικούς να συμμετέχουν στις ομάδες και να τις εκπαιδεύουν, δανείζοντας όπλα και οχήματα, επιτρέποντας ακόμα και σε ποινικούς να συμμετέχουν με την υπόσχεση προνομίων και ασυλίας. Οι άδειες οπλοφορίας, που τις αρνούνταν σε εργάτες και αγρότες, δίνονταν αφειδώς στις φασιστικές φάλαγγες, ενώ τα πυρομαχικά από το κρατικό οπλοστάσιο έδιναν στους Μελανοχιτώνες τεράστιο πλεονέκτημα ενάντια στους εχθρούς τους. Τελικά, το Νοέμβρη του 1921, οι διάφορες ομάδες κρούσης ενώθηκαν σε μία στρατιωτική οργάνωση που έμεινε γνωστή ως «Principi», η οποία διατηρώντας τη στρατιωτική ιεραρχία ήταν χωρισμένη σε τομείς, κοόρτεις και λεγεώνες και είχε ειδική στολή.
Οι Λαϊκές Ομάδες Κρούσης
Για να αντισταθμίσουν την ανεπάρκεια του Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSI- Partito Socialista Italiana ) και του μεγαλύτερου εργατικού συνδικάτου, της CGL, μαχητές διαφόρων τάσεων, αναρχοσυνδικαλιστές, αριστεροί σοσιαλιστές, κομμουνιστές και δημοκράτες σχημάτισαν, τον Ιούνη του 1921, μία λαϊκή πολιτοφυλακή, τις Λαϊκές Ομάδες Κρούσης, για να πολεμήσει τους φασίστες.
Ενώ υπήρχε μία πολιτική ποικιλομορφία, οι Λ.Ο.Κ. ήταν κατά κύριο λόγο μία οργάνωση της εργατικής τάξης. Εργάτες κατατάσσονταν από τα εργοστάσια, τα χωράφια, το σιδηρόδρομο, τα ναυπηγεία, τις οικοδομές, τα λιμάνια και τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Συμμετείχαν επίσης και κάποια κομμάτια της μεσοαστικής τάξης, όπως φοιτητές, εργάτες γραφείου και άλλα επαγγέλματα.
Δομικά, οι Λ.Ο.Κ., ήταν χωρισμένες σε τάγματα, λόχους και διμοιρίες. Οι διμοιρίες αποτελούνταν από δέκα μέλη και το διμοιρίτη. Τέσσερεις διμοιρίες έφτιαχναν έναν λόχο, που διοικούταν από το λοχαγό, και τρεις λόχοι ένα τάγμα με επικεφαλής τον ταγματάρχη. Επίσης χρησιμοποιούνταν περιοδικές ομάδες για να διατηρείται η επαφή της κεντρικής διοίκησης με τους μαχητές.
Παρά τη δομή τους, οι Λ.Ο.Κ., ήταν αρκετά ευέλικτες ώστε να αντιδρούν άμεσα στις φασιστικές απειλές. Η πολιτική τους συμπεριφορά υπαγορευόταν από την ομάδα που είχε την επιρροή σε μία συγκεκριμένη περιοχή, αλλά οι περισσότεροι τομείς είχαν πραγματική αυτονομία δράσης.
Τέτοιοι τομείς στήθηκαν γρήγορα σε όλα τα μέρη της χώρας, είτε ως νέα δημιουργήματα είτε ως κομμάτια παλιότερων ομάδων όπως το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας (PCdI- Partito Comunista d’Italia), η «παραστρατιωτική» «Arditi Rossi» στην Τεργέστη, τα Παιδιά του Κανένα (Figli di Nessuno) στη Γένοβα και στο Βερτσέλι, ή την Προλεταριακή Λίγκα (Lega Proletaria), που είχε σχέση με το Σοσιαλιστικό κόμμα. Συνολικά, τουλάχιστον 144 τομείς είχαν δημιουργηθεί μέχρι το τέλος του καλοκαιριού του 1921, οι οποίοι αριθμούσαν περίπου 20.000 μέλη. Οι μεγαλύτεροι τομείς ήταν αυτοί στο Λάτσιο με 3.300 μέλη και στην Τοσκάνη, όπου σε 18 τομείς υπήρχαν 3.000 μέλη.
Οι Λ.Ο.Κ. δημιούργησαν γρήγορα τη δικιά τους κουλτούρα και ταυτότητα με τον κάθε τομέα να επιδεικνύει περήφανα τα δικά του σήματα και σύμβολα πολέμου. Ενώ οι Λ.Ο.Κ. ως σύνολο μπορούσαν να Η σημαία του τομέα Civitavecchiaαναγνωριστούν από το δαφνοστεφανωμένο κρανίο με το μαχαίρι στο στόμα και το σύνθημα « A Noi» (Σε μας), το σήμα της κεντρικής διοίκησης ήταν ένα μαχαίρι τυλιγμένο σε φύλλα βελανιδιάς και δάφνης. Ο τομέας Civitavecchia δεν άφησε και πολλά στην φαντασία διαλέγοντας για σημαία ένα τσεκούρι που διαλύει το φασιστικό σύμβολο! Παρόλο που δεν είχαν, ούτε ήθελαν να έχουν, δικιά τους στολή ο μέσος μαχητής προτιμούσε μαύρη μπλούζα, σκούρο γκρι παντελόνι με ένα κόκκινο λουλούδι στις κουμπότρυπες. Τα τραγούδια τους ήταν άμεσα και επιθετικά όπως και οι ίδιοι:
«Συγκρατούμε τη βία
των μισθοφόρων φασιστών
Όλοι οπλισμένοι επάνω στο ιππικό
της ανθρώπινης εξιλέωσης
Αυτή η αιώνια νιότη
ανανεώνεται από την πίστη
στους ανθρώπους που απαιτούν ισότητα και ελευθερία»
Η φασιστική επιθετικότητα
Ο Ιταλός αναρχικός Ερίκο Μαλατέστα, σχολιάζοντας τις μαζικές καταλήψεις εργοστασίων στη βόρεια Ιταλία το Σεπτέμβρη του 1920 στις οποίες συμμετείχαν 600.000 εργάτες, είχε προβλέψει πως «αν δε φτάσουμε μέχρι το τέλος θα πληρώσουμε με δάκρυα αίματος το φόβο που προκαλούμε τώρα στους αστούς.» Τα λόγια του ήταν προφητικά, καθώς τόσο το PSI όσο και η CGL αντί να απλώσουν τον αγώνα από τα εργοστάσια στις κοινότητες συνεργάστηκαν με το κράτος για να γυρίσουν οι εργάτες στη δουλειά τους. Ήταν από εκείνη τη στιγμή και μετά, που το κράτος πέρασε στην επίθεση και οι ομάδες « επαναστατικής δράσης» του Μουσολίνι προμηθεύτηκαν αρκετά όπλα για να πάρουν τους δρόμους.
Μέχρι το σχηματισμό των Λ.Ο.Κ. οι φασίστες έκαναν ουσιαστικά ότι ήθελαν. Ξεκινώντας με μια επίθεση στο δημαρχείο της Μπολόνια οι φασιστικές ομάδες σάρωσαν την ύπαιθρο σα δρεπάνι, αναλαμβάνοντας «σωφρονιστικές αποστολές» εναντίον των «κόκκινων» χωριών. Μετά από αυτή τους την επιτυχία, άρχισαν να επιτίθενται στις πόλεις. Εργατικά σωματεία, γραφεία κοοπερατίβων και αριστερών εφημερίδων καταστράφηκαν στην Τεργέστη, στη Μοντένα και στη Φλωρεντία μέσα στους λίγους πρώτους μήνες του 1921. Όπως γράφει ο Ρόσσι είχαν « τεράστιο πλεονέκτημα σε σχέση με το εργατικό κίνημα σχετικά με την ευχέρεια μεταφοράς και συγκέντρωσης τους…Οι φασίστες ήταν γενικά χωρίς δεσμούς…μπορούσαν να ζουν οπουδήποτε… Οι εργάτες, αντίθετα, είναι δεμένοι με τα σπίτια τους… Αυτό το σύστημα δίνει στον εχθρό κάθε πλεονέκτημα: αυτό του επιτιθέμενου ενάντια στον αμυνόμενο και αυτό του ευκίνητου πολέμου εναντίον του στατικού πολέμου.
Παρ' όλα αυτά, από το Μάρτιο του 1921, υπήρχαν αυξανόμενα σημάδια άμυνας της εργατικής τάξης. Στο Λιβόρνο, όταν μία εργατογειτονιά (Borgo dei Cappucini) δέχτηκε επίθεση από τους φασίστες, όλοι οι κάτοικοι κινητοποιήθηκαν εναντίον τους, διώχνοντας τους από την πόλη. Τον Απρίλιο, όταν οι φασίστες επιτέθηκαν σε ένα εργατικό κέντρο (Camero del Lavoro), οι εργάτες προχώρησαν σε απεργία στις 14 περικυκλώνοντας τους φασίστες με αποτέλεσμα να σπεύσει ο στρατός για να τους προστατέψει. Από τον Ιούλιο, η εργατικά τάξη είχε σχηματίσει την δική της ένοπλη πολιτοφυλακή- τις Λαϊκές Ομάδες Κρούσης.
Οι Λαϊκές Ομάδες Κρούσης σε δράση
Η πρώτη ορατή δράση των Λ.Ο.Κ. ήταν στο Πιομπίνο, στις 19 Ιουλίου του 1921, όταν επιτέθηκαν σε ένα μέρος φασιστικών συγκεντρώσεων, εγκλωβίζοντας μέσα τους φασίστες. Όταν η βασιλική φρουρά προσπάθησε να επέμβει, αναγκάστηκε και αυτή να παραδοθεί. Οι Λ.Ο.Κ. κράτησαν τους δρόμους για μερικές μέρες μέχρι να αναγκαστούν να αποσυρθούν λόγω των τεράστιων αστυνομικών δυνάμεων.
Στη Σαρζάνα, πήγαν να βοηθήσουν τον τοπικό πληθυσμό που είχε καταφέρει να αιχμαλωτίσει έναν από τους σημαντικότερους ηγέτες των φασιστών, τον Ρενάτο Τίτσι. Όταν μία ομάδα 500 φασιστών προσπάθησε να σώσει τον Τίτσι, οι Λ.Ο.Κ. ήταν εκεί, αναγκάζοντας τους φασίστες να καταφύγουν στην ύπαιθρο. Πάνω από 20 φασίστες σκοτώθηκαν και ο επικεφαλής της ομάδας τους σχολίασε «Η ομάδα, συνηθισμένη τόσο καιρό στο να νικά έναν αντίπαλο που σχεδόν πάντα το έσκαγε ή πρόβαλλε ασθενική αντίσταση, δε μπορούσε και δεν ήξερε πώς να προστατέψει τον εαυτό της.»
Το ξεπούλημα
Όμως, ενώ οι Λ.Ο.Κ. αποκτούσαν ορμή στο δρόμο, προδόθηκαν από το PSI, που το ενδιέφερε περισσότερο η υπογραφή μια συμφωνία «μη-βίας» με τους φασίστες· αυτό σε μία περίοδο που οι φασίστες ήταν ευάλωτοι. Οι μαχητικοί Σοσιαλιστές αναγκάστηκαν από την ηγεσία τους να αποσυρθούν από τις Λ.Ο.Κ., ενώ η CGL διέταξε τα μέλη της να φύγουν από την οργάνωση.
Ένας από τους ηγέτες των συνδικάτων, ο Ματεότι, επιβεβαίωσε το ξεπούλημα στη συνδικαλιστική εφημερίδα Battaglia Sindicale: «Μείνετε στο σπίτι: μην απαντάτε στις προκλήσεις. Ακόμα και η σιωπή, ακόμα και η δειλία, είναι κάποιες φορές ηρωική πράξη.»
Οι κομμουνιστές πήγαν ένα βήμα παραπέρα δημιουργώντας τις δικές τους «ταξικά συνειδητοποιημένες» ομάδες με αποτέλεσμα να αποδεκατίσουν περαιτέρω το κίνημα. Σύμφωνα με τον Γκράμσι « Αυτή η τακτική…απαντούσε στην ανάγκη να μην ελέγχονται τα μέλη του κόμματος από μία ηγεσία που δεν ήταν η ηγεσία του κόμματος.» Σύντομα, είχαν μείνει μόνο 50 τομείς με 6.000 μέλη, με την υποστήριξη της αναρχοσυνδικαλιστικής Συνδικαλιστικής Ένωση Ιταλίας ( Unione Sindicale Italiana- USI) και Αναρχικής Ένωσης Ιταλίας (Unione Anarchica Italiana- UAI).
Ένας αριθμός αυτών των τομέων έδρασε ξανά το Σεπτέμβρη στο Πιομπίνο, όταν οι φασίστες, που είχαν κάψει τα γραφεία του PSI (της ίδια οργάνωσης που είχε προδώσει τις Λ.Ο.Κ., πριν από ένα μήνα) αναχαιτίστηκαν από μία αναρχική περίπολο και αναγκάστηκαν να το σκάσουν. Το Πιομπίνο έγινε σύντομα το νευραλγικό κέντρο άμυνας ενάντια στο φασισμό, αμυνόμενο ξανά σε μια νέα φασιστική επίθεση τον Απρίλιο του 1922, πριν τελικά υποταχθεί μετά από μιάμιση ημέρα σφοδρών συγκρούσεων, όταν οι φασίστες με τη βοήθεια της Βασιλικής Φρουράς, κατάφεραν να καταλάβουν τα γραφεία της UAI.
Τον Ιούλιο του 1922, η ρεφορμιστική γενική απεργία για την υπεράσπιση των «αστικών ελευθεριών και του συντάγματος» σήμανε την τελική καταστροφή του εργατικού κινήματος καθώς οι κινητοποιήσεις δε συνοδεύτηκαν, ούτε μπορούσαν να συνοδευτούν, από επιθετική άμεση δράση. Οι φασίστες απλά λειτούργησαν τα μέσα μαζικής μεταφοράς με απεργοσπάστες και έγιναν κύριοι των δρόμων. Με την κατάρρευση της απεργίας, οι φασίστες συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους για να αντιμετωπίσουν τα τελευταία σημεία αντίστασης, ένα από τα οποία, το Λιβόρνο, υποτάχθηκε σε μία δύναμη 2.000 φασιστών.
*Μετάφραση του λήμματος Arditi del Popolo.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου