Η Ντορίν Μάσεϊ, η αριστερή, γεωγράφος, φεμινίστρια, διανοούμενη βρέθηκε στην Αθήνα για την αναγόρευσή της ως επίτιμη καθηγήτρια του τμήματος Γεωγραφίας του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου. Μεταξύ των επισκέψεων στο Βοτανικό Κήπο στην Πετρούπολη, το Πάρκο Ναυαρίνου στα Εξάρχεια και συζητήσεων με φοιτητές, συναδέλφους και φίλους, πρόλαβε να δώσει μια συνέντευξη στην «Εποχή».
Αλλά με την Ντορίν Μάσεϊ η μία συζήτηση απλώς προετοιμάζει το έδαφος για άλλη μια ακόμα. Έτσι, σύντομα οι επισκέπτες της ιστοσελίδας της «Εποχής» θα έχουν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν και μια ξεχωριστή βιντεοσκοπημένη συνέντευξη με την Μάσεϊ. Η παρουσία της εδώ ήταν, όπως επισήμανε και ο καθηγητής Κωστής Χατζημιχάλης στον έπαινό του στην τελετή αναγόρευσης, έμπρακτη συμπαράσταση στη βαθιά και πολύπλευρη κρίση που βιώνουμε ως κοινωνία και ως δημόσιο πανεπιστήμιο.
Η Ντορίν Μάσεϊ έχει κληθεί ως σύμβουλος ή ως ερευνήτρια να συνδράμει την κυβέρνηση των Σαντινίστας στη Νικαράγουα το 1980, το Εθνικό Αφρικανικό Κογκρέσο το 1994, στην ανασυγκρότηση της Βενεζουέλας το 2007.
Στα ελληνικά, εκτός από συνεντεύξεις και κείμενά της σε συλλογικές εκδόσεις και περιοδικά, κυκλοφορούν τα βιβλία της: «Η γεωγραφία έχει σημασία» (2001, Ανοικτό Πανεπιστήμιο), «Φιλοσοφία και πολιτικές της χωρικότητας» (2001, Τμήμα Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ), «Για το χώρο» (2008, Ελληνικά Γράμματα). Είναι συνεκδότρια, από το 1996, μαζί με τους Στιούαρτ Χαλ και Μάικλ Ράστιν, του πολιτικού - πολιτιστικού περιοδικού «Soundings».
Δημόσιος είναι ο χώρος που δημιουργεί ο δήμος
Τη συνέντευξη πήραν
η Ζωή Γεωργούλα
και η Μαρίνα Καλλέργη
Πώς βλέπετε σήμερα την εξέλιξη της ριζοσπαστικής γεωγραφίας;
Στην Αγγλία, νομίζω ακόμη και στις ΗΠΑ, αλλά και σε άλλα μέρη της Ευρώπης, έχουμε ξεχάσει τον όρο ριζοσπαστική γεωγραφία και χρησιμοποιούμε τον όρο κριτική γεωγραφία, με αποτέλεσμα σχεδόν όλοι οι γεωγράφοι να αποκαλούνται κριτικοί γεωγράφοι. Αυτό άδειασε τον όρο από κάθε νόημα. Παρότι οι γεωγράφοι, τα τελευταία δέκα χρόνια, ασκούσαν κριτική, ήταν μόνο σε ακαδημαϊκά περιοδικά, αναφορικά με άλλες δημοσιεύσεις. Με αποτέλεσμα, η μεγάλη πλειοψηφία αυτών να μην επιφέρουν καμία αλλαγή για τον κόσμο. Υπάρχουν, όμως, λίγοι άνθρωποι που συνεχίζουν την παράδοση της ριζοσπαστικής γεωγραφίας, η οποία εξ ορισμού είναι και χρειάζεται να είναι δυναμική, να θέτει ερωτήματα και να συνδέεται με τα μεγάλα ζητήματα του κόσμου. Αν δεν το καταφέρουμε αυτό σε αυτή τη συγκυρία, τότε φοβάμαι πως δεν θα το καταφέρουμε ποτέ, γιατί αυτή η συγκυρία απαιτεί τη ριζοσπαστική γεωγραφία.
Μετά από τόσα χρόνια αγώνων, πιστεύετε ότι οι γυναίκες έχουν πράγματι κατακτήσει το δικαίωμα στην πόλη;
Αν είχαμε περισσότερο χρόνο θα ήθελα να συζητήσουμε πιο πολύ τον όρο «δικαίωμα στην πόλη», γιατί κι αυτός έχει φτάσει να χρησιμοποιείται με ευκολία. Όταν ήμουν νέα, νόμιζα ότι ζούσαμε σε ένα κόσμο, όπου το φεμινιστικό κίνημα ήταν πολύ ισχυρό και νομίζω ότι είχαμε την αίσθηση ότι επρόκειτο για μια μακρά μάχη που θα επέφερε νίκες και πρόοδο. Σίγουρα, σε ένα βαθμό αυτό επετεύχθη. Έχουν επέλθει σημαντικές αλλαγές, σχεδόν επαναστατικές, αλλά δεν νομίζω ότι επήλθε πραγματική πρόοδος ως προς το στόχο της ισότητας. Ιδιαίτερα στη νεοφιλελεύθερη κοινωνία, η διεμφυλική καταπίεση επανεφηύρε τον εαυτό της με διαφορετικούς τρόπους. Νομίζω, λοιπόν, ότι πρόκειται για μια μάχη πιο περίπλοκη από όσο νομίσαμε, στην οποία κάθε φορά που επιτυγχάνουμε μια νίκη, ο αντίπαλος επιτίθεται από διαφορετική κατεύθυνση με διαφορετικό πρόσωπο.
Μια τελευταία παρατήρηση: φαίνεται ότι οι γυναίκες υποστηρίζουν περισσότερο ριζοσπαστικούς υποψήφιους από ό,τι οι άνδρες. Αυτό παρατηρήθηκε στις πρόσφατες εκλογές στις ΗΠΑ, στην Αγγλία και, από ό,τι μαθαίνω, και εδώ στην Ελλάδα. Αν, λοιπόν, οι γυναίκες πράγματι ψηφίζουν ριζοσπαστικότερα ή ψηφίζουν αριστερά κόμματα, αυτό συνιστά μια τεράστια θετική αλλαγή. Διότι, αν κοιτάξουμε πίσω στη δεκαετία του ’50, οι γυναίκες ψήφιζαν περισσότερο συντηρητικά κόμματα και οι άνδρες – εργάτες αποτελούσαν περισσότερο το σώμα των ψηφοφόρων των αριστερών κομμάτων. Αυτό, ωστόσο, συμβαίνει στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Όταν στρέψεις το βλέμμα στην Ασία, στο Πακιστάν, στο Αφγανιστάν, ακόμα πετάνε οξύ στα πρόσωπα ανθρώπων γιατί στέλνουν κορίτσια στο σχολείο. Ο αγώνας για τα δικαιώματα των γυναικών, λοιπόν, είναι μια πολυσύνθετη μάχη που αλλάζει συνεχώς πρόσωπο και απαιτεί διαφορετικά εργαλεία. Ίσως μια νίκη του θα ήταν να ρωτούσαμε και τους άνδρες από τους οποίους παίρνουμε συνεντεύξεις μια ερώτηση για την εξέλιξη του αγώνα για την ισότητα των δύο φίλων.
Είχατε πει παλιότερα ότι ήταν δύσκολο να εισάγετε το φεμινιστικό στοιχείο στην επιστήμη σας. Τι αντίδραση συναντήσετε από την ακαδημαϊκή κοινότητα, όταν επιχειρήσατε να το πραγματοποιήσετε;
Πρόκειται για μια δήλωση που είχα κάνει πολύ παλιότερα, όταν σύγκρινα το μαρξισμό με το φεμινισμό ως προς το ότι στο μαρξισμό υπήρχε ένα σαφές θεωρητικό πλαίσιο, που ήταν ευκολότερο να ενταχθεί στη γεωγραφία, ενώ στο φεμινισμό ήμασταν ακόμα στη διαδικασία να το δημιουργήσουμε. Με αυτήν την έννοια υπήρχε μια ιδιαίτερη δυσκολία. Ωστόσο, δεν πιστεύω ότι επειδή είσαι φεμινίστρια, θα ασχολείσαι μόνο με έμφυλα ζητήματα. Ανησυχώ ότι στην ακαδημαϊκή κοινότητα ο φεμινισμός έχει ιδρυματοποιηθεί και έχει χάσει τη μαχητικότητά του. Κατά κάποιο τρόπο, οι γυναικείες σπουδές χρησιμοποιήθηκαν για να κατευνάσουν την πολιτική μάχη. Ενώ υπάρχουν περισσότερες γυναίκες καθηγήτριες, τα πανεπιστήμια είναι προσανατολισμένα σε ένα ανδρικό πρότυπο. Το φεμινιστικό κίνημα διεκδικούσε ένα καλύτερο κόσμο, όχι μόνο ισότητα των δύο φύλων. Αυτό το πρόταγμα δεν έχει διεισδύσει στην ακαδημαϊκή κοινότητα.
Τι άφησε πίσω του, κατά τη γνώμη σας, το κίνημα Occupy σχετικά με την αντίληψή μας για το δημόσιο χώρο και την έννοια της κατάληψής του;
Μπορώ να μιλήσω μόνο για την εμπειρία μου από την Αγγλία και ειδικότερα από το Λονδίνο. Το ζήτημα του δημόσιου χώρου, της ιδιωτικοποίησης και της κατάληψής του είναι απολύτως κεντρικό στα κινήματα Occupy. Kαταρχάς, το Occupy στο Λονδίνο προσπάθησε να τοποθετήσει τις σκηνές στο χώρο έξω από το Χρηματιστήριο του Λονδίνου. Αυτό ήταν η αφορμή για να μάθουμε ότι αυτός ο χώρος είναι ιδιωτικός... Μεταφέρθηκαν, λοιπόν, λίγο πιο πέρα, στα σκαλιά του καθεδρικού ναού του Αγίου Παύλου. Άρα, λοιπόν, το ζήτημα του χώρου ήταν κεντρικό από την αρχή, όπως και το ζήτημα της κατάληψης. Στην αρχή δημιουργήθηκε συζήτηση γύρω από τον ορισμό του δημόσιου χώρου και κατά πόσο ένας ανοιχτός χώρος, από τον οποίο μπορεί να περνά ο καθένας ελεύθερα, είναι ιδιωτικός. Ωστόσο, στη συνέχεια, το κίνημα Occupy έκανε κάτι βαθύτερο, δημιούργησε ένα δημόσιο χώρο με μια έννοια πιο απαιτητική από την κατάληψή του. Δημιούργησε ένα δημόσιο χώρο, στον οποίο συνέβαιναν διάλογοι, λεκτικές αντιπαραθέσεις, όπου άνθρωποι διάβαζαν, μιλούσαν με συμπολίτες τους, τους οποίους δεν είχαν ξαναδεί ποτέ, όπου έγιναν διαλέξεις από επιστήμονες στις σκηνές που είχαν στηθεί. Όρισε, λοιπόν, εν τοις πράγμασι, το δημόσιο χώρο: όχι απλώς ο ανοιχτός χώρος που είναι στη διάθεση του καθένα, αλλά ο χώρος στον οποίο ο δήμος δημιουργείται, σχηματίζεται. Πολιτικά υποκείμενα δημιουργήθηκαν εκεί, οι άνθρωποι πολιτικοποιούνταν.
Ένα απόγευμα, μετά από μια διάλεξη, στεκόμουν έξω από μια τέντα και κάναμε μια μικρή συνέντευξη για τη γερμανική δημόσια τηλεόραση. Τη στιγμή που έλεγα κάτι ανάλογο με αυτό που συζητάμε τώρα, περνούσε μια μεσήλικη γυναίκα που γυρνούσε από τη δουλειά της. Στάθηκε, άκουσε, με περίμενε να τελειώσω και μου είπε: «Αυτό που μόλις έλεγες, δεν το έχω ξανακούσει στη ζωή μου. Είναι σπουδαίο». Αυτό ορίζει το χώρο ως δημόσιο. Ο χώρος είναι παράγωγο των κοινωνικών σχέσεων, το απλό γεγονός του άδειου ή του ανοιχτού χώρου δεν τον ορίζει ως δημόσιο. Με αυτή την έννοια, λοιπόν, το Occupy παρήγε λόγο και επιχειρήματα για το δημόσιο χώρο και την κατάληψή του. Δεν ξέρω πόσοι το εξέλαβαν αυτό. Αυτό όμως που σίγουρα γινόταν αντιληπτό από περισσότερους ήταν ότι αυτή καθεαυτή η χρήση του χώρου από το Occupy ήταν μια πρόκληση: από τη μια πλευρά στεκόταν το μεγάλο πέτρινο κτίσμα της Τράπεζας και από την άλλη το μεγάλο πέτρινο οικοδόμημα της εκκλησίας και στη μέση στέκονταν οι μικρές τέντες. Στην υλικότητά της αυτή η τοποθέτηση ήταν μια πρόκληση, μια έκρηξη στο έδαφος του νεοφιλελευθερισμού. Όπως καταλαβαίνετε, έπρεπε να απομακρυνθεί πάση θυσία...
Στην Ελλάδα σήμερα δομείται επιμελώς η ταυτότητα του άλλου ως εχθρού. Πώς μπορούμε να αποδομήσουμε αυτήν την προσπάθεια;
Σε ολόκληρη την Ευρώπη, αν και σε διαφορετική κλίμακα, βιώνουμε έξαρση του ρατσισμού και αναβίωση ακροδεξιών και φασιστικών οργανώσεων. Κατά ένα μέρος αυτό το φαινόμενο είναι αποτέλεσμα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, που κινούμενα προς τα δεξιά, εγκατέλειψαν ένα τμήμα των ψηφοφόρων της εργατικής τάξης, η οποία σημειωτέον στην Αγγλία περιλαμβάνει εργαζόμενους όλων των φυλών και των χρωμάτων. Συχνά στην αριστερά λειτουργούμε καθρεφτίζοντας κατά κάποιο τρόπο την αντίδρασή μας στη δράση του αντίπαλου. Προφανώς ο αντίπαλος ξεδιπλώνει τη στρατηγική της δημιουργίας αντιπαράθεσης και διαχωρισμού μεταξύ των φτωχών. Εμείς στην αριστερά συχνά, ενώ γνωρίζουμε τη σωστή απάντηση, δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε τον τρόπο με τον οποίο κάποιοι πολίτες φτάνουν να αποδεχτούν τη λάθος απάντηση. Ο δεξιός Τύπος γνωρίζει πολύ καλά πώς να παίζει αυτό το παιχνίδι. Η αριστερά δεν πρέπει να πέσει στην παγίδα να βάλει σε προτεραιότητα την εθνικότητα εις βάρος της ταξικότητας. Πιστεύω ότι αυτά τα δύο είναι στενά συνδεδεμένα.
Ως γεωγράφος θα ήθελα να επισημάνω άλλο ένα στοιχείο: ο αντίπαλος δεν θέτει μόνο τον διαφορετικό απέναντί μας, αλλά επιχειρεί να δημιουργήσει έχθρα και μεταξύ των πολιτών των διαφορετικών ευρωπαϊκών χωρών. Για παράδειγμα, επιχειρούν να μας στρέψουν εναντίον των Γερμανών, όταν θα έπρεπε όλοι οι λαοί να είμαστε ενωμένοι ενάντια στις τράπεζες, την τρόικα και τις ελίτ. Οι ίδιοι απέτυχαν να σχεδιάσουν, όταν δημιουργούσαν την ευρωζώνη, μια δημοσιονομική δομή που να εξομαλύνει τις κατά τόπους ανισότητες και αυτό χειροτέρεψε τις ανισότητες ακόμη περισσότερο. Για να καλύψουν τη δική τους αποτυχία βάζουν τους ανθρώπους των διαφορετικών τόπων να αλληλλοεχθρεύονται. Με μια έννοια χρησιμοποιούν τη γεωγραφία ως όπλο εναντίον μας και αυτό πρέπει να το αρνηθούμε. Οποιαδήποτε πανευρωπαϊκή πρωτοβουλία είναι εξαιρετικά κρίσιμη σε αυτή τη συγκυρία. Έχω δουλέψει αρκετά χρόνια στη Λατινική Αμερική και μπορώ να πω ότι εκεί δομείται μια πρόκληση για το νεοφιλελευθερισμό, δομείται μια νέα ήπειρος, η οποία στοιχειοθετεί μια νέα γεωγραφική ταυτότητα. Επιχειρείται ένα πείραμα αποδοχής της διαφορετικότητας, αλληλεγγύης, αλληλλοβοήθειας. Έχουν, μάλιστα, ιδρύσει έναν σχετικά νέο παναμερικανικό οργανισμό, το CELAC (Community of Latin American and Carribean States), που αφήνει εκτός τις ΗΠΑ και τον Καναδά, αλλά συμπεριλαμβάνει την Κούβα. Αυτές τις διεργασίες πιστεύω ότι πρέπει να τις παρακολουθεί στενά, να τις αξιοποιεί και να στέκεται αλληλέγγυα η αριστερά εδώ στην Ευρώπη.
Να μετακινήσουμε το κέντρο προς τα αριστερά
Τι επίδραση μπορεί να έχει η εμπειρία του Occupy στους θεσμούς, στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, στο Κοινοβούλιο;
Κατά τη γνώμη μου,το πιο σημαντικό πράγμα που έκανε το Occupy ήταν ότι έθεσε ερωτήματα που δεν έπρεπε να τεθούν. Δεν έδωσε άμεσες απαντήσεις, αλλά έθεσε ερωτήματα που είχαμε ξεχάσει να θέτουμε. Γιατί οι δημόσιοι χώροι ιδιωτικοποιούνται; Γιατί η δημοκρατία συρρικνώνεται; Θεμελιωδώς αμφισβήτησε το ηγεμονεύον κοινό αίσθημα, εννοώ τις υποθέσεις που αποδεχόμαστε καθημερινά και ξεχνάμε ότι είναι υποθέσεις. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η δημοκρατία στην Αγγλία έχει πέσει σε ξέρα. Οι πολίτες δεν εμπιστεύονται την πολιτική. Σε επίπεδο προσώπων, θεωρούν τους πολιτικούς διεφθαρμένους, κάτι που κατά τη γνώμη μου έχει παραγίνει. Εννοώ δηλαδή ότι οι συστημικές εφημερίδες και τα ΜΜΕ θέλουν να πιστέψουμε ότι οι πολιτικοί είναι διεφθαρμένοι. Ωστόσο, δεν είμαστε όλοι το ίδιο, υπάρχουν και αξιόλογοι και τίμιοι άνθρωποι στο Κοινοβούλιο. Σε επίπεδο πολιτικής, συμβαίνει μια μετακίνηση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στην Ευρώπη προς τα δεξιά, με αποτέλεσμα ένας πολύ μεγάλος αριθμός πολιτών να αισθάνεται εντελώς χωρίς εκπροσώπηση.
Ωστόσο, μου γεννήθηκε μια αμφιβολία, όταν υποστηρίχθηκε από κάποιους ότι η άμεση δημοκρατία που λειτούργησε στις συνελεύσεις του Occupy, είναι η μόνη εκδοχή δημοκρατίας. Αυτό σημαίνει ότι ένα τμήμα της αριστεράς είναι ενάντια στο κράτος, στα πολιτικά κόμματα. Υπάρχουν δύο τρόποι να προσεγγίσεις αυτή τη θέση. Ο ένας είναι να κατανοήσεις αυτή τη στάση παρατηρώντας την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το κράτος. Ο άλλος είναι να διαπιστώσεις ότι καθιστώντας το κράτος εχθρό, παραμερίζεις το ρόλο του καπιταλισμού. Κατά τη γνώμη μου, ο εχθρός είναι ο καπιταλισμός. Πιστεύω ότι το κράτος είναι ένα πεδίο μάχης καθεαυτό, πιστεύω ότι χρειαζόμαστε το κράτος, χρειαζόμαστε πολιτικά κόμματα. Δεν έχουμε και δεν μπορούμε να έχουμε καθημερινές συνελεύσεις, στις οποίες όλοι να συμφωνούμε και, κατά τη γνώμη μου, δεν θα έπρεπε να έχουμε. Στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία ενυπάρχει το στοιχείο της πολιτικής αμφισβήτησης που αναγνωρίζει ότι υπάρχει εχθρός, ότι δεν περιμένουμε να καταλήξουμε όλοι σε πλήρη συμφωνία. Υπάρχουν πολιτικά σύνορα που χρειάζεται να χαράξουμε, τα οποία θα χωρίζουν «εμάς» από «αυτούς». Το κίνημα Occupy όρισε «αυτούς» ως το 1% και θεώρησε ότι όλοι οι υπόλοιποι μπορούμε να συμφωνήσουμε. Πιστεύω ότι χρειαζόμαστε διαφορετικές λειτουργίες της δημοκρατίας σε διαφορετικούς χώρους. Χρειαζόμαστε αυτό που ανακίνησε το Occupy, διότι δημιουργεί πολιτικά υποκείμενα που δρουν συλλογικά. Επίσης, όμως, χρειαζόμαστε πολιτικά κόμματα καθαρά αριστερά και καθαρά δεξιά, ώστε να μη θολώνει και γίνεται δυσδιάκριτη η διαφωνία μας. Δεν πρέπει να αποκηρύξουμε τα πολιτικά κόμματα, τα πολιτικά σύνορα και τους πολιτικούς εχθρούς.
Υπάρχει μια πολιτική προσέγγιση από τα αριστερά, που λέει ότι, με τη μετακίνηση των πρώην σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων προς τα δεξιά, υπάρχει ένα τμήμα του λαού, της μεσαίας τάξης, που μένει χωρίς εκπροσώπηση. Προσβλέποντας, λοιπόν, σε αυτό, χρειάζεται να μετακινηθεί η αριστερά σε σοσιαλδημοκρατικές θέσεις, ώστε να μπορέσει να το εκπροσωπήσει.
Στην Αγγλία δεν έχουμε τόσο πολωμένο πολιτικό σκηνικό. Δεν έχουμε άκρα δεξιά, δεν έχουμε όμως και αριστερά. Έχουμε το Εργατικό Κόμμα, το οποίο υπό την ηγεσία του Τόνι Μπλερ και του Γκόρντον Μπράουν κινήθηκε σταθερά προς τα δεξιά. Έκανε αυτό στο οποίο αναφέρεσαι, συμπεριφέρθηκε ως ένα κόμμα που χρειαζόταν να εκλεγεί, οπότε θεώρησε ότι έπρεπε να ακολουθήσει τους ψηφοφόρους. Κάνοντας όμως αυτήν την πολιτική επιλογή, ενθαρρύνεις τους ίδιους τους κεντρώους ψηφοφόρους να κινηθούν πιο δεξιά. Συνεπώς δεν ακολουθείς απλά τους ψηφοφόρους, αλλά τους παροτρύνεις. Ελπίζω ότι η καινούργια ηγεσία του Εργατικού Κόμματος θα κινηθεί αντίθετα, θα επιχειρήσει να μετακινήσει το κέντρο προς τα αριστερά. Υπάρχει, βέβαια, το ερώτημα εάν αυτό είναι πολιτικά εφικτό. Αυτό μας οδηγεί στο ερώτημα πού βρίσκονται οι άλλες μορφές εξουσίας. Η απάντηση είναι στα ΜΜΕ. Τα ΜΜΕ όμως υποστηρίζουν ιδιωτικά συμφέροντα, δηλαδή τη δεξιά, οτιδήποτε αρθρώνεται από την αριστερά το γελοιοποιούν, ψεύδονται και το κοροϊδεύουν. Οπότε χρειάζεται να στραφούμε σε βασικές λειτουργίες της δημοκρατίας, και αυτό μας ξαναφέρνει στις συνελεύσεις σε τοπικό επίπεδο. Αυτό θα εμπλέξει τους ανθρώπους στη δράση και τη συμμετοχή.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ
Η ριζοσπαστική γεωγραφία έχει τις βάσεις της στους αναρχικούς γεωγράφους Πίτερ Κροπότκιν και Ελισέ Ρεκλί που ανέπτυξαν τις ιδέες τους στα μέσα του 19ου, αρχές του 20ού αιώνα. Η κύρια φάση ανάπτυξής της ήταν μετά το 1968, αρχικά στο Παρίσι και μετά στις ΗΠΑ, την Αγγλία με την ανάπτυξη της μαρξιστικής γεωγραφίας, στο πλαίσιο της ευρύτερης ριζοσπαστικής στροφής των κοινωνικών επιστημών. Η ριζοσπαστική γεωγραφία άσκησε κριτική στις ανεπάρκειες της καθιερωμένης γεωγραφίας να ερμηνεύσει τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες σε διαφορετικές κλίμακες του χώρου, στις επιρροές που διατηρούσε η καθιερωμένη γεωγραφία από την αποικιοκρατία και στην (μετά το 1960) εισβολή τεχνοκρατικών μεθόδων που υποκαθιστούσαν τις κοινωνικές σχέσεις σε απλούς ποσοτικούς παράγοντες. Για τους αγγλόφωνους οι εργασίες των Ντέιβιτ Χάρβεϊ, Ντορίν Μάσεϊ και Ντικ Πιτ ήταν από τις πρώτες που έβαλαν τα μεταπολεμικά θεμέλια της ριζοσπαστικής γεωγραφίας.
Κωστής Χατζημιχάλης
epohi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου