Δευτέρα 28 Μαΐου 2018

Η ανάμνηση ως αντίσταση-Jan Assmann


Τυπικό παράδειγμα αντιπαροντικής ή αντιπραγματολογικής ανάμνησης αποτελεί, εκτός από το βιβλίο του Δανιήλ, το βιβλίο της Εσθήρ. Το αντικείμενο αυτής της αφήγησης δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα αντισημιτικό πογκρόμ. Σε αυτό όμως δεν δολοφονούνται οι Εβραίοι αλλά οι διώκτες τους. Ο βασιλιάς Αχάσβερος δεν μπορεί μεν να ανακαλέσει τη διαταγή που έδωσε παρακινούμενος από τον απατεώνα Χαμάν, προειδοποιεί όμως τους Εβραίους και τους ενθαρρύνει να αντισταθούν. Η μέρα τελειώνει με τη σφαγή των διωκτών των Εβραίων. Πρόκειται για την τυπική αντιστροφή του βιώματος της διασποράς. Η αντιστροφή αυτή ωστόσο δεν εξελίχθηκε ποτέ, απ’ όσο γνωρίζω, σε επαναστατική μυθοκινητική. Πολύ περισσότερο, ο ρόλος της Εσθήρ εξελίχθηκε στο τελετουργικό τυπικό ενός καρναβαλικού εορταστικού εθίμου, που παρουσιάζει την ουτοπία σαν έναν αντεστραμμένο κόσμο. Πρόκειται για την ιουδαϊκή γιορτή Purim. Εδώ έχουμε να κάνουμε με την τυπική περίπτωση μιας αντιιστορίας(counter-history). Το παρελθόν παρουσιάζεται από τη σκοπιά των ηττημένων και καταπιεσμένων, έτσι ώστε οι σύγχρονοι καταπιεστές να αποκτούν έναν αξιολύπητο ρόλο και οι σύγχρονοι ηττημένοι να φαίνονται ως οι αλλοτινοί πραγματικοί νικητές. Στην Αίγυπτο εμφανίζονται την ίδια περίοδο και κάτω από παρόμοιες προϋποθέσεις αφηγήσεις παρόμοιας μορφής.

Και η θρησκεία συνδέεται συνήθως με την ιδρυτική λειτουργία. Όσον αφορά τον εβραϊκό λαό, η λογική υπόθεση που προκύπτει εδώ είναι ότι η σύνδεσή της με την αντιπραγματολογική ή «αντιπαροντική» ανάμνηση θα ήταν πολύ πιο εύστοχη. Παρ’ όλα αυτά μπορούμε να ισχυριστούμε ότι, στο πλαίσιο ενός πολιτισμού, η θρησκεία έχει σαν αποστολή να παράγει ασυγχρονία. [Κατά τους Cancik και Mohr]: «Ο γενικός ρόλος της θρησκείας είναι να μεταδίδει την ασυγχρονία μέσω της ανάμνησης, της ανάκλησης και της επανάληψης». Αυτή η ασυγχρονία μπορεί κάτω από συγκεκριμένες συγκυρίες να πάρει τον χαρακτήρα του άλλου. Τότε η ανάμνηση γίνεται πράξη αντίστασης.

Οι καθημερινές ανάγκες αποσκοπούν σε συντονισμό και επικοινωνία, και ακολούθως στην «παραγωγή συγχρονίας». Στον από κοινού κατοικημένο, εποικισμένο, μετρημένο και ελεγχόμενο χρόνο, όλες οι ενέργειες είναι όχι μόνο εναρμονισμένες μεταξύ τους αλλά και αλληλένδετες με τρόπο ο οποίος καθορίζει την κοινωνική επικοινωνία. Ο χρόνος αυτός συγκαταλέγεται σε εκείνα τα μεγάλα πολιτισμικά επιτεύγματα που έχουν ήδη πολλές φορές περιγραφεί και δεν χρειάζεται να μας απασχολήσουν εδώ αναλυτικότερα. Πολύ περισσότερο μας ενδιαφέρουν οι θεσμοί της «παραγωγής ασυγχρονίας», που μέχρι τώρα προσέχτηκαν ελάχιστα. Οι θεσμοί αυτοί είναι ριζωμένοι στην εορτή και το ιερό τελετουργικό τυπικό και διακρίθηκαν μεταξύ τους στο πλαίσιο της εγγράμματης πολιτισμικής εξέλιξης με ποικίλους τρόπους. Φαίνεται όμως, όπως και παραπάνω, πως η παραγωγή και μετάδοση της ασυγχρονίας είναι στην πραγματικότητα η ουσία της θρησκείας. Με την υποβάθμιση της σημασίας της θρησκείας στον δυτικό κόσμο, εμφανίστηκε και μια ξεκάθαρη τάση προς το «μονοδιάστατο». Μέσω της πολιτισμικής μνήμης, η ανθρώπινη ζωή αποκτά δύο διαστάσεις, μια διττή χρονικότητα που διατηρείται σε όλα τα στάδια της πολιτισμικής εξέλιξης. Η παραγωγή ασυγχρονίας, η δυνατότητα να ζούμε σε δύο χρόνους, συγκαταλέγεται στις πιο πανανθρώπινες λειτουργίες της πολιτισμικής μνήμης, δηλαδή του πολιτισμού ως μνήμης.

«Η αποτρόπαια εικόνα μιας ανθρωπότητας χωρίς μνήμη», γράφει ο Theodor W. Adorno, «[…] δεν είναι απλώς προϊόν παρακμής […] αλλά συνδέεται αναγκαία με την πρόοδο της αστικής αρχής. Οικονομολόγοι και κοινωνιολόγοι, όπως ο Werner Sombart και ο Max Weber, κατέταξαν την αρχή της παραδοσιοκρατίας στις κοινωνίες φεουδαρχικού τύπου και την αρχή της ορθολογικότητας στις κοινωνίες αστικού τύπου. Αυτό δεν δείχνει τίποτα άλλο παρά το ότι η ανάμνηση, ο χρόνος και η μνήμη καταλύθηκαν από τις ίδιες τις προοδευτικές αστικές κοινωνίες, σαν ένα είδος ανορθολογικού καταλοίπου». Αυτή η κατάλυση οδηγεί, κατά τον Marcuse, στον «μονοδιάστατο» χαρακτήρα του νεωτερικού κόσμου, ο οποίος, καθώς δεν διαθέτει μνήμη, στερείται την άλλη διάσταση της πραγματικότητάς του. Η κριτική αυτή παραπέμπει, με ιδιαίτερη έμφαση, στην αντιπαροντική λειτουργία της πολιτισμικής μνήμης: τη λειτουργία της απελευθέρωσης μέσω της ανάμνησης.

Ο μονοδιάστατος χαρακτήρας δεν αποτελεί αποκλειστική ιδιότητα του σύγχρονου κόσμου∙ χαρακτηρίζει γενικά την καθημερινότητα. Λόγω των απαιτήσεων των καθημερινών δραστηριοτήτων, ο κόσμος διαρθρώνεται σε προσκήνιο και φόντο. Στην καθημερινότητα χάνονται οι μεγάλες προοπτικές. Καθημερινότητα σημαίνει στερεοτυπία και ρουτίνα. Αναστέλλονται οι καθοριστικές αποφάσεις και οι σκέψεις επί των ιδρυτικών αξιών. Μόνο έτσι μπορεί κανείς να προσανατολίζεται και να ενεργεί σε καθημερινό επίπεδο. Οι διαχρονικές αξίες όμως που αποβάλλονται από τον ορίζοντα της καθημερινότητας δεν ξεχνιούνται έτσι απλά ούτε καταστρέφονται. Συγκροτούν ένα φόντο που διατηρείται μέσω της πολιτισμικής μνήμης. Η πολιτισμική μνήμη και οι μορφές αντικειμενικής έκφανσής της δεν έχουν λοιπόν καμία θέση στην καθημερινότητα. Γι’ αυτόν τον λόγο, ο Marcuse διαμαρτύρεται ότι δεν μπορεί να ακούει Bach στο τρανζιστοράκι και αντιτίθεται στην πώληση των κλασικών από τα πολυκαταστήματα. Με αυτόν τον τρόπο, λέει, οι κλασικοί μουσικοί στερούνται την «ανταγωνιστικότητά τους». Κατά τον Marcuse, ο πολιτισμός δεν είναι «φόντο», αλλά αντίθεση στην καθημερινότητά μας, «αέρας από έναν άλλο πλανήτη». Με την πολιτισμική μνήμη, ο άνθρωπος παίρνει ανάσα σε έναν κόσμο που, με την «πραγματικότητα της καθημερινής ζωής», του γίνεται ασφυκτικός. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την ανάμνηση του παρελθόντος: «Η ανάμνηση του παρελθόντος μπορεί να φέρει στην επιφάνεια επικίνδυνες σκέψεις και το κατεστημένο φαίνεται να φοβάται τα ανατρεπτικά περιεχόμενα της μνήμης […]. Η ενθύμηση είναι ένας τρόπος αποδέσμευσης από δεδομένες καταστάσεις, ένας τρόπος “μετάδοσης”, που για λίγες στιγμές διασπά τη δύναμη των δεδομένων καταστάσεων. Η μνήμη ανακαλεί μέσω της ανάμνησης την αλλοτινή φρίκη, όπως και την αλλοτινή ελπίδα».

Την κατάλυση της ανάμνησης κάτω από ολοκληρωτικά καθεστώτα έψεξε ήδη ο Τάκιτος: «Θα είχαμε χάσει και την ίδια τη μνήμη μαζί με την ελευθερία της γλώσσας αν θα ήταν στο χέρι μας να ξεχνάμε με την ίδια ευκολία με την οποία σιωπούμε». «Η δικτατορία», όπως αναφέρουν σε σχόλιό τους πάνω σε αυτό το χωρίο οι Hildegard Cancik-Lindemaier και Hubert Cancik, «καταστρέφει τη γλώσσα, τη μνήμη και την ιστορία». Αντίστροφά, η ανάμνηση είναι όπλο κατά της καταπίεσης. Το κείμενο που καταδεικνύει εναργέστερα αυτή τη συνάφεια είναι το 1984 του Orwell.Στην ακραία περίπτωση της καταπίεσης ολοκληρωτικών καθεστώτων αναδεικνύεται η απελευθερωτική δύναμη που διαθέτει πάντοτε η πολιτισμική μνήμη.

Σε ένα κόσμο ολοκληρωτικής ισοπέδωσης, η ανάμνηση κάνει δυνατή την εμπειρία αυτού που είναι διαφορετικό και την απόσταση μεταξύ της απολυταρχίας του παρόντος και του υπάρχοντος. Σε μια γενικότερη, λιγότερο πολιτική έννοια, αυτό ισχύει και για την πίεση που ασκεί η ίδια η καθημερινότητα στην κοινωνική πραγματικότητα, έχοντας πάντα ως κατεύθυνση την απλοποίηση, τη «μία διάσταση» και τη μείωση της πολυπλοκότητας.

Jan Assmann, Η πολιτισμική μνήμη, “Γραφή, ανάμνηση και πολιτική ταυτότητα στου πρώιμους ανώτερους πολιτισμούς, εκδ. ΠΕΚ, σελ. 106-110

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου